15/9/14

Ομιλία Υπουργού Εξωτερικών κ. Ι. Κασουλίδη στην εκδήλωση του ΟΠΕΚ αφιερωμένη στον Γιάννο Κρανιδιώτη

Ομιλία Υπουργού Εξωτερικών κ. Ι. Κασουλίδη στην εκδήλωση
του ΟΠΕΚ αφιερωμένη στον Γιάννο Κρανιδιώτη

«Ο Ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην επίλυση του Κυπριακού»
Είναι με ιδιαίτερη χαρά που σας καλωσορίζω σε αυτή τη σεμνή τελετή για να τιμήσουμε όλοι μαζί την μνήμη του αείμνηστου Γιάννου Κρανιδιώτη. Ευχαριστώ θερμά τον ΟΠΕΚ για την πρωτοβουλία διοργάνωσης αυτής της εκδήλωσης καθώς και για την πρόσκληση και τιμή να είμαι ένας από τους κύριους ομιλητές μαζί με τον Πρόεδρο Βασιλείου τον οποίο επίσης καλωσορίζω.
Πιστεύω ότι δεν θα μπορούσε να επιλεγεί καλύτερο θέμα για μια εκδήλωση αφιερωμένη στο Γιάννο Κρανιδιώτη από το ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού. Η σύντομη αλλά τόσο μεστή πολιτική του σταδιοδρομία από όλες τις θέσεις που υπηρέτησε, είτε ως σύμβουλος στο Πολιτικό Γραφείο του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου είτε ως Γενικός Γραμματέας, Υφυπουργός και Αναπληρωτής Υπουργός του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, Ευρωβουλευτής αλλά και σύμβουλος της κυπριακής Κυβέρνησης για θέματα Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθοδηγήθηκε και εμπνεύστηκε από τα ιδεώδη της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί των οποίων πρέπει να εδράζεται η οποιαδήποτε λύση του κυπριακού προβλήματος. Ήταν ένας οραματιστής πολιτικός και αποτέλεσε τον κυριότερο πρεσβευτή του κυπριακού θέματος μέσα στον ελλαδικό χώρο. Μέσα από τις θέσεις επιρροής που κατείχε υπήρξε αρχιτέκτονας και πρωτεργάτης της ευρωπαϊκής πορείας της Κύπρου από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης και εργάστηκε εντατικά και άοκνα για την εκπλήρωση του μεγάλου οράματος της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δυστυχώς ο Γιάννος Κρανιδιώτης έφυγε πολύ νωρίς και δεν πρόλαβε να δει έναν από τους μεγάλους του στόχους να υλοποιείται. Η Κύπρος εντάχθηκε στην ευρωπαϊκή οικογένεια πέντε χρόνια μετά τον απρόσμενο χαμό του, χωρίς δυστυχώς να επιλυθεί το κυπριακό πρόβλημα που ήταν ο κύριος στόχος της προσπάθειας ένταξης. Όπως όμως και ο ίδιος ο Κρανιδιώτης γράφει πολύ πριν από την ένταξη:
«… οι προσπάθειες για την επίλυση του Κυπριακού θα πρέπει να συνεχιστούν και μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την ελπίδα ότι θα εξευρεθεί δίκαιη και βιώσιμη λύση ».
Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην επίλυση του κυπριακού θα μπορούσε να αναλυθεί σε τρία επίπεδα. Πρώτο ως προοπτική και κίνητρο, δεύτερο στο ρόλο και τη δυναμική που αποκτά η Κυπριακή Δημοκρατία ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πως αυτό ενισχύει τις προσπάθειες επίλυσης του κυπριακού και τέλος στο ρόλο που η ίδια η Ένωση θα μπορούσε να διαδραματίσει στις τρέχουσες συνομιλίες.
Προοπτική και κίνητρο
Η αίτηση ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση υποβλήθηκε όπως ανάφερα προηγουμένως με κύριο στόχο να ταχθεί στις υπηρεσίες των προσπαθειών για την επίλυση του Κυπριακού. Θεωρήθηκε πολύ ορθά τότε ως καταλύτης για εξεύρεση λύσης αφού θα δημιουργούσε τις κατάλληλες συνθήκες που θα εξωθούσαν την Τουρκία και τους Τουρκοκύπριους να εγκαταλείψουν τις σκληρές τους θέσεις και να έλθουν στο τραπέζι των συνομιλιών με διάθεση για ουσιαστική διαπραγμάτευση, προλαβαίνοντας τυχόν ένταξη χωρίς λύση και ότι αυτό θα συνεπαγόταν για το μετέπειτα ισοζύγιο. Παράλληλα θα ενδυνάμωνε και θα βελτίωνε σημαντικά την διαπραγματευτική θέση της ελληνοκυπριακής πλευράς.
