13/6/12

Ομιλία του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου κ. Πανίκου Δημητριάδη στη δημόσια συζήτηση με θέμα "Η κυπριακή οικονομία σήμερα και αύριο" που διοργανώνεται από το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Λευκωσίας 13/06/2012

Να μην μεταδοθεί πριν τις 7:30 μ.μ.
Είναι με ιδιαίτερη χαρά που αποδέχθηκα την πρόσκληση να συμμετάσχω σε αυτή τη δημόσια συζήτηση με θέμα το παρόν και το μέλλον της κυπριακής οικονομίας. Σήμερα θα ήθελα να παραθέσω εν συντομία κάποιες απόψεις μου σε σχέση με το ρόλο του τραπεζικού τομέα στην οικονομική ανάπτυξη.
Ο τραπεζικός τομέας αποτελεί βασικό μέρος του ευρύτερου χρηματοοικονομικού συστήματος και κύριο αιμοδότη της οικονομίας μιας χώρας. Το γεγονός ότι σε όλες τις προηγμένες οικονομίες του κόσμου λειτουργούν πολύ ανεπτυγμένα τραπεζικά συστήματα ενώ στις υποανάπτυκτες χώρες τα συστήματα αυτά είναι ακόμη σε πρώιμο στάδιο, δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο. Γενικά, ένας υγιής, σταθερός και αξιόπιστος τραπεζικός τομέας που διαδραματίζει βασικό ρόλο στη χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση είναι ουσιαστικής σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη και τη χρηματοοικονομική σταθερότητα μιας χώρας.
Από το πιο απλό μέχρι το πιο πολύπλοκο τραπεζικό σύστημα, υπάρχουν ορισμένες υπηρεσίες που προσφέρονται, οι οποίες κατ’ επέκταση αποτελούν και τον λόγο ύπαρξης της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης στην οικονομία. Κάθε τραπεζικός τομέας προσφέρει υπηρεσίες που σχετίζονται με την αποφυγή και τη διαφοροποίηση του κινδύνου που δημιουργείται κατά την επενδυτική διαδικασία, λειτουργεί ως ένα σύστημα αποτελεσματικής κατανομής των διαθέσιμων πόρων της οικονομίας στους διάφορους κλάδους της, αποτελεί ένα μέσο για την αξιολόγηση και τον έλεγχο της πορείας ολοκλήρωσης των επενδυτικών σχεδίων, παρέχει κίνητρα για αποταμίευση και διευκολύνει την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών στην οικονομία.
Ενδιαφέρον, επίσης, είναι και το γεγονός ότι ενώ η μορφή του χρηματοοικονομικού συστήματος διεθνώς και κατ’ επέκταση της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης έχει αλλάξει – όπου διεθνώς οι χρηματοοικονομικές αγορές κατέχουν πλέον έναν αναβαθμισμένο ρόλο – στις περισσότερες χώρες του κόσμου η διαδικασία της αποταμίευσης, από τη μια μεριά, και της επένδυσης, από την άλλη, εξακολουθεί να περνά μέσα από την έννοια του τραπεζικού συστήματος, δίνοντας του έτσι έναν από τους σημαντικότερους ρόλους σε μια οικονομία.
Η σχέση μεταξύ τραπεζών και ανάπτυξης της οικονομίας ήταν και παραμένει να είναι ένα από τα πλέον δημοφιλή θέματα στα οικονομικά της ανάπτυξης κατά τις τελευταίες δύο τουλάχιστον δεκαετίες. Είναι, επίσης, ένα θέμα με το οποίο έχω ασχοληθεί ως ακαδημαϊκός-ερευνητής από την αρχή της ακαδημαϊκής μου καριέρας, δηλαδή από το 1990.
Ανεξάρτητα με το αν η ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος προκαλεί ή απλά ακολουθεί την οικονομική ανάπτυξη, το μεγαλύτερο μέρος της επιστημονικής κοινότητας υποστηρίζει την ύπαρξη θετικής σχέσης μεταξύ αυτών των δύο. Επίσης, η άποψη ότι η ανάπτυξη (ενός υγιούς) χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι αυτή που δίνει ώθηση στην οικονομία, και όχι το αντίθετο, φαίνεται να είναι και η επικρατούσα.
