Ομιλία του Υφυπουργού παρά τω Προέδρω σε εκδήλωση στον Πειραιά για τις μαύρες επετείους του 1974
Αισθάνομαι ιδιαίτερη τιμή που βρίσκομαι εδώ σήμερα εκ μέρους της Κυπριακής Κυβέρνησης, μετά από πρόσκληση της Ένωσης Κυπρίων Ελλάδας. Συναισθήματα χαράς και συγκίνησης με πλημμυρίζουν επειδή βρίσκομαι ανάμεσα σε συμπατριώτες μου, ανάμεσα σε πραγματικούς φίλους, ανάμεσα σε ανθρώπους που αγαπούν και νοιάζονται αληθινά την Κύπρο.
Συναισθήματα, όμως, που εναλλάσσονται με θλίψη και πόνο ψυχής, αφού για ακόμη μια φορά, εδώ και 43 ολόκληρα χρόνια, υποχρεωνόμαστε, οι Έλληνες στην Κύπρο, στον μητροπολιτικό χώρο και σε όλο τον κόσμο, να διοργανώνουμε εκδηλώσεις μνήμης για τις μαύρες επετείους του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής και διαμαρτυρίας για τη συνεχιζόμενη κατοχή της μαρτυρικής μας Κύπρου.
Παρήγορο και αισιόδοξο για όλους εμάς, τους Έλληνες της Κύπρου, είναι το γεγονός ότι τίποτα και ποτέ δεν κατάφερε να σπάσει τους άρρηκτους και αδελφικούς δεσμούς που μας συνδέουν με την Ελλάδα. Δεσμοί που αντρειεύουν και στεριώνονται μέσα από την κοινή ιστορία, θρησκεία, εθνική ταυτότητα, γλώσσα και πολιτισμό, μέσα από τους κοινούς αγώνες που καλούμαστε διαρκώς να δώσουμε τα δύο κράτη, για αντιμετώπιση των ακατάπαυστων προκλήσεων.
Η ισχύς μας βρίσκεται στην ενότητά μας και την ισχύ μας αυτή θα τη διασφαλίζουμε με κάθε θυσία. Τίποτα και κανένας δεν είναι σε θέση να επηρεάσει ή να θίξει στο ελάχιστο τους ακατάλυτους αυτούς δεσμούς που πάντα μας βοηθούν να αντιμετωπίζουμε όλες τις δύσκολες καταστάσεις. Αντίθετα όλες αυτές οι δυσκολίες και οι απειλές είναι που τους ενισχύουν ακόμη περισσότερο. Οι δύο κυβερνήσεις, με άριστες σχέσεις, αγωνίζονται μαζί για την εξεύρεση μιας βιώσιμης και λειτουργικής λύσης που θα μετατρέψει την Κύπρο σε ένα φυσιολογικό κράτος.
Η συνεργασία των δύο κρατών είναι διαχρονική, στενότατη και συνεχής. Εισπράττουμε συνεχώς την αγάπη και στήριξη των εξ Ελλάδος αδελφών μας και προσβλέπουμε σε αυτούς. Στον κοινό μας αυτό αγώνα είμαστε ενωμένοι όσο ποτέ άλλοτε. Το αισθάνομαι έντονα αυτό. Και δεν είναι τυχαίο ούτε απλά σχήμα λόγου, ότι σήμερα, εδώ στην Ελλάδα, εδώ στον Πειραιά, νιώθω ότι βρίσκομαι στην πατρίδα μου, είμαι στην πατρίδα μου.
Είναι αλήθεια πως τέτοιες εκδηλώσεις κρατούν το κυπριακό πρόβλημα ζωντανό μέσα στον μητροπολιτικό χώρο, σφυρηλατούν τους ακατάλυτους δεσμούς Κύπρου-Ελλάδος και θεμελιώνουν την εθνική ομοψυχία. Γι’ αυτόν ιδιαίτερα τον λόγο θα ήθελα να επαινέσω τους συντελεστές της εκδήλωσης, την Πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον Δήμο Πειραιά, την Ομοσπονδία Κυπριακών Οργανώσεων Ελλάδας, την Ένωση Κυπρίων Ελλάδας, καθώς και τα Κυπριακά Παροικιακά Σωματεία της Αττικής, για την άδολη αγάπη και προσφορά τους προς την Κύπρο, τη συμπαράταξη και τη συμπόρευση στον αγώνα για επικράτηση της διεθνούς νομιμότητας.
