1/4/14

Ομιλία του Διευθυντή του Γραφείου του Προέδρου της Δημοκρατίας σε εκδήλωση για τις εθνικές επετείους, στην Πάνω Δευτερά





Ομιλία του Διευθυντή του Γραφείου του Προέδρου της Δημοκρατίας
σε εκδήλωση για τις εθνικές επετείους, στην Πάνω Δευτερά


Ο λόγος του κάθε ομιλητή φαντάζει σεμνός και φτωχικός μπροστά στο ανυπέρβλητο και ανεπανάληπτο μεγαλείο των αγώνων που καλούμαστε να τιμήσουμε και το μέγεθος της θυσίας των ηρώων που μας ατενίζουν από το Πάνθεον της Ιστορίας του Έθνους μας.

«Θεέ που άκραν δεν έσιεις ποττέ στην καλοσύνην λυπήθου μας τζαι δώσε πκιον χαράν στην Ρωμιοσύνην»

Η Ρωμιοσύνη, όπως μνημονεύεται στο δίστιχο αυτό από τον ποιητή της Κύπρου, το Βασίλη Μιχαηλίδη, έρχεται στο νου μας κάθε φορά που τιμούμε μια ένδοξη στιγμή από τις τόσες της Ελληνικής μας ιστορίας.

Και η 25η Μαρτίου και η 1η Απριλίου είναι δυο τέτοιες στιγμές - σταθμοί στη μακραίωνη πορεία του Έθνους μας.

Μια πορεία μοναδική, μνημείο πανανθρώπινης προσφοράς.

Η κήρυξη της επανάστασης το Μάρτιο του 1821 αποτελεί την κορύφωση της οργής και της αγανάκτησης που συμπύκνωσε η βούληση και η δυναμική όλου του υπόδουλου Ελληνισμού και ο πόθος της ελευθερίας. Το υπόδουλο γένος ανίχνευσε και κατέκτησε την εθνική του αυτογνωσία και κράτησε αλώβητη την πίστη του στην Ορθοδοξία. Αυτά ήταν τα συστατικά της αντοχής του. Σ´ αυτά έκτισε το όραμα της Λευτεριάς και με αυτά αγωνίστηκε για να την κατακτήσει.

Γιατί την 25η Μαρτίου την έχτισαν με το πύρωμα της ψυχής τους γενιές και γενιές Ελλήνων που χωρίς διακρίσεις στρατεύτηκαν στη Μεγάλη Ιδέα της αποτίναξης του ζυγού και της απόκτησης της ελευθερίας.
Οι λόγιοι και οι προύχοντες, οι ιερωμένοι και οι δημογέροντες, αδελφωμένοι με τους ανθρώπους της στάνης και του κάμπου, με τους ελεύθερους αγωνιστές των βουνών και του πελάγους κινήθηκαν από τα ίδια ιδανικά, από την ίδια κοινή φλόγα για την ελευθερία. Αυτό είναι το αξεπέραστο μεγαλείο του ´21. Αυτό το μεγαλείο που γράφτηκε με αίμα στο Αρκάδι, στην Κάσο, στο Ζάλογγο και στην Αραπίτσα, στη Χίο και στα Ψαρά, στο Μεσολόγγι και στο Χάνι της Γραβιάς, στο Μανιάκι και τόσους άλλους τόπους θυσίας.

Στην Κύπρο οι γεωγραφικές συνθήκες επέτρεψαν στους Οθωμανούς, να κινηθούν προληπτικά και να καταστείλουν στη γένεση της την εξέγερση.

Πολλοί Κύπριοι, ωστόσο, που υπολογίζονται στους χίλιους, διέπρεψαν στις διάφορες επαναστατικές δραστηριότητες. Δημιούργησαν εθελοντικά σώματα και στρατεύτηκαν με ενθουσιασμό κάτω από τα επαναστατικά λάβαρα της Φιλικής Εταιρείας.

Κύπριος ήταν και ο φίλος, συνεργάτης και μαθητής του Ρήγα, ο Ιωάννης Καρατζιάς.

Κορυφαία πράξη μεγαλείου και αυτοθυσίας αποτελεί, ασφαλώς, η μαζική σφαγή του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού, των Μητροπολιτών Πάφου Χρύσανθου, Κιτίου Μελέτιου και Κυρηνείας Λαυρέντιου και των εκατοντάδων αρχιερέων και προκρίτων, την αποφράδα ημέρα της 9ης Ιουλίου.

Νόμιζαν ότι με τις αποτρόπαιες εκτελέσεις θα ακύρωνα τη βούληση των Ελλήνων της Κύπρου.

