Ομιλία του Υπουργού Άμυνας κ. Φώτη Φωτίου
στην παρουσίαση Βιβλίου του Πρέσβη Μιχάλη Σταυρινού με
τίτλο
«Το Έγκλημα του Εποικισμού στο Διεθνές Δίκαιο»
Δευτέρα, 17 Ιουνίου
2013, ώρα 18:00, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας
Αξιότιμοι Προσκεκλημένοι,
Αγαπητέ Μιχάλη
Φίλες και Φίλοι,
Η παράνομη πρακτική του
εποικισμού, με στόχο την αλλοίωση της δημογραφικής σύνθεσης μιας περιοχής,
συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πιο ειδεχθή και αποτρόπαια εγκλήματα της παγκόσμιας
ιστορίας. Η προσπάθεια συγγραφικής αποτύπωσης των πτυχών του εγκλήματος, σε
συνδυασμό με την καταγραφή νομικών επιχειρημάτων που αποδεικνύουν τον παράνομο
και εγκληματικό χαρακτήρα του εποικισμού, αποτελεί μια αξιόλογη ακαδημαϊκή
πρωτοβουλία διεθνούς εμβέλειας.
Γι αυτό ακριβώς το λόγο,
αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά και τιμή που βρίσκομαι σήμερα μαζί σας, με αφορμή το νέο βιβλίο του Πρέσβη
Μιχάλη Σταυρινού με τίτλο «Το έγκλημα του Εποικισμού στο Διεθνές Δίκαιο». Η
αποψινή μας παρουσία θα μπορούσε να εκληφθεί αφενός ως έκφραση εκτίμησης προς
το έργο του συγγραφέα και αφετέρου ως ευκαιρία ανταλλαγής απόψεων για τα σύγχρονα
νομικοπολιτικά ζητήματα που αναφύονται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου.
Φίλες και φίλοι,
Προτού παρουσιάσω
συνοπτικά τα όσα με ευστοχία καταγράφει ο συγγραφέας στο βιβλίο του, επιτρέψτε
μου να εκφράσω την εκτίμηση μου για τη δράση και προσφορά του Πρέσβη Μιχάλη
Σταυρινού. Η αξιόλογη του πορεία στο δικηγορικό, ακαδημαϊκό και διπλωματικό
χώρο, τον καθιστούν ένα γνήσιο μαχητή του δικαίου και προασπιστή ενός καθολικού
αγώνα για επικράτηση των αρχών της Διεθνούς Νομιμότητας.
Ο Μιχάλης Σταυρινός
γεννήθηκε στη Λευκωσία, με καταγωγή τα Πάνω Λεύκαρα της επαρχίας Λάρνακας. Σπούδασε
Νομικά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ στη συνέχεια απέκτησε
πτυχίο πολιτικών επιστημών από το ίδιο πανεπιστήμιο. Το 1980, με υποτροφία του
Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών, αποκτά τον τίτλο του Master of Science στο Ναυτιλιακό Δίκαιο, ενώ το 1982 ολοκληρώνει τη
διδακτορική του διατριβή στο Διεθνές Δίκαιο, όντας φοιτητής του Πανεπιστημίου
Ουαλίας. Με το πέρας των σπουδών του εργάστηκε ως δικηγόρος στην Αθήνα και
ακολούθως στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ η τριετία 1986-89 τον βρίσκει στην
Ειδική Νομική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας. Θα πρέπει να
σημειώσουμε ότι τα τελευταία 20 χρόνια, ο Μιχάλης Σταυρινός αποτελεί στέλεχος
του Υπουργείου Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στην παρούσα χρονική
συγκυρία υπηρετεί ως Πρέσβης της Δημοκρατίας στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας.
Η σύντομη αυτή
βιογραφική παρένθεση, αναδεικνύει τη δράση και προσφορά του συγγραφέα στο
ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, μια προσφορά ξεχωριστή από όλες τις απόψεις.
Αξιότιμοι Προσκεκλημένοι,
Φίλες και Φίλοι,
Είχα προσφάτως την
ευκαιρία να διαβάσω μεγάλο μέρος του βιβλίου που παρουσιάζουμε σήμερα και
πρέπει να ομολογήσω ότι οι εντυπώσεις που αφήνει στον αναγνώστη είναι απόλυτα
θετικές. Όπως ο ίδιος διευκρινίζει στο προοίμιο του βιβλίου, τα όσα καταγράφει
και αναλύει μέσα από το σύγγραμμά του στηρίζονται αποκλειστικά σε προσωπικές
απόψεις υπό την ιδιότητά του ως Διεθνολόγου, και δεν δεσμεύουν καθ’
οποιονδήποτε τρόπο τις επίσημες εθνικές θέσεις, υπό την ιδιότητά του ως
Διπλωμάτη του Υπουργείου Εξωτερικών.
Ο τίτλος του βιβλίου αντικατοπτρίζει
με σαφήνεια τα όσα ερεύνησε ο συγγραφέας με αφοσίωση και επιστημοσύνη. Καθίσταται
εμφανές στον κάθε αναγνώστη, ότι το έργο του Μιχάλη Σταυρινού αποτελεί προϊόν
εμπεριστατωμένης έρευνας. Παρουσιάζει τα διάφορα παραδείγματα Διεθνών
Διενέξεων, στα οποία εκτυλίχθηκε το έγκλημα του εποικισμού και αποτιμά τις
αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας στην κάθε περίπτωση.
Η διεθνής εμβέλεια, ο
επίκαιρος χαρακτήρας και η διαχρονική αξία του βιβλίου αυτού, έγκειται κυρίως στην
έλλειψη ικανοποιητικής βιβλιογραφίας γύρω από το συγκεκριμένο θέμα, αλλά και
στην πρωτοποριακή μεθοδολογία που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, στην προσπάθεια
του να παραθέσει τα γεγονότα και να καταγράψει τις προσωπικές του εκτιμήσεις.
Όσον αφορά στη θεματική δομή
του βιβλίου, το σύγγραμμα παρουσιάζει τις διαστάσεις που λαμβάνει ο εποικισμός στις
διάφορες εν εξελίξει διεθνείς διαμάχες και καταγράφει με λεπτομέρεια τα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε περίπτωσης εποικισμού. Μέσα από τα κεφάλαια του
βιβλίου αναλύονται διεξοδικά τα πλέον γνωστά εγκλήματα εποικισμού, όπως αυτά
της Κύπρου, της Μέσης Ανατολής, της Δυτικής Σαχάρας, του Ανατολικού Τιμόρ, του
Νότιου Καμερούν, του Βορείου Ιράκ, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και της Ναμίμπια.
Τα εν λόγω παραδείγματα
δεικνύουν με τρόπο εμφαντικό το μέγεθος και τον αποτρόπαιο χαρακτήρα του
εγκλήματος, και ξετυλίγουν τη χλιαρή έως ανεκτική αντίδραση της Διεθνούς
Κοινότητας απέναντι στις απάνθρωπες αυτές πρακτικές. Παράλληλα, ο συγγραφέας
συγκρίνει τα παραδείγματα εποικισμού με την περίπτωση της Κύπρου, προβαίνοντας
σε αντιπαραβολή και σύγκριση των αντιδράσεων από τους Διεθνείς Οργανισμούς.
Όπως πολύ εύστοχα
διαπιστώνει ο Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κ.
Χρήστος Ροζάκης, ο οποίος προλογίζει το βιβλίο, «Η μελέτη του κ. Σταυρινού
αποτελεί ένα πανόραμα του Διεθνούς Δικαίου σχετικά με τον εποικισμό. Καλύπτει
σχεδόν εξαντλητικά όλες τις εκφάνσεις της διεθνούς πρακτικής, των αποφάσεων και
των συστάσεων των Διεθνών Οργανισμών, τη διεθνή νομολογία αλλά και τις
εκφρασμένες απόψεις έγκυρων διεθνολόγων. Οι περιπτώσεις του εποικισμού
ελέγχονται με τρόπο συστηματικό, εξαντλητικό, καθώς όλες οι διαστάσεις της
παρέμβασης και της συμπεριφοράς της διεθνούς κοινότητας παρουσιάζονται
συνολικά.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται
στον εποικισμό του κατεχόμενου τμήματος της Κύπρου, αυτό που η κατέχουσα δύναμη
ονομάζει “Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου”. Ο κ. Ροζάκης υπογραμμίζει
πως το φαινόμενο του εποικισμού στην κατεχόμενη Κύπρο έχει πάρει ανησυχητικές
διαστάσεις, που αλλοιώνουν τη σύνθεση ακόμα και του ίδιου του τουρκοκυπριακού
πληθυσμού, και τείνουν να προσδιορίσουν την πολιτική τύχη και το μέλλον της
ενότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Φίλες και Φίλοι,
Σκοπός του βιβλίου δεν
είναι η επίδειξη ιστορικών γνώσεων, ούτε και η διατύπωση θεωριών επί της
πολιτικής και διπλωματικής διάστασης των γεγονότων. Ανατρέχοντας στις σελίδες,
ο αναγνώστης καλείται να αντιληφθεί και να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της
βιαιότητας και της παρανομίας που ενέχει ο εποικισμός, αλλά και την απουσία της
απαραίτητης βούλησης από πλευράς της Διεθνούς Κοινότητας για εφαρμογή
αποτελεσματικής θεραπείας στις συνέπειες του εγκλήματος.
Ο συγγραφέας
χρησιμοποιεί για την έρευνά του πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές, ενώ
αξιόλογη είναι η συνεχής παραπομπή σε νομικά κείμενα, αποφάσεις και πρωτόκολλα
του Διεθνούς Δικαίου. Με τον τρόπο αυτό το βιβλίο επιχειρεί να επιρρώσει με
νομικά επιχειρήματα τις εκτιμήσεις του, αλλά και να προτάξει την ανάγκη
εφαρμογής του δικαίου, προς αντιμετώπιση των συνεπειών του εποικισμού.
Τι είναι όμως πραγματικά
ο εποικισμός; Τι συνέπειες μπορεί να επιφέρει στις χώρες όπου οι κατοχικές
δυνάμεις εφαρμόζουν αυτού του είδους τις μεθοδεύσεις; Είναι ευρέως γνωστό ότι ο
εποικισμός αποτελεί μια ανέντιμη και ύπουλη μέθοδο, που αποσκοπεί στην αλλοίωση
του δημογραφικού χαρακτήρα μιας περιοχής. Αποτελεί συνειδητή παρανομία, με
ξεκάθαρο στόχο, και συγκεκριμένη μορφή. Την ίδια ώρα, αποτελεί ένα έγκλημα που
διαπράττεται εις βάρος κρατών και ανθρώπων, εις βάρος της ανθρωπότητας, με
στόχο την επικράτηση των μεθοδεύσεων των εκάστοτε ισχυρών του πλανήτη, κατά
παράβαση όλων των γραπτών και άγραφων κανόνων Δικαίου.
Η παρανομία του
εποικισμού απέκτησε και νομική επιβεβαίωση, αφού ο εποικισμός κρίθηκε ως
έγκλημα πολέμου. Το στοιχείο αυτό συγκαταλέγεται στις πρόνοιες του Καταστατικού
Χάρτη του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης. Πέραν τούτου, θα
πρέπει να σημειώσουμε ότι ο εποικισμός απαγορεύτηκε από την 4η
Συνθήκη της Γενεύης του 1949, ενώ το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης έκρινε ότι το
άρθρο 49 παράγραφος 6 της Συνθήκης, απαγορεύει τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων από
την κατέχουσα δύναμη, που έχουν σαν στόχο την ενθάρρυνση ή/και μεταφορά μέρους
του πληθυσμού της στην κατεχόμενη από αυτήν περιοχή.