Επιτρέψτε μου, επίσης, να εκφράσω τις πιο θερμές ευχαριστίες και την ευγνωμοσύνη της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και του κυπριακού λαού προς την Κυβέρνηση, την πολιτική ηγεσία και τον λαό της Ελλάδος για τη διαχρονική, ανιδιοτελή και έμπρακτη στήριξη στο δίκαιο αγώνα που διεξάγουμε για την επανένωση της πατρίδας μας.
Είναι μια μάχη που δίνουμε για απαλλαγή της Κύπρου από την κατοχή, μια μάχη για τη διασφάλιση της φυσικής και εθνικής επιβίωσης του Κυπριακού Ελληνισμού στη γη των προγόνων του, η οποία ποτίστηκε με το αίμα και τον ιδρώτα χιλιάδων γενεών Ελλήνων από τα χρόνια του Ομήρου και ακόμα πιο πέρα. Πολλοί ήταν οι κατακτητές που πέρασαν και έφυγαν από την Κύπρο, αλλά ποτέ ο Ελληνισμός της Κύπρου δεν έχασε την εθνική του ταυτότητα, δεν απομακρύνθηκε από τις καταβολές του, την ιστορία του και τις παραδόσεις του. Και δεν θα παύσουμε ποτέ να αγωνιζόμαστε γι΄ αυτό, όσες άλλες δυσκολίες και αν συναντήσουμε, όσος χρόνος και αν απαιτηθεί για να πετύχουμε όσα άλλοι λαοί στον κόσμο θεωρούν αυτονόητα για την δική τους φυσική και εθνική επιβίωση.
Συμπατριώτες και συμπατριώτισσες,
Έλληνες και Ελληνίδες,
Συγκεντρωθήκαμε σήμερα, στην αντικατοχική αυτή εκδήλωση, όπως κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, εδώ και σαράντα τρία χρόνια, με πάντα νωπές τις μνήμες και ανεπούλωτα τα τραύματα της προδοσίας και της καταστροφής της Κύπρου, αλλά με βαθιά περίσκεψη και επίγνωση του χρέους μας.
Συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ για να μνημονεύσουμε και να αποτίνουμε φόρο τιμής σε όσους, Έλληνες Κύπριους και Ελλαδίτες αδελφούς μας, αγωνίστηκαν και θυσίασαν τη ζωή τους για την Κυπριακή Δημοκρατία.
Μαύρο το καλοκαίρι του 1974. Ένα καλοκαίρι που σημάδεψε ανεξίτηλα την ιστορία της πατρίδας μας και τη δική μας μνήμη. Ένα καλοκαίρι που ο Ιούλης του, σκληρός και ανελέητος, κουβάλησε το δίδυμο έγκλημα το οποίο οδήγησε στην παράνομη και βίαιη κατοχή του 37% του νησιού μας.
Τέτοιες ημέρες, κάθε χρόνο, ξυπνούν μέσα μας οι θύμησες αλλά και ο πόνος από τα τραγικά γεγονότα του Ιούλη του 1974. Εκείνου του μαύρου Ιούλη, που έμελλε από τότε να στιγματίσει τις ζωές όλων μας και να εκτρέψει την ιστορική εξέλιξη του λαού και της κοινωνίας μας, σε κάθε της φάσμα.
Φίλες και φίλοι,
Η εκδήλωση του άφρονος πραξικοπήματος της Χούντας των Αθηνών και των συνεργατών της στην Κύπρο, εναντίον του νόμιμου και εκλεγμένου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπου Μακαρίου, ήταν η πρώτη πράξη της πατριδοκτόνου τραγωδίας που βίωσε και εξακολουθεί να βιώνει ο τόπος μας. Ήταν μια επαίσχυντη πράξη προδοσίας που οδήγησε στη συντριβή των δημοκρατικών θεσμών και που έδωσε άλλοθι στην Τουρκία να εφαρμόσει τα διχοτομικά της σχέδια εις βάρος της Κύπρου.
