20/7/12

Ομιλία του Κυβερνητικού Εκπροσώπου κ. Στέφανου Στεφάνου στην εκδήλωση των Λαϊκών Οργανώσεων Αγίου Γεωργίου Αχερίτου και Βρυσούλλων για τις μαύρες επετείους του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής 20/07/2012

Σαν σήμερα, πριν από ακριβώς 38 χρόνια, ο Αττίλας πατούσε τα άγια χώματα της πατρίδας μας. Αποβίβαζε τις σιδηρόφρακτες ορδές του στα παράλια της Κερύνειας, έτοιμες να κατασπαράξουν το κορμί της Κύπρου μας. Το χρονικό μιας προαναγγελθείσας τραγωδίας μπήκε στην τελική του ευθεία. Ο δρόμος προς την καταστροφή, που χάραξαν η Χούντα των Αθηνών και η ΕΟΚΑ Β’, δυστυχώς ήταν πλέον χωρίς επιστροφή.
 
Οι μέρες τούτες του Ιουλίου και του Αυγούστου είναι μέρες τιμής. Τιμής προς όλους όσοι αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν για υπεράσπιση της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας μας.
Τούτες οι μέρες είναι μέρες μνήμης. Μνήμης για τις μαύρες μέρες του φασιστικού πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής. Είναι μέρες που η σκέψη γυρίζει ακόμη πιο έντονα πίσω στο καλοκαίρι του 1974, όταν ο κυπριακός λαός έδινε προδομένος τον αγώνα για υπεράσπιση της δημοκρατίας και της εδαφικής ακεραιότητας της πατρίδας. Ο αγώνας αυτός ήταν άνισος, επειδή η προδοσία του πραξικοπήματος στέρησε από τον λαό μας τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τα πενιχρά έστω μέσα που είχε στη διάθεσή του για να αμυνθεί.
Οι μέρες αυτές, μας ταξιδεύουν νοερά πίσω σε εκείνη την ιστορική περίοδο, όταν διάφορες συνωμοσίες εξυφαίνονταν σε βάρος της Κύπρου σε Νατοϊκά κέντρα αποφάσεων. Αυτό το γεγονός καταμαρτυρείται και στο πόρισμα της Βουλής των Αντιπροσώπων. Αυτά τα κέντρα στόχευαν στη διχοτόμηση και την ένταξη του νησιού στη δική τους σφαίρα ελέγχου.
Για την προώθηση και την εφαρμογή των αντικυπριακών σχεδίων, ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είχαν βρει πρόθυμους συνεργάτες στα πρόσωπα της Χούντας των Αθηνών και των επεκτατικών κύκλων της Άγκυρας. Αξιοποίησαν δε τη δράση αντιδραστικών, ακροδεξιών και σοβινιστικών κύκλων και στις δύο κοινότητες στην Κύπρο που δεν είχαν αποδεχθεί τη λύση της ανεξαρτησίας της Κύπρου ή θεώρησαν ότι ήταν ένα προσωρινό στάδιο προς την επίτευξη των τελικών τους στόχων. Για την ένωση οι ελληνοκυπριακοί σοβινιστικοί κύκλοι, για το ταξίμ -τη διχοτόμηση- οι τουρκοκυπριακοί σοβινιστικοί κύκλοι.
Το πραξικόπημα της Χούντας των Αθηνών και της ΕΟΚΑ Β’ και η τουρκική εισβολή αποτελούν τις δύο πλευρές του δίδυμου εγκλήματος που διεπράχθη σε βάρος της Κύπρου. Ένα έγκλημα το οποίο προσπάθησαν να αποτρέψουν οι δημοκρατικές, προοδευτικές δυνάμεις, με μπροστάρη το κίνημα της Αριστεράς, αντιστεκόμενες τόσο στην τρομοκρατία όσο και στις έξωθεν επεμβάσεις και το πραξικόπημα. Δυστυχώς, όμως, οι πρωταγωνιστές της συνωμοσίας προχώρησαν στην πραγματοποίηση του πραξικοπήματος δίνοντας έτσι στην Τουρκία την αφορμή που για χρόνια επιζητούσε για να εισβάλει.