Επιπλέον, μέσα από τα
Ψηφίσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, του Συμβουλίου της Ευρώπης, της Ευρωπαϊκής
Ένωσης. και άλλων Διεθνών Οργανισμών, μέσα από τους Κανόνες Διεθνούς Δικαίου,
μέσα από τις Αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης και τις Αποφάσεις
Εθνικών Δικαστηρίων, αναδεικνύεται η αναγωγή του Εγκλήματος του εποικισμού σε
Έγκλημα Πολέμου και έγκλημα κατά της Ανθρωπότητας.
Ο συγγραφέας του
βιβλίου, αφού προβαίνει σε αναλυτική περιγραφή των διαφόρων περιπτώσεων
εποικισμού καταλήγει σε σειρά συμπερασμάτων και εκτιμήσεων που χρήζουν
προσεκτικής αξιοποίησης. Τόσο όσον αφορά στην ακαδημαϊκή τους διάσταση, όσο και
σε σχέση με την πολιτική τους πτυχή αναφορικά με την περίπτωση της Κύπρου.
Απόσπασμα των
συμπερασμάτων του βιβλίου αναφέρει χαρακτηριστικά πως: «Δεν είναι δυνατόν στις
ημέρες μας, σε μια εποχή όπου διεξάγεται μια οικουμενική εκστρατεία πλήρους
σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η Κύπρος να αποτελεί τη μοναδική εξαίρεση
«θεσμοθετημένης» παραβίασής τους. Επιπλέον, δεν είναι δυνατόν το Ευρωπαϊκό
Κεκτημένο στον τομέα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, να ανεχθεί γκρίζες ζώνες και
κενά στην πλήρη προάσπιση των δικαιωμάτων εντός της ίδιας της ευρωπαϊκής
επικράτειας». Όπως, πολύ χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Δρ Σταυρινός, η προάσπιση
των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Διεθνούς Δικαίου δεν αποτελεί όργανο
πολιτικών αλχημειών. Αποτελεί την πεμπτουσία της Παγκόσμιας Τάξης Ηθικών Αρχών.
Ο συγγραφέας ορθά
διαπιστώνει πως εάν υπάρξει έστω και η ελάχιστη ανοχή νομιμοποίησής του εγκλήματος
του εποικισμού, τότε ανοίγει ο «Ασκός του Αιόλου» για αμφισβήτηση της
οικουμενικότητας της υποχρέωσης πλήρους σεβασμού των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Στην περίπτωση της
Κύπρου, η απαρέγκλιτη προσήλωση στην καταδίκη του διεθνούς αυτού εγκλήματος,
επιτρέπει στη Διεθνή Κοινότητα να πράξει το ίδιο και σε άλλες παρόμοιες
περιπτώσεις. Οποιοσδήποτε υστερόβουλος περιορισμός
στην καταδίκη του συντελούμενου εγκλήματος στο κατεχόμενο έδαφος της Κύπρου,
αναιρεί την οικουμενικότητα εφαρμογής του διεθνούς δικαίου και αφαιρεί από τη
διεθνή έννομο τάξη το επιχείρημα υποχρεωτικής καταδίκης του και σε άλλες
παρόμοιες περιπτώσεις. Πέραν τούτου, ο
συγγραφέας προβαίνει στην εκτίμηση πως: οι παράγοντες της Διεθνούς Κοινότητας
που θα συναινέσουν στη διατήρηση έστω και μερικών απότοκων του εποικισμού, θα
είναι συνακόλουθα ένοχοι συναυτουργίας.
Στα συμπεράσματα του
βιβλίου ο συγγραφέας καλεί τους Διεθνείς Οργανισμούς όπως τα Ηνωμένα Έθνη το
Συμβούλιο της Ευρώπης, οργανισμοί οι οποίοι έχουν την ευθύνη προάσπισης των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου να μην εθελοτυφλούν στην
περίπτωση των κατεχομένων εδαφών της Κύπρου, όπου οι σχετικές παραβιάσεις είναι
αποτέλεσμα ενός διεθνούς εγκλήματος και μιας καταδικασθείσας από τους ίδιους
αυτούς οργανισμούς παρανομίας.