15 Ιουλίου 1974. Τα πάντα πάγωσαν. Η Δημοκρατία κατέρρευσε. Χάος και αταξία επικράτησε στο νησί. Οι κερκόπορτες άνοιξαν στον τούρκο κατακτητή.
«Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος,
να μας κεντρίσουν, να μας ξυπνήσουν, να μας φέρουν ένα μήνυμα.
Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος
κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα
χωρίς τίποτα να νιώσουμε».
Μέσα στους στίχους του κύπριου ποιητή Παντελή Μηχανικού, συνοψίζεται η τραγική υποτίμηση του επικείμενου κινδύνου. Σφάλματα και παραλείψεις δικές μας, εσωτερικές έριδες, διχόνοια και πάθη, οδήγησαν στον φανατισμό και στην πόλωση. Καταστάσεις που μας τύφλωσαν και δεν μας επέτρεψαν να αντιμετωπίσουμε συλλογικά την κυοφορούμενη καταστροφή που άρχισε ήδη με την τουρκανταρσία του 1963-64, καθώς και με την πρώτη επίθεση του τουρκικού στρατού κατά της ανεξάρτητης και κυρίαρχης Κύπρου με τους βομβαρδισμούς στην Τυλληρία και τη δημιουργία του τουρκικού προγεφυρώματος στην περιοχή των Κοκκίνων.
Τα όπλα του ειδεχθούς πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974 δεν στράφηκαν μόνο εναντίον αλλήλων, αλλά λάβωσαν βαθιά την ίδια την πατρίδα μας. Ήταν το χείριστο που θα μπορούσε να συμβεί ως αποτέλεσμα της αντεθνικής δράσης της ΕΟΚΑ Β’ με την εμπλοκή και την υποστήριξη της Χούντας των ολιγάριθμων ελλήνων αξιωματικών που για μια επταετία είχαν καταλύσει τη συνταγματική τάξη στην Ελλάδα.
Αυτή ήταν η ευκαιρία που έψαχνε η Τουρκία. Και δεν έχασε καθόλου χρόνο. Ολοκλήρωσε τη στρατιωτική προετοιμασία που από καιρό έκανε εις βάρος της Κύπρου και εκμεταλλεύτηκε διπλωματικά το πραξικόπημα. 20 Ιουλίου 1974. Πέντε μέρες μετά το δολοφονικό πραξικόπημα, ο Τούρκος Αττίλας, στο όνομα της δήθεν «αποκατάστασης της ειρήνης», κινητοποίησε την πολεμική του μηχανή και μαγάρισε τα χώματα της Κύπρου.
Οι λεβέντες της Εθνικής Φρουράς, κληρωτοί και έφεδροι, όπως και τα παλικάρια της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου, ανταποκρίθηκαν με αίσθημα περηφάνιας και αυτοθυσίας στο καθήκον τους και προσπάθησαν, με όσες δυνατότητες είχαν, να αποκρούσουν τις επιθέσεις του τουρκικού στρατού, γράφοντας μοναδικές σελίδες ηρωισμού, προελαύνοντας κιόλας μέχρι βαθιά στον τουρκικό θύλακα Αγύρτας – Λευκωσίας. Πολλοί ήταν οι Ελδυκάριοί μας που συνέχισαν και κατά τη δεύτερη φάση να δίνουν επικές μάχες, υπερασπίζοντας μέχρις εσχάτων το στρατόπεδό τους.
Δυστυχώς, όμως, οι δυνάμεις του εχθρού ήταν υπέρτερες τόσο σε αριθμό ανδρών όσο και σε στρατιωτικά σύγχρονα μέσα. Η τουρκική πολεμική αεροπορία, τα τελευταίου τύπου άρματα μάχης και τα πολυβόλα, με τα οποία συνεχώς ενισχύονταν τα αποβιβαζόμενα στην ακτή της Κερύνειας στρατεύματα του Αττίλα, επέφεραν σοβαρά πλήγματα στις αμυνόμενες δυνάμεις μας και ουσιαστικά έκαμψαν την αντίστασή τους.