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι οι διεργασίες που προηγήθηκαν της ένταξης και ιδιαίτερα μετά την καθοριστική απόφαση της Συνόδου Κορυφής στο Ελσίνκι το 1999, η οποία αποσύνδεε την ένταξή από τη λύση του Κυπριακού, αποδεικνύουν περίτρανα ότι η προοπτική της ένταξης στην Ένωση ήταν καταλυτική και μας έφερε για πρώτη φορά κοντά σε μια λύση. Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθίστατο αναπόφευκτη με ή χωρίς λύση του Κυπριακού. Δυστυχώς η τουρκική διπλωματία αποδείχτηκε πιο ικανή και μετά την περιβόητη συνάντηση Ερτογάν – Μπους, κατάφερε να εισάξει στα τελικά σχέδια Ανάν έντεκα από τα δώδεκα σημεία που πρότεινε τα οποία τα οποία άλλαξαν την ισορροπία του αμοιβαίου βάρους, οδηγώντας έτσι το λαό μας σε απόρριψη της προτεινόμενης λύσης.
Σήμερα που η Κύπρος είναι πλέον μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημιουργείται μια νέα προοπτική για την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Σε περίπτωση επίτευξης λύσης που θα επανενώνει την πατρίδα μας και θα επιτρέπει την εφαρμογή του κεκτημένου σε όλη την επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, η τουρκοκυπριακή κοινότητα θα καταστεί αυτόματα μέρος της Ένωσης και θα καρπωθεί τα άμεσα οφέλη που συνεπάγεται μια τέτοια εξέλιξη. Η προοπτική αυτή αποτελεί πιστεύω μεγάλο κίνητρο για τους τουρκοκύπριους και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υποτιμάται. Μπορεί βέβαια να μην έχει πάντα την ίδια βαρύτητα για την εκάστοτε ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας ή τουλάχιστο αυτό να δηλώνεται προς τα έξω, αλλά για την κοινωνία των πολιτών είναι ένα πολύ μεγάλο κίνητρο και στόχος. Προς απόδειξη αυτού φτάνει απλά να θυμίσω τις μεγάλες διαδηλώσεις κατά των κατοχικών αρχών που έγιναν από τους τουρκοκύπριους το 2003 όταν υπογράφηκε η συνθήκη προσχώρησης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Κύπρος ως κράτος- μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτέλεσε αναμφίβολα ένα από τους σημαντικότερους σταθμούς της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας, που καθόρισε και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική διαδρομή της πατρίδας μας. Μια διαδικασία, που προσμετρώντας τις δυσκολίες και τα δεδομένα της εποχής, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια μεγάλη διπλωματική επιτυχία. Ένα γεγονός που προσέδωσε ξεκάθαρο στίγμα στον προσανατολισμό της εξωτερικής και εσωτερικής μας πολιτικής. Η ένταξη έστω και χωρίς τη λύση του κυπριακού προβλήματος έχει προσδώσει μια σειρά από συγκριτικά πλεονεκτήματα στην Κυπριακή Δημοκρατία, τα οποία αν αξιοποιηθούν, αναμφίβολα θα έχουν τη δική τους σημαντική συμβολή στις προσπάθειες επίτευξης λύσης.
Θα πρέπει κατ’ αρχήν να διερωτηθούμε που θα βρισκόταν σήμερα η Κύπρος εάν δεν ήταν μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εσωτερικά η ένταξη αναμφίβολα βελτίωσε στο μέγιστο βαθμό την ποιότητα ζωής του κύπριου πολίτη, με την εφαρμογή συγκροτημένων πολιτικών για θέματα περιβάλλοντος, υγείας του καταναλωτή, ασφάλειας κ.ο.κ. Όσον αφορά στην Κύπρο ως κράτος, τα οφέλη είναι αδιαμφισβήτητα, αφού μας δίνεται η δυνατότητα ως μικρό κράτος να συμμετέχουμε στη διαμόρφωση και λήψη ευρωπαϊκών πολιτικών. Και σας διαβεβαιώνω ότι δεν διαδραματίζουμε ρόλο κομπάρσου ούτε διακατεχόμαστε από σύνδρομα μικρού κράτους που θα μας αποτρέψουν από το να εκφράσουμε τις απόψεις και θέσεις μας επί των ζητημάτων που αφορούν την Ένωση και τον υπόλοιπο κόσμο.