Συνοψίζοντας τις εκτιμήσεις του, ο συγγραφέας προβαίνει
στις ακόλουθες διαπιστώσεις για το έγκλημα του εποικισμού στην Κύπρο.
Συγκεκριμένα, αναφέρει πως:
Οι πολιτικές και η συμπεριφορά της Τουρκίας στα
κατεχόμενα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας, ιδιαίτερα μέσω της μαζικής εμφύτευσης
εποίκων, παραβιάζει όλα τα Διεθνή Κείμενα, όλες τις συναφείς Αποφάσεις Διεθνών
Δικαιοδοτικών Οργάνων, τις Αποφάσεις και τα Ψηφίσματα Διεθνών Οργανισμών, καθώς
και κάθε συναφή Κανόνα Διεθνούς Εθιμικού Δικαίου.
Η μόνη θεραπεία για βελτίωση της κατάφωρα έκνομης αυτής
κατάστασης, αλλά και ο μόνος τρόπος διόρθωσης της αρνητικής διεθνούς εικόνας
της Τουρκίας, θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της αποδοχής, από πλευράς Τουρκίας,
μιας εκστρατείας διεθνούς και αντικειμενικής απογραφής των νόμιμων Κυπρίων και να
αποδεχθεί επαναπατρισμό των εποίκων με διεθνή βοήθεια στους τόπους προέλευσής
τους. Σύμφωνα με το συγγραφέα, θα πρέπει να τερματιστεί η γενεσιουργός αιτία που
δημιούργησε τον εποικισμό που δεν είναι άλλη από την παράνομη στρατιωτική
κατοχή του βορείου τμήματος της Κύπρου. Επιπλέον, η Τουρκία θα πρέπει να
αποδεχθεί τη σύναψη διεθνών διευθετήσεων, μέσω διευρυμένων όρων της
Ειρηνευτικής Δύναμης του ΟΗΕ σχετικά με τις δήθεν ανησυχίες για την ασφάλεια
των Τουρκοκυπρίων.
Ο συγγραφέας εκτιμά πως στην περίπτωση που η Τουρκία
επιλέξει τη συνέχιση της κατάφωρης αυτής αδικίας και την παράνομη συντήρηση του
εποικισμού στην Κύπρο, τότε η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να καταγγείλει τα
συναφή εγκλήματα σε όλα τα αρμόδια διεθνή δικαιοδοτικά όργανα και διεθνείς
οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένης και της προσφυγής στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο,
σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως εισηγείται και ο εγνωσμένης αξίας
Διεθνολόγος John Dugard. Η ανοχή της παρούσας εγκληματικής κατάστασης από πλευράς
διεθνούς κοινότητας ισούται κατά το συγγραφέα με συναυτουργία, ηθική αυτουργία
και συνενοχή.
Φίλες και Φίλοι,
Με αφορμή τα όσα
ανέπτυξα προηγουμένως, επιτρέψτε μου να αδράξω την ευκαιρία και να αναφερθώ στο
σήμερα. Το Κυπριακό, όντας πρόβλημα εισβολής και κατοχής, αποτελούσε και
αποτελεί την κορυφαία εθνική προτεραιότητα της πολιτικής ηγεσίας. Η ανάγκη για
εξεύρεση δίκαιης, βιώσιμης και λειτουργικής λύσης, που να τερματίζει τον
εποικισμό, να διασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και να θέτει τέρμα στις
τουρκικές επιβουλές για διχοτόμηση της νήσου, καθίσταται πλέον επιτακτική.
Η αντιμετώπιση των
προσκλήσεων που αφορούν την πατρίδα και τα συμφέροντα της, απαιτούν
συλλογικότητα, ενότητα και σκληρή δουλειά. Κανενός οι ώμοι δεν είναι αρκετοί
για να σηκώσουν το βάρος της διαχείρισης των σοβαρών προκλήσεων που η Κύπρος
καλείται να αντιμετωπίσει.
Είναι ευρέως αποδεκτό το
γεγονός ότι η πατρίδα μας διέρχεται μια ιδιαίτερη και δύσκολη συγκυρία. Οι
στιγμές που περνά ο Κυπριακός Ελληνισμός είναι τόσο δύσκολες, που απαγορεύουν
την ανευθυνότητα και τον λαϊκισμό, ενώ την ίδια ώρα απαιτούν υπευθυνότητα,
ενότητα και συλλογική δράση.
Ωστόσο, θέλω να
καταστήσω σαφές και να επαναλάβω για ακόμα μια φορά: σε καμιά περίπτωση η
Κύπρος δεν πρόκειται να πέσει θύμα εκβιασμού σε σχέση με τη διαχείριση του
Κυπριακού. Η κρατική μας υπόσταση παραμένει αλώβητη και ακεραία. Κανένας
εκβιασμός δεν θα είναι ποτέ τόσο ισχυρός, ώστε να μας εξωθήσει να αποδεχθούμε
μια αναξιοπρεπή και εύθραυστη λύση.
Ας διασφαλίσουμε ότι οι
μελλοντικές γενιές θα βιώσουν τα αγαθά της ειρήνης και ποτέ τον αβάσταχτο πόνο
που βίωσε η δική μας γενιά. Το οφείλουμε άλλωστε σε όσους διαχρονικά έδωσαν τη
ζωή τους για τη διάσωση αυτού του τόπου. Οι ψυχές των θυμάτων της εισβολής θα
γαληνεύσουν μόνο όταν πετύχουμε την ενότητα και την απελευθέρωση της πατρίδας
μας και δικαιώσουμε με τον τρόπο αυτό τη θυσία τους.
Φίλες και φίλοι,
Όπως διαπιστώνουμε από
την ανάγνωση του βιβλίου, η αντιμετώπιση του θέματος των εποίκων από τη Διεθνή
Κοινότητα καταδεικνύει ότι σε κάθε περίπτωση ο εποικισμός θεωρείται διεθνές
έγκλημα και ότι τα αποτελέσματά του είναι από νομικής σκοπιάς, και όχι μόνον,
άκυρα. Παρόλα αυτά, όπως συμβαίνει άλλωστε σε κάθε περίπτωση διακρατικών
σχέσεων, η πολιτική των δύο μέτρων και δύο σταθμών δύναται να οδηγήσει στη διατήρηση
ορισμένων από τα παράνομα αποτελέσματα του εποικισμού. Το στοιχείο αυτό θα
πρέπει να αντιμετωπιστεί μεθοδικά με στοχευμένες ενέργειες και πρωτοβουλίες.
Το βιβλίο του Μιχάλη
Σταυρινού, με την πολυδιάστατη και ευρύτατη κάλυψη του όλου θέματος, συμπληρώνει
τα όποια βιβλιογραφικά κενά και συμβάλλει στον ευρύτερο προβληματισμό, ούτως
ώστε η σύγχρονη διεθνής τάξη δικαίου να αρθεί ακόμα ψηλότερα στην επιδίωξη
εξοβελισμού των μαζικών εγκλημάτων σε βάρος της ανθρωπότητας και της
αξιοπρέπειας του Ανθρώπου.
Φίλες και Φίλοι,
Είναι με ιδιαίτερη χαρά
που μοιράστηκα μαζί σας διάφορες σκέψεις, απόψεις και προβληματισμούς, με
αφορμή το βιβλίο του Πρέσβη Μιχάλη Σταυρινού. Το βιβλίο που παρουσιάζουμε
σήμερα απευθύνεται στον κάθε πολίτη που επιθυμεί και έχει την υποχρέωση να
ενημερωθεί για τα όσα συντελούνται και παραβιάζουν θεμελιώδεις αρχές δικαίου. Παράλληλα,
αποτελεί μια αξιόλογη ακαδημαϊκή συνεισφορά διεθνούς εμβέλειας για το οποίο
συγγραφέας και οι υποστηρικτές αυτής της πρωτοβουλίας δικαιούνται να
αισθάνονται υπερήφανοι.
Σας Ευχαριστώ Θερμά