Ωστόσο, η ιστορία ήδη κατέγραψε πως διαφορετική θα ήταν η εξέλιξη των πραγμάτων αν το πραξικόπημα δεν αποδιοργάνωνε σε μεγάλο βαθμό την Εθνική Φρουρά, με την μετακίνηση μονάδων μέχρι ακόμα και την Πάφο. Ως αποτέλεσμα, δεν εφαρμόστηκαν, στον χρόνο και στην έκταση που έπρεπε, τα σχέδια που είχαν προβλεφθεί για απόκρουση μιας πιθανής στρατιωτικής εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο. Και όχι μόνο αυτό. Υπήρξαν Ελλαδίτες χουντικοί αξιωματικοί που συνιστούσαν «αυτοσυγκράτηση» στις μονάδες μας χαρακτηρίζοντας την κινητοποίηση της πολεμικής μηχανής της Τουρκίας ως «άσκηση», ακόμα και όταν από τα τουρκικά αεροπλάνα, που αλώνιζαν τον Κυπριακό ουρανό βόρεια της Λευκωσίας, ρίπτονταν κατά εκατοντάδες οι Τούρκοι αλεξιπτωτιστές. Καμία ουσιαστική αντίδραση και όταν ακόμη από τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία προβάλλονταν από την προηγούμενη μέρα πληροφορίες και εικόνες από τον απόπλου των τουρκικών αποβατικών δυνάμεων από τα λιμάνια της Τουρκίας.
Ανυπεράσπιστη η Κύπρος δέχθηκε τις ορδές του κατακτητή στο ήδη πληγωμένο κορμί της. Ξεριζωμός, θάνατος, εξαφανίσεις, βιασμοί και το νησί να μοιράζεται στα δύο, φλεγόμενο μέσα στην οδύνη και τη συμφορά. Άνθρωποι που είχαν με τον ιδρώτα και τον μόχθο τους αποκτήσει το βιος τους, βρέθηκαν ξαφνικά αποστερημένοι των πολυτιμότερων αγαθών στη ζωή, ανήμποροι να κάνουν οτιδήποτε. Απώλεσαν συγγενείς και συγχωριανούς, σπίτια και περιουσίες, έχασαν τη συνοχή της οικογένειας και της κοινωνίας, των πόλεων και των χωριών τους.
Ακόμη και αυτοί που δεν κατέληξαν πρόσφυγες, βίωσαν βαθιά μέσα τους την οδύνη των συμπατριωτών τους και την απειλή του κατακτητή που μαγάριζε πια τα ιερά χώματα της πατρίδας τους, ελάχιστα μόνο χιλιόμετρα από τα δικά τους μέρη. Σε ένα πελώριο προσφυγικό καταυλισμό είχε μετατραπεί η Κύπρος εκείνες τις μέρες. Ο πανικός και η οδύνη χαράχτηκαν στα πρόσωπα όλων. Κι όμως καμιά στήριξη, καμιά βοήθεια από τη διεθνή κοινότητα, η οποία παρέμεινε αδρανής, αδύνατη και άβουλη να αποτρέψει ή να σταματήσει τις ορδές του Αττίλα, απλός θεατής σε όλο αυτό το θέατρο του παραλόγου. Καμιά κίνηση εκ μέρους των δυνατών της γης να νουθετήσουν τη σύμμαχό τους, γεγονός που δημιουργούσε ερωτηματικά για τη δική τους ευθύνη στη διάπραξη του εγκλήματος.