Επιπλέον οι παραδοσιακά καλές σχέσεις που η Κύπρος είχε με τους γείτονες της, έχουν αποκτήσει ουσία και νόημα δια του γεγονότος ότι με την ιδιότητα μας ως κράτος μέλος της Ένωσης προσφέρουμε πολύ περισσότερα στις σχέσεις μας επειδή ακριβώς διαθέτουμε το πλεονέκτημα να γνωρίζουμε τη νοοτροπία και σκεπτική των γειτόνων μας. Πλέον πέραν από ένα απλά φιλικό γειτονικό κράτος, η Κύπρος έχει ρόλο και λόγο στην Ενωμένη Ευρώπη και επομένως καθίσταται ένας σημαντικός εταίρος για τις χώρες της περιοχής. Η ενίσχυση των σχέσεων μας με χώρες όπως η Αίγυπτος το Ισραήλ, ο Λίβανος και η Ιορδανία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ένταξη μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επίσης η ιδιότητα του κράτους μέλους της Ένωσης παρέχει τη δυνατότητα να κτίσουμε νέες και να ενισχύσουμε παλαιότερες φιλικές σχέσεις. Για παράδειγμα η συνεχιζόμενη κρίση στη Μέση Ανατολή αλλά και τελευταία στην Ουκρανία έχουν καταστήσει σαφές πόσο σημαντικός φίλος μπορεί να είναι η Κύπρος μέσω της συμμετοχής της στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων της Ένωσης. Η συμμετοχή λοιπόν στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναβαθμίζει το ρόλο και την υπόστασή της Κύπρου που θα ήταν δύσκολο έως αδύνατο να επιτευχθεί εκτός αυτής.
Το ερώτημα που αναπόφευκτα τίθεται είναι πώς η αναβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας συμβάλλει στην επίλυση του κυπριακού. Η απάντηση είναι πολύ απλή. Ο αναβαθμισμένος ρόλος της Κύπρου συνεπάγεται ενδυνάμωση της διαπραγματευτικής της θέσης μέσω της ενίσχυσης της κυριαρχίας της ενώ αποτελεί και την απάντηση σε ενδεχόμενη προσπάθεια υπόσκαψης της κρατικής της οντότητας. Γίνεται πλέον ασύμφορο για τον οποιονδήποτε να κάνει σκέψεις για υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας ή συγκριτική αναβάθμιση της διεθνούς υπόστασης του ψευδοκράτους. Πολλές φοβίες μας διακατείχαν επί του θέματος στο παρελθόν. Η στροφή της εξωτερικής μας πολιτικής με την αξιοποίηση της στρατηγικής θέσης της Κύπρου για συμμετοχή στο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και των ασύμμετρων απειλών, τη συνεργασία με τους γείτονες μας σε ζητήματα υδρογονανθράκων επιτρέπουν στο κράτος μας να έχει ξεφύγει πολύ από τη κόκκινη γραμμή του τι εστί αναβάθμιση του ψευδοκράτους. Προχωρούμε πλέον χωρίς σύνδρομα σε μια πορεία με στόχο την απαλλαγή μας από την κατοχή και επανένωση του τόπου μας.
Η αναβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι το αντιστάθμισμα στην στρατιωτική ισχύ και επιρροή της Τουρκίας δημιουργώντας ένα καλύτερο ισοζύγιο.