Νόμιζαν πως έτσι διέγραφαν τον ελληνισμό της Κύπρου.  Γελάστηκαν όμως γιατί όπως λέει ο ποιητής:

Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου.
Κανένας δεν εβρέθηκε για να την ιξελείψη.
Κανένας, γιατί σιέπει την που τα ´ψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθεί όντας ο κόσμος λείψει».
Ελληνίδες, Έλληνες,

Η αδιάλειπτη πορεία του Ελληνισμού μέσα στο χρόνο και την ιστορία, σημαδεύεται από αξεπέραστες πράξεις μεγαλείου και θυσίας. Ο Μαραθώνας οδηγεί στις Θερμοπύλες κι αυτές οδηγούν στα Δερβενάκια και το Μεσολόγγι. Στο Κιλκίς και στην Πίνδο, στο Μαχαιρά, στο Μερσινάκι, στο Δίκωμο και στο Λιοπέτρι.

Σε όλες τις ιστορικές περιστάσεις του Έθνους διαπιστώνουμε την αδιάλειπτη συνέχεια.
Έτσι ακριβώς, με τον ίδιο απαράλλακτο και απαράμιλλο τρόπο, ξεσηκώθηκαν οι Έλληνες της Κύπρου το 1955, για την εκπλήρωση του ασίγαστου και προαιώνιου πόθου.
  
Του πόθου της λύτρωσης της πατρίδας από την πολύχρονη σκλαβιά και της Ένωσης με τη Μάνα Ελλάδα.

Είναι αυτή η αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια που ενέπνευσε τον Αρχηγό Διγενή και τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο να καταστρώσουν το μεγάλο αγώνα και να οδηγήσουν τα παλικάρια της θρυλικής ΕΟΚΑ στο στήσιμο καινούργιων τροπαίων. Είναι αυτή η ιστορική επιταγή, «Ίτε παίδες Ελλήνων», που αντηχεί σε όλες τις διαδρομές της εθνικής μας ιστορίας, που οδήγησε τον Καραολή, τον Παλληκαρίδη, τον Παρίδη, το Δράκο, τον Αυξεντίου, τον Λένα, τον Μάτση και τόσους άλλους κάτω από το έμπειρο και στιβαρό χέρι του Αρχηγού Διγενή σε σπάνιες πράξεις αρετής, μεγαλείου και θυσίας.

Ο έφηβος του 55-59 που ύψωνε την Ελληνική σημαία στο αέτωμα του σχολείου του, που κουβαλούσε βόμβες και φυλλάδια ανάμεσα σε βιβλία με τα κείμενα του Πλάτωνα και του Αισχύλου, του Ρωμανού του μελωδού, του Διονύσου Σολωμού και του Παπαδιαμάντη δεν ήταν παρά ο μαχητής της Πίνδου, το κλεφτόπουλο του 21, ο Ακρίτας του Βυζαντίου, ο οπλίτης των Θερμοπυλών και ο ναύτης της Σαλαμίνας.

Με την πρώτη Προκήρυξη του Αγώνα ο Αρχηγός Διγενής διανύει ολόκληρη την πορεία του Έθνους για να ορίσει την ταυτότητα του Αγώνα.
«´Η τάν ή επί τας. Αδελφοί Κύπριοι, από τα Βάθη των αιώνων μας ατενίζουν όλοι εκείνοι οι οποίοι ελάμπρυναν την Ελληνικήν Ιστορίαν, δια να διατηρήσουν την ελευθερίαν των: οι Μαραθωνομάχοι, οι Σαλαμινομάχοι, οι Τριακόσιοι του Λεωνίδα και οι νεώτεροι του Αλβανικού έπους…»

Τα ψευδώνυμα των αγωνιστών παραπέμπουν κατ’ ευθείαν στην αρχαία Ελλάδα, στο Βυζάντιο, στο Εικοσιένα, στον Μακεδονικό Αγώνα. Δεν είναι τυχαίο! Η ΕΟΚΑ είχε πρότυπο τους μακραίωνες αγώνες του Έθνους κι ένοιωθε να είναι, και ήταν, η συνέχειά τους.  Ακόμα και μέσα από τα ψευδώνυμα των αγωνιστών ξαναζωνταντεύει η ελληνική ιστορία: «Αίας», «Άρης», «Ζήδρος», «Άγρας», «Ματρόζος», «Μιαούλης».

 Ο αγώνας της ΕΟΚΑ συμπυκνώνει μέσα του τα οικουμενικά και διαχρονικά αρχέτυπα του Ελληνισμού.

Στο Μαχαιρά, στο Δίκωμο, στο Λιοπέτρι ξαναζωντανεύουν ολοκαυτώματα του 1821.