Κυρίες και κύριοι,
Ο λαός μας για σαράντα τρία ολόκληρα χρόνια σηκώνει ένα αβάσταχτο σταυρό μαρτυρίου με υπομονή, θάρρος και εγκαρτέρηση. Σαράντα τρία χρόνια μετά, οι τραγικές συνέπειες της προδοσίας και του εγκλήματος παραμένουν αναλλοίωτες. Οι πρόσφυγες, οι αγνοούμενοι, οι εγκλωβισμένοι, η καταστροφή της πολιτιστικής και θρησκευτικής μας κληρονομιάς, αποτελούν τα τεκμήρια της κατ’ εξακολούθηση διεθνούς παρανομίας της Τουρκίας εις βάρος της Κύπρου.
Οι δυσκολίες και οι προκλήσεις που καλούμαστε σήμερα να αντιμετωπίσουμε είναι ιδιαίτερα μεγάλες. Η τουρκική αδιαλλαξία, η καταπάτηση των βασικών ελευθεριών και των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα στρατεύματα κατοχής, ο συνεχής εποικισμός των κατεχομένων, καθιστούν τον κίνδυνο μόνιμης διχοτόμησης της πατρίδας μας ολοένα και πιο ορατό.
Έχοντας πλήρη επίγνωση της πραγματικότητας και των κινδύνων του απαράδεκτου status quo, καλούμαστε να χαλυβδώσουμε την πίστη στο δίκαιο του αγώνα μας. Καλούμαστε να διαφυλάξουμε την ιστορική μας ταυτότητα, την ελληνική μας γλώσσα και παιδεία, τις παραδόσεις και τον πολιτισμό μας. Καλούμαστε σήμερα να πάρουμε ιστορικές αποφάσεις που θα καθορίσουν το μέλλον μας.
Μοναδικός στόχος μας είναι η επίτευξη μιας λύσης που θα δικαιώνει τη θυσία των ηρώων και των μαρτύρων μας. Μιας λύσης που θα αποτελεί μεν προϊόν συμβιβασμού, αλλά θα είναι λειτουργική και βιώσιμη διασφαλίζοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες όλων των Κυπρίων. Μιας λύσης που θα επανενώνει την πατρίδα μας και θα τερματίζει την κατοχή, οδηγώντας μας σε μια νέα εποχή. Σε μια εποχή που θα υπόσχεται πολύ περισσότερα σε όλους τους νόμιμους κατοίκους της νήσου, σε συνθήκες ελευθερίας, δημοκρατίας, ασφάλειας και ευημερίας.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, συναισθανόμενος την κρισιμότητα των καιρών και παρά τη συνεχιζόμενη τουρκική αδιαλλαξία, καταβάλλει συστηματικές προσπάθειες για επίλυση του εθνικού μας προβλήματος. Σε συνεργασία πάντα με την ελληνική κυβέρνηση, έθεσε την Τουρκία προ των ευθυνών της, ξεκαθαρίζοντας ότι πρέπει αυτή τη φορά να ληφθούν πρωτίστως αποφάσεις για το θέμα της ασφάλειας, των εγγυήσεων και των στρατευμάτων. Η αποφασιστικότητα που επιδεικνύει για λύση του Κυπριακού στηρίζεται στις αρχές και στις αξίες του διεθνούς δικαίου, του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και του ευρωπαϊκού κεκτημένου, ώστε να διασφαλίζεται η λειτουργικότητα και βιωσιμότητα του κράτους μας.
Δυστυχώς, όμως, παρά τη μεγάλη προσπάθεια που καταβάλλει και την αποφασιστικότητα που επιδεικνύει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, οι συνομιλίες για εξεύρεση μιας καθολικά αποδεκτής, δίκαιης και βιώσιμης διευθέτησης του εθνικού μας προβλήματος έχουν και πάλι περιέλθει σε μια δύσκολη φάση. Η αδιαλλαξία της Τουρκίας και η επιμονή της να θέτει συγκεκριμένους όρους οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί από τη δική μας πλευρά, έχουν οδηγήσει για μια ακόμη φορά τη διαδικασία σε τέλμα. Η μη βοηθητική στάση της Τουρκίας και κατ' επέκταση των Τουρκοκυπρίων κατά την πρόσφατη διάσκεψη της Ελβετίας, ώθησε τον Πρόεδρο Αναστασιάδη στην κατάθεση μιας ευέλικτης δέσμης προτάσεων με σκοπό την άρση του αδιεξόδου.
