7/10/13

Απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα στο θέμα που παραπέμφθηκε ενώπιον του από την Ερευνητική Επιτροπή για την Οικονομία

Με επιστολή του ημερ. 26.8.2013 προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο Πρόεδρος της Ερευνητικής Επιτροπής για τη Διεξαγωγή Έρευνας σχετικά με την Ευθύνη ή Ευθύνες για την Κατάσταση της Οικονομίας (στο εξής “η Ερευνητική Επιτροπή” Ε.Ε.) επισύναψε αντίγραφο των πρακτικών συνεδρίας της Επιτροπής ημερ. 22.8.2013 μαζί με αντίγραφο απόφασης της Ε.Ε. ίδιας ημερομηνίας.

Στην Απόφαση της Ε.Ε. παρατίθενται κάποια γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα κατά τη συνεδρία της ημερ. 22.8.2013 στην οποία είχε κληθεί και παρουσιασθεί για να δώσει μαρτυρία ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Δ. Χριστόφιας.
Όπως διαπιστώνεται από τα γεγονότα που συνοψίζονται στην επισυναφθείσα Απόφαση της Ε.Ε. και επιβεβαιώνονται από το περιεχόμενο των τηρηθέντων πρακτικών, παρά τις περί του αντιθέτου υποδείξεις του Προέδρου και των Μελών της Επιτροπής ως προς την ακολουθητέα διαδικασία και τον τρόπο λήψης της μαρτυρίας του, έγγραφης και προφορικής, ο κ. Χριστόφιας επέμεινε όπως του επιτραπεί να καταθέσει πολυσέλιδο έγγραφο με τις θέσεις του επί παντός θέματος – αντικειμένου της έρευνας το οποίο και να αναγνώσει.
Εισηγήθηκε δε ότι, ακολούθως θα μπορούσαν να του υποβληθούν οι ερωτήσεις της Ε.Ε. γραπτώς, τις οποίες αφού μελετήσει, να τις απαντήσει επίσης γραπτώς. Του υποδείχθηκε επανειλημμένα από την Ε.Ε. ότι η ακολουθητέα διαδικασία στην περίπτωση όλων των μαρτύρων ήταν διαφορετική και ότι θα έπρεπε να απαντήσει πρώτα σε οποιεσδήποτε ερωτήσεις επροτίθετο να του υποβάλει η Επιτροπή και στο τέλος να καταθέσει οποιαδήποτε έγγραφη δήλωση. Ο μάρτυρας δεν αποδέχθηκε αυτή τη διαδικασία και τελικά η συνεδρία διεκόπη χωρίς να ληφθεί η μαρτυρία του.
Όπως αναφέρεται στην Απόφαση της Επιτροπής, η συμπεριφορά του κου Χριστόφια ήταν ασύγγνωστη, απαξιωτική των θεσμών και της ευνομίας. Πέραν τούτου, η Επιτροπή θεώρησε τη συμπεριφορά εκείνη ως ισοδυναμούσα προς παραβίαση του καθήκοντος το οποίο επιβάλλει το Άρθρο 7(γ) του περί Ερευνητικών Επιτροπών Νόμου, Κεφ. 44. Όπως πρόσθεσε, το Άρθρο 7(ε) του ίδιου Νόμου παρέχει δικαίωμα στην Ε.Ε. να επιβάλλει πρόστιμο σε πρόσωπο αρνούμενο να καταθέσει, μέχρι δύο χιλιάδες ευρώ. Επειδή όμως η επιβολή προστίμου συνιστά ποινή, και επειδή σύμφωνα με την απόφαση της πλειοψηφίας δεν παρέχεται δικαίωμα στην Ε.Ε. απόδοσης ποινικής ευθύνης, η Επιτροπή δεν προσέφυγε στις διατάξεις του προαναφερθέντος Άρθρου 7(ε). Κατέληξε όμως η Επιτροπή στην Απόφαση της ημερ. 22.8.2013 αναφέροντας ότι παραμένει εν τούτοις το θέμα άρνησης συμμόρφωσης του κ. Χριστόφια με τις οδηγίες της Ε.Ε. όπως καταθέσει προφορικά ενώπιον της, οπότε, όπως ανέφερε εγείρεται θέμα ανυπακοής σε νόμιμη διαταγή ως προβλέπεται στο Άρθρο 137 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και συναφείς πρόνοιες, επισύροντας, περαιτέρω, την προσοχή του Γενικού Εισαγγελέα στις διατάξεις του Άρθρου 7Α του περί Ερευνητικών Επιτροπών Νόμου.
Εξέτασα το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου μέσω των προαναφερθέντων εγγράφων.
Εκείνο το οποίο συνοπτικά διαπιστώνεται είναι ότι ενώ η Ε.Ε. διακρίβωσε άρνηση του κληθέντος ενώπιον της ως μάρτυρα κ. Χριστόφια, να δώσει μαρτυρία σύμφωνα με ό,τι η Επιτροπή θεώρησε ως τη θεσμοθετημένη διαδικασία, και ενώ η Επιτροπή θα μπορούσε να επιληφθεί αυτής της άρνησης η ίδια και να επιβάλει ποινή προνοούμενη από τον Νόμο δυνάμει του οποίου η Επιτροπή συνεστήθη και λειτουργούσε, εν τούτοις δεν προέβηκε σε καμιά ενέργεια και παρέπεμψε το θέμα στον Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος κλήθηκε να εξετάσει το ενδεχόμενο διάπραξης αδικήματος το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση δυνάμει του Άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα. Ως λόγο για το ότι η Ε.Ε. απέφυγε να επιληφθεί η ίδια του θέματος και να επιβάλει την προνοούμενη από τον οικείο Νόμο κύρωση, προέβαλε την ύπαρξη προηγούμενης απόφασης της πλειοψηφίας της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία “δεν παρέχεται δικαίωμα στην Ερευνητική Επιτροπή απόδοσης ποινικής ευθύνης.”
Οι πρόνοιες του Άρθρου 7(ε) του περί Ε.Ε. Νόμου έχουν ως ακολούθως:
“7. Επιτροπή που διορίστηκε δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού έχει τέτοιες από τις εξουσίες, όπως παρέχονται σε αυτήν από το Διάταγμα διορισμού που απαιτείται από το άρθρο 2 του Νόμου αυτού-
......................................
......................................
(ε) να επιβάλει πρόστιμο, ποσό που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000), σε οποιοδήποτε πρόσωπο από το οποίο απαιτείται από την Επιτροπή να δώσει μαρτυρία με όρκο ή δήλωση ή να παρουσιάει έγγραφο, το οποίο αρνείται να πράξει με τον τρόπο αυτό και δεν δικαιολογεί τέτοια άρνηση σε ικανοποίηση της Επιτροπής:
Νοείται ότι, αν ο μάρτυρας ενίσταται να απαντήσει οποιαδήποτε ερώτηση για το λόγο ότι αυτή θα τείνει να τον ενοχοποιήσει, δεν του ζητείται να απαντήσει την ερώτηση ούτε υπόκειται σε οποιεσδήποτε ποινές για την άρνηση του να απαντήσει με τον τρόπο αυτό.”
Κατά την άποψη μου, η εξουσία η οποία δίδεται στην Ε.Ε. από το Άρθρο 7(ε) του Νόμου, ουδόλως επηρεάζεται είτε η ίδια (η εξουσία) είτε η άσκηση της λόγω της προηγούμενης απόφασης της πλειοψηφίας της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία σ΄ αυτήν δεν παρέχεται δικαίωμα απόδοσης ποινικής εύθυνης. Εδώ θα πρέπει να γίνει διαχωρισμός μεταξύ του τι μπορεί να αποδοθεί ως ποινική ευθύνη σαν αποτέλεσμα της διερεύνησης και της έκδοσης του πορίσματος της Επιτροπής και από την άλλη της επιβολής κύρωσης η οποία προβλέπεται από τον ίδιο τον Νόμο δυνάμει του οποίου λειτουργεί η Επιτροπή. Ο ίδιος ο Νόμος περί Ερευνητικών Επιτροπών προβλέπει για την επιβολή προστίμου σε μάρτυρα ο οποίος ουσιαστικά αρνείται να δώσει μαρτυρία. Παρόλο βέβαια ότι η επιβολή χρηματικού προστίμου συνιστά ποινικής φύσεως κύρωση, εν τούτοις η επιβολή της καμία σχέση δεν μπορεί να έχει με τη δυνατότητα η μη της Επιτροπής να αποδώσει ποινικές ευθύνες στο πόρισμα της κατά οποιουδήποτε προσώπου, μάρτυρα ή μη. Η εξουσία που δίδεται στην Ε.Ε. να επιβάλλει πρόστιμο για άρνηση μάρτυρα να δώσει μαρτυρία, έχει σχέση με τη διασφάλιση της ομαλής διεξαγωγής των εργασιών της Επιτροπής και τη λήψη της επιθυμητής μαρτυρίας και όχι με τη διάγνωση οποιασδήποτε ευθύνης ποινικής ή άλλης σε σχέση με το υπό διερεύνηση αντικείμενο της έρευνας.
Ενόψει επομένως της ύπαρξης ειδικής πρόνοιας μέσα στον ίδιο τον Νόμο ο οποίος διέπει τα της λειτουργίας της Ε.Ε., αυτή θα πρέπει κατά την άποψη μου να ακολουθείται και αξιοποιείται και όχι οι πρόνοιες γενικότερης εφαρμογής αδικημάτων τα οποία προνοούνται από Ποινικό Κώδικα και τιμωρούνται με διαφορετικές και αυστηρότερες ποινές.
Σημειώνω εδώ ότι δεν εξετάζεται το θέμα κατά πόσο η δεδομένη συμπεριφορά του κληθέντος μάρτυρα κου Χριστόφια συνιστούσε πράγματι παραβίαση του καθήκοντος το οποίο επιβάλλει το Άρθρο 7(γ) του Νόμου Κεφ. 44. Τόσο η διαπίστωση ότι υπήρξε παραβίαση όσο και ή άλλη διαπίστωση ότι παρείχετο δικαίωμα στην Επιτροπή να επιβάλει πρόστιμο, συνιστά μέρος της Απόφασης της ίδιας της Επιτροπής και έχω εξετάσει το ενδεχόμενο λήψης άλλων μέτρων, με αυτό ως δεδομένο.
Καταλήγοντας, κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις όπως τις έχω επεξηγήσει πιο πάνω, το θέμα που είχε εγερθεί θα μπορούσε και θα έπρεπε να τύχει χειρισμού από την ίδια την Επιτροπή και δεν δικαιολογείται η εκ των υστέρων άσκηση οποιωνδήποτε εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα για ποινική δίωξη δυνάμει του Άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα που ποινικοποιεί γενικά την ανυπακοή σε νόμιμες διαταγές.
Θα ήταν όμως παράλειψη αν δεν αναφερόμουν στην αναγκαιότητα όπως μάρτυρες οι οποίοι καλούνται για να καταθέσουν ενώπιον Ερευνητικών Επιτροπών, επιδεικνύουν τον πρέποντα σεβασμό προς τον ίδιο τον θεσμό των Ερευνητικών Επιτροπών, προς τα πρόσωπα που συγκροτούν τις Επιτροπές και προς τις οδηγίες τους, και όπως ασφαλώς μη επιζητούν την επίδειξη προς αυτούς οποιασδήποτε ιδιαίτερης ή διαφορετικής μεταχείρισης λόγω υφιστάμενου ή πρότερα κατεχόμενου αξιώματος, όσο υψηλό και να είναι τούτο.
Προσθέτω επίσης ότι στην απόφαση μου δεν έλαβα υπόψη ισχυρισμούς που περιέχονται σε επιστολή των δικηγόρων του κ. Δ. Χριστόφια η οποία αποστάληκε στον προκάτοχο μου, στην οποία εγείρεται θέμα παράνομης συγκρότησης της επί θέματι Ερευνητικής Επιτροπής λόγω του οργάνου το οποίο προέβηκε στον διορισμό του Προέδρου και των Μελών της. Κατά την άποψη μου, ένα τέτοιο θέμα δεν προσφέρεται όπως εξετασθεί και όπως εκφρασθεί οποιαδήπότε γνώμη ή άποψη από το Γενικό Εισαγγελέα στο πλαίσιο διερεύνησης της συγκεκριμένης παραπομπής από την Ε.Ε. του εξεταζόμενου εδώ θέματος συμπεριφοράς μάρτυρος.
Κώστας Κληρίδης,
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας.

Λευκωσία, 7 Οκτωβρίου 2013