Για αρκετά χρόνια τώρα ορισμένοι κύκλοι στην Κύπρο προσπαθούν να αποδώσουν την εσχάτη προδοσία του πραξικοπήματος σε πράξη αφροσύνης ή και άγνοιας για τις συνέπειες. Τα ίδια τα γεγονότα τούς διαψεύδουν. Τα σχέδια διχοτόμησης της Κύπρου ήταν πολλά χρόνια προηγουμένως γνωστά. Ήταν πολύ γνωστό –υπήρχαν συνεχείς προειδοποιήσεις από τον Πρόεδρο Μακάριο και τις προοδευτικές δυνάμεις- ότι η διενέργεια πραξικοπήματος και η ανατροπή της συνταγματικής τάξης, θα οδηγούσε στην εισβολή της Τουρκίας. Δυστυχώς, όμως, οι πρωταγωνιστές του πραξικοπήματος δεν δίστασαν στιγμή για να προχωρήσουν στους καταστροφικούς για την Κύπρο σχεδιασμούς. Κάποιοι, μάλιστα, κόμπαζαν δημόσια δηλώνοντας ότι προτιμούν το φέσι παρά τον κομμουνισμό, κατηγορώντας ακόμη και τον Μακάριο ότι ήταν κομμουνιστής. Αυτά, και πολλά άλλα γεγονότα από τη σύγχρονη ιστορία του τόπου μας, δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραγραφούν, γιατί ο λαός και ειδικά οι νέοι πρέπει να γνωρίζουν την ιστορική αλήθεια. Λαός που δεν διδάσκεται από την ιστορία του, είναι καταδικασμένος να επαναλάβει τα ίδια λάθη και να ζήσει νέες τραγωδίες. Και η Κύπρος, με ανοικτές και χαίνουσες τις πληγές της εισβολής και της κατοχής, δεν έχει άλλα περιθώρια για λάθη και ενέργειες που θα οδηγήσουν σε νέες συμφορές.
Οι μνήμες, λοιπόν, από το έγκλημα του 1974 πρέπει να παραμείνουν ζωντανές, για να ακονίζουν την αντικειμενική και ορθή κρίση.
Ένα από τα βασικά διδάγματα της σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου, είναι ότι τα μεγάλα λόγια, οι βαρύγδουπες και οι ανεδαφικές διακηρύξεις, οι εθνικιστικές και σοβινιστικές κορώνες ενδεδυμένες με άφθονες δόσεις ψευδεπίγραφου και ανέξοδου «ψευτοπατριωτισμού», στοίχισαν ακριβά στον λαό μας. Κάποιοι με το σύνθημα της «ένωσης» ως φλάμπουρο αγώνα, έφεραν τελικά την τουρκική εισβολή, την κατοχή, την προσφυγιά, τους νεκρούς, τους τραυματίες και τους ανάπηρους, τους εγκλωβισμένους, τους αγνοούμενους.
Στην Κύπρο στοίχισαν ακριβά και οι παλινωδίες στην οριοθέτηση των στόχων μας, όπως και η λανθασμένη εκτίμηση των δυνατοτήτων μας. Είναι γι’ αυτό που στις κρίσιμες στιγμές που διερχόμαστε ειδικά σήμερα χρειάζεται να είμαστε όσο ποτέ άλλοτε σταθεροί στους στόχους του αγώνα μας και ρεαλιστές στις διεκδικήσεις μας, χωρίς ασφαλώς να απεμπολούμε αναφαίρετα δικαιώματα και χωρίς να ακυρώνουμε αρχές.
Φίλες και φίλοι,
Από το 1974 αγωνιζόμαστε για λύση. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα δεν καταφέραμε να φτάσουμε σ’ αυτήν, λόγω της άρνησης της Τουρκίας να συναινέσει σε μια λύση που να είναι προς το συμφέρον του κυπριακού λαού στο σύνολό του, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους.
Η άγονη παρέλευση του χρόνου δεν μας βολεύει. Δεν βολεύει όλους αυτούς που επιδιώκουν τη λύση και την επανένωση της πατρίδας μας. Βολεύει όμως την Τουρκία που επιδιώκει παγίωση της ντε φάκτο διχοτόμησης του νησιού και τη συνέχιση της παράνομης παρουσίας του κατοχικού στρατού στην Κύπρο. Η στασιμότητα και τα αδιέξοδα ενισχύουν την κατοχή και τη διαίρεση.
Εκμεταλλευόμενη την παρέλευση του χρόνου, η Τουρκία αλλάζει τη δημογραφική σύνθεση της τουρκοκυπριακής κοινότητας και κατ’ επέκταση του λαού μας, με τον μαζικό παράνομο εποικισμό των κατεχομένων περιοχών.
Επιπρόσθετα, η Τουρκία προσπαθεί να αλλοιώσει και να εξαφανίσει κάθε στοιχείο, κάθε ίχνος από την παρουσία των Ελληνοκυπρίων στις περιοχές που παράνομα κατέχει, με την καταστροφή της πολιτιστικής και θρησκευτικής μας κληρονομιάς, με την καταστροφή εκκλησιών και μνημείων, με τη σύληση νεκροταφείων.
Η κατοχική δύναμη ξεπουλά τις περιουσίες των Ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα ή προβαίνει σε μαζική οικοδόμηση πάνω σ’ αυτές, εξελίξεις που δημιουργούν νέα τετελεσμένα επί του εδάφους.
Για την αντιμετώπιση των τουρκικών μεθοδεύσεων, η Κυβέρνηση έχει δραστηριοποιηθεί πολύ έντονα τόσο προς την κατεύθυνση του ΟΗΕ όσο και προς την κατεύθυνση της ΕΕ, αλλά και προς άλλους διεθνείς Οργανισμούς, καταγγέλλοντας τις απειλές και τις προκλήσεις της Τουρκίας σε βάρος της Κύπρου και εκθέτοντας τις παράνομες ενέργειές της.
Με την πολύ συγκροτημένη και στοχευμένη πολιτική που ακολούθησε η Κυβέρνηση, έγινε κατορθωτό όχι μόνο να ξεπεραστούν οι απειλές της Τουρκίας, αλλά και να προχωρήσουμε στην υλοποίηση των σχεδιασμών μας έχοντας στο πλευρό μας σύσσωμη τη διεθνή κοινότητα. Πάντοτε στο πλαίσιο της διεθνούς νομιμότητας, η Κυβέρνηση θα συνεχίσει να εφαρμόζει τον σχεδιασμό που έχει καταρτίσει στα θέματα ενέργειας.
Οι απειλές της Τουρκίας σχετικά με την ανάληψη της εκ περιτροπής Προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ από την Κυπριακή Δημοκρατία φέρνουν την κατοχική δύναμη σε αντιπαράθεση με τα θεσμικά όργανα και τα κράτη μέλη της Ένωσης. Μ’ αυτή της τη συμπεριφορά το μόνο που πετυχαίνει η Τουρκία είναι να προκαλεί ακόμη περισσότερα προβλήματα από αυτά που ήδη αντιμετωπίζει στην ενταξιακή της πορεία. Για μια ακόμη φορά θέλω να διαβεβαιώσω ότι η Κυπριακή Δημοκρατία θα ασκήσει την Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ με αντικειμενικότητα και θα λειτουργήσει ως έντιμος διαμεσολαβητής για την προώθηση προς συμφωνία σημαντικών θεμάτων που αφορούν το παρόν και το μέλλον της Ευρώπης. Μέχρι σήμερα τα σχόλια που έχουμε αποσπάσει από τους Ευρωπαίους εταίρους μας είναι πολύ καλά. Είμαστε πεπεισμένοι ότι η Κυπριακή Προεδρία θα είναι πετυχημένη κι αυτό το γεγονός θα ενισχύσει την οντότητα και το κύρος της Κυπριακής Δημοκρατίας διεθνώς.
Συμπατριώτες, συμπατριώτισσες,
Από το 2008 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Δημήτρης Χριστόφιας ανέλαβε εντατικές προσπάθειες για να ξεπεραστεί η στασιμότητα στην οποία είχε περιέλθει το Κυπριακό από το 2004, μετά την αποτυχία της πρωτοβουλίας του τότε Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ κ. Κόφι Ανάν. Αυτές οι προσπάθειες του Προέδρου απέδωσαν την έναρξη του απευθείας διαλόγου μεταξύ των ηγετών των δύο κοινοτήτων τον Σεπτέμβριο του 2008. Η έναρξη των διαπραγματεύσεων συνοδεύτηκε με ξεκαθάρισμα τόσο της διαδικασίας όσο και της βάσης λύσης.
Για τη διαδικασία είχαμε συμφωνήσει ότι είναι κυπριακής ιδιοκτησίας και καθοδήγησης, πράγμα που σημαίνει ότι είναι οι δύο πλευρές που αποφασίζουν για το πώς τη διαχειρίζονται. Επιπρόσθετα αποφασίστηκε ότι η διαδικασία δεν προβλέπει επιδιαιτησία ούτε και εκβιαστικά χρονοδιαγράμματα. Το ξεκαθάρισμα της διαδικασίας χρησίμευσε για αντιμετώπιση των προσπαθειών της τουρκικής πλευράς να εκτρέψει τη διαδικασία κωλυσιεργώντας και διατηρώντας αρνητική στάση στις διαπραγματεύσεις. Αν η διαδικασία δεν ήταν συμφωνημένη, τότε η Τουρκία πιθανόν να κατόρθωνε να εκτρέψει τη διαδικασία και να πετύχει τον στόχο της για σύγκληση τετραμερούς διάσκεψης και κλείσιμο του Κυπριακού.
Το ίδιο θα συνέβαινε αν δεν πετυχαίναμε συμφωνία για τη βάση λύσης. Είναι φανερό ότι η Τουρκία δεν επιδιώκει την επανένωση της Κύπρου, αλλά επιδιώκει λύση δύο κρατών, λύση διχοτόμησης. Η Τουρκία προσπαθεί με διάφορους τρόπους να απεγκλωβιστεί από τη συμφωνία για τη βάση λύσης και να ακυρώσει τα περί Κύπρου ψηφίσματα του ΟΗΕ που προνοούν για μια τέτοια λύση. Δεν το έχει καταφέρει έστω κι αν προσπαθεί συνεχώς.
Αυτή την πολιτική της Τουρκίας αποτελεσματικά την αντιμετωπίσαμε με τη συνέπειά μας στα περί Κύπρου ψηφίσματα και στη βάση λύσης που αυτά προβλέπουν. Την αντιμετωπίσαμε με την επιμονή μας στη λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, όπως περιγράφεται στα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ, για ένα κράτος με μία και μόνη κυριαρχία, μία ιθαγένεια και μία διεθνή προσωπικότητα. Αυτό είναι το συνολικό πλαίσιο της λύσης που επιδιώκουν τα Ηνωμένα Έθνη καθώς και η ελληνοκυπριακή πλευρά η οποία έχει συμφωνήσει γι’ αυτή τη λύση από το 1977.
Η λύση αυτή ήταν σαφές ευθύς εξαρχής ότι πρόκειται για ένα συμβιβασμό μεγάλης ιστορικής σημασίας, ο οποίος στις συνθήκες που δημιούργησε η εισβολή και η κατοχή, είναι ο μοναδικός που μπορεί να οδηγήσει στον τερματισμό της κατοχής και στην επανένωση του τόπου και του λαού. Είναι ο μοναδικός που μπορεί να οδηγήσει στη λύση.
Από τότε πάνω σ’ αυτή τη βάση διαπραγματεύτηκαν όλοι οι Πρόεδροι της Κυπριακής Δημοκρατίας χωρίς καμία εξαίρεση. Αυτή η λύση υιοθετήθηκε και επαναβεβαιώθηκε σε πολλά ψηφίσματα του ΟΗΕ, στα οποία η πλευρά μας επενδύει για να πετύχει λύση. Η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία ρητά αναφέρεται στη συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006, καθώς και στην ομόφωνη ανακοίνωση του Εθνικού Συμβουλίου του Σεπτεμβρίου του 2009. Είναι άξιον απορίας και δημιουργούνται πολλά ερωτηματικά, όταν πολιτικές δυνάμεις που προηγουμένως θριαμβολογούσαν για τη συμφωνία της 8ης Ιουλίου, σήμερα να δηλώνουν ότι ο συγκεκριμένος όρος πρέπει να διευκρινιστεί. Η διευκρίνιση είναι απλή και βρίσκεται στο σημείο δύο της συμφωνίας του 1977 που συνήψε ο Μακάριος. Αυτό το σημείο προβλέπει ότι η κάθε κοινότητα θα έχει υπό τη διοίκηση της μια γεωγραφική περιοχή, στο πλαίσιο ασφαλώς της ομοσπονδίας.
Πολλή συζήτηση γίνεται περί αλλαγής στρατηγικής και πολιτικής στο Κυπριακό από διάφορες πολιτικές δυνάμεις. Το θέμα των προσπαθειών, όμως, για επίτευξη λύσης δεν είναι θεωρητικό, είναι πολύ συγκεκριμένο. Αυτές οι πολιτικές δυνάμεις που μιλούν για αλλαγή στρατηγικής καλούνται, πέρα από γενικόλογες αναφορές, να απαντήσουν τι συγκεκριμένα προτείνουν, πώς μπορεί αυτό που προτείνουν να υλοποιηθεί και πώς θα φτάσουμε σε λύση που να τερματίζει την κατοχή και να αποκαθιστά την ενότητα της χώρας και του λαού. Η τακτική των συνεχών αρνήσεων και απορρίψεων για ό,τι έχει κάνει μέχρι σήμερα η ελληνοκυπριακή πλευρά, δεν οδηγεί πουθενά αλλού πέρα από την παγίωση των τετελεσμένων της κατοχής και της ντε φάκτο διαίρεσης.
Με την επιμονή της τουρκικής πλευράς, οι διαπραγματεύσεις πάνω στην ουσία του Κυπριακού δεν συνεχίστηκαν. Σήμερα μεταξύ των δύο πλευρών συζητούνται μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης (ΜΟΕ). Η πλευρά μας δεν αντιτίθεται στη συζήτηση ΜΟΕ, παρότι έχουμε τη θέση πως οι διαπραγματεύσεις θα έπρεπε να συνεχιστούν έστω κι αν η τουρκική πλευρά με την όλη στάση της, όχι μόνο δεν αφήνει κανένα περιθώριο προόδου, αλλά με την απόσυρση συγκλίσεων, προκαλεί πισωγυρίσματα.
Ανεξαρτήτως τούτου, η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν μένει στην άρνηση. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί μια νέα δυναμική λύσης, έχει επαναφέρει την πρότασή του για την Αμμόχωστο. Την αγαπημένη πόλη η οποία βρίσκεται τόσο κοντά από το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε, και ταυτόχρονα είναι τόσο μακριά.
Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε από την Τουρκία, αλλά έχει αποσπάσει θετικά σχόλια διεθνώς, γιατί είναι μια πρόταση ισορροπημένη, στηρίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ και προβλέπει κίνητρα και οφέλη για όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές.
Οι Τουρκοκύπριοι θα ωφεληθούν από το άνοιγμα του λιμανιού της Αμμοχώστου και το εμπόριο που θα διεξάγουν με τον έξω κόσμο σε συνεργασία με τους Ελληνοκύπριους, χωρίς να παραβιάζεται η κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας, αφού το λιμάνι θα είναι κάτω από την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Τουρκία θα έχει να ωφεληθεί από το άνοιγμα κεφαλαίων και τη συνέχιση της ενταξιακής της πορείας. Οι νόμιμοι κάτοικοι της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου θα μπορούν να επιστρέψουν στα σπίτια τους, αφού η περιοχή θα αποδοθεί στα Ηνωμένα Έθνη, όπως προβλέπουν τα σχετικά ψηφίσματα.
Κίνητρο για να εργαστούν για την προώθηση και υλοποίηση της πρότασης έχουν τόσο ο ΟΗΕ όσο και η ΕΕ. Ο ΟΗΕ, επειδή θα εφαρμοστούν δικά του ψηφίσματα που αφορούν στην Αμμόχωστο, αλλά και επειδή θα δοθεί ώθηση στις προσπάθειες επίτευξης λύσης στο Κυπριακό. Η ΕΕ, επειδή θα αναπτυχθούν οι σχέσεις της τουρκοκυπριακής κοινότητας μαζί της και η Τουρκία θα αποκτήσει περιθώρια προώθησης της ενταξιακής της πορείας. Δεν είναι μικρότερης σημασίας για την ΕΕ το γεγονός ότι οι προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού θα αποκτήσουν νέα δυναμική.
Η πρόταση του Προέδρου της Δημοκρατίας δίνει διέξοδο και προοπτική στις προσπάθειες επίτευξης λύσης. Έχουμε την άποψη ότι η διεθνής κοινότητα θα πρέπει να επενδύσει περισσότερες δυνάμεις και να αφιερώσει περισσότερο χρόνο για να προωθηθεί και να υλοποιηθεί αυτή η πρόταση.
Ο λαός μας, μετά την καταστροφή του 1974, αντιμετώπισε με αποφασιστικότητα και χωρίς μοιρολατρία την καταστροφή. Με την εργατικότητα και τη φιλοτιμία του πραγματοποίησε ένα μικρό οικονομικό θαύμα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, και ξανάκτισε τη χώρα μας. Με συλλογική δουλειά και προσπάθεια, η Κύπρος προόδευσε και κατέκτησε νέους ορίζοντες. Την περίοδο που διανύουμε, η χώρα μας αντιμετωπίζει νέες μεγάλες προκλήσεις για την οικονομία της, οι οποίες προέκυψαν από την παγκόσμια οικονομική κρίση, αλλά και από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν κυπριακές τράπεζες ένεκα της μεγάλης τους έκθεσης στην ελληνική οικονομία. Θα αντιμετωπίσουμε θετικά κι αυτές τις προκλήσεις με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για τον λαό μας και τον τόπο μας. Είναι δύσκολη η προσπάθεια, αλλά πιστεύουμε ότι θα τα καταφέρουμε. Άλλωστε, με τη σοβαρή και συγκροτημένη προσπάθεια της Κυβέρνησης ήδη έχουμε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για ένα καλύτερο μέλλον, με την ανακάλυψη των υδρογονανθράκων στον χώρο της κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.
Εμείς πιστεύουμε στον λαό μας και στις δυνατότητες που διαθέτει. Σ’ αυτές τις δυνατότητες επενδύουμε για να προχωρήσουμε μπροστά. Ταυτόχρονα, συνεχίζουμε τον αγώνα για να πετύχουμε λύση και να λυτρώσουμε τον λαό μας από το βάσανο της κατοχής και της αβεβαιότητας.