Οι προτάσεις αυτές αντιμετώπιζαν με ένα όσο το δυνατό ορθολογικότερο τρόπο τις ανησυχίες των Τουρκοκυπρίων επί συγκεκριμένων θεμάτων και ταυτόχρονα λάμβαναν υπόψη τις ευαισθησίες και τις ενστάσεις της δικής μας πλευράς. Βέβαια, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τόνισε ευθαρσώς ότι καμία από τις πιο πάνω προτάσεις δεν θα ίσχυε εάν δεν τερματίζονταν πρώτα οι εγγυήσεις και τα μονομερή επεμβατικά δικαιώματα, εάν δεν διαμορφωνόταν ένα σαφές χρονικό πλαίσιο αποχώρησης των κατοχικών στρατευμάτων και εάν δεν ικανοποιούνταν οι δίκαιες αξιώσεις των Ελληνοκυπρίων για το εδαφικό.
Παρά τη γενικότερη θετική αποτίμηση της προαναφερθείσας δικής μας πρωτοβουλίας, η άλλη πλευρά συνέχισε την αρνητική της στάση και μετά από μακρά διαδικασία διαβούλευσης και έντονες και επανειλημμένες διευκρινιστικές ερωτήσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας και του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών, ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών παραδέχτηκε ότι η δική τους θέση παρέμεινε αμετάβλητη, τόσο ως προς το σύστημα της ασφάλειας και των εγγυήσεων, όσο και στα θέματα της αποχώρησης των κατοχικών στρατευμάτων και του εδαφικού.
Είναι νομίζω σαφείς και ξεκάθαροι, σε κάθε καλόπιστο ακροατή, οι λόγοι για τους οποίους και η νέα διαδικασία των συνομιλιών οδηγήθηκε σε αδιέξοδο. Παρόλα αυτά, η δική μας πλευρά δεν επιθυμεί να συμμετέχει στο παιχνίδι της επίρριψης ευθυνών. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει ήδη με συνέπεια επαναβεβαιώσει την αποφασιστικότητά του να συνεχίσει να διαπραγματεύεται μια λύση μέσα στις παραμέτρους που έθεσε ο Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, εάν τερματιστούν από την πρώτη μέρα εφαρμογής της λύσης οι Συνθήκες Εγγυήσεων και Συμμαχίας, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος επέμβασης, εάν εξευρεθεί αποτελεσματικός μηχανισμός εφαρμογής και παρακολούθησης υλοποίησης της λύσης και εάν συμφωνηθεί χρονοδιάγραμμα πλήρους αποχώρησης των κατοχικών στρατευμάτων με βάση την πρόταση που έχουμε υποβάλει.
Στόχος και σκοπός μας, μέσα από τις προτάσεις που έχουμε υποβάλει, είναι η δημιουργία ενός πραγματικά ανεξάρτητου, κυρίαρχου και φυσιολογικού κράτους, απαλλαγμένου από τις όποιες εξαρτήσεις τρίτων χωρών. Ενός σύγχρονου, απόλυτα εναρμονισμένου με το ευρωπαϊκό κεκτημένο κράτους, που θα δίδει την προοπτική ειρηνικής συνύπαρξης και προοπτικής για το μέλλον για όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους του.
Έλληνες και Ελληνίδες,
Στις πολύ δύσκολες πιο πάνω εξισώσεις, έρχεται τώρα να προστεθεί και η ύπαρξη των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην αποκλειστική οικονομική ζώνη της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως και στις παραπλήσιες περιοχές της ανατολικής μεριάς της Μεσογείου. Αυτό καθιστά ακόμα πιο ελκυστική τη γεωστρατηγική και γεωπολιτική θέση του νησιού μας και αλλάζει το ισοζύγιο δυνάμεων στην περιοχή.