Στις φυλακές και στα κρατητήρια υψώνεται αγέρωχα η ελληνική ψυχή που ούτε εξαγοράζεται ούτε και μπορεί κανείς να τη λυγίσει.Στους δρόμους και στα σχολεία μετουσιώνονται σε αγέρωχους αγωνιστές ακόμα και τα παιδάκια του δημοτικού σχολείου. Στα Φυλακισμένα Μνήματα στήνονται τάφοι, φάροι ανεξάντλητης λεβεντιάς και αντρειοσύνης για να φωτίζουν τα βήματα και την ψυχή μας αιώνια.

Στέκεται η μάνα του ήρωα της ΕΟΚΑ μπροστά στο νεκρό σώμα του γιου της και αδάκρυτη προφέρει το αυτοσχέδιο ποίημα της:

«Θεέ μου δίνε δύναμη στη μάνα,
Που ´χει παιδί στις φυλακές που ´χει παιδί θαμμένο
Να περπατεί περήφανα, να στέκεται γενναία
Και να κρατεί στα χέρια της ελληνική σημαία».

Οι γονείς και οι στενοί συγγενείς επισκέπτονται τον Ανδρέα Παναγίδη λίγες ώρες πριν τον απαγχονισμό του στις Κεντρικές Φυλακές. Κανένας δεν κλαίει. Επικρατεί θρησκευτική σιγή. Η μάνα μέσα από τη μικρή τρύπα του δικτυωτού που την χωρίζει από τον γιο της προτάσσει το μικρό της δάκτυλο για να τον αγγίξει. Ο γαμπρός του ήρωα έκανε για λίγο να κλάψει. «Τι είναι αυτά. Εγώ θα σας δίνω θάρρος;» του λέει ο Παναγίδης. Κι αυτός θυμήθηκε το ποίημα του Τυρταίου, που ´μαθε στο σχολείο και με παλμό το απαγγέλλει:

«Τι τιμή στο παλικάρι, όταν πρώτο στη φωτιά
σκοτωθεί για την πατρίδα με την σπάθη δεξιά».

Την αυγή ο Παναγίδης ανέβαινε στην αγχόνη. Η γυναίκα του με τα τρία ανήλικα παιδιά τους στην αγκαλιά, αγνοώντας τον ανθρώπινο πόνο της, πρώτη με τη σημαία στους δρόμους βροντοφώναζε: «Ζήτω η Ένωση».

Οι δημοσιογράφοι ρώτησαν το μικρό γιο του ήρωα του Αχυρώνα Χρίστου Σαμάρα: «είσαι ο γιος του ήρωα. Τι να γράψουμε στην εφημερίδα; Τι να πούμε στον κόσμο για σένα;».

«Εμένα με λένε Σαμάρα. Αυτό να γράψετε», ήταν η περήφανη και αγέρωχη απάντηση του μικρού.

Ο πατέρας που κλήθηκε από τους Άγγλους να αναγνωρίσει το νεκρό του γιό, αρνήθηκε να τον παραλάβει. «Γαμπρός έφυγε από το σπίτι του, γαμπρός θα γυρίσει», είπε. Πήγε, έφερε τη γαμπριάτικη στολή, τον έντυσε και τον οδήγησε στο σπίτι. Στάθηκε δίπλα του και δεχόταν συγχαρητήρια από τον κόσμο, μοιράζοντας και τα γλυκά του γάμου. Ψηλά οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα.

Ελληνίδες, Έλληνες,

Μιλώντας για τις εθνικές μας επετείους δεν αρμόζει να μένουμε προσκολλημένοι στον έπαινο. Καμιά αξία και σημασία δεν θα έχει αυτό εφόσον λείπει η αυτογνωσία και η αυτοκριτική.

Κάθε άνθρωπος, κάθε λαός, γίνεται άξιος της ιστορικής του αποστολής όσο βαθαίνει η συνείδηση που έχει για την ιστορία του. Το μεγαλείο του πολιτισμού ενός έθνους είναι πάντα ανάλογο με την καθαρότητα και το βάθος της ιστορικής του μνήμης.
  
Εμείς ως Έλληνες, φορείς μιας κληρονομιάς τριών χιλιάδων χρόνων, έχουμε υπέρτατο χρέος να διαφυλάξουμε την αλήθεια της ιστορίας μας. Αυτήν που χαράζει αλάνθαστα τη φυσιογνωμία μας και την ταυτότητά μας μέσα στο σύγχρονο κόσμο.

Ο μεγάλος ιστορικός Ηρόδοτος, γράφει πως ο βασιλιάς των Περσών Ξέρξης, παραμονές της εκστρατείας του στην Ελλάδα, έλεγε σε συνεργάτη του: «Οι Έλληνες δεν είναι αξιόμαχοι και δεν μπορούν να με αντιμετωπίσουν γιατί δεν είναι μεταξύ τους ενωμένοι».  

