Είναι με μεγάλη υπερηφάνια, αλλά και πολύ προβληματισμό, που βρισκόμαστε
όλοι σήμερα εδώ, για να μνημονεύσουμε τον μεγάλο ήρωα, Γρηγόρη
Αυξεντίου.
Η συνάντηση σε μνημόσυνα ηρώων και αγωνιστών ή σε εορτασμούς επετείων, δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι μια τυπική διαδικασία. Δεν είναι αρκετή η απλή αναφορά σε γεγονότα και ημερομηνίες, ή η περιγραφή της ζωής και της δράσης των ηρώων και των αγωνιστών.
Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για το μνημόσυνο του Γρηγόρη Αυξεντίου, ενός από τους μεγαλύτερους αγωνιστές του αντιαποικιακού αγώνα της ΕΟΚΑ, και ενός από τους μεγαλύτερους ήρωες του ελληνικού Έθνους στη σύγχρονη εποχή.
Πέρα από τη συγκίνηση και την τιμή που αισθάνομαι πάντοτε στα μνημόσυνα των ηρώων μας, νιώθω έντονα ότι είναι η ώρα για ειλικρινή προβληματισμό και ανάληψη ευθυνών.
Πεποίθησή μου είναι, ότι για να δικαιούμαστε να μνημονεύουμε ήρωες που θυσιάστηκαν για υψηλούς στόχους και ιδανικά, υπάρχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, τις οποίες πρέπει να εξετάζουμε με ρεαλισμό.
Πρώτη προϋπόθεση, είναι να μην αλλοιώνουμε τα ιστορικά δεδομένα της εκάστοτε εποχής, γνωρίζοντας τις πραγματικότητές της. Δεύτερη προϋπόθεση, είναι να κατανοούμε τον σκοπό για τον οποίο έγιναν οι αγώνες και οι θυσίες, ενώ τρίτη προϋπόθεση είναι η σωστή αξιολόγηση του αποτελέσματος του αγώνα. Ποιοι ήταν οι στόχοι και τι επιτεύχθηκε;
Μέσα από μια ιστορική αναδρομή, αποδεικνύεται ότι η ελληνικότητα υπήρχε ανέκαθεν στο αίσθημα και την αντίληψη των Κυπρίων, ήδη από την αρχαϊκή εποχή. Οι ρίζες του Ελληνισμού στην Κύπρο μετρούν 3000 και πλέον χρόνια ζωής, έχοντας τις καταβολές τους στη μυκηναϊκή περίοδο. Έκτοτε η ιστορία του τόπου μας, δεν είναι μόνο στενά συνδεδεμένη, αλλά άμεσα συνυφασμένη και ταυτισμένη με τον Ελληνισμό και τα ιδανικά που εκπροσωπεί.
Στη μακραίωνη ιστορία του τόπου μας, η Κύπρος αποτέλεσε στόχο πολλών κατακτητών, που ήθελαν να επωφεληθούν της γεωπολιτικής της θέσης. Παρόλα αυτά, ο ελληνικός πολιτισμός παρέμεινε αδιάβρωτος και αλώβητος στο πέρασμα των χρόνων, παρά τις αναπόφευκτες επιδράσεις και επιδιώξεις του εκάστοτε κατακτητή.
Ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ., ο Κίμωνας έπλευσε στην Κύπρο με σκοπό την εκδίωξη των Περσών και την αποκατάσταση της ελληνικής κυριαρχίας στην ανατολική Μεσόγειο. Όταν δε, ο Μέγας Αλέξανδρος πορευόταν προς την Ανατολή και ήθελε να καταλάβει την Τύρο, οι Κύπριοι βασιλείς συνέβαλαν με αποστολή πλοίων.
Στην πιο πρόσφατη κυπριακή ιστορία, η Κύπρος υποταγμένη στον οθωμανικό ζυγό, ήδη από το 1571, έτρεφε πάντοτε το αίσθημα για απελευθέρωση. Ακόμη και πριν το 1878, έτος κατά το οποίο η Κύπρος παραχωρήθηκε στους Βρετανούς αποικιοκράτες, σημειώθηκαν σημαντικές εξεγέρσεις, ως προμηνύματα της βούλησης των Κυπρίων για απελευθέρωση, αλλά και ως παράλληλες δράσεις της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Η συμβολή του κυπριακού ελληνισμού στην Ελληνική Επανάσταση υπήρξε μείζονος σημασίας, τόσο μέσω οικονομικής βοήθειας, όσο και με τη συμμετοχή αγωνιστών. Ημερομηνία σταθμό, η οποία δηλώνει τον ιστορικό δεσμό της Κύπρου με τους αγώνες του Ελληνισμού κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποτελεί η 9η Ιουλίου 1821, ημέρα κατά την οποία απαγχονίστηκε μεγάλος αριθμός κληρικών και λαϊκών, ανάμεσά τους και ο Εθνομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός.
Το 1833, οργανώθηκαν τρεις εξεγέρσεις, στην Κύπρο, ενάντια στην κατοχή των Οθωμανών, οι οποίες αποτέλεσαν τα ιστορικά προμηνύματα των Οκτωβριανών του 1931. Σε αυτές τις χρονικές στιγμές, απώτερος στόχος των Κυπρίων ήταν η απελευθέρωση του νησιού, η οποία ένα αιώνα αργότερα, κατά τα Οκτωβριανά μετουσιώθηκε σε αυτοσκοπό για Ένωση.
Παράλληλα, οι Κύπριοι συνέβαλαν με αποστολή εθελοντών στους αγώνες της Ελλάδος, σε Ήπειρο, Θεσσαλία και Κρήτη, κατά τον 19ο αιώνα. Το ίδιο, εντοπίζεται ιστορικά να συμβαίνει και κατά τους Βαλκανικούς του 1912 -13, αλλά και στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όλα αυτά καταδεικνύουν τη διαχρονική ελληνική εθνική συνείδηση των Κυπρίων.
Με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα το 1948, το αίτημα των Κυπρίων για Ένωση αναζωπυρώθηκε, λόγω και της ίδρυσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, αλλά και των ελπίδων που δημιούργησαν οι υποσχέσεις των συμμάχων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, για ελευθερία των μικρών λαών.
Παρόλα αυτά, οι Άγγλοι αποικιοκράτες διέψευσαν τις προσδοκίες και τις ελπίδες των Κυπρίων, απορρίπτοντας κάθε ενωτικό αίτημα του κυπριακού λαού.