Ο ρόλος της ίδιας της ΕΕ στις προσπάθειες λύσης
Άμεσο όμως ρόλο στις προσπάθειες λύσης του κυπριακού μπορεί να διαδραματίσει και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσα από τους θεσμούς της και τον οποιοδήποτε τρόπο επιλέξει, διασφαλίζοντας την λειτουργικότητα της Ένωσης με την επανενωμένη Κύπρο στους κόλπους της.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι δεν αναμένουμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα διαδραματίσει το ρόλο του δικηγόρου για τη δική μας πλευρά στη διαδικασία των συνομιλιών. Κάτι τέτοιο είναι αχρείαστο. Αυτό που αναμένουμε είναι η αυτοτελής, αυτόκλητη και ipso jure παρέμβαση της εκεί και όπου χρειάζεται εκφράζοντας τις απόψεις της επί των διαφόρων προτάσεων που οι δύο πλευρές καταθέτουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Εδώ χρειάζεται να υποδείξει η ΕΕ τι πρέπει να ληφθεί υπόψη ούτως ώστε η λύση που θα προκύψει να είναι συμβατή με το κοινοτικό κεκτημένο και τον τρόπο λειτουργίας της Ένωσης σύμφωνα με τη συνθήκη της Λισσαβόνας. Έτσι μόνο η λύση θα καταστεί βιώσιμη και λειτουργική και θα διασφαλίζει ότι η επανενωμένη Κύπρος θα μπορεί να επιτελεί πλήρως τα καθήκοντά της ως κράτος μέλος και δεν θα παρακωλύει την εύρυθμη λειτουργία και τις διαδικασίες λήψεως αποφάσεων εντός της Ένωσης.
Αυτό πρέπει να γίνει αντιληπτό από την Τουρκία και την τουρκοκυπριακή κοινότητα για να εγκαταλείψουν τις απαράδεκτες και αντιπαραγωγικές θέσεις περί μόνιμων παρεκκλίσεων από το κεκτημένο ή περί δημιουργίας πρωτογενούς δικαίου.
Θα πρέπει να γίνει απόλυτα κατανοητό και εδώ θεωρώ ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να έχει ρόλο να διαδραματίσει, ότι η επιμονή σε μόνιμες παρεκκλίσεις στο τέλος θα λειτουργήσει εις βάρος των ιδίων των Τουρκοκύπριων υπό την έννοια ότι αν γίνουν αποδεκτές, πολύ εύκολα θα καταρριφθούν και θα ανατραπούν από ευρωπαϊκά και διεθνή δικαστήρια ιδιαίτερα αν παραβιάζουν τα ατομικά ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες.
Όμοια και για τη θέση της τουρκικής πλευράς για δημιουργία πρωτογενούς δικαίου, η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει με τις παρεμβάσεις της να επιβεβαιώσει αυτό που και εμείς προσπαθούμε να εξηγήσουμε, ότι δηλαδή κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο αφού θα πρέπει κατ’ αρχήν να εγκριθεί από τα εθνικά κοινοβούλια και των 28 κρατών μελών συμπεριλαμβανομένων και αυτών της Ελλάδας και της Κύπρου. Ταυτόχρονα μια τέτοια εξέλιξη ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου δίνοντας την αφορμή και την δικαιολογία σε άλλα κράτη μέλη ή υποψήφια κράτη μέλη, να υποβάλουν παρόμοια αιτήματα, γεγονός που θα αλλάξει άρδην τις αρχές πάνω στις οποίες εδράζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επίλογος
Χτες συμπληρώθηκαν 15 χρόνια από τον αδόκητο θάνατο του Γιάννου Κρανιδιώτη, διανύουμε πλέον το δέκατο έτος ένταξης μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το τεσσαρακοστό έτος από την Τουρκική εισβολή και την γένεση του κυπριακού προβλήματος. Αναμφίβολα η σημαντικότερη επιτυχία της Κυπριακής Δημοκρατίας τα τελευταία αυτά σαράντα χρόνια ήταν η ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια προσπάθεια που είχε ως σημείο αφετηρίας και γνώμονα την απαλλαγή της κατοχής και επανένωσης του τόπου μας. Ο Γιάννος Κρανιδιώτης υπήρξε πρωτεργάτης αυτής της προσπάθειας και η διορατικότητα του τον κατέταξε ως μια από τις σημαντικότερες μορφές της κυπριακής ιστορίας.
Πλέον εναπόκειται σε εμάς με την απαραίτητη βέβαια συμβολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να αξιοποιήσουμε τα πλεονεκτήματα που μας δίνει η συμμετοχή μας στην Ενωμένη Ευρώπη και με σύνεση και ευθύνη να καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια για επίλυση του εθνικού μας προβλήματος.