10/10/13

Δηλώσεις του Υπουργού Οικονομικών μετά τη συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου


Τα δημόσια οικονομικά θα διορθωθούν με τρόπο οριστικό όταν επανακτήσουμε την αναπτυξιακή δυναμική και όταν η οικονομία επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς και είναι σε αυτά που επικεντρώνονται όλες οι προσπάθειες της Κυβέρνησης, είπε σήμερα ο Υπουργός Οικονομικών κ. Χάρης Γεωργιάδης.

Σε δηλώσεις του στους δημοσιογράφους στο Προεδρικό Μέγαρο, μετά τη λήξη της συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου, ο κ. Γεωργιάδης είπε ότι «το Υπουργικό Συμβούλιο ολοκλήρωσε σήμερα τη συζήτηση για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2014 και έχει καταλήξει στην πρόταση που θα τεθεί ενώπιον της Βουλής τις αμέσως επόμενες μέρες. Πρόκειται για προϋπολογισμό που αποτυπώνει τις δύσκολες οικονομικές συγκυρίες που περνά ο τόπος μας.

Δεν θα μπορούσε - σε μια εποχή όπου οι συμπολίτες μας, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις περνούν δύσκολες μέρες και μειώνουν δαπάνες - να μην ίσχυε το ίδιο και για το κράτος. Συνεπώς το βασικό χαρακτηριστικό του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού για το 2014 είναι η σημαντική εξοικονόμηση δαπανών.

Η Κυβέρνηση θεωρεί πως υπήρχε περιθώριο εξοικονομήσεων. Βεβαίως, αν η οικονομική κατάσταση ήταν καλύτερη υπάρχουν και δαπάνες που δεν θα μειώνονταν, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να λειτουργήσουμε μέσα σε αυτήν τη δύσκολη οικονομική συγκυρία.

Βάση για την προετοιμασία του κρατικού προϋπολογισμού αποτέλεσε το στρατηγικό πλαίσιο δημοσιονομικής πολιτικής όπως είχε εγκριθεί τον περασμένο Μάη από το Υπουργικό Συμβούλιο. Βάσει αυτών των παραμέτρων έγινε τους προηγούμενους μήνες όλη η εργασία για να καταλήξουμε στο προσχέδιο».

Πρόσθεσε ότι «οι δαπάνες για το 2014 θα είναι μειωμένες κατά 10%. Εξαιρούνται από αυτή τη μέτρηση οι τόκοι, οι αποπληρωμές δανείων και το αποθεματικό. Αν συνυπολογιστεί το σύνολο των δαπανών, ο προϋπολογισμός είναι μειωμένος κατά 20%». Επισήμανε ότι «αυτό που αποτελεί τη σημαντική μέτρηση είναι οι οροφές δαπανών ανά Υπουργείο».

Σημείωσε ότι «είχαμε μιλήσει για ανάγκες εξοικονόμησης 700 εκατ. ευρώ. Έχουμε πετύχει εξοικονομήσεις ύψους 626 εκ. ευρώ ενώ το υπόλοιπο καλύπτεται από επιπρόσθετα έσοδα που στο ενδιάμεσο, από τον περασμένο Μάη μέχρι σήμερα, προκύπτουν τόσο σε σχέση με κάποια μέτρα που προτείνουμε όσο και λόγω της αύξησης του ποσοστού χρηματοδότησης από τον προϋπολογισμό της ΕΕ». Τα δημόσια οικονομικά θα διορθωθούν με τρόπο οριστικό όταν επανακτήσουμε την αναπτυξιακή δυναμική και όταν η οικονομία επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς και είναι σε αυτά που επικεντρώνονται όλες οι προσπάθειες της Κυβέρνησης, είπε σήμερα ο Υπουργός Οικονομικών κ. Χάρης Γεωργιάδης.