Αποκορύφωμα, αποτέλεσε το Ενωτικό Δημοψήφισμα του 1950, όπου το 95,7% του κυπριακού λαού ψήφισε υπέρ της Ένωσης. Το ιστορικό δημοψήφισμα κατέδειξε ξεκάθαρα τα εθνικά αισθήματα και τον πόθο των Ελλήνων της Κύπρου για εθνική ολοκλήρωση.
Εντούτοις, η περιφρόνηση των Βρετανών στο αίτημα των Κυπρίων, οδήγησε τελικά στην έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, την 1η Απριλίου του 1955.
Αυτά αποτελούν απόδειξη του διαχρονικού στόχου και επιθυμίας -πέραν της απελευθέρωσης και της αυτοδιάθεσης- για εθνική ολοκλήρωση και ενσωμάτωση της Κύπρου με τη μητροπολιτική Ελλάδα. Έτσι έβλεπαν οι Κύπριοι την επιβίωση του Ελληνισμού στην Κύπρο.
Εμείς σήμερα, για να είμαστε σε θέση να τιμούμε τα γεγονότα του ιστορικού μας παρελθόντος, θα πρέπει να αντιληφθούμε την αξία και τον σκοπό του εκάστοτε εθνικού αγώνα. Σκοπός του αγώνα της ΕΟΚΑ, ήταν η επιβίωση του Ελληνισμού στην Κύπρο, που αποφασίστηκε τότε ότι θα επιτυγχανόταν με την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού και την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ως φυσικό επακόλουθο, για τα δεδομένα της εποχής. Αυτός ήταν ο λόγος της θυσίας του Αυξεντίου, αλλά και των άλλων αγωνιστών της ΕΟΚΑ.
Ο Κυπριακός Ελληνισμός μέσα από την ιστορική του εξέλιξη, την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης και την ίδρυση της ΕΟΚΑ -μη έχοντας άλλη επιλογή πέραν του ένοπλου αγώνα- διεκδίκησε το αυτονόητο και αυτό που δικαιούται κάθε λαός.
Αν πραγματικά επιθυμούμε να αξιολογήσουμε σωστά τα αποτελέσματα του αγώνα της ΕΟΚΑ, ο οποίος δεν οδήγησε τελικά στην Ένωση, θα πρέπει να πούμε ότι οδήγησε σε ένα ανεξάρτητο κράτος, μέλος των Ηνωμένων Εθνών.
Επομένως, στον αγώνα και τις θυσίες των αγωνιστών της ΕΟΚΑ, οφείλουμε την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, που ακόμα και σήμερα παραμένει η μόνη ασπίδα σωτηρίας και επιβίωσης του Κυπριακού Ελληνισμού. Θέλω να τονίσω, ότι τα λάθη ή οι παραλείψεις των χρόνων που ακολούθησαν του Αγώνα του ’55-’59, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να υποβαθμίσουν τον σκοπό και τα ιδανικά, για τα οποία πολέμησαν και θυσιάστηκαν οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ. Οφείλουμε να εξετάζουμε το ιστορικό μας παρελθόν, ως πηγή παραδειγματισμού, διδαχής και ως ένα ύψιστο μάθημα ζωής.
Ο Γρηγόρης Αυξεντίου με απαράμιλλο θάρρος και ψυχικό σθένος, έθεσε τον εαυτό του με περίσσεια τόλμη και παλληκαριά στη διάθεση της πατρίδας, μαχόμενος ηρωικά τον βρετανικό ζυγό.
Μεγάλωσε σε μια οικογένεια ένθερμων πατριωτών, από όπου κληρονόμησε το ήθος, την αξιοπρέπεια, τις αρχές και τις αξίες του Ελληνισμού, και βεβαίως το αναλλοίωτο εθνικό φρόνημα. Άλλωστε, από νεαρή ηλικία κατατάγηκε στον ελληνικό στρατό, υπηρετώντας στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, ως Ανθυπολοχαγός πεζικού. Έχοντας ως παράδειγμα, τους αγώνες του έθνους και αντλώντας από αυτούς, επιδόθηκε με ζήλο και αυταπάρνηση στην υπεράσπιση της πατρίδας του. Η θυσία του Αυξεντίου ήταν συνειδητή επιλογή και η μεγαλύτερη και σημαντικότερη πράξη της ζωής του.
Τέτοιες ηρωικές πράξεις, αλλά και στάσεις ζωής, καθώς και η αγάπη και η προσήλωση στην πατρίδα, πρέπει να κληροδοτούνται ως ιδανικά στα παιδιά και τα εγγόνια μας. Η αφοσίωση που επέδειξε ο «Σταυραετός του Μαχαιρά», η δύναμη της ψυχής, το ακατάλυτο θάρρος και η ακλόνητη προσήλωση στους στόχους και το όραμα του αγώνα υπέρ της πατρίδος, είναι αξίες υπέρτατες. Αυτά συνεισφέρουν καταλυτικά στη διαμόρφωση ήθους και ακέραιου χαρακτήρα των μελλοντικών γενεών, οι οποίες και θα αναλάβουν τα ηνία του κράτους μας. Τις ιδέες αυτές ο ήρωας υπηρέτησε μέχρι τέλους, χωρίς να λιποτακτήσει ή να μετανιώσει ούτε για μια στιγμή.
Τα λόγια της μητέρας του ήρωα, επαναφέρουν διαχρονικά την ευχή της Σπαρτιάτισσας μάνας, «Ή ταν ή επί τας». Συγκεκριμένα, στο ποιητικό μοιρολόι της, λέει: «Να μεν σε πιάσουν ζωντανόν τζι ας ήταν όπως τύχει, αφού για την πατρίδα μας το γαίμα σου εχύθη […] Μια μάνα τέτοιου ήρωα εν προσβολή να κλάψει, προσβάλλει τον λεβέντη της, τζείνον που θα απολάψει».
Και εμείς σήμερα, για να δικαιούμαστε να τιμούμε και να μην προσβάλλουμε τον λεβέντη της Λύσης και της Κύπρου, πέραν της ελάχιστης αυτογνωσίας και γνώσης, οφείλουμε και μια ελάχιστη προσφορά.
