Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Νίκος Αναστασιάδης συμμετείχε σήμερα, μέσω τηλεδιάσκεψης, σε προγραμματισμένη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Κύριο θέμα συζήτησης ήταν η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο για την περίοδο 2021-2027, στην οποία περιλαμβάνεται και το προτεινόμενο Πλάνο Ανάκαμψης που έχει ως στόχο τη στήριξη των οικονομιών των κρατών μελών για αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας.
Στο επίκεντρο της συζήτησης για τον νέο προϋπολογισμό βρέθηκαν το συνολικό ύψος, τα μεγέθη των κυριότερων τομέων πολιτικής, η χρηματοδότηση των προτεραιοτήτων της ΕΕ, καθώς επίσης και το χρονοδιάγραμμα των διαπραγματεύσεων, το οποίο έχει διαφοροποιηθεί μετά και την έξαρση της νόσου του κορωνοϊού.
Κατά την Παρέμβαση του στη Σύνοδο, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης ευχαρίστησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την πρόταση και τις προσπάθειες της, και εξέφρασε την πεποίθηση του για θετική έκβαση των διαπραγματεύσεων, υπογραμμίζοντας την ανάγκη έγκαιρης υιοθέτησης του νέου προϋπολογισμού.
Τόνισε πως η τελική συμφωνία πρέπει πρωτίστως να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες όλων των Ευρωπαίων πολιτών και να παρέχει στην ΕΕ τη δυνατότητα αποτελεσματικής αντιμετώπισης των τρεχουσών και μελλοντικών προκλήσεων και επεσήμανε την ανάγκη να επιδειχθεί ιδιαίτερη αλληλεγγύη προς τα κράτη μέλη που έχουν πληγεί περισσότερο από τη χωρίς προηγούμενο κρίση στη δημόσια υγεία.
Συγκεκριμένα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρουσίασε εκ νέου τις θέσεις και τα αιτήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αναλύοντας λεπτομερώς τις ιδιαιτερότητες της Κύπρου ως νησιωτικό κράτος μέλος και των προβλημάτων συνδεσιμότητας που αντιμετωπίζει η πατρίδα μας.
Αναφέρθηκε, επίσης, στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει αυτή την περίοδο η κυπριακή οικονομία και την ανάγκη περαιτέρω στήριξης της από την ΕΕ, αφού οι κυριότεροι τομείς της, όπως αυτοί του τουρισμού και των υπηρεσιών, έχουν δεχθεί σοβαρότατο πλήγμα εξαιτίας της πανδημίας.
Σε σχέση με τα ευρωπαϊκά κονδύλια υπογράμμισε ότι αυτά, είτε απευθύνονται σε κράτη μέλη είτε σε τρίτους, θα πρέπει να συνοδεύονται από σαφείς προϋποθέσεις που να σχετίζονται όχι μόνο με τον σεβασμό στο κράτος δικαίου, αλλά πρωτίστως με τον σεβασμό της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων όλων των κρατών μελών.