Ομιλία τέως Προέδρου της Κυπριακής
Δημοκρατίας, κ. Δημήτρη Χριστόφια, στην «Πρωτοβουλία Αμμοχώστου», του «Δήμου» Αμμοχώστου.
Καλησπέρα σας φίλες
και φίλοι. Θέλω να ευχαριστήσω θερμά τον φίλο δήμαρχο για την πρόσκληση να
παραστώ σε αυτή τη συζήτηση. Να ευχαριστήσω, επίσης, όλους εσάς για την τιμή
που μου κάνετε, να παραστείτε, για να έχουμε μία συζήτηση για τα ζητήματα που
αφορούν την κοινή μας πατρίδα, το παρελθόν, περισσότερο το παρόν και το μέλλον
βέβαια.
Τα αισθήματα που
νιώθω είναι συγκρουόμενα, πρέπει να σας πω. Χαίρομαι γιατί είμαστε μαζί,
λυπάμαι όμως πραγματικά που δεν συναντόμαστε στα πλαίσια μιας επανενωμένης,
ομοσπονδιακής Κύπρου, χωρίς κηδεμόνες και χωρίς ελέγχους από έξω. Ξέρετε ότι
έχω αφιερώσει τη ζωή μου ουσιαστικά ολόκληρη και όλη την ενέργεια μου ως
πολιτικό πρόσωπο, που ευτύχησε να γίνει πρώτος μεταξύ ίσων, σε ένα μεγάλο
κόμμα, το κόμμα του λαού, το κόμμα της εργατικής τάξης, το ΑΚΕΛ. Έχω αφιερώσει
τη ζωή μου στον αγώνα, ακριβώς, για μια πραγματικά ανεξάρτητη, ελεύθερη κοινή
πατρίδα, των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Κατά καιρούς, και επειδή ο
λαός με τίμησε με ψηλά κρατικά πόστα, δημόσια πόστα, λειτούργησα πάντοτε με
ειλικρίνεια και με αδελφικά αισθήματα απέναντι και στους Ελληνοκύπριους, αλλά
και στους Τουρκοκυπρίους. Είμαι εγώ που είπα ότι – και ήμουν και Πρόεδρος της
Δημοκρατίας – αντιμετωπίζοντας τις επιθέσεις των εθνικιστών και από τις δύο
κοινότητες, αλλά αναφέρομαι στους εθνικιστές της ελληνοκυπριακής κοινότητας,
ότι το κυπριακό κράτος, δεν είναι ελληνικό κράτος. Το κυπριακό κράτος είναι
κυπριακό και ανήκει στο λαό του, ανήκει στις δύο κοινότητες, και στους
Ελληνοκύπριους και στους Τουρκοκύπριους. Γι’ αυτό έγινα στόχος επιθέσεων από
τους σοβινιστές.
Όντας και πρόεδρος
της Δημοκρατίας είχα την ειλικρίνεια και το θάρρος να τονίσω ότι δεν υπάρχουν
μόνο ελληνοκύπριοι αγνοούμενοι, ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής και της
κατοχής, αλλά υπάρχουν και ΤΚ αγνοούμενοι, της περιόδου του ’63-’64. Διότι
αυτοί οι Τουρκοκύπριοι, δεν είχαν προσβληθεί από κάποιο μικρόβιο και έπεφταν
στα πηγάδια. Κάποιοι τους σκότωσαν και τους έριξαν εκεί και αυτοί ήταν
ελληνοκύπριοι εθνικιστές - σοβινιστές.
Επισκεπτόμενος την
Ουάσιγκτον ως πρόεδρος της Δημοκρατίας, είχα μιλήσει και είχα αναλύσει τις
εξελίξεις στο κυπριακό σε μια Δεξαμενή Σκέψης. Εκεί, είπα ακόμα μιαν αλήθεια, η
οποία βέβαια για τους εθνικιστές δεν είναι αποδεκτή και ένεκα αυτής της
αλήθειας έγινα αντικείμενο επίθεσης και πάλι. Και η αλήθεια αυτή, έλεγε ότι «Καταδικάζω
την τουρκική εισβολή και την κατοχή, όμως πρέπει να τονίσω ότι της τουρκικής
εισβολής προηγήθηκε το πραξικόπημα της Χούντας της Ελλάδας, δηλαδή οι δύο
μητέρες πατρίδες, την εποχή της φασιστικής διακυβέρνησης στην Ελλάδα και την
εποχή του Πρωθυπουργού Ετζεβίτ, είχαν επέμβει στα εσωτερικά της Κυπριακής
Δημοκρατίας παραβιάζοντας και τις συνθήκες εγγύησης και συμμαχίας». Αυτοί
δηλαδή, που έπρεπε να υπερασπιστούν την ανεξαρτησία της Κύπρου και οι δύο,
προσπάθησαν να την καταλύσουν. Πρέπει, όμως, να πω ενώπιον σας, ότι μετά την
αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, μετά τη μεταπολίτευση, το 1974, οι
ελληνικές κυβερνήσεις άφησαν τις κυπριακές κυβερνήσεις ελεύθερες να
διαπραγματευτούν το κυπριακό και να προσπαθήσουν να το επιλύσουν. Βέβαια να σας
πω πως όταν χειριζόμουν ως πρόεδρος της Δημοκρατίας και ως αρχηγός της
ελληνοκυπριακής κοινότητας το κυπριακό και την προσπάθεια επίλυσης, ένιωθα
ελεύθερος να το πράξω, χωρίς παρεμβάσεις από καμιά από τις ελληνικές
κυβερνήσεις. Γι’ αυτό και είχα προχωρήσει με τον Μεχμέτ Αλί σε σημαντικό βαθμό
και δεν ήμασταν πολύ μακριά στο να καταλήξουμε σε μια συμφωνία για τη λύση του
κυπριακού.
Κατά την άποψή μου,
εσείς δεν είχατε την ίδια τύχη, να αφεθείτε ελεύθεροι να διαπραγματευτείτε ως
το τέλος τη λύση του κυπριακού. Γι’ αυτό, όταν το 2010 καταλήξαμε μετά από
σοβαρές συζητήσεις και συγκρουσιακές μεταξύ μας συζητήσεις με τον Μεχμέτ Αλί,
σε συγκλίσεις πολύ σοβαρές στο κυπριακό, σε ότι αφορά στη διακυβέρνηση, σε ότι
αφορά στη φόρμουλα για την κυριαρχία, την ιθαγένεια, τη διεθνή προσωπικότητα, δυστυχώς,
πρέπει η Τουρκία να είχε αλλάξει ρότα,
να είχε αλλάξει γραμμή. Γιατί ως τότε, στήριζε τον Μεχμέτ Αλί και αίφνης ο
Μεχμέτ Αλί φάνηκε να έχασε αυτή την στήριξη. Εσείς ξέρετε καλύτερα από εμένα τι
έγινε στις εκλογές του 2010 και ποιός στήριξε ποιους.
Ξέρετε πολύ καλά
εσείς, ότι μέχρι εκείνη την στιγμή και ο κύριος Ερντογάν και ο κ. Γκιούλ,
στήριζαν την προσπάθεια και μου το έλεγαν και εμένα, παρόλο που συναντιόμασταν
σε διεθνή φόρα χωρίς να κάθονται απέναντί μου, διότι δεν αναγνώριζαν τον
πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Κάναμε ένα διάλογο όρθιοι και εξέφραζαν την
υποστήριξη τους στις προσπάθειες του Χριστόφια και του Ταλάτ. Φαίνεται ότι και
ένεκα εσωτερικών ισοζυγίων και προβλημάτων στην Τουρκία και ένεκα βέβαια
βλέψεων περιφερειακών της Τουρκίας, άλλαξαν στάση. Τώρα τα πράγματα είναι ακόμα
πιο δύσκολα, λόγω και των εσωτερικών συγκρούσεων στην Τουρκία, και κατά τη δική
μου εκτίμηση της αποτυχίας του «δόγματος Νταβούτογλου» να ελέγξει την περιοχή,
προτάσσοντας τον ισλαμισμό. Αυτή η πολιτική, αντιλαμβάνεστε ότι σταδιακά
αποτυγχάνει, ένεκα των αντιδράσεων του
στρατού της Αιγύπτου, της εμφύλιας κατάστασης που συνεχίζεται και των
συγκρούσεων στη Λιβύη και βεβαίως ένεκα και του γεγονότος ότι άρχισε σταδιακά
να σταθεροποιείται το καθεστώς στη Συρία, γιατί η Τουρκία πήρε τη θέση για
στήριξη των πιο αντιδραστικών, θα έλεγα, τρομοκρατικών δυνάμεων της Αλ Κάιντα,
ενάντια στον Άσσαντ. Η όλη κατάσταση στην περιοχή δημιουργεί σταδιακά αντιπαραθέσεις
μεταξύ της κυβέρνησης της Τουρκίας και του μεγάλου συμμάχου της, των Ηνωμένων
Πολιτειών της Αμερικής.
Όλα αυτά τα
προβλήματα σίγουρα οδηγούν τον κ. Ερντογάν να κάνει τις τελευταίες δηλώσεις –
και μάλιστα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι: «Η Βασική μας αρχή είναι μια
ομοσπονδιακή δομή βασισμένη σε δύο συνιστώντα κράτη και εκτός από αυτό δεν
συζητούμε τίποτε άλλο». Δηλαδή ο κ. Ερντογάν ταυτίζεται με τις θέσεις του κ.
Έρογλου, ο οποίος απέρριψε τις συγκλίσεις μεταξύ Χριστόφια – Ταλάτ, για ένα
κράτος με μια και μόνη και αδιαίρετη κυριαρχία, μία και μόνη ιθαγένεια, μία και
μόνη διεθνή προσωπικότητα. Και ότι η κυριαρχία είναι αδιαίρετη και εκπηγάζει
ισότιμα από τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους. Βρήκαμε, δηλαδή, τη
φόρμουλα να λύσουμε αυτό το πρόβλημα και έχουμε πισωδρόμιση, ένεκα του κ. Έρογλου.
Δεν έχω τίποτα προσωπικό
με τον κ. Έρογλου. Σε προσωπική βάση ήταν και κοινωνικότατος και δημιουργήσαμε
και οικογενειακή σχέση μεταξύ μας, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να λύσεις ένα
πολιτικό πρόβλημα το οποίο διαρκεί τόσα χρόνια. Δυστυχώς, απεδείχθη στην πράξη
ότι η φιλοσοφία μας για επίλυση του προβλήματος είναι διαφορετική. Παρόλο που ο
Ντερβίς Έρογλου υποσχέθηκε μπροστά στο Γ.Γ. των Ηνωμένων Εθνών όταν
συναντηθήκαμε στη Γενεύη, ότι θα συνεχίσουμε από εκεί που μείναμε με τον Μεχμέτ
Αλί Ταλάτ, τελικά στρεψοδίκησε και στη διάρκεια των συνομιλιών ουσιαστικά
μηδένιζε αυτά τα οποία είχαμε συμφωνήσει με τον Ταλάτ και ξεκινούσε από
μηδενική βάση για συνομολόγηση συνομοσπονδίας
δύο ανεξάρτητων κρατών. Και δυστυχώς, είχε πεισθεί και η τουρκική ηγεσία
να στηρίζει αυτή τη γραμμή του κ. Έρογλου. Οι συναντήσεις με τον κ. Έρογλου δεν
είχαν σχέση με τις συναντήσεις με τον Ταλάτ. Με τον Ταλάτ μπορεί να
τσακωνόμασταν, μπορεί να είχαμε και σκληρές συζητήσεις, όμως στο τέλος βρίσκαμε
κοινή γλώσσα στα πιο βασικά ζητήματα. Ο κ. Έρογλου μας έσφαζε με το χαμόγελο
και με το βαμβάκι.
Γι’ αυτό και θέλω
να πω ότι μετά την αποτυχία του Μεχμέτ Αλί Ταλάτ να επανεκλεγεί, είχαμε μια
συνεχή πισωδρόμηση στο κυπριακό και απώλεια χρόνου, η οποία πληρώνεται από το
σύνολο του κυπριακού λαού. Εδώ συνεχίζεται ο έλεγχος από την Τουρκία, εκεί τώρα
πέσαμε υπό τον έλεγχο της Τρόικα.
Ο κύριος Αναστασιάδης
ήταν ο άνθρωπος ο οποίος υποστήριξε το σχέδιο Ανάν. Για να εκλεγεί πρόεδρος
τελικά ζήτησε συγγνώμη για τούτο και συμμάχησε με εκείνες τις δυνάμεις που ήταν
μαζί μου στη διακυβέρνηση και που με κατηγορούσε ότι τους ακούω, ενώ ήμουν πανέτοιμος
εγώ να προχωρήσω και τον κάλεσα στο γραφείο του προέδρου της Δημοκρατίας για να
του πω «Κύριε Αναστασιάδη, ξέρεις, τα βρήκαμε με τον Ταλάτ, σε μεγάλο βαθμό.
Έμειναν ζητήματα ανοιχτά, αλλά μπορούμε να τα βρούμε ως το τέλος και θέλω τη
στήριξη σου, ανεξαρτήτως του τι θα πουν οι άλλοι οι σύμμαχοι». Και αντί τούτου,
ο κ. Αναστασιάδης μου έκανε μία επίθεση εφ’ όλης της ύλης μηδενιστική, και
αντιλαμβάνεστε ότι ξεκίνησε από τότε, και εννοώ από τον Μάρτη του 2010, πριν
τις «εκλογές» σας, από τότε ξεκίνησε μια επίθεση εξοντωτική κατά του Προέδρου
της Δημοκρατίας. Εξοντωτική σε όλους τους τομείς. Συμμάχησε, δηλαδή, το
τραπεζικό κεφάλαιο, συμμάχησαν οι αντιδραστικές δυνάμεις, συμμάχησαν και οι
πρώην σύμμαχοι μας στην κυβέρνηση και ουσιαστικά μας οδήγησαν σε μια φοβερή
κρίση, με την κλοπή του δημοσίου και βεβαίως με τους τραπεζίτες να τα κάνουν
όλα ένα. Ένεκα της κλοπής και της ληστείας των τραπεζών φτάσαμε σε αυτό το
οικονομικό χάλι και όχι ένεκα του γεγονότος ότι δώσαμε ψωμί στους γέροντες,
δώσαμε ψωμί στους αναξιοπαθούντες, εφαρμόσαμε κοινωνική πολιτική, προοδευτική
και αριστερή.
Τελικά εκλέγηκε
πρόεδρος ο κ. Αναστασιάδης. Με
δημοκρατικό τρόπο, αν θέλετε με συμμαχίες, οι οποίες ήταν λίγο παράξενες. Εννοώ
σε συμμαχία με το ΔΗΚΟ που διαχρονικά το ΔΗΚΟ συνεργαζόταν με το ΑΚΕΛ. Θα
ανέμενε κανείς από τον Νίκο Αναστασιάδη, ο οποίος είναι υπέρ της λύσης
διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, να ζητήσει από τον Γενικό Γραμματέα και
από τον κ. Έρογλου, να συνεχίσουμε από εκεί που έμειναν οι συγκλίσεις Χριστόφια
– Ταλάτ. Γιατί περάσαμε μέσα από πολλές συμπληγάδες. Περάσαμε, λοιπόν, από τέτοιες δυσκολίες και
καθορίσαμε τελικά τη βάση λύσης διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, η οποία
υιοθετήθηκε, εγκρίθηκε από σειρά ψηφισμάτων των Ενωμένων Εθνών. Δεν χρειαζόταν
τώρα επαναβεβαίωση της βάσης, κατά τη δική μου προσωπική εκτίμηση.
Η ελληνοκυπριακή
πλευρά έπρεπε να δηλώσει ότι «εμείς συνεχίζουμε στη βάση η οποία έχει
δημιουργηθεί μέσα από πολλές δυσκολίες διαχρονικά και έχει εγκριθεί και από τα
ψηφίσματα του Ο.Η.Ε. Προσωπικά, θεωρώ ότι ο κ. Έρογλου δεν θα δεχόταν κάτι
τέτοιο και θα έμενε εκτεθειμένος. Και θέλω να σας πω ότι πάνω σε αυτή τη βάση
οι αριστερές δυνάμεις στις δύο κοινότητες πρέπει να έρθουν πολύ πιο κοντά απ’
ότι είναι αυτή τη στιγμή. Μόνο με κοινή γραμμή ΡΤΚ και των όποιων άλλων
αριστερών δυνάμεων, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την κρίση η οποία υπάρχει στο
κυπριακό και γενικότερα στον τόπο μας. Δε είναι τυχαίο το γεγονός ότι στη
διάρκεια της δικής μου προεδρίας ανοίχτηκαν τα οδοφράγματα στην οδό Λήδρας και
στον Λιμνίτη. Είναι για να προωθηθεί η επαναπροσέγγιση και η στενότερη σχέση
μεταξύ των δύο κοινοτήτων, των ανθρώπων της Κύπρου.
Και επειδή μιλώ σε
ακροατήριο της Αμμοχώστου, δεν είναι τυχαίο το γεγονός της πρωτοβουλίας και της
πρότασης την οποία έκανα, ως ηγέτης της ελληνοκυπριακής πλευράς, για τη λύση
του προβλήματος της Αμμοχώστου σαν ενιαίο σύνολο. Ξέρετε ότι υπάρχει ψήφισμα του
Συμβουλίου Ασφαλείας από το 1984, το «550», που ζητά από την Τουρκία την άνευ
όρων επιστροφή της Αμμοχώστου, της περιφραγμένης περιοχής των Βαρωσίων, στα
Ηνωμένα Έθνη, για να επιστρέψουν οι
κάτοικοι. Επειδή εμείς κρίναμε ότι μπορεί η Τουρκία ή και η τουρκοκυπριακή
ηγεσία να θεωρήσουν μονομερή αυτή την κίνηση, ότι δηλαδή θα κερδίσουν μόνο οι
Ελληνοκύπριοι, εντάξαμε στην πρόταση μας ακόμα δύο στοιχεία: Το άνοιγμα του
λιμανιού της Αμμοχώστου κάτω από την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού η
Κύπρος ολόκληρη είναι μέλος της Ε.Ε., για να έχουν πρόσβαση οι Τουρκοκύπριοι να
κάνουν εμπόριο με τον έξω κόσμο, και είπαμε ότι πρέπει να ωφεληθεί και η
Τουρκία. Κάναμε πρόταση στα Ηνωμένα Έθνη και στην Ε.Ε. να αποδεσμεύσουμε ή να
ανοίξουν κάποια κεφάλαια της Τουρκίας, τα οποία εμείς παγώσαμε. Εάν εγίνετο
αποδεχτή αυτή η πρόταση θα ήταν μάννα εξ ουρανών και για τις δύο κοινότητες,
ιδιαίτερα μέσα σε αυτές τις συνθήκες της κρίσης. Γιατί έτσι; Διότι θα
ανοίγονταν χιλιάδες θέσεις εργασίας για επιδιόρθωση των κτιρίων, των δρόμων και
γενικά της πόλης, για μερικά χρόνια θα έχουν δουλειά οι οικοδόμοι και από τις
δύο κοινότητες, οι πολιτικοί μηχανικοί, οι αρχιτέκτονες, οι επιπλοποιοί, οι
πελεκάνοι και άλλοι, και θα αρχίσει ένα πάρε – δώσε εμπορικό μεταξύ των δυο
κοινοτήτων. Αυτό θα ήταν και μία ώθηση για να λύσουμε το πρόβλημα. Δυστυχώς, η
ηγεσία της Τουρκίας ψάχνει προσχήματα κάθε φορά, για να μην προχωρήσουμε. Και αυτό, ενώ με βάση το
Πρωτόκολλο της Άγκυρας, έπρεπε να ανοίξουν και τα αεροδρόμια και τα λιμάνια της
Τουρκίας και με βάση το ψήφισμα 550 να
ανοίξει και το Βαρώσι, σκαρφίστηκαν ότι πρέπει να ανοίξει και το
αεροδρόμιο της Τύμπου, που εγείρονται θέματα κυριαρχίας και δημιουργούνται
σοβαρές δυσκολίες. Είπα εγώ τότε, ας εφαρμόσουμε τα τρία μέρη της συμφωνίας και
μετά βλέπουμε για τα θέματα του αεροδρομίου. Έχει μια κυπριακή παροιμία η οποία
είναι κυπριακή, είναι και για εσάς και για εμάς. «Όποιος δε θέλει να πάει στο
μύλο δέκα μέρες κοσσινίζει». Διότι δε θέλει να πάει να αλέσει το σιτάρι. Έτσι
κάμνει και η Τουρκία. Έτσι κάμνει και ο κ. Έρογλου. Δυστυχώς χίλιες φορές.
Άφησα τελευταίο το
θέμα της ανεύρεσης των υδρογονανθράκων. Είχα δηλώσει στα Ηνωμένα Έθνη, με τον
πιο επίσημο τρόπο, ότι η τουρκοκυπριακή κοινότητα δεν έχει να χάσει τίποτα από
την ανεύρεση των υδρογονανθράκων, ούτε και η Τουρκία ακόμα. Αλλά, για πολλούς
λόγους, πρέπει πρώτα να λύσουμε το κυπριακό. Διότι με τον κ. Έρογλου, αν
καταλήξαμε κάπου, δυο χρόνια άκαρπων συνομιλιών, ήταν στο πως θα κατανέμονται
τα εισοδήματα από τους φυσικούς πόρους στις δυο κοινότητες, στις δυο
περιφέρειες, στις δυο οντότητες της Κυπριακής Ομοσπονδίας. Μπορούν να καρπωθούν
οφέλη και η Τουρκία και προπάντων εκείνο που με ενδιαφέρει, αν με ρωτάτε, η
Τουρκοκύπριοι συμπατριώτες μας και οι Ελληνοκύπριοι. Δυστυχώς, η Τουρκία ως
τώρα τουλάχιστον, δεν δείχνει να θέλει να το αντιληφθεί, δεν γίνεται να μην το
αντιλαμβάνεται, αλλά δε δείχνει να θέλει να το αντιληφθεί.
Θέλω να σας συγχαρώ
επίσης, για τη δημιουργία της Πρωτοβουλίας Αμμοχώστου. Είμαστε στο ίδιο
χαράκωμα. Και για τούτο το ζήτημα και για πολλά άλλα που αφορούν το μέλλον του
λαού μας. Συνεχίστε να πιέζεται και θα πιέζουμε και εμείς από την άλλη πλευρά.
Και ξέρετε ότι δεν είμαι θεοφοβούμενος, αλλά θα σας πω «Έχει ο Θεός». «Έχει ο
Θεός!», λένε οι μανάδες μας.
Σας ευχαριστώ
θερμά.