13/4/10

Κοινή συνέντευξη Τύπου του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Δημήτρη Χριστόφια και του Πρωθυπουργού της Ελλάδας κ. Γιώργου Παπανδρέου

12/04/2010
 Συνεργαζόμαστε στενά μαζί με την Ελλάδα για να αντιμετωπίσουμε και στο Κοινοβούλιο, όπως αντιμετωπίζαμε στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, το θέμα του απευθείας εμπορίου, είπε σήμερα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Δημήτρης Χριστόφιας μιλώντας στην κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας κ. Γιώργο Παπανδρέου, στο Προεδρικό Μέγαρο. 


Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε μετά τη συνεδρία του Άτυπου Συμβουλίου Αρχηγών με τον Έλληνα Πρωθυπουργό, υπό την προεδρία του Προέδρου Χριστόφια. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, απαντώντας σε ερώτηση κατά πόσον έχει χαραχθεί η κοινή στρατηγική όσον αφορά στους χειρισμούς στο Κυπριακό και αν κάτι τέτοιο έχει επιτευχθεί, ειδικότερα στο θέμα που προέκυψε με το απευθείας εμπόριο, είπε: «Κατ’ αρχάς κοινή στρατηγική υπάρχει. Δεν ήταν σκοπός σήμερα από το μηδέν να χαράξουμε κοινή στρατηγική Ελλάδα και Κύπρος. Κατ΄ αρχάς ευθύνη χάραξης στρατηγικής για το Κυπριακό έχει η κυπριακή ηγεσία και ο εκάστοτε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Ελλάδα συμπαρίσταται πλήρως. Και, βεβαίως, όπως είπαμε από κοινού με τον Πρωθυπουργό, επαναβεβαιώθηκε η στρατηγική, όπως έχει ανακοινωθεί και συμφωνηθεί στο Εθνικό Συμβούλιο με το ανακοινωθέν της 18ης Σεπτεμβρίου 2009».

Ο Πρόεδρος Χριστόφιας επισήμανε επίσης: «Ασφαλώς, εργαζόμαστε από κοινού διαχρονικά από το 2004 όταν, μετά τα δημοψηφίσματα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο θέλησαν να θέσουν αυτό το θέμα του απευθείας εμπορίου με τον Κανονισμό για το απευθείας εμπόριο. Έγιναν πάρα πολλές συζητήσεις και στην Επιτροπή των Υπουργών Εξωτερικών και στην Επιτροπή την ίδια, σε συνεργασία πάντοτε με τους Μόνιμους Αντιπροσώπους και το Υπουργείο Εξωτερικών Ελλάδας και Κύπρου.

Κατορθώναμε να αναβάλλουμε τη συζήτηση και έγκριση του Κανονισμού στο Συμβούλιο. Δεν σβήστηκε, δεν έχει διαγραφεί το θέμα, δυστυχώς, από την ατζέντα της Επιτροπής. Και η Επιτροπή, αυτή τη φορά, έχει αδράξει την ευκαιρία επειδή, με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, το Συμβούλιο συναποφασίζει σε διάφορα ζητήματα με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή επαυξάνονται αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Έχει μαζέψει η Επιτροπή ένα πακέτο θεμάτων που θέλει να τα δει και το Ευρωκοινοβούλιο και τα έστειλε μαζί και τον Κανονισμό για το λεγόμενο απευθείας εμπόριο».

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τόνισε: «Με όλο το σεβασμό προς την Επιτροπή, δεν έπραξε κάτι το οποίο θα έπρεπε να πράξει. Ενώ το Δεκέμβριο τοποθέτησε όλα αυτά τα θέματα στην εσωτερική ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εμάς, ως ενδιαφερόμενο κράτος, δεν μας ειδοποίησε. Ούτε και η Ελλάδα ειδοποιήθηκε. Τον Μάρτιο έγινε γνωστό ότι είναι πλέον στην ατζέντα της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Κατ΄ εμάς και αυτό είναι λάθος.