Μια κριτική ανάλυση του θέματος αυτού, καθοδηγούμενη από την ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, οδηγεί στο πολύ σημαντικό συμπέρασμα ότι ο συνδυασμός χαλαρής προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας με ατελή εταιρική διακυβέρνηση σε ιδιωτικές τράπεζες, μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για την υπόλοιπη οικονομία. Έχει, επίσης, παρατηρηθεί ότι η έλλειψη διαφάνειας σε συνθήκες χαλαρής εποπτείας ή/και ρύθμισης και αδύνατης εταιρικής διακυβέρνησης έχει τη δυνατότητα να οδηγήσει ακόμη και σε «λεηλασία» τραπεζών (μέσω π.χ. δανεισμού σε συνδεδεμένα πρόσωπα).
Με τις εμπειρίες που είχαμε πρόσφατα, ιδιαίτερα μετά την χρηματοοικονομική κρίση που ξέσπασε στις ΗΠΑ το 2007 και ξαπλώθηκε μετέπειτα σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, η οικονομική ανάπτυξη δεν ταυτίζεται πλέον με το μέγεθος του χρηματοπιστωτικού συστήματος αλλά με την ποιότητα της ρύθμισης και εποπτείας του. Πρόσφατες έρευνες έχουν καταδείξει ότι όταν το χρηματοπιστωτικό σύστημα τελεί κάτω από αυστηρή εποπτεία, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας μπορεί να είναι μέχρι και 2% υψηλότερος τον χρόνο σε σύγκριση με ένα καθεστώς χαλαρής εποπτείας. Επίσης, έχει παρατηρηθεί ότι η ποιότητα της εποπτείας καθορίζει κατά πόσον οι χρηματοοικονομικές μεταρρυθμίσεις αυξάνουν η μειώνουν τον ρυθμό ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας. Για παράδειγμα, μέτρα που οδηγούν σε αύξηση του ανταγωνισμού στο τραπεζικό σύστημα – τα οποία, εκ πρώτης όψεως, ακούγονται καλά – μπορεί να οδηγήσουν σε μείωση του ρυθμού ανάπτυξης μέχρι και 0,4% τον χρόνο, όταν η εποπτεία του συστήματος είναι χαλαρή.
Η πρόσφατη παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση και οι συνεπακόλουθες συνέπειες της έχουν αποτελέσει τροφή για σοβαρό προβληματισμό σε πολλές χώρες, ενώ έχουν συσταθεί ειδικές επιτροπές προς μελέτη των γεγονότων, εξαγωγή συμπερασμάτων και διαμόρφωση συστάσεων προς τις αρμόδιες αρχές. Για παράδειγμα, στο Ηνωμένο Βασίλειο η τελική έκθεση της Ανεξάρτητης Επιτροπής για το Τραπεζικό Σύστημα , η οποία δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο 2011, περιλαμβάνει μαθήματα σύγχρονης οικονομικής πολιτικής για καυτά τραπεζικά θέματα που ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα της χώρας. Η πενταμελής επιτροπή, της οποίας ηγήθηκε ο διάσημος καθηγητής της Οξφόρδης Sir John Vickers, είχε ως στόχο να προτείνει μεταρρυθμίσεις που θα δημιουργήσουν ένα πιο σταθερό και ανταγωνιστικό τραπεζικό σύστημα, το οποίο θα μπορεί να αντιμετωπίσει μελλοντικές χρηματοοικονομικές κρίσεις χωρίς να μεταφέρει τους κινδύνους από τις τράπεζες στα δημόσια οικονομικά. Ένας τραπεζικός τομέας, ο οποίος θα είναι αποτελεσματικός και αποδοτικός όσον αφορά την παροχή βασικών τραπεζικών υπηρεσιών, όπως η προστασία των καταθέσεων, η ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών, η αποδοτική διοχέτευση των αποταμιεύσεων σε παραγωγικές επενδύσεις και η διαχείριση των χρηματοοικονομικών κινδύνων.