Σε δηλώσεις του στους δημοσιογράφους στο Προεδρικό Μέγαρο, μετά τη λήξη της συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου, ο κ. Γεωργιάδης είπε ότι «το Υπουργικό Συμβούλιο ολοκλήρωσε σήμερα τη συζήτηση για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2014 και έχει καταλήξει στην πρόταση που θα τεθεί ενώπιον της Βουλής τις αμέσως επόμενες μέρες. Πρόκειται για προϋπολογισμό που αποτυπώνει τις δύσκολες οικονομικές συγκυρίες που περνά ο τόπος μας.

Δεν θα μπορούσε - σε μια εποχή όπου οι συμπολίτες μας, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις περνούν δύσκολες μέρες και μειώνουν δαπάνες - να μην ίσχυε το ίδιο και για το κράτος. Συνεπώς το βασικό χαρακτηριστικό του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού για το 2014 είναι η σημαντική εξοικονόμηση δαπανών.

Η Κυβέρνηση θεωρεί πως υπήρχε περιθώριο εξοικονομήσεων. Βεβαίως, αν η οικονομική κατάσταση ήταν καλύτερη υπάρχουν και δαπάνες που δεν θα μειώνονταν, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να λειτουργήσουμε μέσα σε αυτήν τη δύσκολη οικονομική συγκυρία.

Βάση για την προετοιμασία του κρατικού προϋπολογισμού αποτέλεσε το στρατηγικό πλαίσιο δημοσιονομικής πολιτικής όπως είχε εγκριθεί τον περασμένο Μάη από το Υπουργικό Συμβούλιο. Βάσει αυτών των παραμέτρων έγινε τους προηγούμενους μήνες όλη η εργασία για να καταλήξουμε στο προσχέδιο».

Πρόσθεσε ότι «οι δαπάνες για το 2014 θα είναι μειωμένες κατά 10%. Εξαιρούνται από αυτή τη μέτρηση οι τόκοι, οι αποπληρωμές δανείων και το αποθεματικό. Αν συνυπολογιστεί το σύνολο των δαπανών, ο προϋπολογισμός είναι μειωμένος κατά 20%». Επισήμανε ότι «αυτό που αποτελεί τη σημαντική μέτρηση είναι οι οροφές δαπανών ανά Υπουργείο».

Σημείωσε ότι «είχαμε μιλήσει για ανάγκες εξοικονόμησης 700 εκατ. ευρώ. Έχουμε πετύχει εξοικονομήσεις ύψους 626 εκ. ευρώ ενώ το υπόλοιπο καλύπτεται από επιπρόσθετα έσοδα που στο ενδιάμεσο, από τον περασμένο Μάη μέχρι σήμερα, προκύπτουν τόσο σε σχέση με κάποια μέτρα που προτείνουμε όσο και λόγω της αύξησης του ποσοστού χρηματοδότησης από τον προϋπολογισμό της ΕΕ».

Πρόσθεσε ότι «το σύνολο των δαπανών για το 2013 εξαιρουμένων τόκων, αποπληρωμών δανείων και αποθεματικού, ανερχόταν στα 6 δις 225 εκατ. ευρώ, ενώ ο προτεινόμενος προϋπολογισμός (για το 2014) περιλαμβάνει δαπάνες 5 δις 599 εκατ. ευρώ».

Υπενθύμισε πως πολλά από τα μέτρα που οδηγούν στον προτεινόμενο προϋπολογισμό έχουν αποφασιστεί και ψηφιστεί από τη Βουλή τον περασμένο Δεκέμβρη και τίθενται σε εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου 2014, όπως είναι για παράδειγμα η πρόσθετη αποκοπή του 3% στο μισθολόγιο του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, η αύξηση του ΦΠΑ κατά 1%, η αύξηση των εισφορών προς τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις, η πρόσθετη στόχευση κοινωνικών επιδομάτων.

«Όμως», είπε, «προκύπτει η ανάγκη και για κάποια πρόσθετα μέτρα τα οποία θα τεθούν ως εισήγηση ενώπιον της Βουλής μαζί με τον προϋπολογισμό. Τα βασικότερα από αυτά είναι ο περαιτέρω εξορθολογισμός παρεμφερών μισθολογικών επιδομάτων είτε είναι υπερωρίες είτε επιδόματα βάρδιας, με τρόπο που θα εξοικονομήσουμε τουλάχιστον 18 εκατ. ευρώ.

