Ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως συζήτησε τις τροποποιήσεις στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Αστυνομίας ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών
Σε συζήτηση των Πειθαρχικών Κανονισμών της Αστυνομίας προέβη, σήμερα, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως κ. Ιωνάς Νικολάου με τα μέλη της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών, υπογραμμίζοντας ότι οι κανονισμοί υπόκεινται σε αλλαγές ώστε να καθίστανται οι διαδικασίες πιο αντικειμενικές και να διασφαλίζουν μια πιο δίκαιη μεταχείριση των Μελών που διαπράττουν πειθαρχικά παραπτώματα.
Σε δηλώσεις του μετά το πέρας της συνεδρίας της Επιτροπής, ανέφερε:
«Έχουμε ήδη υποβάλει συγκεκριμένες τροποποιήσεις με τις οποίες επιδιώκουμε όπως εφαρμοστούν πιο αντικειμενικά κριτήρια ή δυνατότητες αξιολόγησης και εκδίκασης των πειθαρχικών υποθέσεων.
Έχουμε τροποποιήσει τον υφιστάμενο Κανονισμό και αντί να διορίζεται κάθε φορά Επιτροπή, μετά από τη διάπραξη ενός πειθαρχικού αδικήματος για το οποίο αποφασίζεται η εκδίκασή του, να διορίζεται μια τριμελής Επιτροπή που να είναι μόνιμη και να λειτουργεί για συγκεκριμένη περίοδο. Έτσι τα μέλη της Επιτροπής θα έχουν ενιαία κρίση για την αντιμετώπιση αυτού του είδους των υποθέσεων, η οποία δεν θα διαφοροποιείται ανάλογα με τα άτομα που θα διορίζονται κάθε φορά. Προσομοιάζει περισσότερο στις πειθαρχικές διαδικασίες που καθορίζονται για παράδειγμα στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ή στην Εκπαιδευτική Υπηρεσία, οι οποίες είναι μόνιμες επιτροπές, ή ακόμα και στα Δικαστήρια όπου εκδικάζονται ποινικές υποθέσεις από ένα συγκεκριμένο ή συγκεκριμένους δικαστές.
Στην τριμελή Πειθαρχική Επιτροπή θα συμμετέχουν δύο μέλη της Νομικής Υπηρεσίας ώστε η κρίση της Επιτροπής να διέπεται κυρίως με βάση το Νόμο και τους Κανονισμούς και όχι από την κρίση κάποιων ατόμων που μπορεί να μην έχουν την απαιτούμενη νομική κατάρτιση. Η δεύτερη τροπολογία αφορά την παρουσίαση της υπόθεσης ενώπιον μιας επιτροπής ή ενός προεδρεύοντα αξιωματικού – δηλαδή μονομελή σύνθεση εκδίκασης – όπου η παρουσίαση θα γίνεται από άτομο στην Αστυνομία που κατέχει πτυχίο Νομικής. Να γίνεται, δηλαδή, η παρουσίαση στη βάση των νομικών κανόνων και διαδικασιών που επιτρέπουν τόσο τη δίκαιη εκδίκαση μιας υπόθεσης όσο και τη σωστή παρουσίασή της.
Μια άλλη καινοτομία είναι η δυνατότητα να καταχωρείται έφεση σε μια περίπτωση όπου είναι αθωωτική η απόφαση, κατ’ αναλογία των προνοιών που υπάρχουν στην ποινική δικονομία, όπου ο Γενικός Εισαγγελέας μπορεί να καταχωρήσει έφεση σε αθωωτική απόφαση σε ποινική διαδικασία.
Γίνεται, επίσης, αναθεώρηση των επιβαλλόμενων ποινών. Οι ποινές που προβλέπονται στον υφιστάμενο Κανονισμό είναι πολύ παλιές και οι διατάξεις αναχρονιστικές σε σχέση με τον σημερινό χρόνο, αν σκεφτείτε ότι προβλέπονται ποινές όπου κάποιος μπορεί να επιβάλει μια χρηματική ποινή ή την ποινή της επίπληξης για οποιοδήποτε πειθαρχικό αδίκημα. Με τον διαχωρισμό επέρχεται μια δικαιότερη και πιο αντικειμενική εκδίκαση και επιβολή της ποινής σε αυτές τις διαδικασίες. Επιπρόσθετα, γίνεται αύξηση των ποινών».
Ερωτηθείς αναφορικά με το ποιος αποφασίζει για την άσκηση έφεσης, ο κ. Υπουργός είπε γι αυτό αποφασίζει ο Αρχηγός Αστυνομίας, όπως αποφάσιζε μέχρι σήμερα. «Στις περιπτώσεις που τα αδικήματα αφορούν διαφθορά, προβλέπεται ότι οι ποινές που θα επιβάλλονται, θα είναι μόνο είτε η ποινή της απόλυσης ή της υποχρεωτικής αφυπηρέτησης, ανεξάρτητα από την ποινή που επιβλήθηκε στην ποινική διαδικασία», διευκρίνισε, τονίζοντας ότι τέτοια μέλη δεν έχουν καμία θέση στην Αστυνομία.
Κληθείς να επεξηγήσει τη διαφορά της ποινής της απόλυσης και της υποχρεωτικής αφυπηρέτησης, ο κ. Υπουργός επεσήμανε ότι στην δεύτερη περίπτωση το μέλος λαμβάνει όλα τα δικαιώματά του ενώ στην περίπτωση της απόλυσης στερείται κάποια από αυτά – δηλαδή τα συνταξιοδοτικά και το εφάπαξ. Τις ποινές θα τις επιβάλλει η τριμελής επιτροπή, ανέφερε, προσθέτοντας ότι υπάρχουν ξεχωριστές διαδικασίες στον Κανονισμό αναλόγως των βαθμών των μελών.
Σε ερώτηση κατά πόσον, σύμφωνα και με την πρόσφατη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, θα διερευνηθεί πειθαρχικά η συγκεκριμένη υπόθεση με αυτούς τους Κανονισμούς, ο κ. Υπουργός ανέφερε: «Επειδή η εφαρμογή των ποινών τυγχάνει να έχει ανάλογης εφαρμογής με τις ποινές που προβλέπονται για ποινικές, έχω την άποψη ότι δεν θα μπορούν να εφαρμοστούν με τον τρόπο που ρυθμίζονται σήμερα στις περιπτώσεις που τα πειθαρχικά παραπτώματα προηγήθηκαν της ισχύος της εφαρμογής του συγκεκριμένου Κανονισμού. Γι αυτό το θέμα θα ζητήσουμε και την άποψη του Γενικού Εισαγγελέα, αλλά θεωρώ δεδομένο ότι η άποψη του βάσει αποφάσεων δικαστηρίου, ότι η εφαρμογή πειθαρχικών ποινών τυγχάνει της ίδιας μεταχείρισης που εφαρμόζονται σε ποινικές διαδικασίες».
Κληθείς να αναφέρει κατά πόσον στους Κανονισμούς προβλέπονται ποινές ανάλογες με αυτή την οποία υπέστη ο Υπαρχηγός της Αστυνομίας σε περίπτωση διαρροής, ο κ. Νικολάου είπε: «Δεν θα ήθελα να κάνω οποιαδήποτε σύνδεση με τον Υπαρχηγό της Αστυνομίας, θα ήθελα να πω ότι η διαρροή πληροφοριών που σχετίζονται ή επηρεάζουν τα καθήκοντα της Αστυνομίας, συνιστά πειθαρχικά παραπτώματα και ποινικά αδικήματα».