Παρόλο τον φόβο ή τις στιγμιαίες αμφιβολίες, που ως είναι φυσικό κυριεύουν τον άνθρωπο σε ώρες ύψιστης ένδοσης, στον δρόμο που διάλεξε ο ήρωας «δεν χωρούσε κάτι τέτοιο», όπως γράφει χαρακτηριστικά στον «Αποχαιρετισμό» του και ο Γιάννης Ρίτσος.
«Τέλειωσαν πια τα ψέματα - δικά μας και ξένα», λέει ο Αυξεντίου, βλέποντας «τη φωτιά την παντάνασσα» να πλησιάζει. Και ήταν αποφασισμένος να φτάσει μέχρι τέλους.
Για μας όμως σήμερα τα ψέματα δεν έχουν ακόμα τελειώσει. Αντιλαμβανόμαστε την ψευδαίσθηση στην οποία βρισκόμαστε και τα ψέματα που μας πουλούν καθημερινά -εκ των έσω και εκ των έξω- και παρόλα αυτά δεν είμαστε έτοιμοι για καμιά θυσία. Ο κυπριακός λαός έχει κουραστεί από τις κίβδηλες υποσχέσεις. Πολλές φορές όμως, διερωτώμαι: μήπως τελικά μας βολεύει αυτή η κατάσταση; Ίσως έχουμε συνηθίσει να συμβιβαζόμαστε με τη μετριότητα και την ασάφεια;
Ο Αυξεντίου ωστόσο, δεν συμβιβάστηκε με τίποτα μέτριο, με καμιά μέση λύση.
«Ίσως και να μπορούσα να γλυτώσω», λέει ο ήρωας διά στόματος Ρίτσου στον «Αποχαιρετισμό».
«Ίσως μπορούσα ν’ αντέξω την καταφρόνια ή την συγγνώμη ή την λησμονιά των άλλων».
«Ναι, θα μπορούσα να ζήσω οπουδήποτε, στη μοναξιά, στη λησμονιά, οπουδήποτε, απόστρατος κι ανεύθυνος, δίχως φθόνο, να χαίρουμαι τα κατορθώματα των άλλων, ένδοξες πράξεις, που δεν έκανα εγώ […]».
Ο Αυξεντίου ωστόσο, «διάλεξε τη φωτιά», «η απόφασή του πάρθηκε», «ήταν έτοιμος». Έτοιμος να προσφέρει στην πατρίδα του ό,τι πολυτιμότερο είχε. Να θυσιαστεί, όχι για τον θάνατο, μα «μονάχα για τη ζωή - για μια ζωή που πια δε θα απαιτεί καμιά θυσία».
Άραγε εμείς σήμερα αυτό κάνουμε;
«Όμως [ο Αυξεντίου] δεν θα μπορούσ[ε] να περπατήσ[ει] με κομμένα τα γόνατα της ψυχής [τ]ου», γιατί δεν νοιαζόταν για τον εαυτό του όπως γίνεται σήμερα, που το προσωπικό και οικονομικό συμφέρον υπερβαίνουν τις αξίες και τις αρχές της πατρίδας και του έθνους.
Ήξερε επίσης, ο Αυξεντίου ότι, «όποιος μπορεί να νικήσει μια στιγμή τη ζωή του / νικάει και το θάνατο». Το έμαθε αυτό καλά.
Τα μηνύματα που απορρέουν από τη θυσία του Αυξεντίου, θα πρέπει να γίνουν κτήμα μας, εάν θέλουμε να αποκαλούμαστε απόγονοι και συνεχιστές μιας τέτοιας κληρονομιάς. Εμείς σήμερα, τιμώντας τη μνήμη του ήρωα, δικαιώνουμε αφενός τη θυσία του και αφετέρου, αντλούμε δύναμη για να ξεκινήσουμε τον δικό μας αγώνα. Το λέει και ο ίδιος ο ήρωας στον «Αποχαιρετισμό»:
«Εσύ που θα κλάψεις για το θάνατό μου με βοήθησες να πεθάνω με το κεφάλι ψηλά εσύ που θα πάρεις το ντουφέκι μου να εκδικηθείς το θάνατό μου Με βοήθησες να πεθάνω ευτυχισμένος για σένα και για μένα. Με βοήθησαν κι αυτοί που πέσανε πριν από μένα. Όπως και γω θα σας βοηθήσω».
Ο Γρηγόρης Αυξεντίου απέδειξε περίτρανα, ότι πράγματι «η πιο μεγάλη πράξη της ζωής του ήταν η απόφαση του θανάτου του».
Το μεγαλείο της αυτοθυσίας του αποδεικνύει και το μεγαλείο της ψυχής και του ήθους του. Και είναι η ενθύμηση τέτοιων εθνικών στιγμών, που πρέπει να μας χορηγεί δύναμη για συνέχιση του αγώνα και επιμονή στους εθνικούς μας στόχους.
Το σημερινό μνημόσυνο είναι μια τέτοια εθνική στιγμή, η οποία μας καλεί να πράττουμε και να αποφασίζουμε με τρόπο, ώστε να σταθούμε αντάξιοι μπροστά στην ιστορική μας παρακαταθήκη.
Πρέπει να θεωρείται δεδομένο, ότι η ανάπτυξη και η ευημερία, που βιώνουμε σήμερα, οι θέσεις και τα αξιώματα σε πολιτειακό επίπεδο, οφείλονται στον αγώνα και το αίμα του Γρηγόρη Αυξεντίου, όπως και των άλλων αγωνιστών της ΕΟΚΑ. Έστω και αν δεν έχουμε το θάρρος να τους ακολουθήσουμε και να τους μιμηθούμε, ας μην είμαστε αγνώμονες και αχάριστοι ή να στρεβλώνουμε την ιστορία, για να βολεύουμε τη συνείδησή μας.
Θα πρέπει να αναρωτηθούμε όλοι: Είμαστε σήμερα σε θέση να αγωνιστούμε και να θυσιαστούμε; Και όταν μιλάμε σήμερα για θυσίες, δεν εννοούμε φυσικά να ξεκινήσουμε έναν ένοπλο αγώνα. Ο αγώνας μας σήμερα θα πρέπει να είναι ανάλογος των δεδομένων και των καταστάσεων της δικής μας πραγματικότητας. Απαιτούνται άλλες, διαφορετικές θυσίες, με στόχο όμως πάλι την προάσπιση και διασφάλιση των εθνικών μας συμφερόντων, συνομιλώντας δίκαια με τους ξένους και καλλιεργώντας την κουλτούρα και την παιδεία στον τόπο μας.