Μεγαλουργήσαμε ως Έθνος μόνον όταν τιθασεύσαμε και απομονώσαμε το σαράκι του διχασμού.

«Τούτην την πατρίδα – γράφει ο Μακρυγιάννης – την έχουμε όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμε, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ».

«Το λοιπόν – συνεχίζει ο Μακρυγιάννης – δουλέψαμε όλοι μαζί, να την φυλάμε και όλοι μαζί. Είμαστε εις το «εμείς» και όχι στο «εγώ».

Αυτό που εύστοχα εντοπίζει ο στρατηγός Μακρυγιάννης, προτάσσεται και σήμερα, εντονότερα από κάθε άλλη φορά. Την ώρα της ευθύνης υπάρχει θέση μόνο για το «εμείς».

Αυτό το «εμείς» είναι η προϋπόθεση της καθολικής ενότητας δυνάμεων και στόχων.

Οι τραγικές ιστορικές συγκυρίες μας εξέτρεψαν από την αρχική μας πορεία και ο αγώνας του λαού μας για την εθνική επιβίωση και τη σωτηρία της πατρίδας μας συνεχίζεται.

Αποτίνοντας φόρο τιμής σε όσους θυσιάστηκαν για την ελευθερία, απευθύνουμε προς κάθε κατεύθυνση το μήνυμα ότι συνεχίζουμε, με πίστη στο δίκαιό μας, τον αγώνα για μια έντιμη, αξιοπρεπή και βιώσιμη λύση του κυπριακού προβλήματος.

Είμαστε καταδικασμένοι από την Ιστορία και εντεταλμένοι από τους προγόνους μας, αλλά και υποχρεωμένοι απέναντι στις μέλλουσες γενεές, να συνεχίσουμε τον αγώνα μέχρι την τελική δικαίωση αλλά και την ανοικοδόμηση της χώρας μας.

Είμαστε χρεωμένοι από την Ιστορία να παραδώσουμε στα παιδιά μας μια ενωμένη, ελεύθερη, δημοκρατική και ευημερούσα Κύπρο. Να παραδώσουμε μια πατρίδα στην οποία ο Ελληνισμός θα επιβιώσει και θα μεγαλουργήσει μακριά από τους κινδύνους αφανισμού του που ελλοχεύουν σήμερα.

Περήφανοι και αποφασισμένοι, εμείς οι Έλληνες της Κύπρου, βρισκόμαστε εδώ, στα εδάφη των προγόνων μας, χιλιάδες τώρα χρόνια. Και θα συνεχίσουμε να υπάρχουμε γιατί αυτή είναι η ιστορική αποστολή του Ελληνισμού της Κύπρου.

Τη θυσία των ηρώων μας έχουμε υποχρέωση να την τιμούμε όχι μόνο με επίκαιρες εκδηλώσεις, αλλά με μια καθημερινή στάση ζωής που θα αποδεικνύει πως διαθέτουμε ακόμη ιδανικά, αξίες και οράματα. Πως γνωρίζουμε την ώρα του αγώνα να προτάσσουμε το «εμείς» μπροστά από το «εγώ». Πως είμαστε ικανοί να επιλέξουμε τη μορφή του αγώνα για τη σωτηρία μας.

Σήμερα μπορεί να μην είναι ένοπλη η μορφή του μα όποια κι αν είναι αυτή πάντοτε θα μας διακρίνει η φιλοπατρία, ο πόθος και το πάθος όπως είναι και η κληρονομιά που μας κατέλιπαν αυτοί οι ωραίοι Έλληνες που σήμερα τιμούμε.

Τούτες τις ώρες της μεγάλης εθνικής ευθύνης, έχουμε και πάλι την ευκαιρία και την πρόκληση να αποδείξουμε πως είμαστε αντάξιοι συνεχιστές του Αγώνα τους. 

Αυτό είναι το χρέος μας αλλά και το καλύτερο μνημόσυνο σε όσους θυσιάστηκαν για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια των Ελλήνων της Κύπρου.
Και όπως λέει ο ποιητής:

Ήταν νιώθουμε μόνοι στο μέσο μιας έρημος δίχως σημεία κι άλλο δε βλέπουμε, κατά σένα γυρίζουμε το κεφάλι μας. Και σε βλέπουμε σε ώρες μεγάλου φωτός, που κι οι πέτρες σου ακόμα ντύνονταν δόξα… Κι ελαμπρύνονταν τα βουνά…Ρωμιοσύνη!

_____________