2/3/21

Δήλωση Υπουργού Εσωτερικών κ. Νίκου Νουρή για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος σε σχέση με την προωθούμενη μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην Κύπρο

 


Δήλωση Υπουργού Εσωτερικών κ. Νίκου Νουρή για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος σε σχέση με την προωθούμενη μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην Κύπρο

Ο Υπουργός Εσωτερικών κ. Νίκος Νουρής προέβη σήμερα στην ακόλουθη δήλωση για το θέμα που αφορά στη διεξαγωγή δημοψηφίσματος σε σχέση με την προωθούμενη μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην Κύπρο:

«Όπως είναι καλά γνωστό τα Νομοσχέδια της μεταρρύθμισης για την Τοπική Αυτοδιοίκηση συζητούνται εδώ και χρόνια στο επίπεδο της Βουλής, αλλά και με τους κοινωνικούς εταίρους.

Τους τελευταίους μήνες συζητήσαμε στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εσωτερικών εκτενώς τον «περί Δήμων Νόμο του 2020».

Στην τελευταία συνεδρία της, η Επιτροπή αποφάσισε, κατόπιν τοποθέτησης της πλειοψηφίας των μελών της, να περιλάβει στο κείμενο του Νομοσχεδίου, μεταξύ άλλων, διάταξη σύμφωνα με την οποία προβλέπεται προκήρυξη δημοψηφίσματος σε τοπικό επίπεδο, μεταγενέστερα της ψήφισης του εν λόγω νομοσχεδίου σε νόμο.

Το Υπουργείο Εσωτερικών κατέθεσε τη διαφωνία του με τη συγκεκριμένη διάταξη και την 1η Φεβρουαρίου 2021, απέστειλα επιστολή προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, με την οποία ζητούσα τη γνωμοδότηση σχετικά με τη συνταγματικότητα της εν λόγω διάταξης, αλλά και της λειτουργικότητας του Νόμου από νομοτεχνικής άποψης.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με απαντητική επιστολή του με πληροφόρησε, μεταξύ άλλων, ότι δεν είναι δυνατή η διενέργεια δημοψηφισμάτων μετά τη ψήφιση του εν λόγω νομοσχεδίου σε νόμο, επειδή κάτι τέτοιο, θα έθετε υπό αμφισβήτηση την εφαρμογή του συνόλου των διατάξεων του ψηφισθέντος Νόμου.

Σημειώνει επίσης ότι, αν και το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν προβλέπει καμία δυνατότητα διενέργειας δημοψηφίσματος, εντούτοις κάτι τέτοιο προβλέπεται στον περί Δημοψηφισμάτων Νόμο του 1989 (Ν.206/1989).

Ενόψει των ανωτέρω και σεβόμενος την τοποθέτηση της πλειοψηφίας των κοινοβουλευτικών κομμάτων υπέρ της διεξαγωγής δημοψηφίσματος για τη μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, προτίθεμαι να εισηγηθώ προς το Υπουργικό Συμβούλιο κατά την αυριανή του συνεδρία, όπως αποφασίσει να αποστείλει σχετική πρόταση προς τη Βουλή των Αντιπροσώπων, δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 3  του περί Δημοψηφισμάτων Νόμου του 1989, με την οποία να εισηγείται τη διεξαγωγή ενός Παγκύπριου δημοψηφίσματος, για τη μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ταυτόχρονα με τις εκλογές για ανάδειξη των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων, οι οποίες θα διεξαχθούν στις 30 Μαΐου 2021. 

Για την πρόθεση μου αυτή έχω ήδη αποστείλει επιστολή προς τον Πρόεδρο της Βουλής και τους αρχηγούς των Κοινοβουλευτικών κομμάτων, ενώ πέραν της επιστολής έχω ενημερώσει σήμερα και τηλεφωνικά την Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εσωτερικών».

Ερωτηθείς για το εάν μπορεί η Κυβέρνηση να αποφασίσει από μόνη της σε ό,τι αφορά στη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, είπε ότι ο Νόμος περί Δημοψηφισμάτων «ορίζει ότι το Υπουργικό Συμβούλιο αποφασίζει για το θέμα της διενέργειας δημοψηφίσματος, αλλά αυτή η πρόταση θα πρέπει να τύχει της έγκρισης της Βουλής των Αντιπροσώπων».

Σε άλλη σχετική ερώτηση ο Υπουργός απάντησε ότι «η ουσία της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα έγκειται στο γεγονός ότι δεν μπορείς να θέτεις ενώπιον του λαού έναν νόμο ο οποίος έχει ψηφιστεί. Εκείνο το οποίο πρέπει να ερωτηθεί ο λαός, και αυτό για το οποίο έχουν συνηγορήσει ακριβώς, είναι ότι σεβόμενοι τη θέση των κοινοβουλευτικών κομμάτων εισηγούμαστε, πάντοτε υιοθετώντας και τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ότι μπορεί να ρωτηθεί ο κυρίαρχος λαός κατά τη διάρκεια των Βουλευτικών εκλογών, ώστε να υπάρχει και οικονομία, αλλά και προσέλευση σε ό,τι αφορά τη συμμετοχικότητα, εάν επιθυμεί να προχωρήσει η μεταρρύθμιση. Οι πρόνοιες του νόμου είναι σαφέστατες. Οι απαντήσεις θα πρέπει να είναι καταφατικές ή αρνητικές -το ορίζει το σχετικό άρθρο του νόμου. Θα διατυπωθεί προφανώς το ερώτημα εάν η Βουλή των Αντιπροσώπων θα υιοθετήσει τη θέση της Κυβέρνησης, αλλά θεωρούμε ότι με αυτόν τον τρόπο, αφενός μεν σεβόμενοι τις απόψεις των κοινοβουλευτικών κομμάτων δίνουμε τη δυνατότητα ακριβώς, μετά τις τόσες πολλές συζητήσεις, να υπάρχει και η άποψη του κυρίαρχου λαού».