Διεθνείς εταιρείες-κολοσσοί στον τομέα της έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων προχώρησαν ήδη και επεκτείνουν τις δραστηριότητες τους στη δική μας περιοχή, ενώ μαζί με την Ελλάδα αξιοποιούμε το γεωπολιτικό αυτό πλεονέκτημα συνάπτοντας στρατηγικές συμφωνίες με τις χώρες της περιοχής, με πιο χαρακτηριστική εκείνη της κατασκευής του αγωγού μεταφοράς αερίου από το Ισραήλ στην Ιταλία μέσω της Κύπρου και της Ελλάδας, με χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θέτει πολύ ψηλά στις προτεραιότητές της την ενεργειακή της ασφάλεια για τα επόμενα χρόνια.
Ο δρόμος αυτός, βέβαια, δεν είναι εύκολος, αφού πάντα θα υπάρχουν οι απειλές και οι διεκδικήσεις της Τουρκίας. Από την άλλη όμως, θα υπάρχει η αποφασιστικότητα όλων των χωρών που εμπλέκονται στην αξιοποίηση των νέων στρατηγικών δεδομένων, όπως διαφάνηκε και με την πολύ πρόσφατη συνάντηση των ηγετών Ελλάδας, Ισραήλ και Κύπρου στη Θεσσαλονίκη, καθώς και προηγούμενα με την Ιταλία μαζί στην Ιερουσαλήμ και πιο πριν με την Αίγυπτο στο Κάιρο.
Φίλες και φίλοι,
Ο Οδυσσέας Ελύτης, πολύ σωστά και παραστατικά, μάς τονίζει μέσα από τους στίχους του πώς «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή, θέλει νεκροί χιλιάδες να `ναι στους τροχούς, θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους». Ας τιμήσουμε, λοιπόν, σήμερα όλους τους ανυπότακτους αγωνιστές της δημοκρατίας και της ελευθερίας που γενναία αντιστάθηκαν και δεν συμβιβάστηκαν με τη δικτατορία. Ας υποκλιθούμε σήμερα ευλαβικά και με δέος στη θυσία των ηρωικών νεκρών μας, στη θυσία όλων όσοι προσέφεραν διαχρονικά τη ζωή τους στους αγώνες του Έθνους, στη θυσία όλων όσοι ήσαν στους τροχούς για να γυρίσει ο ήλιος!
Ας κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ μπρος στους Ελλαδίτες αδελφούς μας που μαζί με τους Κύπριους συμπολεμιστές τους έγιναν θυσία στο βωμό της τιμής και της εθνικής αξιοπρέπειας, σε όλους όσοι «από το χρέος μη κινούντες», παρέμειναν πιστοί στα ιδανικά και τις αξίες της φυλής μας ποτίζοντας με το αίμα τους τα χώματα της μαρτυρικής μας πατρίδας. Ας ακολουθήσουμε σεμνά το λαμπρό παράδειγμά τους.
Συμπατριώτες και συμπατριώτισσες,
Έλληνες και Ελληνίδες,
Εκ μέρους του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, κυρίου Νίκου Αναστασιάδη, σας μεταφέρω τις θερμές ευχαριστίες και τη βαθιά ευγνωμοσύνη του ελληνισμού της Κύπρου για τη συμπαράσταση και την αγάπη σας.
Ελλάδα και Κύπρος, είμαστε πάντα μαζί για να μην αφήσουμε τις ηρωικές θυσίες των παλικαριών μας να πάνε χαμένες. Τώρα το χρέος είναι δικό μας να μαθαίνουμε από τα λάθη μας. Το χρέος είναι δικό μας να διαπαιδαγωγήσουμε ορθά τις νέες γενιές, ώστε να συνεχίσουν με σθένος τον αγώνα για ελευθερία, δημοκρατία και αξιοπρέπεια. Το χρέος είναι δικό μας να συνεχίσουμε μαζί τον αγώνα για μια Κύπρο ελεύθερη από κατοχικούς στρατούς, χωρίς συρματοπλέγματα και σύνορα, επανενωμένη και ασφαλή για όλους τους κατοίκους της. Τώρα το χρέος είναι δικό μας για τη δημιουργία ενός φυσιολογικού και ανεξάρτητου κράτους.