Τις τελευταίες ημέρες έγινε προσπάθεια, και η επίπτωση κάποιων από αυτά τα μέτρα όπως είχαν αρχικά σχεδιαστεί, απαμβλύνεται, και αυτό θα το επεξηγήσουμε στις συνδικαλιστικές οργανώσεις που είχαν εκφράσει κάποιες αμφιβολίες το τελευταίο διάστημα.

Η απόφαση πρέπει να θεωρείται δεδομένη ότι εξορθολογίζονται και μειώνονται αυτές οι δαπάνες, όμως καταφέραμε και τις διορθώσαμε κάπως, υιοθετώντας κάποιες από τις ανησυχίες των εργαζομένων σε σχέση με κάποια επιδόματα που είχαν προκαλέσει ανησυχία».

Είπε ακόμη ότι επιπρόσθετα «προτείνεται η συνεισφορά ποσοστού 3% εκ μέρους του συνόλου του έκτακτου προσωπικού στη Δημόσια Υπηρεσία για σκοπούς σύνταξης».

Πρόσθεσε ότι «προτείνουμε επίσης όπως η σύνταξη χηρείας συνυπολογίζεται στο φορολογητέο εισόδημα».

Σημείωσε ότι «η συνολική δαπάνη για την κοινωνική σύνταξη προτείνεται να μειωθεί μέσω στόχευσης κατά περίπου 10 εκ. ευρώ από τα 60 εκ. που πληρώνουμε σήμερα», είπε ο κ. Υπουργός, επισημαίνοντας ότι «σημαντικότατη θεωρώ τη διατήρηση της πολιτικής μηδενικών προσλήψεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και για την επόμενη χρονιά. Αυτός είναι ο πιο ουσιαστικός τρόπος συγκράτησης και τελικά μείωσης του δημόσιου μισθολογίου».

Ο κ. Γεωργιάδης είπε ότι «ο προϋπολογισμός αυτός είναι δύσκολος αλλά αναγκαίος αν λάβουμε υπόψη την οικονομική συγκυρία. Σημαντική θεωρώ την αύξηση των προβλέψεων για συγχρηματοδοτούμενα έργα που θα είναι το βασικό εργαλείο για τη νέα χρονιά για ενθάρρυνση της οικονομικής και αναπτυξιακής δραστηριότητας. Η εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών είναι ένας βασικός στόχος της Κυβέρνησης και ο προϋπολογισμός αυτός αποτελεί σημαντικότατο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση.

Όμως να καταγραφεί πως δεν περιορίζεται η προσπάθεια μας σε αυτήν την κατεύθυνση. Εξίσου σημαντική θεωρούμε την πολιτική των μεγάλων διαρθρωτικών αλλαγών, των μεταρρυθμίσεων για τη δομή της Δημόσιας Υπηρεσίας, την κοινωνική πολιτική, το σχέδιο υγείας. Πρόκειται για μεταρρυθμίσεις που βρίσκονται σε τροχιά υλοποίησης και που θα θέσουν τις μόνιμες βάσεις για υγιή δημόσια οικονομικά. Ο κορυφαίος παράλληλος πυλώνας της κυβερνητικής πολιτικής είναι αυτός που αφορά την ενθάρρυνση των νέων επενδύσεων, της επιχειρηματικότητας και τις πρόσφατες πρωτοβουλίες όπως η επίσκεψη στο Κουβέιτ.

Τα δημόσια οικονομικά θα διορθωθούν με τρόπο οριστικό όταν επανακτήσουμε την αναπτυξιακή δυναμική, όταν η οικονομία επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς και εδώ επικεντρώνονται όλες οι προσπάθειες της Κυβέρνησης».

