8/11/13

Αναφορές του Προέδρου της Δημοκρατίας για το Κυπριακό και την οικονομία

Καμιά χώρα δεν είχε τις επιδόσεις της Κύπρου, όπως αυτές καταγράφονται από τους σκληρούς των δανειστών μας, είπε χθες βράδυ ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Νίκος Αναστασιάδης, επισημαίνοντας ότι η Τρόικα έδωσε στην Κύπρο τα εύσημα σε σχέση με τη δεύτερη αξιολόγηση της κυπριακής οικονομίας.

Μιλώντας σε εκδήλωση του Μελάθρου Αγωνιστών Λευκωσίας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε: «Θέλω να εκφράσω τη συγκίνησή μου διότι απόψε βλέπω ακόμη μια από τις πολλές εκδηλώσεις που γίνονται για την ενίσχυση του Μελάθρου Αγωνιστών.

Συγκινημένος αν αναλογιστεί κανείς τους ανθρώπους που με περιστοιχίζουν που σε καιρό επανάστασης έπαιζαν τη ζωή τους κορώνα – γράμματα για να μας δώσουν την ελευθερία και την ανεξαρτησία μας και σε καιρούς ειρήνης έχουν δημιουργήσει ένα ίδρυμα με μια προσφορά κοινωνική, ιατρική, ανθρωπιστική όσο ελάχιστα ιδιωτικά ιδρύματα. Συγκινημένος όταν κατανοήσει κανείς το μέγεθος της προσφοράς και πόσο φτωχά μπορούν να γίνουν τα λόγια όταν θέλεις να εκφράσεις την αγάπη και τον θαυμασμό και όσα οφείλουμε σε όσους έχουν συντελέσει στο να ζούμε ελεύθεροι, στο να ζούμε με τους καλύτερους οιωνούς και να φροντίζουμε τους αγωνιστές και όχι μόνο, αλλά και όλους τους πολίτες που έχουν ανάγκη το ίδρυμα.

Η Κυβέρνηση μας, η Κυβέρνησή σας, θα σταθεί αρωγός στις προσπάθειες σας, και εμπράκτως θα το αποδείξουμε. Περνούμε σίγουρα δύσκολες οικονομικές συνθήκες. Δεν θα αναφερθώ στην κληρονομιά. Θα αναφερθώ στις προσπάθειες που κάνουμε. Και η σύνεση και η συνέπεια και η αποφασιστικότητα και το πείσμα διαφαίνεται και από τη δεύτερη αξιολόγηση της Τρόικας που δίδει τα εύσημα στην προσπάθεια που καταβάλλουμε το συντομότερο να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες. Καμιά χώρα δεν είχε τις επιδόσεις (της Κύπρου) όπως καταγράφονται από τους σκληρούς των δανειστών.

Βεβαίως ήταν σκληρές οι αποφάσεις που λήφθηκαν σε βάρος της πατρίδας μας. Αλλά κάποτε θα πρέπει με αυτοκριτική να δούμε γιατί τους επιτρέψαμε να το κάνουν, γιατί την ώρα που θα έπρεπε να παίρναμε τις αποφάσεις δεν το πράξαμε. Όμως, δεν είναι ώρα ούτε για κριτική ούτε για παρελθοντολογία. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι κοιτάζουμε μπροστά. Και αφού – είχαμε πει από την αρχή – αντιμετωπίσουμε τα οικονομικά προβλήματα θα πρέπει κάποια ώρα να δούμε και το μέγα εθνικό θέμα, την απελευθέρωση της πατρίδας μας, την επανένωση της και τη δημιουργία συνθηκών έτσι ώστε πραγματικά να ζήσουμε ως Ευρωπαίοι πολίτες.

Κάποιες κινήσεις επιβάλλονται για να δημιουργηθεί νέα δυναμική στον διάλογο αλλά και μια προοπτική. Είχα διαμηνύσει τις θέσεις μου προς κάθε κατεύθυνση, από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ και τον Αντιπρόεδρο των ΗΠΑ μέχρι την Καγκελάριο Μέρκελ, τον Πρόεδρο Ολάντ, τον Πρωθυπουργό της Βρετανίας και σωρεία άλλων.

Δυστυχώς, οι προσπάθειες για κάποια μέτρα δεν έχουν αποδώσει μέχρι στιγμής, παρά το γεγονός ότι φαίνεται πλέον να συνειδητοποιούν όλοι ότι χωρίς τις βασικές αρχές προδιαγεγραμμένες και κατά τρόπο που να μην επιτρέπουν αμφισημίες ή προβλήματα στον υπό εξέλιξη διάλογο, δεν υπάρχει περίπτωση να υπάρξει μια λύση είτε όπως την προδιαγράφουν τα ψηφίσματα του ΟΗΕ ή όπως την επιδιώκουμε ή όπως μας θέλει η Ευρώπη ως πλήρες μέλος της να λειτουργούμε μέσα στην Ευρώπη.

