12/4/16

ΟΜΙΛΙΑ ΓΕΝΙΚΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΚΕ ΑΚΕΛ Α. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ

ΟΜΙΛΙΑ ΓΕΝΙΚΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΚΕ ΑΚΕΛ Α. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ

«Η ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΜΙΑΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗΣ ΚΥΠΡΟΥ»
(12 Απριλίου 2016)


Είναι με ιδιαίτερη χαρά που αποδέχτηκα την πρόσκληση να είμαι εισηγητής στην παρουσίαση του βιβλίου του καθηγητή και φίλου Αντρέα Θεοφάνους, «Η Διακυβέρνηση και η Πολιτική Οικονομία μιας Ομοσπονδιακής Κύπρου».
Οι διαπραγματεύσεις για επίλυση του Κυπριακού προβλήματος βρίσκονται σε κρίσιμη καμπή έστω και αν οι βουλευτικές εκλογές του Μάη τις επιβράδυναν. Στο πλαίσιο αυτών των συζητήσεων η ανάλυση της μορφής της πολιτειακής δομής της ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας, χωριστά αλλά και σε συνάρτηση με τις οικονομικές πτυχές της λύσης είναι ιδιαίτερα χρήσιμη. Η επιστημονική προσέγγισης και πραγμάτευση ενός τόσο κεφαλαιώδους ζητήματος που θα καθορίσει το μέλλον του τόπου και του λαού μας, και η καλόπιστη κριτική συμβάλλουν στο δημόσιο διάλογο και στο δύσκολο έργο της διαπραγμάτευσης.
Αυτά τα στοιχεία χαρακτηρίζουν τη νέα δουλειά του Αντρέα Θεοφάνους.  Συνθέτουν ένα βιβλίο χρήσιμο για κάθε μελετητή του Κυπριακού. Ανεξαρτήτως αν συμφωνεί ή διαφωνεί με την ανάλυση που γίνεται από το συγγραφέα. Πρόκειται για ένα βιβλίο που υποστηρίζει τη διεπιστημονική μελέτη, υιοθετώντας απλή και καθαρή γλώσσα. Αναπτύσσοντας τις θέσεις του ο συγγραφέας δημιουργεί ερεθίσματα για προβληματισμό σε κάθε αναγνώστη.
Ο Αισχύλος είχε πει ότι «δεν μαθαίνει κανείς παρά τη μισή μόνο αλήθεια, όταν ακούει μόνο τη μία παράταξη απ' τις δύο». Θεωρώ ότι είχε δίκαιο. Στόχος μου παρουσιάζοντας το βιβλίο είναι να παραθέσω τις απόψεις του συγγραφέα αλλά και τις δικές μου αναφορικά με το υπό συζήτηση θέμα. 
Στο γενικό μέρος του βιβλίου του, που περιλαμβάνει ουσιαστικά τα πρώτα δύο κεφάλαια, ο συγγραφέας επιχειρεί να αποτυπώσει την ιστορική προέλευση του Κυπριακού προβλήματος και να θέσει το υπόβαθρο για τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων. Ανασκοπεί προηγούμενες προσπάθειες λύσης φτάνοντας στην έναρξη του υφιστάμενου κύκλου των διαπραγματεύσεων. Ζητούμενο, σε αυτά τα δύο πρώτα κεφάλαια, είναι να τοποθετηθεί ο στρατηγικός στόχος της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας, μέσα στο πλαίσιο των γεγονότων που τον έχουν καθορίσει. Ταυτόχρονα να αναδειχθεί η- κατά το συγγραφέα- αναγκαιότητα διαφοροποίησης ή/και αναθεώρησής του από εναλλακτικούς στρατηγικούς στόχους. Ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η ανάλυση είναι το αξίωμα ότι «η δημιουργία κοινών στόχων» ανάμεσα στις δύο κοινότητες της Κύπρου, αποτελεί το θεμέλιο λίθο της λειτουργικότητας και βιωσιμότητας της λύσης συνολικά, τόσο στο κοινωνικοπολιτικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Υποστηρίζει δε ότι η δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία περιορίζει τη θεσμική εδραίωση μιας πολυπολιτισμικής ομοσπονδιακής Κύπρου γιατί, όπως επιχειρηματολογεί ο ίδιος ο συγγραφέας, αποτελεί απόλυτη μορφή εμβάθυνσης της εθνοκοινοτικής δομής η οποία λειτουργεί χωριστικά και δε συμβάλλει στην ενοποίηση του τόπου, του λαού, της οικονομίας και της κυπριακής πολιτείας.