Ερωτηθείς αν μπορεί να διαβεβαιώσει πως δεν θα υπάρξουν πρόσθετα μέτρα και ότι δεν θα υπάρξουν συμπληρωματικοί προϋπολογισμοί, ο κ. Γεωργιάδης είπε ότι «ένα από τα διαχρονικά προβλήματα ήταν η πολιτική των συμπληρωματικών προϋπολογισμών οι οποίοι διόγκωναν τις κρατικές δαπάνες. Η πολιτική της Κυβέρνησης είναι η συγκράτηση των κρατικών δαπανών. Σίγουρα δεν θέλουμε ποτέ να φτάσουμε στο σημείο να επιβάλλουμε νέους φόρους στον ιδιωτικό τομέα, στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις για να συντηρήσουμε συνεχώς αυξανόμενες δημόσιες δαπάνες. Συνεπώς, οι οροφές των δαπανών πρέπει να θεωρούνται δεσμευτικές και θα πρέπει να παραμείνουμε πολύ αυστηροί όχι μόνο στον καταρτισμό, αλλά και στην υλοποίηση του προϋπολογισμού.

Κατά τη διάρκεια της φετινής χρονιάς, όταν είχαμε να διαχειριστούμε και να υλοποιήσουμε έναν προϋπολογισμό που σχεδιάστηκε από την προηγούμενη Κυβέρνηση, προσπαθήσαμε να τον υλοποιήσουμε με αυστηρότητα και αποφύγαμε την κατάθεση συμπληρωματικών προϋπολογισμών για να παραμείνουμε και τη φετινή χρονιά εντός των πλαισίων που έχουν καθοριστεί, και αυτός είναι ξεκάθαρος στόχος και για την επόμενη χρονιά».

Ερωτηθείς είπε ότι «η Τρόικα εξέτασε σε λεπτομέρεια τις βασικές παραμέτρους του προτεινόμενου κρατικού προϋπολογισμού. Δόθηκαν εξηγήσεις και διευκρινίσεις. Θεωρώ πως είμαστε εντός του πλαισίου που η Τρόικα έχει καθορίσει. Βεβαίως αν στην πορεία προκύψει κάποιο νέο δεδομένο, ίσως μετά την επικείμενη αξιολόγηση της Τρόικας, αυτό θα είναι ένα ενδεχόμενο που θα συζητήσουμε μαζί τους. Όμως, οι πρόνοιες και οι παράμετροι, όπως με σαφήνεια καθορίζονται στο Μνημόνιο τηρούνται χωρίς καμία παρέκκλιση».

Σε άλλη ερώτηση είπε ότι υπερκαλύπτουμε τις παραμέτρους που καθορίζονται στο Μνημόνιο και που αφορούν τόσο το πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα όσο και το συνολικό έλλειμμα για το 2014.

Ο κ. Υπουργός είπε «μακάρι να ήμασταν σε θέση να αυξήσουμε τις κρατικές δαπάνες. Δυστυχώς, τους καλούς καιρούς, όταν θα έπρεπε να είχαμε δημιουργήσει τις υγιείς βάσεις για να μπορούσαμε σήμερα να αυξήσουμε τις δαπάνες μας, δεν φροντίσαμε και δεν μεριμνήσαμε. Το κυπριακό κράτος είναι αποκλεισμένο από τις διεθνείς αγορές, δεν μπορούμε να δανειστούμε εδώ και 2,5 χρόνια, συνεπώς, δεν είναι ζήτημα επιλογής, αλλά ζήτημα των αμείλικτων δεδομένων».

Πρόσθεσε ότι «πληρώνουμε τις ολιγωρίες και τα σφάλματα του παρελθόντος και είμαστε σήμερα υποχρεωμένοι σε καιρό ύφεσης να επιχειρούμε εκείνες τις εξοικονομήσεις που κανονικά εδώ και καιρό έπρεπε να τις εντοπίζαμε και να τις προσδιορίζαμε για να έχουμε σήμερα το περιθώριο να αυξάνουμε τις δαπάνες μας».