Στο σημείο αυτό, θεωρώ υποχρέωσή μου, να τοποθετηθώ και επί του εθνικού μας ζητήματος. Παρακολουθούμε αυτό τον καιρό -και ειδικά αυτές τις μέρες- την έξαρση των τουρκικών προκλήσεων και επεκτατικών βλέψεων, όχι μόνο σε Κύπρο και Αιγαίο, αλλά και στη Συρία, κάτι το οποίο θα έπρεπε από καιρό να μας προβληματίζει και ιδιαίτερα όταν συζητούμε τη λύση του Κυπριακού.
Η τουρκική επεκτατικότητα θα έπρεπε να θεωρείται από όλους δεδομένη, σε οποιονδήποτε προβληματισμό για λύση του Κυπριακού. Θέλω να πιστεύω, ότι η υπενθύμιση από μέρους της Τουρκίας με τις συμπεριφορές της για τους στόχους και τις βλέψεις που έχει, θα μας προβληματίσει συλλογικά και μπορεί να είναι ένας κοινός τόπος συνεννόησης για το πώς έπρεπε να αντιμετωπιστεί.
Είναι βέβαιο ότι, αν η Τουρκία πετύχει λύση στο Κυπριακό, μέσω της οποίας θα έχει τη δυνατότητα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να επεμβαίνει στο εσωτερικό της λειτουργίας του κυπριακού κράτους, ο πλήρης έλεγχος της Κύπρου από την επεκτατική Τουρκία είναι θέμα χρόνου.
Είναι κοινός στόχος, ότι η λύση του Κυπριακού πρέπει να εδράζεται στο διεθνές δίκαιο, στις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες, στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, αλλά και να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των πολιτών ανεξαιρέτως. Το έχω τονίσει επανειλημμένα, ότι η ευρωπαϊκή μας ταυτότητα και η δυναμική που απορρέει από τη θέση της Κύπρου, ως κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει να αποτελεί τον κύριο μοχλό πίεσης για λύση του προβλήματος.
Παράλληλα όμως, με τις οποιεσδήποτε προσπάθειες για επίτευξη λύσης -που είναι φανερό ότι το αποτέλεσμά τους δεν εξαρτάται από εμάς, αλλά από την Τουρκία- πρέπει να επικεντρωνόμαστε και στα δικά μας εσωτερικά ζητήματα, και ειδικότερα προς τη δημιουργία ενός λειτουργικού και ευνομούμενου κράτους. Μπορούμε και επιβάλλεται να εκσυγχρονίσουμε τους θεσμούς μας και να κάνουμε τους μηχανισμούς μας πιο αποτελεσματικούς. Να δημιουργήσουμε ένα κράτος πρόνοιας, απαλλαγμένο από διαφθορά και διαπλοκή, απαλλαγμένο από κακονομία, με προσφορά ποιότητας ζωής στους πολίτες, σε πλαίσιο ισονομίας και ισοπολιτείας.
Θεωρώ, ότι έσχατο καταφύγιο για τη σωτηρία και την επιβίωση του λαού μας, παραμένει η διατήρηση της εθνικής μας μνήμης. Άλλωστε, αυτό το στόχο έχει και το σημερινό μνημόσυνο του ήρωα. Οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε το δικό μας εθνικό και ιστορικό χρέος, απέναντι στον ήρωα που μνημονεύουμε.
Κάθε εποχή έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, όμως για να μπορέσει ένας λαός να έχει προοπτική και συνέχεια, θα πρέπει να έχει υπόψη του τις λαμπρές σελίδες ηρωισμού της ιστορίας του. Εάν δεν αναλάβουμε ο καθένας τις ευθύνες του, όσες και όπου μας αναλογούν, και δεν δούμε κατάματα τη θυσία του Γρηγόρη Αυξεντίου για τα ιδανικά της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας και του Ελληνισμού, στην πιο αγνή και πραγματική τους μορφή, τότε δεν μπορούμε να έχουμε ελπίδα για ένα ευοίωνο μέλλον για τα παιδιά και τα εγγόνια μας.
Εμείς σήμερα, λοιπόν, πιστοί στις αρχές και αξίες της Δημοκρατίας και σεβόμενοι παράλληλα την εθνική μας ταυτότητα, καθώς και το ιστορικό μας παρελθόν, οφείλουμε να συνεχίσουμε το δικό μας αγώνα. Αγώνα για ευημερία στον τόπο μας, αγώνα για αποκατάσταση της τάξης, αγώνα για δικαιοσύνη. Σε πνεύμα συναίνεσης και εθνικής συναντίληψης, μακριά από διχαστικά πάθη.
Ανατρέχοντας στον Επιτάφιο του Περικλή, όπου δοξάζονται οι πρώτοι νεκροί του Πελοποννησιακού Πολέμου και εξαίρονται οι αξίες και οι αρετές της αθηναϊκής δημοκρατίας, σκεφτόμαστε τη δική μας πολιτεία, τη δική μας πατρίδα. Άραγε ο Αυξεντίου για ποια πατρίδα θυσιάστηκε; Σίγουρα, όχι για μια πατρίδα διαπλοκής, αναξιοκρατίας και διαφθοράς. Και αυτό θα πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά.
Η ιστορία προχωρεί, ωστόσο τα γεγονότα ανακυκλώνονται, με άλλη μορφή κάθε φορά. Το «Μολών Λαβέ» του Αυξεντίου, εκείνο το «όχι που δεν το επανέλαβε η ηχώ, διότι ήταν πολύ βαρύ για να το μεταφέρει» -όπως έγραψε και ο Κώστας Μόντης για τον ήρωα- καλούμαστε να επαναλάβουμε και εμείς σήμερα, απέναντι σε μια άδικη, αναξιοπρεπή και ετεροβαρή συνθηκολόγηση για το εθνικό μας ζήτημα.
Αποτελεί κατά συνέπεια ελάχιστη οφειλή και χρέος απέναντι στον Γρηγόρη Αυξεντίου και πρωτίστως μέγιστη ευθύνη απέναντι στις γενιές που έρχονται, να μην συμβιβαστούμε ποτέ με τα τετελεσμένα της εισβολής και της κατοχής και να συνεχίσουμε αταλάντευτα τον αγώνα μέχρι τη δικαίωση και απελευθέρωση της Κύπρου.