Η έκθεση τονίζει τη σημασία λήψης μέτρων σε εθνικό επίπεδο τα οποία στηρίζουν και ενισχύουν τις διεθνείς πρωτοβουλίες, όπως π.χ. η Βασιλεία ΙΙΙ και διάφορες πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Αναγνωρίζει, επίσης, ότι οι διεθνείς πρωτοβουλίες, από μόνες τους, δεν επαρκούν για να διασφαλίσουν τη σταθερότητα ενός μεγάλου τραπεζικού συστήματος με διεθνή χαρακτήρα, όπως αυτό του Ηνωμένου Βασιλείου. Τα μέτρα που προτείνει η Επιτροπή Vickers έχουν σκοπό να αυξήσουν τη δυνατότητα των τραπεζών να απορροφούν ζημιές, να διευκολύνουν την επίλυση τραπεζικών προβλημάτων όταν παρουσιαστούν και να περιορίσουν τα κίνητρα των τραπεζών για ανάληψη υπερβολικών κινδύνων.
Το πρώτο συμπέρασμα που εξαγάγει η έκθεση είναι ότι δεν είναι ορθό ο φορολογούμενος πολίτης να επωμίζεται τους κινδύνους που απορρέουν από το τραπεζικό σύστημα. Στην ίδια θέση βρίσκονται και οι μικροκαταθέτες, οι οποίοι δεν έχουν τα κίνητρα αλλά ούτε και τη δυνατότητα να αναγνωρίζουν, να παρακολουθούν και να αξιολογούν τους τραπεζικούς κινδύνους. Τους κινδύνους αυτούς πρέπει να επωμίζονται οι ιδιοκτήτες της τράπεζας των οποίων τα κεφάλαια πρέπει να είναι σε θέση να απορροφούν τυχόν ζημιές.
Η πλέον σημαντική εισήγηση της έκθεσης είναι η δημιουργία ενός δακτυλίου ασφαλείας (ring-fence) μεταξύ δραστηριοτήτων που έχουν λιανικό χαρακτήρα και αυτών που έχουν χονδρικό ή επενδυτικό. Οι δραστηριότητες που θα ενταχθούν μέσα στον δακτύλιο θα είναι εκείνες οι οποίες είναι ζωτικής σημασίας και ως τέτοιες χρήζουν προστασίας από το κράτος, όπως π.χ. οι βασικές τραπεζικές υπηρεσίες σε νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις (δηλαδή η αποδοχή καταθέσεων και η παροχή δανείων και άλλων χορηγήσεων) και οι υπηρεσίες πληρωμών ή εκείνες που διευκολύνουν τη διαμεσολάβηση μεταξύ αποταμιευτών και δανειζομένων σε πελάτες εκτός του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ζώνης. Άλλες δραστηριότητες, όπως η χρηματοδότηση μεγάλων επιχειρήσεων, θα επιτρέπεται να ενταχθούν μέχρις ενός ορίου. Το μέγεθος του τραπεζικού συστήματος του Ηνωμένου Βασιλείου ανέρχεται σε £6 τρισεκ., δηλαδή περίπου τέσσερις φορές το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας. Η έκθεση εισηγείται ότι ένα έκτο έως ένα τρίτο αυτού του μεγέθους θα μπορούσε να ενταχθεί στον προστατευτικό δακτύλιο. Δηλαδή εισηγείται ότι το μέγεθος του συστήματος που θα απολαμβάνει κρατική κάλυψη πρέπει να περιορισθεί σε 67%-133% του ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου. Η έκθεση κάνει εισηγήσεις οι οποίες θα εξασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα του προστατευτικού δακτυλίου, όπως η ανεξάρτητη διοίκηση των λιανικών δραστηριοτήτων με στελέχωση των διοικητικών συμβουλίων με ανεξάρτητα μέλη, η επάρκεια κεφαλαίων, ρευστότητας κ.λπ. Η κυβέρνηση Κάμερον έχει ήδη ανακοινώσει ότι οι εισηγήσεις της Επιτροπής Vickers είναι αποδεκτές και ότι θα επιδιώξει να κάνει τις απαραίτητες ρυθμίσεις στο νομοθετικό πλαίσιο πριν τελειώσει η θητεία του σημερινού κοινοβουλίου.