Στα επόμενα κεφάλαια ο συγγραφέας προχωρά με πιο ενδελεχή ανάλυση και αξιολόγηση των ορισμών, των διαφορετικών προσεγγίσεων και των πρακτικών θεμάτων που συνδέονται τόσο με τη μορφή της πολιτειακής δομής που βρίσκεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όσο και με την οικονομία. Σημείο αναφοράς του είναι οι διαφορετικές προσεγγίσεις στην ελληνοκυπριακή πλευρά, καθώς και στις διαχρονικές επίσημες τοποθετήσεις των δύο κοινοτήτων. 
Ταυτόχρονα, αξιολογούνται σημαντικά πολιτικά δεδομένα όπως ο Κανονισμός της Πράσινης Γραμμής και η δημογραφική κατάσταση στις δύο κοινότητες. Αξιολογούνται επίσης κύρια οικονομικά ζητήματα και εξετάζεται η σχέση ανάμεσα σε αυτά και συνταγματικές ρυθμίσεις. Όπως σωστά επισημαίνεται, αυτά τα στοιχεία επηρεάζουν ποικιλοτρόπως τη διαμόρφωση του κοινωνικοπολιτικού και οικονομικού μας περιβάλλοντος. Εξάλλου, είναι αυτά τα δεδομένα που λαμβάνονται υπόψη στους προβληματισμούς του συγγραφέα αναφορικά με το στρατηγικό στόχο και το περιεχόμενο της λύσης. Προς την ίδια κατεύθυνση, αξιολογούνται ομοσπονδιακά μοντέλα άλλων κρατών και επισημαίνεται η αδυναμία απόδοσης συγκεκριμένου περιεχομένου στη λεγόμενη «ευρωπαϊκή λύση». Την ανάλυση του κ. Θεοφάνους συμπληρώνει η μελέτη του νέου γεωπολιτικού περιβάλλοντος που έχει διαμορφωθεί, ειδικότερα στην ευρύτερη περιοχή μας.  Συμφωνούμε νομίζω όλοι ότι αυτό αναμένεται να επηρεάσει άμεσα ή έμμεσα την Κύπρο και τις προσπάθειες λύσης. Καταληκτικά επιχειρείται, και χρησιμοποιώ τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα, «η κατάθεση κατευθυντηρίων γραμμών ενός διαφορετικού μοντέλου- της δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας με το ‘σωστό περιεχόμενο’».
Από όσα έχω ήδη αναφέρει, είναι προφανές ότι είναι αδύνατο σε μια σύντομη παρουσίαση να μπορέσω να σχολιάσω όλα τα ζητήματα που αναλύει ο αγαπητός Αντρέας. Θα επιδιώξω όμως να το πράξω για μερικά από αυτά ελπίζοντας ότι θα συμβάλω εποικοδομητικά στο διάλογο που διεξάγεται. Αρχή θα κάνω με αυτό που θεωρώ ‘αφορμή’ και ‘γενεσιουργό αιτία’ της παρούσας μελέτης∙ την αντίληψη που διατυπώνεται από το συγγραφέα ότι «η έννοια της δικοινοτικής διζωνικής  ομοσπονδίας, όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα, προνοεί την ύπαρξη δύο συνιστώντων κρατών (αλλαγή από το ομοσπονδιακό προς το συνομοσπονδιακό μοντέλο) τα οποία θα ενωθούν μαζί κάτω από μία κοινή (τρίτη) κρατική ομοσπονδιακή διάρθρωση».
Δεν θα αναλύσω σε βάθος τους λόγους που μας οδήγησαν στο να αποδεχθούμε ότι μόνη λύση στο Κυπριακό είναι η δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία. Εξαιτίας της προδοσίας και της εισβολής του 1974 αναγκαστήκαμε να προβούμε σε ένα συμβιβασμό. Είναι δυνατόν σήμερα να γυρίσει το ποτάμι πίσω; Είναι εφικτό σήμερα να εγκαταλείψουμε αυτά που συμφωνήσαμε με τη διεθνή και τουρκοκυπριακή κοινότητα και να πάμε πίσω στο ενιαίο κράτος του 1960 ή σε κάτι καλύτερο; Όλοι θυμόμαστε ή θα έπρεπε να θυμόμαστε πού οδηγήθηκε η Κύπρος την τελευταία φορά που δοκιμάσαμε να θυσιάσουμε το εφικτό στο βωμό του ευκταίου.
Η συμφωνία της 8ης Ιουλίου, τα κοινά ανακοινωθέντα Χριστόφια- Ταλάτ, η κοινή διακήρυξη της 14ης Φεβρουαρίου του 2014, παρότι έχουν ποιοτικές διαφορές μεταξύ τους, συναντώνται σε ένα ζωτικής σημασίας σημείο: στο στρατηγικό στόχο της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, όπως ερμηνεύεται από τα Ηνωμένα Έθνη. Αξίζει να σημειωθεί ότι στα κοινά ανακοινωθέντα και τις συγκλίσεις Χριστόφια- Ταλάτ, για πρώτη φορά οι δύο κοινότητες συμφώνησαν με σαφήνεια ότι η ομοσπονδιακή Κύπρος θα συνιστά μία και μόνη κρατική οντότητα, με μία και μόνη αδιαίρετη κυριαρχία, μία διεθνή προσωπικότητα και μία ιθαγένεια. Στην κοινή διακήρυξη Αναστασιάδη-Έρογλου επαναλαμβάνεται η δέσμευση για μία και μόνη - όχι όμως και αδιαίρετη – κυριαρχία, γι΄αυτό εξάλλου είχαμε εκτιμήσει ως ΑΚΕΛ ότι με αυτή τη διακήρυξη διασφαλίσαμε λιγότερα από όσα προηγουμένως είχαμε πετύχει.
Ο όρος «δικοινοτική ομοσπονδία» όπως καθορίζεται από τον ίδιο τον ΟΗΕ, σημαίνει ότι και οι δύο κοινότητες θα συμμετέχουν αποτελεσματικά στα όργανα και τις αποφάσεις της κεντρικής εξουσίας. Αυτό το στοιχείο δεν είναι νέο. Περιλαμβάνεται και στο Σύνταγμα του 1960.
Υποστηρίζεται από αρκετούς ότι ο όρος  «διζωνική» δεν περιλαμβάνεται στη Συμφωνία Υψηλού επιπέδου του 1977. Θέλω όμως να υπενθυμίσω  ότι η συγκεκριμένη συμφωνία αναφερόταν σε έδαφος που θα τελεί κάτω από τη διοίκηση κάθε κοινότητας. Έτσι ακριβώς αντιλαμβανόμαστε το περιεχόμενο της διζωνικής, που δεν είναι άλλο από την ύπαρξη δύο περιφερειών, καθεμιά από τις οποίες θα διοικείται από την αντίστοιχη κοινότητα. Όσον αφορά στην ίδια την ορολογία της διζωνικής, στη συνέχεια έγινε δεκτή και αυτή. Όλα τα σχέδια του ΟΗΕ που υποβλήθηκαν μετά τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου προνοούν ρητώς για διζωνική ομοσπονδία όσον αφορά την εδαφική πτυχή, δηλαδή υιοθετούν τον όρο και του προσδίδουν το περιεχόμενο που αναφέραμε πιο πάνω. Το ίδιο και πληθώρα ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας καθώς και η  συμφωνία της 8ης Ιουλίου. Αυτό που επιδιώκουμε και αυτό που συζητούμε δεν έχει σε τίποτε να κάνει με τη δημιουργία χωριστών κυρίαρχων δομών.
Αναιρεί η διζωνικότητα ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του κυπριακού μοντέλου πολιτειακής δομής, τα ενοποιητικά στοιχεία μιας ομοσπονδίας; Η διζωνικότητα είναι ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του κυπριακού μοντέλου της ομοσπονδίας για ένα πολύ απλό λόγο: είναι απότοκο του δικοινοτισμού, εκτός αν κάποιοι θεωρούν ότι είναι καλύτερα ή μπορούμε να επιστρέψουμε σε λογικές θυλάκων. Παράλληλα, σε καμιά περίπτωση δεν συνεπάγεται τριχοτόμηση της κυριαρχίας, ούτε και δημιουργία ενός τρικέφαλου μορφώματος. Στα ομοσπονδιακά συστήματα, το ομοσπονδιακό σύνταγμα υπερέχει των συνταγμάτων και νόμων των ομόσπονδων μονάδων.  Διασφαλίζονται πλήρη κεντρικά και περιφερειακά όργανα εξουσίας, υπάρχει διάκριση αρμοδιοτήτων και απαγορεύεται η απόσχιση. Συνεπώς, οι ζώνες εξυπηρετούν απλά και μόνο τον εδαφικό διαχωρισμό σε περιφέρειες για σκοπούς διοίκησης από τα περιφερειακά όργανα των ομόσπονδων μονάδων. Αυτά τα κοινά χαρακτηριστικά όλων των ομοσπονδιών δεν νοείται να μην συναντώνται στην κυπριακή ομοσπονδία, γιατί απλούστατα δεν θα είναι ομοσπονδία.       
Σε ότι αφορά τα άλλα χαρακτηριστικά, όλα ανεξαιρέτως τα ομοσπονδιακά κράτη έχουν μία και μόνη κυριαρχία, ανεξαρτήτως φραστικών διακηρύξεων. Τα κατά καιρούς σχέδια των Ηνωμένων Εθνών αναφέρονταν σε μία και μόνη κυριαρχία αλλά πάντα πρόσθεταν κάποια «ουρά» με προφανή στόχο την ικανοποίηση επικοινωνιακών αναγκών της τουρκοκυπριακής πλευράς. Σε ότι αφορά τη διεθνή προσωπικότητα, η μία και μόνη διεθνής προσωπικότητα δεν αποκλείει περιορισμένο δικαίωμα σύναψης συνθηκών από τις περιφέρειες σε θέματα που εμπίπτουν στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων τους. Αυτό είναι σύνηθες φαινόμενο σε ομοσπονδιακά συστήματα και δεν ισοδυναμεί με διεθνή προσωπικότητα αφού το δικαίωμα δεν είναι πρωτογενές αλλά παράγωγο και παραχωρείται από το ομοσπονδιακό σύνταγμα. Η τουρκοκυπριακή πλευρά, επικαλούμενη το βελγικό μοντέλο, απαιτεί δικαίωμα των συνιστωσών πολιτειών να συνάπτουν διεθνείς συμφωνίες σε όλο το φάσμα των αρμοδιοτήτων τους, κάτι που εμείς απορρίπτουμε κατηγορηματικά.
Σε κάθε κράτος υπάρχει μόνο μία ιθαγένεια. Όμως, σε αρκετά ομοσπονδιακά κράτη (π.χ. ΗΠΑ, Ελβετία, Αυστρία) συναντάται η λεγόμενη εσωτερική ιθαγένεια. Η εσωτερική ιθαγένεια, ούτε αναιρεί ούτε έχει οποιαδήποτε σχέση με τη μία και μόνη ιθαγένεια αφού υπάρχει για λόγους που επιβάλλονται από εσωτερικές πολιτειακές ρυθμίσεις, π.χ. για σκοπούς άσκησης πολιτικών δικαιωμάτων. Στο Σύνταγμα του 1960 δεν υπήρχε τέτοια ανάγκη αφού τα πολιτικά δικαιώματα ασκούνταν σε κοινοτική βάση. Επειδή σύμφωνα με κατά καιρούς σχέδια και συζητήσεις η άσκηση πολιτικών δικαιωμάτων, με εξαίρεση τη Γερουσία, θα γινόταν σε εδαφική και όχι κοινοτική βάση, εισήχθη η εσωτερική ιθαγένεια με τη διευκρίνιση ότι αυτή δεν υποκαθιστά την ιθαγένεια του ομοσπονδιακού κράτους και ότι θα την έχουν μόνο όσοι έχουν ομοσπονδιακή ιθαγένεια. Παρόλο που η εσωτερική ιθαγένεια δεν επηρεάζει τη μία και μόνη ιθαγένεια, η πλευρά μας για σκοπούς αποφυγής παρερμηνειών ζήτησε αλλαγή της ορολογίας με άλλη. Στην κοινή διακήρυξη του 2014 το ζήτημα αντιμετωπίζεται κατά ικανοποιητικό τρόπο, αφού γίνεται αναφορά σε μία και μόνη ιθαγένεια και ότι οι πολίτες της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας θα είναι ταυτόχρονα πολίτες των συνιστωσών πολιτειών και ότι αυτή η ιδιότητα δεν θα υποκαθιστά τη μία και μόνη ιθαγένεια.
Τέλος, η πολιτική ισότητα όπως καθορίζεται στο σχετικό ορισμό του Συμβουλίου Ασφαλείας συνιστά σύζευξη του δικοινοτισμού, με το ομοσπονδιακό σύστημα. Δηλαδή όχι αριθμητικά ίση, αλλά αποτελεσματική συμμετοχή σε όλα τα όργανα και αποφάσεις μαζί με ισότητα και ταυτόσημες εξουσίες και λειτουργίες των δύο ομόσπονδων πολιτειών.     

Τίθεται από αρκετούς και με ένταση μάλιστα ότι η ομοσπονδία απειλεί τη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ισχυρίζονται ότι τη στιγμή της υιοθέτησης της ομοσπονδιακής δομής από ένα κράτος, οι δύο ζώνες θα καταστούν ισότιμες κυρίαρχες οντότητες με κίνδυνο μελλοντικής απόσχισης. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Η συνέχεια ενός κράτους θα διασφαλίζεται από το ίδιο το περιεχόμενο της λύσης. Αυτό είναι το πραγματικό ζητούμενο: πώς θα διασφαλίσουμε τη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας αποκλείοντας τη διαδοχή κράτους, αλλά ταυτόχρονα και τον κίνδυνο αδιεξόδου στις συνομιλίες. Όλες οι γνωματεύσεις που έχουμε στα χέρια μας, από εγνωσμένου κύρους καθηγητές Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου, συγκλίνουν σε δύο σημεία: Η συνέχεια της ΚΔ θα διασφαλίζεται μέσα από την αδιάλειπτη συμμετοχή της σε διεθνείς οργανισμούς (ΟΗΕ, ΕΕ κ.α.) και από τη συνέχεια της ισχύος των διεθνών συνθηκών της. Και τα δύο αυτά στοιχεία έχουν ήδη συμφωνηθεί μέσα από συγκλίσεις, καθώς επίσης και η ρητή απαγόρευση της απόσχισης.  Και για να μην παρεξηγηθώ, ξεκαθαρίζω ότι η συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι για εμάς κόκκινη γραμμή.
Σ΄ αυτό το σημείο θα ήθελα να υπογραμμίσω ξανά  ότι τα μέλη μιας ομοσπονδίας δεν αποτελούν κυρίαρχες οντότητες. Οι εξουσίες τους απορρέουν από το ομοσπονδιακό σύνταγμα.
Ο συγγραφέας διατυπώνει την ανησυχία του για το ρόλο που θα διαδραματίσει η διζωνικότητα, την οποία χαρακτηρίζει ως αυστηρή και ως εμπόδιο για την ενοποιητική δυναμική της νέας πολιτειακής δομής. Θα συμφωνήσω στο εξής: λύση χωρίς ενοποιητική δυναμική είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Εφόσον οι ανταγωνισμοί προφανώς δεν θα αποφευχθούν. Δεν μπορώ όμως να μη σχολιάσω το εξής: όταν στην προηγούμενη φάση των διαπραγματεύσεων κατατέθηκαν προτάσεις και συμφωνήθηκαν συγκλίσεις που συνηγορούσαν στην ύπαρξη ισχυρής κεντρικής κυβέρνησης με ευρείες αρμοδιότητες και αποτελεσματική συμμετοχή των δύο κοινοτήτων, αυτές λοιδορήθηκαν.  Αναφέρω ενδεικτικά τη διασταυρούμενη ψήφο, ένα στοιχείο συνενωτικό, αλλά και κάποιες άλλες συγκλίσεις  οι οποίες έδιναν τη δυνατότητα συγκρότησης μιας ομοσπονδίας λειτουργικής και ενοποιητικής.  Παράδειγμα αυτή που αποδίδει στην κεντρική κυβέρνηση την αρμοδιότητα για τους φυσικούς πόρους και τις θαλάσσιες ζώνες. 
Υποστηρίζεται ότι η διζωνικότητα είναι συνώνυμη με τον περιορισμό ατομικών δικαιωμάτων ή ότι δεν θα επιτρέψει την όσμωση των δύο κοινοτήτων. Όσοι το υποστηρίζουν αυτό επικαλούνται τις βασικές ελευθερίες. Προφανώς και δεν θα αποδεχτούμε αποστέρηση των βασικών ελευθεριών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εξάλλου, αυτή ακριβώς η θέση είναι που αποτυπώνεται στη σύγκλιση που έχει  καταγραφεί στο σχετικό έγγραφο των Ηνωμένων Εθνών. Υπάρχει τρόπος οι βασικές ελευθερίες όλων των Κυπρίων να γίνονται σεβαστές, χωρίς τις όποιες εγγυημένες πλειοψηφίες και ικανοποιώντας την εύλογη ανησυχία των Τουρκοκυπρίων για τη δυνατότητα διοίκησης της δικής τους συνιστώσας πολιτείας. Πιο συγκεκριμένα, καμία βασική ελευθερία δεν θα περιοριστεί αλλά θα τεθεί οροφή στην άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων σε εδαφική βάση. Όσοι υπερβαίνουν αυτή την οροφή, θα ασκούν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι σε κοινοτική βάση, όπως εξάλλου συμβαίνει και με το σημερινό Σύνταγμα. Αυτή η σύγκλιση συνιστά ρύθμιση και όχι αποστέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, ή με άλλα λόγια ένα συμβιβασμό ανάμεσα στα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα των πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τέτοιοι συμβιβασμοί δημιουργούν εκ των πραγμάτων τη δική τους ενοποιητική δυναμική.  
Επιτρέψετε μου να πω και δυο λόγια για τη σημασία της οικονομικής πτυχής της λύσης. Πρώτο, συμφωνούμε με τον Αντρέα ότι  η διακυβέρνηση θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό και την πολιτική οικονομία στην ομοσπονδιακή Κύπρο. Δεύτερο, είναι διαχρονική μας πεποίθηση ότι σε μια δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία στις συνθήκες της Κύπρου υπάρχει η δυνατότητα οικοδόμησης συνεκτικής και αναπτυξιακής οικονομίας.
Στο ερώτημα κατά πόσο το υπό συζήτηση οικοδόμημα της ΔΔΟ μπορεί να λειτουργήσει εντός της Ευρωζώνης, η απάντηση είναι απλή. Όπως στα ενιαία κράτη έτσι και στις ομοσπονδίες, η διεθνής προσωπικότητα των κρατών δεν καθορίζεται από την πολιτειακή τους δομή. Είναι οι ρυθμίσεις της λύσης αυτές που θα καθορίσουν την αποτελεσματική μας συμμετοχή στις δομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία ουδόλως εμποδίζει την εθνική τοποθέτηση και υιοθέτηση πολιτικών στον τομέα της οικονομίας.
Όσον αφορά το κόστος της λύσης, προφανώς και η εφαρμογή της θα έχει ένα σημαντικό αρχικό οικονομικό κόστος που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά. Μπροστά σε μια πραγματική προοπτική λύσης, αναμένουμε ότι η διεθνής κοινότητα θα συνδράμει την εφαρμογή της και η Τουρκία άμεσα ή έμμεσα θα αναλάβει τουλάχιστον ένα μέρος του κόστους που η ίδια προκάλεσε. Αυτό που απορρίπτουμε με απόλυτο τρόπο είναι την κατίσχυση  μνημονιακών λογικών δανεισμού, τις συνέπειες των οποίων είμαστε δυστυχώς σε θέση να γνωρίζουμε.
Είναι επίσης αλήθεια ότι οι ομοσπονδίες έχουν μεγαλύτερο κόστος λειτουργίας από ότι τα ενιαία κράτη. Ταυτόχρονα, είμαστε πεπεισμένοι ότι οι εξοικονομήσεις από την αποστρατιωτικοποίηση και τα οικονομικά οφέλη από την άρση του εμπάργκο σε τουρκικά λιμάνια και αεροδρόμια είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα που καταδεικνύουν ότι η λύση του Κυπριακού θα φέρει ανάπτυξη και ευημερία. Επίσης σημαντικά θα είναι τα οφέλη και από τον τουρισμό, το εμπόριο αλλά και την αξιοποίηση των ενεργειακών μας πόρων.  Τους οποίους θα δυσκολευτούμε πολύ να αξιοποιήσουμε απρόσκοπτα χωρίς λύση. Ακόμη και με όρους πολιτικής οικονομίας ένα περιβάλλον ειρήνης, ασφάλειας και σταθερότητας είναι πιο ελκυστικό για επενδύσεις από την παρούσα κατάσταση πραγμάτων.
Καμία λύση δεν θα είναι ανέξοδη. Από την άλλη όμως, το στάτους κβο δεν είναι λύση. Αντιθέτως, το πολιτικό και οικονομικό μακροπρόθεσμα κόστος του, που δεν θα είναι στατικό και αυτό αποδείχθηκε με το χειρότερο τρόπο μετά το 2004, ιδιαίτερα σε σχέση με το περιουσιακό, θα είναι πολύ μεγαλύτερο.
Όλα όσα έχω προαναφέρει, δημιουργούν το υπόβαθρο για να τοποθετηθώ επί της γενικής θέσης που διατυπώνει ο συγγραφέας υπέρ μιας λύσης δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας με το ‘σωστό περιεχόμενο’. Ο αγαπητός Αντρέας θα μου επιτρέψει να σχολιάσω ότι, ενώ συμφωνούμε ότι πρέπει να υπάρχει ισχυρή κεντρική κυβέρνηση, η διζωνικότητα είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο και δεν μπορεί να υπάρξει ως πιο χαλαρή ή πιο αυστηρή. Εξάλλου, εδώ έγκειται και η μεγάλη διαφωνία μας με την Τουρκική πλευρά, που ενίοτε επιχειρεί λανθασμένα να συνδέσει τη διζωνικότητα με θέματα αρμοδιοτήτων, κυριαρχίας και εγγυημένων πλειοψηφιών.
Τούτου λεχθέντος, θέλω να υπογραμμίσω ότι η ύπαρξη κάποιων σημαντικών συγκλίσεων στις οποίες αναφέρθηκα καταδεικνύει ότι η λειτουργικότητα της λύσης, η ενοποιητική της δυναμική, η βιωσιμότητά της είναι εφικτές. Φτάνει, το ΄σωστό περιεχόμενο’ να πάψει να λειτουργεί από κάποιους- και προφανώς δεν αναφέρομαι στο συγγραφέα- ως υπεκφυγή για να αποτραπεί η δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία. Εύχομαι η εποικοδομητική στάση, αντί της στείρας κριτικής, να γίνει στόχος όλων μας. Λαμβάνοντας φυσικά υπόψη, ότι το μεγαλύτερο στοίχημα είναι η άρση της τουρκικής αδιαλλαξίας. Και ότι η δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία είναι η μοναδική εναλλακτική επιλογή που έχουμε ενάντια στο στάτους κβο, το οποίο ποτέ δεν θα γίνει second best αλλά παραμένει το worst case scenario.
Αυτό γιατί διαιωνίζει την κατοχή, οδηγεί σε μόνιμη απεμπόληση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εξανεμίζει συν τω χρόνω τις ελπίδες του λαού μας για ευημερούσα και ειρηνική πατρίδα.
Ευχαριστώ όλους για την υπομονή σας και εσένα φίλε Αντρέα για την ενδιαφέρουσα εργασία σου.