Η Κύπρος είναι μέλος της Ένωσης. Και δεν είναι αυτή η Επιτροπή που θα πρέπει να το συζητήσει. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, αυτό δεν είναι η ουσία. Από τη στιγμή που έχουμε γίνει κοινωνοί αυτής της κίνησης, συνεργαζόμαστε στενά μαζί με την Ελλάδα ούτως ώστε να αντιμετωπίσουμε και στο Κοινοβούλιο, όπως αντιμετωπίζαμε στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, το θέμα του απευθείας εμπορίου. Κάναμε, ήδη, κινήσεις, έγινε κάποια διορθωτική κίνηση από την ομάδα των Σοσιαλιστών, συνεχίζουμε τις προσπάθειες μας και θεωρούμε ότι, σε συνεργασία με τους Ευρωβουλευτές μας και τους Ευρωβουλευτές της Ελλάδας, σε συνεργασία με τα κόμματα του Κοινοβουλίου και την αξιοποίηση των ηγετών των αντίστοιχων κομμάτων, θα καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε, επιτρέψετε μου να πω, την πρόκληση. Κατ’ εμένα είναι πρόκληση.

Και πιστεύω ότι θα μπορέσουμε να την αντιμετωπίσουμε». Πρόσθεσε επίσης: «Και να πάρει απόφαση το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - θέλω να την αποτρέψουμε βέβαια, και θα προσπαθήσουμε να την αποτρέψουμε - θα έχουμε ακόμα ένα πεδίο μάχης το οποίο είναι το Συμβούλιο, όπου λαμβάνονται πλέον αποφάσεις με ειδική πλειοψηφία. Μετρούν αριθμοί πληθυσμών. Πιστεύω ότι και πάλι θα τα καταφέρουμε να αποτρέψουμε αυτήν την προσπάθεια που γίνεται από μέρος της Επιτροπής.

Έχω διαμαρτυρηθεί στον Πρόεδρο της Επιτροπής, γίνονται διαβήματα, ετοιμάζονται οι σχετικές επιστολές, να εξηγήσουμε την ουσία του θέματος και ότι δεν πρέπει να συνδέεται το θέμα αυτό του λεγόμενου απευθείας εμπορίου με τις υποχρεώσεις της Τουρκίας προς την Κύπρο, όπως εκπηγάζουν αυτές, και προς την Ένωση, όπως εκπηγάζουν αυτές και από το Πρωτόκολλο της Άγκυρας». Από την πλευρά του, ο κ. Παπανδρέου είπε: «Θέλω και εγώ να τονίσω ότι σήμερα επαναβεβαιώσαμε την κοινή μας στρατηγική. Θέλω, επίσης, να τονίσω αυτό που είπε ο Πρόεδρος Χριστόφιας, ότι μιλάμε ως δύο ισότιμα κράτη, σεβόμενοι την ανεξαρτησία της κάθε χώρας, πάντοτε βεβαίως με τους ακατάλυτους δεσμούς που υπάρχουν μεταξύ Ελλάδας και Κυπριακής Δημοκρατίας και του Ελληνισμού της Κύπρου.

Όμως, είναι τελείως διαφορετική αυτή η σχέση από εκείνη την οποία έχει δημιουργήσει η Τουρκία με την εισβολή και τα κατοχικά στρατεύματα με την Κύπρο, αλλά και από τη σχέση της Τουρκίας με τους Τουρκοκυπρίους. Συμφωνώ με τις παρατηρήσεις του Προέδρου Χριστόφια για το θέμα του λεγόμενου απευθείας εμπορίου και θα συνεργαστούμε πολύ στενά για να αντιμετωπίσουμε αυτήν την εξέλιξη». Σε ερώτηση αν με τη νέα διαδικασία της ελληνοτουρκικής προσέγγισης που ξεκινά είναι απαραίτητο να υπάρξει κίνηση καλής θέλησης από πλευράς του κ. Ερντογάν, ο κ. Παπανδρέου είπε: «Έχει κατά βάση οριστεί χρονικά η επίσκεψη του κ. Ερντογάν μέσα στο Μάιο. Πάντα είναι χρήσιμες και οι κινήσεις καλής θέλησης, αλλά ο στόχος μας είναι και ουσιαστικότερος, με την έννοια ότι θα έχουμε - και έχουμε συμφωνήσει σε αυτό - την ευκαιρία να κάνουμε μια αποτίμηση των σχέσεων μας των τελευταίων δέκα ετών από τη στιγμή που πήρε την υποψηφιότητα η Τουρκία για την ΕΕ, για να αξιολογήσουμε τις διμερείς μας σχέσεις σε πάρα πολλούς τομείς.

Έχουμε υπογράψει, έχουμε ψηφίσει και έχουμε εφαρμόσει συμφωνίες σε τομείς συνεργασίας από την ενέργεια μέχρι και την οικονομία. Παράλληλα, στόχος είναι μετά από αυτά τα δέκα χρόνια μιας νέας φάσης της σχέσης μας η αποτίμηση αυτή να είναι ένα βήμα ώθησης νέας δυναμικής και των δύο χωρών, για να μπορέσουμε επιτέλους να εμπεδώσουμε ένα πνεύμα ασφάλειας, ένα πνεύμα αναγνώρισης ότι οι σχέσεις μας πρέπει να διέπονται από το σεβασμό του διεθνούς δικαίου, το σεβασμό της εθνικής κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και αυτό αφορά και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και, βεβαίως, και το Κυπριακό και οπωσδήποτε και την πορεία της Τουρκίας προς την ΕΕ. Ας ελπίσουμε λοιπόν ότι αυτή η βούληση θα αναδειχθεί και σε αυτή τη συνάντηση».

Σε ερώτηση κατά πόσον είναι διατεθειμένος να ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις από την αρχή, όπως έχει ακουστεί από υποψήφιους στις λεγόμενες εκλογές στα κατεχόμενα, ο Πρόεδρος Χριστόφιας είπε: «Ασφαλώς δεν είμαι διατεθειμένος να ξεκινήσω από την αρχή. Με τον ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας, τον κ. Ταλάτ, στο 18μηνο αυτό και παραπάνω, έχουμε δημιουργήσει μια βάση πάνω στην οποία συζητάμε. Λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα, όπως περιγράφεται από τα Ηνωμένα Έθνη.

Μιλάμε για ένα κράτος με μια κυριαρχία, μια ιθαγένεια, μια διεθνή προσωπικότητα. Πάνω σε αυτή τη βάση συζητήσαμε τα θέματα διακυβέρνησης και κατανομής εξουσιών. Έχουν διαπιστωθεί αρκετές συγκλίσεις πάνω σε σημαντικά, κατά τη δική μου εκτίμηση, θέματα και πτυχές αυτού του θέματος. Υπάρχουν αποκλίσεις, ακόμη μένουν ανοικτά ζητήματα. Έχουμε συζητήσει τα θέματα της οικονομίας και της ΕΕ, με λιγότερες συγκλίσεις πάνω σε αυτά τα θέματα παρά στο πρώτο θέμα, αλλά απομένουν πάρα πολλά ζητήματα για να συζητήσουμε σε κεφαλαιώδεις πτυχές του Κυπριακού οι οποίες αντικειμενικά θα βρεθούν στο τραπέζι μετά τις 'εκλογές'.

Και θα είναι απαίτηση μας να τεθούν στο τραπέζι μετά τις 'εκλογές' διότι το εμπόδιο 'εκλογές' θα φύγει από τη μέση και δεν θα υπάρχουν οι οποιεσδήποτε αιτιάσεις για να μη συζητηθούν αυτά τα κεφαλαιώδη ζητήματα. Συνεπώς, δεν συζητώ το να ξαναρχίσουμε από την αρχή. Εκείνος που θα το ζητήσει θα πρέπει να πληρώσει και το τίμημα τόσο στην Ευρώπη όσο και διεθνώς».

Ερωτηθείς κατά πόσον έχει μελετηθεί και ένα εναλλακτικό σχέδιο σε σχέση και με το θέμα των λεγόμενων εκλογών στα κατεχόμενα, ο Πρόεδρος Χριστόφιας είπε: «Τα θέματα της πολυμερούς ή πολυδιάστατης στρατηγικής της Τουρκίας τα συζητούμε καθημερινά και θα τα συζητήσουμε σε βάθος στην τριήμερη συνεδρία του Εθνικού Συμβουλίου στις 26, 27 και 28 Απριλίου, μετά και από τις λεγόμενες εκλογές. Και ασφαλώς πάνω σε αυτά τα ζητήματα θα συνεργαστούμε, όπως συνήθως, και με την Ελληνική Κυβέρνηση. Θέλω όμως να τονίσω ότι είναι λάθος να υπογραμμίζεται συνεχώς ότι η Τουρκία κερδίζει έδαφος, ότι η Τουρκία έχει πολύπλευρη και πολυδιάστατη στρατηγική, ως εμείς να καθόμασταν και να παρακαλούσαμε το Θεό να μας σώσει. Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Εμείς μπήκαμε σε μια διπλωματική επίθεση με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες από την ώρα της εκλογής του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας και έχουμε αναστρέψει το κλίμα που ήθελε την Κύπρο να είναι στη 'γωνιά'.

Το υπερασπίζομαι αυτό διότι νομίζω ότι η κακομοιριά δεν μάς ταιριάζει και είναι καλύτερα να μην την αναπτύσσουμε ούτε ως πολιτικοί παράγοντες ούτε ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας ούτε ως ΜΜΕ». Από την πλευρά του ο κ. Παπανδρέου, ερωτηθείς κατά πόσο στη συνάντηση σήμερα συζητήθηκε και η ουσία των διαπραγματεύσεων, όπως το θέμα της εκ περιτροπής προεδρίας, και ποια είναι η δική του άποψη επ’ αυτού του θέματος, είπε: «Έχουμε στενή συνεργασία και εγώ προσωπικά με τον Πρόεδρο Χριστόφια, αλλά και τα δύο Υπουργεία Εξωτερικών. Έχουμε επανασυστήσει μια ομάδα η οποία συνεργάζεται και σε νομικά θέματα και σε θέματα εμπειριών γύρω από την ΕΕ, γύρω από θεσμικά ζητήματα και τη λειτουργία της ΕΕ αλλά και τις νομικές πτυχές που μπορεί να αφορούν και στην επίλυση του Κυπριακού. Θέλω να τονίσω όμως και πάλι ότι οι αποφάσεις της κυπριακής ηγεσίας είναι για μας σεβαστές. Είναι ανεξάρτητο κράτος, το τονίζουμε αυτό. Και αυτή είναι και η στόχευση μας: να μπορεί ξανά η Κύπρος να έχει την ακεραιότητα, την ανεξαρτησία και την ελευθερία της. Αυτά είναι για μας ζητήματα, τα οποία είναι καίριας σημασίας. Είναι διαφορετική τελείως η σχέση η δική μας με την Κυπριακή Δημοκρατία από ό,τι είναι σήμερα η σχέση της Τουρκίας με την Κύπρο και την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν ανταλλάσσουμε απόψεις και ότι δεν συζητάμε όλες τις πτυχές, στο μέτρο που μπορούμε να βοηθήσουμε.

Είναι κοινός ο αγώνας μας, κοινή η αγωνία μας για την επίλυση του Κυπριακού και την επανένωση της νήσου και έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη, και εγώ προσωπικά, στις όλες προσπάθειες του Προέδρου Χριστόφια στις διαπραγματεύσεις που κάνει». Τέλος, ερωτηθείς με ποιο τρόπο θα επηρεάσει το αποτέλεσμα των «εκλογών» στα κατεχόμενα την πορεία των διαπραγματεύσεων, ο Πρόεδρος Χριστόφιας είπε: «Πλέον διερωτώμαι αν πρέπει να απαντώ σε ερωτήσεις που έχουν σχέση με τον κ. Ταλάτ, διότι συνεχώς αιτιάται ορισμένα πράγματα ο φίλος μου Μεχμέτ Αλί και δεν μου αρέσει, πρέπει να σας πω. Είναι με δική του ‘άδεια’ αν θέλετε - αν μπορώ να πω ότι χρειάζομαι άδεια από οποιονδήποτε για να κάνω μια δήλωση - που τάχθηκα υπέρ του για τις λεγόμενες εκλογές της ερχόμενης Κυριακής.

Τώρα λέει 'επειδή ο Χριστόφιας τοποθετείται ανοικτά, αυτό δεν με εξυπηρετεί, είναι καλύτερα αν λέει μόνο τα όσα έχουμε επιτύχει ως πρόοδο'. Λέω και τι έχουμε επιτύχει ως πρόοδο, λέω και τι δεν πετύχαμε, όπως τα είπε και ο ίδιος κατά κόρον και του έδωσα τη δυνατότητα να το κάνει αυτό, όπως ξέρετε. Από κει και πέρα το ποιος θα εκλεγεί δεν είναι υπόθεση ούτε δική μου, δεν μπορώ να του στείλω π.χ. 30 χιλιάδες ψήφους για να εκλεγεί. Αυτό είναι υπόθεση της τουρκοκυπριακής κοινότητας όσο είναι υπόθεση της τουρκοκυπριακής κοινότητας – και θέλω να το τονίσω αυτό – διότι δυστυχώς ψηφίζουν και οι έποικοι. Αυτό είναι επίσης μια πραγματικότητα». Πρόσθεσε επίσης:
«Έχω πάρει θέση. Θεωρώ ότι πρέπει να εκλεγεί άνθρωπος ο οποίος θα συνεχίσει τις συνομιλίες από εκεί που μείναμε, στην τελευταία μας συνάντηση. Και όχι ο όποιος, ο οποίος θα ζητήσει να ξεκινήσουμε από το μηδέν και από στρεβλωμένες θέσεις για δυο κράτη, για δυο υπάρχουσες, ήδη, και λειτουργούσες Δημοκρατίες οι οποίες πρέπει να συνάψουν συμφωνία συμβίωσης, ως Δημοκρατίες.

Έχω τονίσει πάρα πολλές φορές και στον κ. Ταλάτ και είναι η θέση μου, η οποία είναι πολύ ξεκάθαρη: Η Ομοσπονδιακή Κυπριακή Δημοκρατία θα προκύψει μετά την υπογραφή συμφωνίας από τους ηγέτες των δύο κοινοτήτων. Δεν διαπραγματεύονται Πρόεδροι κρατών. Διαπραγματεύονται οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων και τα συστατικά μέρη της Ομοσπονδίας θα προκύψουν μετά την υπογραφή αυτής της συμφωνίας και την πιθανή έγκριση της συμφωνίας από τις δύο κοινότητες σε ξεχωριστά και ταυτόχρονα δημοψηφίσματα. Αυτή η θέση η δική μας είναι ξεκάθαρη, πεντακάθαρη. Το γνωρίζει πολύ καλά ο κ. Ταλάτ, το γνωρίζει αυτό και η Τουρκία και θέλω να την επαναβεβαιώσω με την ευκαιρία του ερωτήματος σας»

. Απαντώντας στην ίδια ερώτηση, ο Έλληνας Πρωθυπουργός είπε: «Δεν έχω λόγο για τις εξελίξεις ή για μια οποιαδήποτε παρέμβαση - δεν θα ήταν και σωστό - στις λεγόμενες εκλογές στα κατεχόμενα. Θέλω να τονίσω, όμως, ότι θα πρέπει να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις. Θέλω, επίσης, να τονίσω, όχι ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας, αλλά ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι σίγουρα η Ευρωπαϊκή Ένωση και η διεθνής κοινότητα θα περιμένουν, όποια και να είναι η ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας, να μη χαθούν τα όποια κεκτημένα της ήδη υπάρχουσας διαδικασίας των διαπραγματεύσεων, όπως ανέφερε και ο Πρόεδρος Χριστόφιας. Άρα, λοιπόν, όχι από μηδενική βάση.

Και βεβαίως, να τονίσω ότι, εν τέλει - και το γνωρίζουν αυτό οι Τουρκοκύπριοι, που με ξέρουν, αλλά ξέρουν και τις προσπάθειες που έχω κάνει και προς την Τουρκία, και προς τον τουρκικό λαό - η ανάγκη είναι να υπάρξει βούληση. Βούληση για να συμβιώσουμε ειρηνικά, να βρούμε τις λύσεις, βεβαίως, στη βάση του διεθνούς δικαίου, των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και του ευρωπαϊκού κεκτημένου, ώστε να υπάρξει λύση επανένωσης της Κύπρου, αλλά και για να υπάρξει βούληση για να διαμορφώσουμε την απαραίτητη εμπιστοσύνη πλέον. Εμπιστοσύνη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, κάτι το οποίο - είμαι σίγουρος - εκφράζει και ο Πρόεδρος Δημήτρης Χριστόφιας, και βεβαίως και εγώ, ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας. Είναι κάτι για το οποίο αγωνίζομαι και θα αγωνίζομαι». Απευθυνόμενος προς τον Πρόεδρο Χριστόφια ο κ. Παπανδρέου είπε:

«Ελπίζω ότι θα μπορέσουμε, αγαπητέ Δημήτρη, να συμβάλουμε ουσιαστικά τον επόμενο χρόνο ώστε, επιτέλους, να δημιουργηθεί μια νέα δυναμική και αυτά τα πρώτα θετικά βήματα τα οποία κατάφερες παρά το ότι - πολύ σωστά λέμε - θα θέλαμε πολλά περισσότερα, να πολλαπλασιαστούν και να φτάσουμε σε ένα αίσιο τέλος, που θα συμβάλλει πραγματικά στην ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή και, βεβαίως, στην τελική αποκατάσταση και των σχέσεων Ελλάδας - Τουρκίας. Θα είναι ένα μεγάλο επίτευγμα για τους λαούς μας, την περιοχή, αλλά και για την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα έλεγα και για την παγκόσμια ειρήνη».