Η μη υπογραφή του συμβολαίου από μέρους του Ινστιτούτου Γενετικής οδηγεί στην απομάκρυνση του προγράμματος από την Κύπρο,
είπε σήμερα ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος κ. Στέφανος Στεφάνου σημειώνοντας
ότι η Κυβέρνηση είχε εργαστεί πολύ έντονα και προς διάφορες
κατευθύνσεις για να πετύχει την παραμονή του προγράμματος στην Κύπρο.
Σε δηλώσεις τους στους δημοσιογράφους, στο
Προεδρικό Μέγαρο, μετά τη λήξη της συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου, ο
κ. Στεφάνου είπε: «Εκφράζουμε
πολύ μεγάλη λύπη για την αρνητική εξέλιξη που σημειώθηκε στο θέμα του
προγράμματος της ταυτοποίησης λειψάνων αγνοουμένων που ήταν πάντοτε ένα
θέμα μεταξύ της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοούμενους (ΔΕΑ)
και του Ινστιτούτου Γενετικής Κύπρου (ΙΝΓΚ). Η μη υπογραφή του
συμβολαίου από μέρους του Ινστιτούτου Γενετικής οδηγεί στην απομάκρυνση
του προγράμματος από την Κύπρο. Η Κυβέρνηση, για λόγους αρχής, αλλά και
κύρους ενός δικοινοτικού θεσμού όπως είναι το Ινστιτούτο Γενετικής το
οποίο έχει αποδείξει ότι μπορεί να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του
προγράμματος, εργάστηκε πολύ έντονα και προς διάφορες κατευθύνσεις για
να πετύχει την παραμονή του προγράμματος στην Κύπρο.
Τόσο από πλευράς του Επιτρόπου Προεδρίας όσο
και από πλευράς του Προέδρου της Δημοκρατίας έγιναν έντονες, συνεχείς
και συντονισμένες προσπάθειες με επαφές, με συμβουλές, ακόμα και με
ικεσίες προς τις δύο εμπλεκόμενες πλευρές για να βρεθούν συμβιβαστικές
λύσεις στα προβλήματα που προέκυψαν στη συνεργασία ανάμεσα στο
Ινστιτούτο Γενετικής Κύπρου και την ΔΕΑ. Παραστάσεις έγιναν και προς τα
Ηνωμένα Έθνη. Δυστυχώς, η κατάληξη δεν ήταν αυτή που προσδοκούσαμε.
Είναι αλήθεια ότι από μέρους του τρίτου
μέλους της ΔΕΑ τέθηκαν όροι στη διάρκεια της μακράς συζήτησης του
θέματος που δεν ήταν εύκολο για το Ινστιτούτο Γενετικής να τους
αποδεχθεί. Κατανοούμε ότι υπάρχει και θέμα ανεξαρτησίας του
Ινστιτούτου. Όταν, όμως, στη ζυγαριά είναι ένα ανθρωπιστικό θέμα, όπως
είναι το θέμα των αγνοουμένων, θα έπρεπε να επιδειχθεί περισσότερη
ευελιξία από μέρους του Ινστιτούτου Γενετικής Κύπρου, ακόμα και να
γίνουν θυσίες, για να παραμείνει το πρόγραμμα στην Κύπρο. Δυστυχώς, αυτό
δεν έγινε με αποτέλεσμα η πιθανότητα παραμονής του προγράμματος στην
Κύπρο να έχει πλέον εκμηδενιστεί».
Κληθείς να αναφερθεί σε τυχόν πληροφορίες
της Κυβέρνησης για το τι συνέβη κατά την ψηφοφορία, ο κ. Στεφάνου είπε
ότι «αυτό που γνωρίζω είναι ότι από τα 17 μέλη του Διοικητικού
Συμβουλίου του Ινστιτούτου Γενετικής
,
εκ των οποίων τα επτά διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, παρόντα
ήσαν 14 μέλη. Στην πορεία το ένα μέλος αποχώρησε και από τα 13
εναπομείναντα μέλη τα επτά τοποθετήθηκαν εναντίον της αποδοχής του
συμβολαίου. Από τα επτά μέλη τα τρία ήταν του επιστημονικού προσωπικού και δύο ήταν Τουρκοκύπριοι». Ερωτηθείς ποιο είναι το ζήτημα που δεν επέτρεψε στο Ινστιτούτο να αποδεχθεί το συμβόλαιο της ΔΕΑ, ο κ. Στεφάνου είπε
: «Θα
μπορούσαμε να συζητούμε πολλή ώρα αναφορικά με το θέμα του Ινστιτούτου
και των σχέσεων του με τη ΔΕΑ και τα προβλήματα που εδώ και καιρό έχουν
προκύψει. Δεν είναι η ώρα τώρα να αρχίσουμε να επιρρίπτουμε ευθύνες,
άλλωστε αυτή η κατάσταση λυπεί πάρα πολύ την Κυβέρνηση. Καταβλήθηκαν
πάρα πολλές προσπάθειες για να ξεπεραστούν τα προβλήματα. Για να
φτάσουμε μέχρι εδώ - δηλαδή να προταθεί στο Ινστιτούτο το συμβόλαιο, η
έγκριση του οποίου θα οδηγούσε και στη συνέχιση του προγράμματος στην
Κύπρο, κάτι για το οποίο η Κυβέρνηση εργάστηκε πάρα πολύ – αυτό ήταν
αποτέλεσμα των σκληρών προσπαθειών που έγιναν. Εν πάση περιπτώσει τώρα
βρισκόμαστε μπροστά σε αυτό το δεδομένο, θα δούμε τι θα προκύψει στη
συνέχεια». Σε ερώτηση για το αρχείο
DNA
και πώς θα προχωρήσει η Κυβέρνηση στο θέμα αυτό, ο κ. Στεφάνου είπε ότι
«τώρα δεν είναι η ώρα για να συζητήσουμε επί αυτών των ζητημάτων. Από
ό,τι έχουμε πληροφορηθεί,
κάποια μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου έχουν δώσει και
τις παραιτήσεις τους, άρα υπάρχουν διάφορα ζητήματα που θα τύχουν
χειρισμού και θα τα εξετάσουμε με τη δέουσα προσοχή, έτσι ώστε να
μπορέσουμε να έχουμε το καλύτερο δυνατόν αποτέλεσμα». |