Λυπούμαι να πω – μέχρι στιγμής αποφεύγω να μιλήσω, επειδή είναι επιθυμία μας να μην εμπλακούμε σε ένα παιγνίδι επίρριψης ευθυνών – δεν θα αποδώσω επίθετα, αλλά και δεν μπορώ να μην πω θρασύτητα τα όσα ακούω να λέει ο κ. Έρογλου.

Την ώρα που με επιστολή με καλούσε στις 15 Αυγούστου να αποδεχθώ τις λεγόμενες συγκλίσεις που μας παρέδωσε ο κ. Ντάουνερ και να ξεκινήσουμε από εκεί που είχαν μείνει οι συνομιλίες επί Χριστόφια – Ταλάτ, αφού από το 2010 μέχρι σήμερα καμιά πρόοδος δεν έγινε, έχει το θράσος να μας λέει ότι έχει και υπομονή που εξαντλείται γιατί πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τάχα είναι κυρίαρχο κράτος, και ότι ‘το κυρίαρχο κράτος’ θα πρέπει να συνομιλήσει με την Κυπριακή Δημοκρατία προκειμένου να συνενώσουμε κυριαρχίες, εν τη ουσία, συνομοσπονδία, για να μπορούν ανά πάσα στιγμή και όταν εκείνοι το θεωρήσουν να αποσχιστούν και να δημιουργήσουν το δικό τους καθεστώς. Είπα – κάποιοι θεώρησαν ότι ήταν ρητορική έκφραση, το απέδειξα ότι το εννοώ και θα συνεχίσω να το εννοώ – ότι δεν πρόκειται να προσέλθω σε διάλογο που θα είναι απλώς διάλογος κωφών σε βάρος του διαλόγου ή για να ικανοποιήσω κάποιους που νομίζουν ότι θα είναι επιτυχία αν φέρουν δύο ηγέτες κοινοτήτων, ιδιαίτερα τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και αρχηγό της ελληνοκυπριακής κοινότητας, στο τραπέζι, απλώς για να χάνεται ο χρόνος και για να μας πουν κάποια στιγμή ‘επειδή εσείς δεν μπορείτε, εμείς θα τα καταφέρουμε καλύτερα’.

Η πείρα του 2004 υπαγορεύει σε όλους μας πολύ περισσότερα και συνεπώς, έχοντας κατά νουν το τι είναι προς όφελος του κυπριακού ελληνισμού, θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι θα πολιτευτούμε με βάση αρχές, όχι γιατί δεν θέλουμε τη λύση, την θέλουμε πολύ περισσότερο από εκείνους που κατέχουν τα εδάφη μας. Την θέλουμε πολύ περισσότερο γιατί εμείς βιώνουμε τον πόνο και την πίκρα των προσφύγων.

Θέλουμε τη λύση διότι θέλουμε να νιώσουμε ότι συνεχίζουμε μια πορεία που ξεκίνησαν κάποιοι άλλοι και μας παρέδωσαν μια πατρίδα. Να την παραδώσουμε και εμείς, όχι με στρατεύματα κατοχής, όχι διαιρεμένη, αλλά μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα. Αυτός είναι ο στόχος μας και σε αυτήν την ευρωπαϊκή χώρα ναι, χωρούν βεβαίως και οι Τουρκοκύπριοι.

Δεν έχουμε και δεν τρέφουμε μίσος εναντίον των Τουρκοκυπρίων. Ήταν και παραμένουν συμπατριώτες μας, οι νόμιμοι κάτοικοι αυτής της χώρας και συνεπώς αντί κάποιοι να βλέπουν πώς να δημιουργήσουν συνθήκες εντυπώσεων, καλό είναι να συμβάλουν έμπρακτα ώστε και η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι να καταλάβουν ότι αν επιθυμούν τη λύση θα πρέπει επιτέλους να ακούσουν και τι λένε οι διεθνείς οργανισμοί και τι επιβάλει και υπαγορεύει με βάση αρχές και αξίες η ΕΕ στην οποία προσδοκούν να ενταχθούν».

Τέλος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαβεβαίωσε ότι η Κυβέρνηση θα είναι στο πλευρό όλων των αγωνιστών για όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και συνεχάρη τον Σύνδεσμο Αγωνιστών και τον Σύνδεσμο Φίλων Μελάθρου Αγωνιστών για την εξαίρετη δουλειά που επιτελούν.