23/1/14

Συμμετοχή Κυπρίων Βουλευτών στη Διακοινοβουλευτική Διάσκεψη για την Οικονομική Διακυβέρνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ολοκληρώθηκαν χθες, 22 Ιανουαρίου, στις Βρυξέλλες οι εργασίες της Ευρωπαϊκής Κοινοβουλευτικής Εβδομάδας και της Διακοινοβουλευτικής Διάσκεψης για την Οικονομική Διακυβέρνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EE). Η Διάσκεψη συνδιοργανώθηκε από την τρέχουσα Ελληνική Προεδρία του Συμβουλίου της Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Στη Διάσκεψη συμμετείχε αντιπροσωπία της Βουλής των Αντιπροσώπων, αποτελούμενη από την Αναπληρώτρια Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κα Σκεύη Κούτρα-Κουκουμά και τον Αναπληρωτή Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εξωτερικών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και Μέλος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών και Προϋπολογισμού, κ. Πρόδρομο Προδρόμου.
Τους συμμετέχοντες απασχόλησαν θέματα που άπτονται, μεταξύ άλλων, της αντιμετώπισης των μακροοικονομικών ανισορροπιών στην Ευρώπη, της δημοκρατικής νομιμότητας των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής, της προώθησης της ανάπτυξης και των θέσεων εργασίας στην Ευρώπη μέσα από την πραγματική οικονομία, καθώς και της ενίσχυσης της δημοσιονομικής εποπτείας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση.
Σε παρέμβασή της, στο πλαίσιο της συζήτησης του θέματος νομιμοποίησης των Προγραμμάτων Οικονομικής Προσαρμογής, η κα Κουκουμά ανέφερε ότι δεν πρέπει να εκπληττόμαστε ως προς τις διαδικασίες αποφάσεων που ακολουθήθηκαν από την Τρόικα, τονίζοντας ότι αυτές χαρακτηρίζονταν από απουσία διαβουλεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους και τα εθνικά κοινοβούλια. Σημείωσε δε ότι η απουσία κάθε δημοκρατικού ελέγχου και κοινωνικής λογοδοσίας δεν είναι ανεξάρτητη από το διαχρονικό και εγγενές δημοκρατικό έλλειμμα που χαρακτηρίζει την ίδια την ΕΕ. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να περάσουν τέτοιες αντιλαϊκές και βάρβαρες πολιτικές, πρόσθεσε, παρά με τη φίμωση των λαών, την καταστολή λαϊκών αγώνων όπου αναπτύσσονται και την παραπληροφόρηση από τα ΜΜΕ. Στη συνέχεια, η κα Κουκουμά υπογράμμισε την ανάγκη εξεύρεσης τρόπων, ώστε η Τρόικα να καταστεί υπόλογη για τις αποφάσεις της. Χαιρέτισε δε ταυτόχρονα την πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για εμπλοκή του στη διαδικασία άσκησης δημοκρατικού ελέγχου επί των προγραμμάτων διάσωσης. Θεωρούμε σημαντική, έστω και καθυστερημένα, την πρωτοβουλία της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να επισκεφτεί την Κύπρο, την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία, για αξιολόγηση του ρόλου και της λειτουργίας της Τρόικας, επεσήμανε η κα Κουκουμά, αναμένοντας, όπως πρόσθεσε, ότι θα καταγράψουν τις δραματικές κοινωνικοοικονομικές συνέπειες που είχαν οι πολιτικές της. Σημείωσε επιπλέον τη συζήτηση που ξεκίνησε για πιθανή αντικατάσταση της Τρόικας από ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο. Υπογράμμισε, εντούτοις, ότι είναι κρίσιμης σημασίας να ικανοποιηθεί το επιτακτικό αίτημα των λαών της Ευρώπης για κατάργηση των πολιτικών της Τρόικας μέσα από την ανατροπή των δυσβάστακτων συνεπειών τους και όχι να αλλάξει το όχημα, με το οποίο προωθούνται και επιβάλλονται. Τόνισε, τέλος, ότι δεν πρέπει να αποπροσανατολιστεί η συζήτηση στο πώς θα νομιμοποιηθεί θεσμικά η βαρβαρότητα των μνημονίων και η συνολική κοινωνικοοικονομική πορεία της Ευρώπης.
Ο κ. Προδρόμου, σε παρέμβασή του κατά τη συζήτηση του θέματος της προώθησης της ανάπτυξης και των θέσεων εργασίας στην Ευρώπη μέσα από τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, ανέφερε ότι, παρά τα τυχόν λάθη και παραλείψεις στο σχεδιασμό μιας πραγματικά πανευρωπαϊκής οικονομικής στρατηγικής, το θέμα που συζητείται είναι η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Αναφέρθηκε δε στις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η περίπτωση της Κύπρου, όπου, σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις, το Eurogroup και η Τρόικα αποφάσισαν ότι δε θα παραχωρούσαν δανεισμό-βοήθεια για την αντιμετώπιση των προβλημάτων και αδυναμιών του κυπριακού τραπεζικού συστήματος. Η ιδέα ήταν να μην πληρώσουν οι φορολογούμενοι ζημιές και λάθη των τραπεζών, σημείωσε. Εντούτοις, αν και ως ιδέα ήταν σωστή και λογική, πρόσθεσε, το ζήτημα είναι η εφαρμογή της. Περαιτέρω, ο κ. Προδρόμου επεσήμανε ότι, πριν εφαρμοστεί για πρώτη φορά η αμφιλεγόμενη ιδέα δημιουργίας τραπεζικών κεφαλαίων από τα χρήματα των καταθετών (bail in), δεν λήφθηκαν υπόψη οι συνολικές συνέπειες από την εφαρμογή μιας τέτοιας πρακτικής, ούτε από την Τρόικα, αλλά ούτε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Ο κ. Προδρόμου εξέφρασε τη διαπίστωση ότι οι συνέπειες ξεπερνούν το χρηματοοικονομικό σύστημα και το τραπεζικό πεδίο, δεδομένου ότι η τραπεζική διόρθωση επέφερε εξωτραπεζικές συνέπειες. Το bail in προκάλεσε εν μία νυκτί τη συρρίκνωση του κυπριακού τραπεζικού συστήματος, το οποίο είναι μετέωρο, όπως είπε, συνεπεία της άνευ προηγουμένου κρίσης εμπιστοσύνης που δημιουργήθηκε. Περαιτέρω, ο κ. Προδρόμου επεσήμανε ότι η εκροή κεφαλαίων από την Κύπρο, σε συνδυασμό με τις αρνητικές επιπτώσεις στις επενδύσεις, προκάλεσαν μία σχεδόν απόλυτη έλλειψη ρευστότητας. Σημείωσε δε ότι η μικρή οικονομία της Κύπρου, η οποία χρειάστηκε και δέχτηκε πρόγραμμα δημοσιονομικής διόρθωσης ύψους 10 δις ευρώ, βρίσκεται σε κατάσταση χρηματοδοτικής ασφυξίας, ενώ η πραγματική οικονομία και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν θυματοποιηθεί με την επιβολή του bail in, δεδομένων των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν στην εξασφάλιση τραπεζικών χρηματοδοτήσεων.
Ο κ. Προδρόμου ανέφερε επιπλέον ότι η Κυπριακή Κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας το δικό της μερίδιο ευθύνης, εφάρμοσε επιτυχώς τα συμφωνηθέντα, ξεπερνώντας τους στόχους της Τρόικας. Ο κ. Προδρόμου τόνισε, όμως, ότι ενώ το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής εφαρμόζεται επιτυχώς, η πραγματική οικονομία δε μπορεί να επωφεληθεί, αφού μαζί με τη δραστική δημοσιονομική προσαρμογή, η ύφεση βαθαίνει και η ανεργία καλπάζει, ενώ η πραγματική οικονομία δεν βρίσκει χρηματοδότηση. Καταλήγοντας, ο κ. Προδρόμου σημείωσε την ανάγκη εξεύρεσης τρόπων αντιμετώπισης της αντίφασης αυτής και της χρηματοδοτικής ασφυξίας, δεδομένου ότι διαψεύδονται οι ίδιοι οι στόχοι των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής.
Στο πλαίσιο της διακοινοβουλευτικής συνάντησης που οργανώθηκε από την Επιτροπή Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η κα Κουκουμά, σε παρέμβασή της, ανέφερε ότι η κυπριακή εμπειρία από την εφαρμογή του Προγράμματος Μνημονιακής Συναντίληψης είναι πικρή, δεδομένου ότι η μονολιθική πολιτική λιτότητας, που έχει επιβάλει η Τρόικα μέσα από τους σκληρούς όρους και πρόνοιες του Μνημονίου, στερείται προοπτικών ανάπτυξης, που λογικά θα έπρεπε να αποτελούσε προϋπόθεση για έξοδο από οποιαδήποτε οικονομική κρίση.
Οι πρωτοφανείς αποφάσεις του Eurogroup της 15ης και 25ης Μαρτίου για την απομείωση των κυπριακών καταθέσεων, είπε η κα Κουκουμά, έχουν οδηγήσει την κυπριακή οικονομία σε φαύλο κύκλο ύφεσης. Έχουν συμβάλει στην παράλυση του χρηματοπιστωτικού της συστήματος, έχουν διευρύνει τα επίπεδα της μαζικής φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, έχουν οξύνει τα επίπεδα της ανεργίας, καταγράφοντας την ψηλότερη αύξηση ποσοστού ανεργίας στην Ευρωζώνη και έχουν πλήξει ανεπανόρθωτα τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Η κα Κουκουμά σημείωσε ότι το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται σε 17.3% και η ανεργία των νέων σε 38.5%, ενώ η μείωση των μισθών μέχρι το τέλος του 2014 θα φτάσει στο 30%, η αγοραστική δύναμη μειώνεται στα επίπεδα του 1995 και ήδη κάποιες κατοικίες οδηγούνται σε εκποίηση, με ορατό τον κίνδυνο δημιουργίας αστέγων.
Στη συνέχεια, η κα Κουκουμά εξέφρασε τη συμφωνία της με την πρόταση για προσθήκη νέων κοινωνικών δεικτών στην καταγραφή των κοινωνικών επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης, τονίζοντας την ανάγκη ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους και της στήριξης των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού. Η ΕΕ θα πρέπει να επικεντρωθεί στην καταπολέμηση της ανεργίας, μέσα από τη δημιουργία νέων, αξιοπρεπών και ποιοτικών θέσεων εργασίας, είπε, με στόχο την ένταξη ή επανένταξη των ατόμων στην παραγωγική δραστηριότητα. Υπογράμμισε δε την ανάγκη προστασίας της εργασίας και του μοντέλου των εργασιακών σχέσεων, το οποίο στηρίζεται στην κοινωνική διαβούλευση, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τις συλλογικές συμβάσεις. Η κοινωνική πολιτική, κατέληξε η Κύπρια Βουλευτής, πρέπει να ανασυγκροτηθεί, με στόχο τη δικαιότερη ανακατανομή του εθνικού εισοδήματος, την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού και τη στήριξη των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού.