Κλείνουν
αύριο 23 χρόνια από τότε που η ανθρωπότητα υιοθέτησε τη Σύμβαση για τα
Δικαιώματα του Παιδιού. Η πράξη αυτή συνιστά ιστορικό ορόσημο γιατί στην
ουσία αναγνωρίζει ότι οι άνθρωποι από την ώρα που γεννιούνται έχουν
δικαιώματα λόγω ακριβώς της
ανθρώπινης φύσης τους. Δικαιώματα τα οποία τα κράτη έχουν υποχρέωση να
σεβαστούν, να μεριμνήσουν για την εφαρμογή τους και να λογοδοτήσουν για
την καταπάτηση τους. Η υιοθέτηση της Σύμβασης είναι η σημαντικότερη νίκη
της κοινωνίας ενάντια σε κάθε μορφής διάκριση και ανισότητα που
στρέφεται εναντίον των παιδιών. Είναι η γιορτή της αναγνώρισης στο κάθε
παιδί ξεχωριστά, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και του σεβασμού της
αυτονομίας του.
Τη σημασία που έχει η Σύμβαση αντιλαμβάνεται κάποιος ανατρέχοντας στο παρελθόν
,
και διαπιστώνοντας ότι η παιδική ηλικία δεν αναγνωριζόταν στις
οργανωμένες κοινωνίες των ανθρώπων. Τα παιδιά θεωρούνταν αντικείμενα,
απόλυτη ιδιοκτησία του πατέρα, με υποχρεωτικό ρόλο από πολύ μικρή ηλικία
να συνεισφέρουν με την εργασία τους στο οικογενειακό εισόδημα.
Σταδιακά, η κοινωνία άρχισε να αλλάζει θέση και να αντιλαμβάνεται τα
παιδιά ως μικρά και απροστάτευτα όντα, τα οποία χρειάζονται αγάπη,
φροντίδα και προστασία. Έτσι, από την ανυπαρξία και την απαξίωση στην
οποία παρέμεναν για αιώνες, τα παιδιά άρχισαν να απολαμβάνουν τη θαλπωρή
της οικογένειας. Αυτή η αντίληψη ήταν μεν αρκετά βελτιωμένη, ωστόσο
άφηνε τα παιδιά στο περιθώριο, απόντα και χωρίς ουσιαστική συμμετοχή και
λόγο στην κοινωνία, της οποίας θεωρητικά και μόνο ήταν μέλη. Την ανάγκη για κατοχύρωση του ανθρώπου –
παιδί, ως ενεργού μέλους της κοινωνίας, με δικαίωμα στην προστασία, την
ευημερία και, ταυτόχρονα, τη συμμετοχή, δηλαδή να μπορεί να διαμορφώνει
και να εκφράζει ελεύθερα άποψη σε θέματα που το αφορούν και αυτή να
λαμβάνεται υπόψη ανάλογα με την ηλικία και την ωριμότητα του, ήρθε να
αναγνωρίσει η Σύμβαση και να δεσμεύσει τα κράτη
να
διασφαλίσουν αυτά τα δικαιώματα. Η Πολιτεία έχει πλέον νομική υποχρέωση
να αναπτύσσει και να εφαρμόζει πολιτικές, αλλά και να προωθεί και να
κατευθύνει πρακτικές και διαδικασίες, με κύριο άξονα αναφοράς τα
δικαιώματα του παιδιού, σε σχέση με όλες τις πτυχές της παιδικής
ηλικίας.
Ωστόσο, είκοσι τρία χρόνια μετά την
υιοθέτηση της Σύμβασης, η εφαρμογή και εμπέδωση των δικαιωμάτων του
παιδιού εξακολουθεί να συναντά δυσκολίες και αντιστάσεις από την
κοινωνία των ενηλίκων. Αντιστάσεις, οι οποίες τροφοδοτούνται κυρίως από
τη λανθασμένη αντίληψη που θέλει το παιδί ως μη ολοκληρωμένη ανθρώπινη
ύπαρξη, ανώριμο και απροστάτευτο, του οποίου θα πρέπει να καλύψουν, στο
μέγιστο δυνατό βαθμό, τις βασικές του ανάγκες.
Ένα παιδί που κακοποιείται, που στερείται,
που πεινά και που παραβιάζεται η αξιοπρέπεια του, δεν είναι μόνο ένα
κοινωνικό πρόβλημα στο οποίο οι ενήλικες από φιλανθρωπία και
φιλεύσπλαχνα αισθήματα θα πρέπει να ανταποκριθούν παρέχοντας προστασία,
αγαθά και αποδίδοντας σεβασμό. Η κακοποίηση, η στέρηση, η πείνα και η
προσβολή της αξιοπρέπειας ενός παιδιού, σύμφωνα με τη Σύμβαση, συνιστά
παραβίαση αντίστοιχου δικαιώματος, το οποίο το κράτος έχει ευθύνη να
θεραπεύσει. Η κατοχύρωση των δικαιωμάτων του παιδιού δημιουργεί νομική
υποχρέωση και ευθύνη στο κράτος να μεριμνήσει για τις ανάγκες του
παιδιού. Ταυτόχρονα και στην κοινωνία να το αντιμετωπίζει ως υποχρέωση
διασφάλισης δικαιωμάτων και όχι απλώς ως θέμα ευαισθησίας και ανθρωπιάς.
Με την ευκαιρία της 23ης επετείου της
υιοθέτησης της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, καλώ όλους,
παιδιά και ενήλικες, να αναγνωρίσουν ότι η διασφάλιση των δικαιωμάτων
του παιδιού δεν είναι θέμα φιλανθρωπίας ή απλώς αγάπης προς τα παιδιά.
Είναι νομική υποχρέωση διασφάλισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ένα
ιδιαίτερα ευάλωτο μεταβατικό στάδιο της ζωής του ανθρώπου.
|
|