Αιωνία σου η μνήμη Σταυραετέ του Μαχαιρά.
Η συνάντηση σε μνημόσυνα ηρώων και αγωνιστών ή σε εορτασμούς επετείων, δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι μια τυπική διαδικασία. Δεν είναι αρκετή η απλή αναφορά σε γεγονότα και ημερομηνίες, ή η περιγραφή της ζωής και της δράσης των ηρώων και των αγωνιστών.
Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για το μνημόσυνο του Γρηγόρη Αυξεντίου, ενός από τους μεγαλύτερους αγωνιστές του αντιαποικιακού αγώνα της ΕΟΚΑ, και ενός από τους μεγαλύτερους ήρωες του ελληνικού Έθνους στη σύγχρονη εποχή.
Πέρα από τη συγκίνηση και την τιμή που αισθάνομαι πάντοτε στα μνημόσυνα των ηρώων μας, νιώθω έντονα ότι είναι η ώρα για ειλικρινή προβληματισμό και ανάληψη ευθυνών.
Πεποίθησή μου είναι, ότι για να δικαιούμαστε να μνημονεύουμε ήρωες που θυσιάστηκαν για υψηλούς στόχους και ιδανικά, υπάρχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, τις οποίες πρέπει να εξετάζουμε με ρεαλισμό.
Πρώτη προϋπόθεση, είναι να μην αλλοιώνουμε τα ιστορικά δεδομένα της εκάστοτε εποχής, γνωρίζοντας τις πραγματικότητές της. Δεύτερη προϋπόθεση, είναι να κατανοούμε τον σκοπό για τον οποίο έγιναν οι αγώνες και οι θυσίες, ενώ τρίτη προϋπόθεση είναι η σωστή αξιολόγηση του αποτελέσματος του αγώνα. Ποιοι ήταν οι στόχοι και τι επιτεύχθηκε;
Μέσα από μια ιστορική αναδρομή, αποδεικνύεται ότι η ελληνικότητα υπήρχε ανέκαθεν στο αίσθημα και την αντίληψη των Κυπρίων, ήδη από την αρχαϊκή εποχή. Οι ρίζες του Ελληνισμού στην Κύπρο μετρούν 3000 και πλέον χρόνια ζωής, έχοντας τις καταβολές τους στη μυκηναϊκή περίοδο. Έκτοτε η ιστορία του τόπου μας, δεν είναι μόνο στενά συνδεδεμένη, αλλά άμεσα συνυφασμένη και ταυτισμένη με τον Ελληνισμό και τα ιδανικά που εκπροσωπεί.
Στη μακραίωνη ιστορία του τόπου μας, η Κύπρος αποτέλεσε στόχο πολλών κατακτητών, που ήθελαν να επωφεληθούν της γεωπολιτικής της θέσης. Παρόλα αυτά, ο ελληνικός πολιτισμός παρέμεινε αδιάβρωτος και αλώβητος στο πέρασμα των χρόνων, παρά τις αναπόφευκτες επιδράσεις και επιδιώξεις του εκάστοτε κατακτητή.
Ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ., ο Κίμωνας έπλευσε στην Κύπρο με σκοπό την εκδίωξη των Περσών και την αποκατάσταση της ελληνικής κυριαρχίας στην ανατολική Μεσόγειο. Όταν δε, ο Μέγας Αλέξανδρος πορευόταν προς την Ανατολή και ήθελε να καταλάβει την Τύρο, οι Κύπριοι βασιλείς συνέβαλαν με αποστολή πλοίων.
Στην πιο πρόσφατη κυπριακή ιστορία, η Κύπρος υποταγμένη στον οθωμανικό ζυγό, ήδη από το 1571, έτρεφε πάντοτε το αίσθημα για απελευθέρωση. Ακόμη και πριν το 1878, έτος κατά το οποίο η Κύπρος παραχωρήθηκε στους Βρετανούς αποικιοκράτες, σημειώθηκαν σημαντικές εξεγέρσεις, ως προμηνύματα της βούλησης των Κυπρίων για απελευθέρωση, αλλά και ως παράλληλες δράσεις της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Η συμβολή του κυπριακού ελληνισμού στην Ελληνική Επανάσταση υπήρξε μείζονος σημασίας, τόσο μέσω οικονομικής βοήθειας, όσο και με τη συμμετοχή αγωνιστών. Ημερομηνία σταθμό, η οποία δηλώνει τον ιστορικό δεσμό της Κύπρου με τους αγώνες του Ελληνισμού κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποτελεί η 9η Ιουλίου 1821, ημέρα κατά την οποία απαγχονίστηκε μεγάλος αριθμός κληρικών και λαϊκών, ανάμεσά τους και ο Εθνομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός.
Το 1833, οργανώθηκαν τρεις εξεγέρσεις, στην Κύπρο, ενάντια στην κατοχή των Οθωμανών, οι οποίες αποτέλεσαν τα ιστορικά προμηνύματα των Οκτωβριανών του 1931. Σε αυτές τις χρονικές στιγμές, απώτερος στόχος των Κυπρίων ήταν η απελευθέρωση του νησιού, η οποία ένα αιώνα αργότερα, κατά τα Οκτωβριανά μετουσιώθηκε σε αυτοσκοπό για Ένωση.
Παράλληλα, οι Κύπριοι συνέβαλαν με αποστολή εθελοντών στους αγώνες της Ελλάδος, σε Ήπειρο, Θεσσαλία και Κρήτη, κατά τον 19ο αιώνα. Το ίδιο, εντοπίζεται ιστορικά να συμβαίνει και κατά τους Βαλκανικούς του 1912 -13, αλλά και στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όλα αυτά καταδεικνύουν τη διαχρονική ελληνική εθνική συνείδηση των Κυπρίων.
Με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα το 1948, το αίτημα των Κυπρίων για Ένωση αναζωπυρώθηκε, λόγω και της ίδρυσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, αλλά και των ελπίδων που δημιούργησαν οι υποσχέσεις των συμμάχων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, για ελευθερία των μικρών λαών.
Παρόλα αυτά, οι Άγγλοι αποικιοκράτες διέψευσαν τις προσδοκίες και τις ελπίδες των Κυπρίων, απορρίπτοντας κάθε ενωτικό αίτημα του κυπριακού λαού.
Αποκορύφωμα, αποτέλεσε το Ενωτικό Δημοψήφισμα του 1950, όπου το 95,7% του κυπριακού λαού ψήφισε υπέρ της Ένωσης. Το ιστορικό δημοψήφισμα κατέδειξε ξεκάθαρα τα εθνικά αισθήματα και τον πόθο των Ελλήνων της Κύπρου για εθνική ολοκλήρωση.
Εντούτοις, η περιφρόνηση των Βρετανών στο αίτημα των Κυπρίων, οδήγησε τελικά στην έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, την 1η Απριλίου του 1955.
Αυτά αποτελούν απόδειξη του διαχρονικού στόχου και επιθυμίας -πέραν της απελευθέρωσης και της αυτοδιάθεσης- για εθνική ολοκλήρωση και ενσωμάτωση της Κύπρου με τη μητροπολιτική Ελλάδα. Έτσι έβλεπαν οι Κύπριοι την επιβίωση του Ελληνισμού στην Κύπρο.
Εμείς σήμερα, για να είμαστε σε θέση να τιμούμε τα γεγονότα του ιστορικού μας παρελθόντος, θα πρέπει να αντιληφθούμε την αξία και τον σκοπό του εκάστοτε εθνικού αγώνα. Σκοπός του αγώνα της ΕΟΚΑ, ήταν η επιβίωση του Ελληνισμού στην Κύπρο, που αποφασίστηκε τότε ότι θα επιτυγχανόταν με την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού και την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ως φυσικό επακόλουθο, για τα δεδομένα της εποχής. Αυτός ήταν ο λόγος της θυσίας του Αυξεντίου, αλλά και των άλλων αγωνιστών της ΕΟΚΑ.
Ο Κυπριακός Ελληνισμός μέσα από την ιστορική του εξέλιξη, την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης και την ίδρυση της ΕΟΚΑ -μη έχοντας άλλη επιλογή πέραν του ένοπλου αγώνα- διεκδίκησε το αυτονόητο και αυτό που δικαιούται κάθε λαός.
Αν πραγματικά επιθυμούμε να αξιολογήσουμε σωστά τα αποτελέσματα του αγώνα της ΕΟΚΑ, ο οποίος δεν οδήγησε τελικά στην Ένωση, θα πρέπει να πούμε ότι οδήγησε σε ένα ανεξάρτητο κράτος, μέλος των Ηνωμένων Εθνών.
Επομένως, στον αγώνα και τις θυσίες των αγωνιστών της ΕΟΚΑ, οφείλουμε την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, που ακόμα και σήμερα παραμένει η μόνη ασπίδα σωτηρίας και επιβίωσης του Κυπριακού Ελληνισμού. Θέλω να τονίσω, ότι τα λάθη ή οι παραλείψεις των χρόνων που ακολούθησαν του Αγώνα του ’55-’59, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να υποβαθμίσουν τον σκοπό και τα ιδανικά, για τα οποία πολέμησαν και θυσιάστηκαν οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ. Οφείλουμε να εξετάζουμε το ιστορικό μας παρελθόν, ως πηγή παραδειγματισμού, διδαχής και ως ένα ύψιστο μάθημα ζωής.
Ο Γρηγόρης Αυξεντίου με απαράμιλλο θάρρος και ψυχικό σθένος, έθεσε τον εαυτό του με περίσσεια τόλμη και παλληκαριά στη διάθεση της πατρίδας, μαχόμενος ηρωικά τον βρετανικό ζυγό.
Μεγάλωσε σε μια οικογένεια ένθερμων πατριωτών, από όπου κληρονόμησε το ήθος, την αξιοπρέπεια, τις αρχές και τις αξίες του Ελληνισμού, και βεβαίως το αναλλοίωτο εθνικό φρόνημα. Άλλωστε, από νεαρή ηλικία κατατάγηκε στον ελληνικό στρατό, υπηρετώντας στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, ως Ανθυπολοχαγός πεζικού. Έχοντας ως παράδειγμα, τους αγώνες του έθνους και αντλώντας από αυτούς, επιδόθηκε με ζήλο και αυταπάρνηση στην υπεράσπιση της πατρίδας του. Η θυσία του Αυξεντίου ήταν συνειδητή επιλογή και η μεγαλύτερη και σημαντικότερη πράξη της ζωής του.
Τέτοιες ηρωικές πράξεις, αλλά και στάσεις ζωής, καθώς και η αγάπη και η προσήλωση στην πατρίδα, πρέπει να κληροδοτούνται ως ιδανικά στα παιδιά και τα εγγόνια μας. Η αφοσίωση που επέδειξε ο «Σταυραετός του Μαχαιρά», η δύναμη της ψυχής, το ακατάλυτο θάρρος και η ακλόνητη προσήλωση στους στόχους και το όραμα του αγώνα υπέρ της πατρίδος, είναι αξίες υπέρτατες. Αυτά συνεισφέρουν καταλυτικά στη διαμόρφωση ήθους και ακέραιου χαρακτήρα των μελλοντικών γενεών, οι οποίες και θα αναλάβουν τα ηνία του κράτους μας. Τις ιδέες αυτές ο ήρωας υπηρέτησε μέχρι τέλους, χωρίς να λιποτακτήσει ή να μετανιώσει ούτε για μια στιγμή.
Τα λόγια της μητέρας του ήρωα, επαναφέρουν διαχρονικά την ευχή της Σπαρτιάτισσας μάνας, «Ή ταν ή επί τας». Συγκεκριμένα, στο ποιητικό μοιρολόι της, λέει: «Να μεν σε πιάσουν ζωντανόν τζι ας ήταν όπως τύχει, αφού για την πατρίδα μας το γαίμα σου εχύθη […] Μια μάνα τέτοιου ήρωα εν προσβολή να κλάψει, προσβάλλει τον λεβέντη της, τζείνον που θα απολάψει».
Και εμείς σήμερα, για να δικαιούμαστε να τιμούμε και να μην προσβάλλουμε τον λεβέντη της Λύσης και της Κύπρου, πέραν της ελάχιστης αυτογνωσίας και γνώσης, οφείλουμε και μια ελάχιστη προσφορά.
Παρόλο τον φόβο ή τις στιγμιαίες αμφιβολίες, που ως είναι φυσικό κυριεύουν τον άνθρωπο σε ώρες ύψιστης ένδοσης, στον δρόμο που διάλεξε ο ήρωας «δεν χωρούσε κάτι τέτοιο», όπως γράφει χαρακτηριστικά στον «Αποχαιρετισμό» του και ο Γιάννης Ρίτσος.
«Τέλειωσαν πια τα ψέματα - δικά μας και ξένα», λέει ο Αυξεντίου, βλέποντας «τη φωτιά την παντάνασσα» να πλησιάζει. Και ήταν αποφασισμένος να φτάσει μέχρι τέλους.
Για μας όμως σήμερα τα ψέματα δεν έχουν ακόμα τελειώσει. Αντιλαμβανόμαστε την ψευδαίσθηση στην οποία βρισκόμαστε και τα ψέματα που μας πουλούν καθημερινά -εκ των έσω και εκ των έξω- και παρόλα αυτά δεν είμαστε έτοιμοι για καμιά θυσία. Ο κυπριακός λαός έχει κουραστεί από τις κίβδηλες υποσχέσεις. Πολλές φορές όμως, διερωτώμαι: μήπως τελικά μας βολεύει αυτή η κατάσταση; Ίσως έχουμε συνηθίσει να συμβιβαζόμαστε με τη μετριότητα και την ασάφεια;
Ο Αυξεντίου ωστόσο, δεν συμβιβάστηκε με τίποτα μέτριο, με καμιά μέση λύση.
«Ίσως και να μπορούσα να γλυτώσω», λέει ο ήρωας διά στόματος Ρίτσου στον «Αποχαιρετισμό».
«Ίσως μπορούσα ν’ αντέξω την καταφρόνια ή την συγγνώμη ή την λησμονιά των άλλων».
«Ναι, θα μπορούσα να ζήσω οπουδήποτε, στη μοναξιά, στη λησμονιά, οπουδήποτε, απόστρατος κι ανεύθυνος, δίχως φθόνο, να χαίρουμαι τα κατορθώματα των άλλων, ένδοξες πράξεις, που δεν έκανα εγώ […]».
Ο Αυξεντίου ωστόσο, «διάλεξε τη φωτιά», «η απόφασή του πάρθηκε», «ήταν έτοιμος». Έτοιμος να προσφέρει στην πατρίδα του ό,τι πολυτιμότερο είχε. Να θυσιαστεί, όχι για τον θάνατο, μα «μονάχα για τη ζωή - για μια ζωή που πια δε θα απαιτεί καμιά θυσία».
Άραγε εμείς σήμερα αυτό κάνουμε;
«Όμως [ο Αυξεντίου] δεν θα μπορούσ[ε] να περπατήσ[ει] με κομμένα τα γόνατα της ψυχής [τ]ου», γιατί δεν νοιαζόταν για τον εαυτό του όπως γίνεται σήμερα, που το προσωπικό και οικονομικό συμφέρον υπερβαίνουν τις αξίες και τις αρχές της πατρίδας και του έθνους.
Ήξερε επίσης, ο Αυξεντίου ότι, «όποιος μπορεί να νικήσει μια στιγμή τη ζωή του / νικάει και το θάνατο». Το έμαθε αυτό καλά.
Τα μηνύματα που απορρέουν από τη θυσία του Αυξεντίου, θα πρέπει να γίνουν κτήμα μας, εάν θέλουμε να αποκαλούμαστε απόγονοι και συνεχιστές μιας τέτοιας κληρονομιάς. Εμείς σήμερα, τιμώντας τη μνήμη του ήρωα, δικαιώνουμε αφενός τη θυσία του και αφετέρου, αντλούμε δύναμη για να ξεκινήσουμε τον δικό μας αγώνα. Το λέει και ο ίδιος ο ήρωας στον «Αποχαιρετισμό»:
«Εσύ που θα κλάψεις για το θάνατό μου με βοήθησες να πεθάνω με το κεφάλι ψηλά εσύ που θα πάρεις το ντουφέκι μου να εκδικηθείς το θάνατό μου Με βοήθησες να πεθάνω ευτυχισμένος για σένα και για μένα. Με βοήθησαν κι αυτοί που πέσανε πριν από μένα. Όπως και γω θα σας βοηθήσω».
Ο Γρηγόρης Αυξεντίου απέδειξε περίτρανα, ότι πράγματι «η πιο μεγάλη πράξη της ζωής του ήταν η απόφαση του θανάτου του».
Το μεγαλείο της αυτοθυσίας του αποδεικνύει και το μεγαλείο της ψυχής και του ήθους του. Και είναι η ενθύμηση τέτοιων εθνικών στιγμών, που πρέπει να μας χορηγεί δύναμη για συνέχιση του αγώνα και επιμονή στους εθνικούς μας στόχους.
Το σημερινό μνημόσυνο είναι μια τέτοια εθνική στιγμή, η οποία μας καλεί να πράττουμε και να αποφασίζουμε με τρόπο, ώστε να σταθούμε αντάξιοι μπροστά στην ιστορική μας παρακαταθήκη.
Πρέπει να θεωρείται δεδομένο, ότι η ανάπτυξη και η ευημερία, που βιώνουμε σήμερα, οι θέσεις και τα αξιώματα σε πολιτειακό επίπεδο, οφείλονται στον αγώνα και το αίμα του Γρηγόρη Αυξεντίου, όπως και των άλλων αγωνιστών της ΕΟΚΑ. Έστω και αν δεν έχουμε το θάρρος να τους ακολουθήσουμε και να τους μιμηθούμε, ας μην είμαστε αγνώμονες και αχάριστοι ή να στρεβλώνουμε την ιστορία, για να βολεύουμε τη συνείδησή μας.
Θα πρέπει να αναρωτηθούμε όλοι: Είμαστε σήμερα σε θέση να αγωνιστούμε και να θυσιαστούμε; Και όταν μιλάμε σήμερα για θυσίες, δεν εννοούμε φυσικά να ξεκινήσουμε έναν ένοπλο αγώνα. Ο αγώνας μας σήμερα θα πρέπει να είναι ανάλογος των δεδομένων και των καταστάσεων της δικής μας πραγματικότητας. Απαιτούνται άλλες, διαφορετικές θυσίες, με στόχο όμως πάλι την προάσπιση και διασφάλιση των εθνικών μας συμφερόντων, συνομιλώντας δίκαια με τους ξένους και καλλιεργώντας την κουλτούρα και την παιδεία στον τόπο μας.
Στο σημείο αυτό, θεωρώ υποχρέωσή μου, να τοποθετηθώ και επί του εθνικού μας ζητήματος. Παρακολουθούμε αυτό τον καιρό -και ειδικά αυτές τις μέρες- την έξαρση των τουρκικών προκλήσεων και επεκτατικών βλέψεων, όχι μόνο σε Κύπρο και Αιγαίο, αλλά και στη Συρία, κάτι το οποίο θα έπρεπε από καιρό να μας προβληματίζει και ιδιαίτερα όταν συζητούμε τη λύση του Κυπριακού.
Η τουρκική επεκτατικότητα θα έπρεπε να θεωρείται από όλους δεδομένη, σε οποιονδήποτε προβληματισμό για λύση του Κυπριακού. Θέλω να πιστεύω, ότι η υπενθύμιση από μέρους της Τουρκίας με τις συμπεριφορές της για τους στόχους και τις βλέψεις που έχει, θα μας προβληματίσει συλλογικά και μπορεί να είναι ένας κοινός τόπος συνεννόησης για το πώς έπρεπε να αντιμετωπιστεί.
Είναι βέβαιο ότι, αν η Τουρκία πετύχει λύση στο Κυπριακό, μέσω της οποίας θα έχει τη δυνατότητα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να επεμβαίνει στο εσωτερικό της λειτουργίας του κυπριακού κράτους, ο πλήρης έλεγχος της Κύπρου από την επεκτατική Τουρκία είναι θέμα χρόνου.
Είναι κοινός στόχος, ότι η λύση του Κυπριακού πρέπει να εδράζεται στο διεθνές δίκαιο, στις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες, στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, αλλά και να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των πολιτών ανεξαιρέτως. Το έχω τονίσει επανειλημμένα, ότι η ευρωπαϊκή μας ταυτότητα και η δυναμική που απορρέει από τη θέση της Κύπρου, ως κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει να αποτελεί τον κύριο μοχλό πίεσης για λύση του προβλήματος.
Παράλληλα όμως, με τις οποιεσδήποτε προσπάθειες για επίτευξη λύσης -που είναι φανερό ότι το αποτέλεσμά τους δεν εξαρτάται από εμάς, αλλά από την Τουρκία- πρέπει να επικεντρωνόμαστε και στα δικά μας εσωτερικά ζητήματα, και ειδικότερα προς τη δημιουργία ενός λειτουργικού και ευνομούμενου κράτους. Μπορούμε και επιβάλλεται να εκσυγχρονίσουμε τους θεσμούς μας και να κάνουμε τους μηχανισμούς μας πιο αποτελεσματικούς. Να δημιουργήσουμε ένα κράτος πρόνοιας, απαλλαγμένο από διαφθορά και διαπλοκή, απαλλαγμένο από κακονομία, με προσφορά ποιότητας ζωής στους πολίτες, σε πλαίσιο ισονομίας και ισοπολιτείας.
Θεωρώ, ότι έσχατο καταφύγιο για τη σωτηρία και την επιβίωση του λαού μας, παραμένει η διατήρηση της εθνικής μας μνήμης. Άλλωστε, αυτό το στόχο έχει και το σημερινό μνημόσυνο του ήρωα. Οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε το δικό μας εθνικό και ιστορικό χρέος, απέναντι στον ήρωα που μνημονεύουμε.
Κάθε εποχή έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, όμως για να μπορέσει ένας λαός να έχει προοπτική και συνέχεια, θα πρέπει να έχει υπόψη του τις λαμπρές σελίδες ηρωισμού της ιστορίας του. Εάν δεν αναλάβουμε ο καθένας τις ευθύνες του, όσες και όπου μας αναλογούν, και δεν δούμε κατάματα τη θυσία του Γρηγόρη Αυξεντίου για τα ιδανικά της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας και του Ελληνισμού, στην πιο αγνή και πραγματική τους μορφή, τότε δεν μπορούμε να έχουμε ελπίδα για ένα ευοίωνο μέλλον για τα παιδιά και τα εγγόνια μας.
Εμείς σήμερα, λοιπόν, πιστοί στις αρχές και αξίες της Δημοκρατίας και σεβόμενοι παράλληλα την εθνική μας ταυτότητα, καθώς και το ιστορικό μας παρελθόν, οφείλουμε να συνεχίσουμε το δικό μας αγώνα. Αγώνα για ευημερία στον τόπο μας, αγώνα για αποκατάσταση της τάξης, αγώνα για δικαιοσύνη. Σε πνεύμα συναίνεσης και εθνικής συναντίληψης, μακριά από διχαστικά πάθη.
Ανατρέχοντας στον Επιτάφιο του Περικλή, όπου δοξάζονται οι πρώτοι νεκροί του Πελοποννησιακού Πολέμου και εξαίρονται οι αξίες και οι αρετές της αθηναϊκής δημοκρατίας, σκεφτόμαστε τη δική μας πολιτεία, τη δική μας πατρίδα. Άραγε ο Αυξεντίου για ποια πατρίδα θυσιάστηκε; Σίγουρα, όχι για μια πατρίδα διαπλοκής, αναξιοκρατίας και διαφθοράς. Και αυτό θα πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά.
Η ιστορία προχωρεί, ωστόσο τα γεγονότα ανακυκλώνονται, με άλλη μορφή κάθε φορά. Το «Μολών Λαβέ» του Αυξεντίου, εκείνο το «όχι που δεν το επανέλαβε η ηχώ, διότι ήταν πολύ βαρύ για να το μεταφέρει» -όπως έγραψε και ο Κώστας Μόντης για τον ήρωα- καλούμαστε να επαναλάβουμε και εμείς σήμερα, απέναντι σε μια άδικη, αναξιοπρεπή και ετεροβαρή συνθηκολόγηση για το εθνικό μας ζήτημα.
Αποτελεί κατά συνέπεια ελάχιστη οφειλή και χρέος απέναντι στον Γρηγόρη Αυξεντίου και πρωτίστως μέγιστη ευθύνη απέναντι στις γενιές που έρχονται, να μην συμβιβαστούμε ποτέ με τα τετελεσμένα της εισβολής και της κατοχής και να συνεχίσουμε αταλάντευτα τον αγώνα μέχρι τη δικαίωση και απελευθέρωση της Κύπρου.
Αιωνία σου η μνήμη Σταυραετέ του Μαχαιρά.