Μια άλλη σημαντική αδυναμία την οποία η χρηματοοικονομική κρίση κατέδειξε είναι το ότι οι δημόσιες αρχές δεν είναι επαρκώς εξοπλισμένες ώστε να αντιμετωπίζουν προβληματικές τράπεζες που λειτουργούν στις σημερινές παγκόσμιες αγορές. Ειδικότερα στην ΕΕ, έχει διαφανεί ξεκάθαρα η ανάγκη για πιο αποτελεσματικές κανονιστικές ρυθμίσεις διαχείρισης χρηματοοικονομικών κρίσεων σε εθνικό επίπεδο, καθώς επίσης η ανάγκη για ρυθμίσεις που θα είναι πιο κατάλληλες για την αντιμετώπιση των διασυνοριακών τραπεζικών χρεωκοπιών. Κατά τη διάρκεια της κρίσης υπήρξαν διάφορες χρεωκοπίες τραπεζών εξέχουσας σημασίας (π.χ. Fortis, Anglo Irish Bank, Dexia), οι οποίες αποκάλυψαν σοβαρές ελλείψεις στις υφιστάμενες ρυθμίσεις. Δεδομένης της απουσίας μηχανισμών για την οργάνωση μιας ομαλής εκκαθάρισης, τα κράτη μέλη της ΕΕ δεν είχαν άλλη επιλογή από τη διάσωση του τραπεζικού τομέα τους. Προκειμένου να διατηρηθούν οι βασικές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, οι κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να εισφέρουν δημόσιο χρήμα σε τράπεζες και να χορηγήσουν εγγυήσεις σε πρωτοφανή κλίμακα. Συγκεκριμένα, από τον Οκτώβριο του 2008 μέχρι τον Οκτώβριο του 2011, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε μέτρα χορήγησης κρατικής ενίσχυσης σε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς ύψους €4,5 τρισεκ. (ποσό που αντιστοιχεί στο 37% του ΑΕΠ της EΕ) . Αυτό απέτρεψε τη μαζική πτώχευση τραπεζών και την οικονομική αναστάτωση, αλλά επιβάρυνε τους φορολογουμένους με την επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών και δεν κατόρθωσε να επιλύσει το ζήτημα του πώς αντιμετωπίζονται οι μεγάλες διασυνοριακές τράπεζες που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες.
Υπό το φως των πιο πάνω, υπάρχει πιεστική ανάγκη αποφασιστικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος στην ΕΕ και την αποφυγή μελλοντικών σφαλμάτων και διασώσεων με χρήματα των φορολογουμένων. Όπως χαρακτηριστικά έχει δηλώσει πρόσφατα ο αρμόδιος για την Εσωτερική Αγορά Επίτροπος κ. Michel Barnier «η χρηματοπιστωτική κρίση έχει κοστίσει πολλά χρήματα στους φορολογούμενους» ενώ «πρέπει να εξοπλίσουμε τις δημόσιες αρχές έτσι ώστε να μπορούν να αντιμετωπίζουν ικανοποιητικά τις μελλοντικές τραπεζικές κρίσεις. Αλλιώς, θα πρέπει για άλλη μια φορά να πληρώσουν τον λογαριασμό οι πολίτες, ενώ οι διασωθείσες τράπεζες θα συνεχίσουν να ενεργούν όπως πριν, εφόσον θα γνωρίζουν ότι και πάλι θα διασωθούν» .
Με στόχο την απομάκρυνση από την τρέχουσα κατάσταση όπου η μοίρα των δημοσιονομικών είναι συνδεδεμένη σε υπερβολικό βαθμό με εκείνη των τραπεζών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε στις 6 Ιουνίου 2012 προτάσεις για κανόνες σε επίπεδο ΕΕ για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων, οι οποίες αναμένεται να διασφαλίσουν ότι στο μέλλον οι αρχές θα διαθέτουν τα μέσα για να παρεμβαίνουν αποφασιστικά πριν εμφανιστούν τα προβλήματα και σε αρκετά πρώιμο στάδιο της διαδικασίας, σε περίπτωση εμφάνισης προβλημάτων. Επιπλέον, εάν η χρηματοοικονομική κατάσταση μιας τράπεζας επιδεινωθεί τόσο ώστε δεν μπορεί να διορθωθεί, η πρόταση διασφαλίζει ότι οι κρίσιμης σημασίας λειτουργίες της τράπεζας μπορούν να διασωθούν, ενώ το κόστος της αναδιάρθρωσης και της εξυγίανσης των χρεοκοπημένων τραπεζών θα βαρύνει τους ιδιοκτήτες και τους πιστωτές τους και όχι τους φορολογούμενους. Τα προτεινόμενα εργαλεία στο νέο πλαίσιο διαχωρίζονται σε εξουσίες «προετοιμασίας και πρόληψης», «έγκαιρης παρέμβασης» και «εξυγίανσης», ενώ η παρέμβαση των αρχών γίνεται όλο και πιο διεισδυτική όσο επιδεινώνεται η κατάσταση. Οι τράπεζες και οι αρχές θα χρειαστεί να καταρτίσουν έγκαιρα σχέδια για να αντιμετωπίσουν πιθανά σενάρια ώστε οι ίδιες οι τράπεζες να αντιμετωπίζουν τις πιέσεις και να υπερβαίνουν τις δυσκολίες μόνες τους. Εάν, παρά ταύτα, μια τράπεζα αντιμετωπίσει προβλήματα, οι αρχές πρέπει να δρουν άμεσα. Ανάμεσα στα ενδεχόμενα παρεμβατικά μέτρα περιλαμβάνονται η αντικατάσταση των διευθυνόντων συμβούλων των τραπεζών ή η σύγκληση των μετόχων ώστε να πείθονται να υιοθετούν έκτακτα μέτρα, ή, σε ακραίες περιπτώσεις, η πώληση μιας προβληματικής τράπεζας σε μια βιώσιμη ανταγωνίστριά της.
Για να είναι αποτελεσματικά, τα εργαλεία εξυγίανσης θα απαιτήσουν κάποια χρηματοδότηση. Εάν δεν είναι δυνατή η χρηματοδότηση μέσω της αγοράς και προκειμένου να αποφευχθεί η χρηματοδότηση των ενεργειών εξυγίανσης από το κράτος, θα διατεθεί συμπληρωματική χρηματοδότηση από ταμεία εξυγίανσης, τα οποία θα εισπράττουν συνεισφορές από τις τράπεζες ανάλογα με τις υποχρεώσεις τους και τα προφίλ κινδύνου τους. Τα ταμεία θα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την υποστήριξη της ομαλής αναδιοργάνωσης και εξυγίανσης, και σε καμία περίπτωση για τη διάσωση τραπεζών. Τα εθνικά ταμεία εξυγίανσης θα συνεργάζονται, ιδίως για την παροχή χρηματοδότησης για την εξυγίανση διασυνοριακών τραπεζών. Για τη βέλτιστη χρήση των πόρων, η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αξιοποιεί, επίσης, τη χρηματοδότηση που διατίθεται ήδη στα 27 συστήματα εγγύησης των καταθέσεων, τα οποία θα παρέχουν χρηματοδότηση, παράλληλα με τα ταμεία εξυγίανσης, για την προστασία των ιδιωτών καταθετών.
Η Κύπρος έχει επηρεαστεί αναπόφευκτα από τη διεθνή χρηματοοικονομική κρίση και τη μετεξέλιξη της σε κρίση χρέους σε πολλές από τις χώρες μέλη της ζώνης του ευρώ, ιδιαίτερα από τις αρνητικές συνέπειες της δημοσιονομικής κρίσης που έπληξε την ελληνική οικονομία. Μια οικονομία η οποία συνδέεται άμεσα και ποικιλοτρόπως με αυτή της Κύπρου και ειδικότερα με τον τραπεζικό μας τομέα. Οι συνέπειες από την απομείωση των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου έχουν δημιουργήσει πρωτοφανείς προκλήσεις στον συγκεκριμένο τομέα, από την αντιμετώπιση των οποίων εξαρτάται άμεσα η επαναφορά της κυπριακής οικονομίας σε συνθήκες υγιούς και βιώσιμης ανάπτυξης. Επιπλέον, οι τράπεζες αντιμετωπίζουν, πρωτίστως λόγω της παρατεταμένης ύφεσης στην Ελλάδα αλλά και σε μικρότερο βαθμό ένεκα των αρνητικών μακροοικονομικών εξελίξεων στην Κύπρο, την αυξημένη δυσκολία των νοικοκυριών και επιχειρήσεων να εξυπηρετούν κανονικά τις δανειακές τους υποχρεώσεις. Οι χειρισμοί που γίνονται τόσο από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου όσο και από το Υπουργείο Οικονομικών επικεντρώνονται στην ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα το συντομότερο δυνατόν, με την οποία θα επιτευχθεί σημαντική ενίσχυση της ευρωστίας τους αλλά και της διαφάνειας που εκτιμάται ότι θα συμβάλει στη σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών.
Πέραν της κάλυψης των σημερινών κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών, υπάρχουν και άλλοι παράμετροι που χρήζουν επανεξέτασης ή βελτίωσης. Κατ’ αρχάς, ο τραπεζικός τομέας διαχρονικά αποτελούσε το μεγαλύτερο συνιστών στοιχείο του ευρύτερου χρηματοοικονομικού συστήματος της χώρας μας και το κύριο μέσο χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης. Είναι γεγονός, όμως, ότι ο τραπεζικός τομέας είναι πολύ μεγάλος σε σύγκριση με το μέγεθος της κυπριακής οικονομίας. Συγκεκριμένα, στο τέλος Δεκεμβρίου 2011, το ενοποιημένο ενεργητικό του συνόλου των τραπεζών που λειτουργούν στην Κύπρο, περιλαμβανομένων και των συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων, ανήλθε σε περίπου οκτώ φορές το ΑΕΠ της χώρας, ενώ αυτό των εγχώριων τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων των συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων, σε περίπου 5,5 φορές το ΑΕΠ της Κύπρου.
Είναι αποδεκτό ότι η σημαντική μεγέθυνση του τραπεζικού τομέα τα τελευταία χρόνια είναι αποτέλεσμα της στρατηγικής προώθησης της Κύπρου ως διεθνές κέντρο χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, ιδιαίτερα μετά την είσοδο της στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004. Η στρατηγική αυτή ήταν πολύ επιτυχημένη και ο τομέας αυτός παίζει σημαντικό ρόλο τόσο στην εγχώρια απασχόληση όσο και στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Αυτή η ανάπτυξη, όμως, δημιουργεί πολύ σημαντικούς συστημικούς κινδύνους που υποχρεώνουν το κράτος, υπό τις παρούσες συνθήκες, να στηρίζει τις μεγάλες εγχώριες τράπεζες στην περίπτωση που αντιμετωπίσουν σημαντικές οικονομικές δυσκολίες.
Λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω, έχω την άποψη ότι η διατήρηση ενός υγιούς και δυναμικού τραπεζικού τομέα με διαχειρίσιμο μέγεθος ώστε να μην ελλοχεύει ο κίνδυνος αποσταθεροποίησης ολόκληρου του χρηματοοικονομικού συστήματος και της οικονομίας της Κύπρου, και να μην επιβαρύνονται τα δημόσια οικονομικά σε περίπτωση προβλημάτων σε μεμονωμένα τραπεζικά ιδρύματα, πρέπει να είναι το ζητούμενο. Είναι γι’ αυτό τον λόγο που η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου τους επόμενους μήνες θα εξετάσει σε βάθος, με τη βοήθεια εμπειρογνωμόνων, τόσο το θέμα του βέλτιστου μεγέθους του τραπεζικού συστήματος μας όσο και το θέμα της βέλτιστης δομής του.
Παράλληλα, όσον αφορά την μικροοικονομική πτυχή του τραπεζικού συστήματος και τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, θα επιδιώξουμε, αφενός, οργανωτικές βελτιώσεις μέσα στην ίδια την Κεντρική Τράπεζα που θα στοχεύουν στη ενδυνάμωση του εποπτικού πλαισίου και, αφετέρου, ενίσχυση του πλαισίου διαχείρισης των χρηματοοικονομικών κινδύνων στις ίδιες τις τράπεζες. Σκοπεύουμε να μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος και να προχωρήσουμε στις αναγκαίες βελτιώσεις ώστε να βεβαιωθούμε ότι παρόμοια λάθη δεν θα επαναληφθούν. Ενδεικτικά, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου θα προχωρήσει σε εις βάθος διερεύνηση των συνθηκών που οδήγησαν στη σημερινή μη ικανοποιητική οικονομική κατάσταση των δύο μεγάλων κυπριακών τραπεζών με τη βοήθεια ανεξάρτητων και εγνωσμένου επαγγελματικού κύρους εμπειρογνωμόνων ώστε τα ευρήματα / συμπεράσματα να είναι άκρως αξιόπιστα.
Η καλύτερη διαχείριση των τραπεζικών κινδύνων επιβάλλει φυσικά να γίνουν και βελτιώσεις στην εταιρική διακυβέρνηση των εμπορικών τραπεζών που, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνουν και την αναβάθμιση των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζικών ιδρυμάτων, τα οποία πρέπει να επανδρώνονται από ανεξάρτητα στελέχη με άριστη κατάρτιση και αναγνωρισμένο κύρος και εντιμότητα. Ένα καλά στελεχωμένο συμβούλιο πρέπει να περιλαμβάνει άτομα με βαθιά αντίληψη της πολυδιάστατης φύσης των χρηματοοικονομικών κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες σήμερα. Πρέπει, επίσης, να περιλαμβάνει άτομα με πείρα και γνώσεις τραπεζικών και ελεγκτικών διαδικασιών, αλλά και άτομα με βαθιές γνώσεις σε θέματα διεθνούς οικονομίας, όπως και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αφού οι τελευταίες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της κυπριακής οικονομίας.
Είναι σημαντικό, επίσης, να αναφερθεί ότι η όλη προσπάθεια που καταβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές για σταδιακή βελτίωση της κατάστασης στον τραπεζικό τομέα και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και καταθετών αναμένεται να έχει μεσοπρόθεσμα θετικό αντίκτυπο και στο κόστος χρηματοδότησης των νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Ειδικότερα, όσον αφορά τις επιχειρήσεις μια ενδεχόμενη μείωση στο κόστος δανεισμού στην εγχώρια αγορά θα έχει σίγουρα ευεργετικές επιπτώσεις στην εταιρική δραστηριότητα και κερδοφορία και κατ’ επέκταση στην ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας του τόπου.
Πάντως θα ήθελα να επισημάνω και ένα θετικό στοιχείο σε σχέση με το πιστωτικό μας σύστημα. Σε αντίθεση με τις εμπορικές τράπεζες, τα Συνεργατικά Πιστωτικά Ιδρύματα (ΣΠΙ), με τις δικές τους επιχειρηματικές πρακτικές που επικεντρώνονται στην εγχώρια οικονομία και το ξεχωριστό εποπτικό καθεστώς, φαίνεται να έχουν υποστεί, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, λιγότερες αρνητικές συνέπειες από την κρίση. Αυτό καταδεικνύει ότι η ποικιλομορφία στο τραπεζικό επιχειρηματικό μοντέλο μιας χώρας ενισχύει την ανθεκτικότητα του συστήματος και μειώνει τη συσσώρευση του συστημικού κινδύνου. Παραδείγματα άλλων χωρών όπως η Ολλανδία (Rabobank) και το Ηνωμένο Βασίλειο (Building Societies) ενισχύουν αυτή τη διαπίστωση.
Είναι, επίσης, σημαντικό να προσθέσω ότι ακαδημαϊκές αναλύσεις όπως αυτή του ομότιμου καθηγητή του LSE Charles Goodhart , ο οποίος θεωρείται ίσως ο καλύτερος οικονομολόγος στον κόσμο σε τέτοια θέματα, δεν δικαιολογούν την άποψη ότι σε ανεπτυγμένες χώρες μια κεντρική τράπεζα πρέπει να εποπτεύει όλα τα πιστωτικά ιδρύματα. Είναι γι’ αυτό τον λόγο που η άποψη, η οποία υποστηρίζεται, μεταξύ άλλων, από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ότι θα πρέπει να υπάρχει μια ενιαία εποπτική αρχή για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στη χώρα μας, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Το πιο σημαντικό δεν είναι ποια αρχή εποπτεύει τα ΣΠΙ αλλά πόσο καλή είναι η εποπτεία που ασκείται.
Πιστεύω λοιπόν ότι στόχος πρέπει να είναι η συνεχής βελτίωση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας του συνεργατικού πιστωτικού τομέα, όπως και αυτής των εμπορικών τραπεζών, καθώς και η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ όλων των αρμόδιων εποπτικών αρχών στην Κύπρο. Όσον αφορά το πρώτο, το ρυθμιστικό πλαίσιο που αφορά τον εν λόγω τομέα είναι πλήρως εναρμονισμένο με τις σχετικές Οδηγίες της ΕΕ, ενώ οι οδηγίες, κανονισμοί και κατευθυντήριες γραμμές που διέπουν τη λειτουργία των εμπορικών τραπεζών και εκδίδονται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ακολούθως υιοθετούνται και από την Υπηρεσία Ανάπτυξης και Εποπτείας Συνεργατικών Εταιρειών για τα ΣΠΙ. Σίγουρα πάντα υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης του οποιουδήποτε εποπτικού και ρυθμιστικού πλαισίου. Σημειώνω, επίσης, ότι ήδη υφίσταται μια καλή βάση συνεργασίας μεταξύ όλων των αρμόδιων εποπτικών αρχών του χρηματοοικονομικού συστήματος της Κύπρου, σύμφωνα και με τα δύο Μνημόνια Συνεργασίας που βρίσκονται σε ισχύ σε θέματα προληπτικής εποπτείας (μεταξύ των αρμόδιων εποπτικών αρχών) και διασφάλισης της χρηματοοικονομικής σταθερότητας (μεταξύ των αρμόδιων εποπτικών αρχών και του Υπουργείου Οικονομικών).
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να τονίσω ότι είναι πολύ σημαντικό σήμερα όπως οι όποιες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προωθούνται από διεθνή σώματα και οργανισμούς στο όνομα της αναπτυξιακής προοπτικής να είναι βασισμένες σε αποδεικτικά στοιχεία (evidence-based), διαφορετικά οι πολιτικές που επιβάλλονται πολύ πιθανό να έχουν, ακόμη μια φορά, απογοητευτικά αποτελέσματα.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να απευθύνω ένα μήνυμα συγκρατημένης αισιοδοξίας ότι, παρά τις πολύ σημαντικές προκλήσεις που βρίσκονται ενώπιον μας, με σκληρή δουλειά, με αγαστή συνεργασία ανάμεσα στους εμπλεκόμενους φορείς, μεθοδικότητα, εντιμότητα και λεπτούς χειρισμούς, τόσο εντός όσο και εκτός Κύπρου, οι σημερινές δυσκολίες θα ξεπεραστούν. Με τις αναγκαίες διορθωτικές ενέργειες εκ μέρους των αρμοδίων αρχών και των ίδιων των τραπεζών στοχεύουμε στη σταδιακή αποκατάσταση της ευρωστίας του τραπεζικού τομέα και της εμπιστοσύνης των αγορών σε αυτόν ώστε να μπορέσει να επιτελέσει αποτελεσματικά τον βασικό διαμεσολαβητικό του ρόλο και να συμβάλει στην επάνοδο της κυπριακής οικονομίας σε τροχιά βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης.