Βρυξέλλες, 5 Απριλίου 2016
Η
έκθεση 2016 για τις αγορές ναρκωτικών στην ΕΕ, την οποία δημοσίευσαν σήμερα το
Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας ( EMCDDA) και η
Ευρωπόλ, εκτιμά ότι οι Ευρωπαίοι δαπανούν τουλάχιστον 24 δισ. ευρώ τον
χρόνο για παράνομες ναρκωτικές ουσίες, καθιστώντας την πώληση των ουσιών αυτών
μια από τις πιο κερδοφόρες δραστηριότητες για το οργανωμένο έγκλημα στην Ευρώπη.
Η έκθεση αναλύει την αγορά παράνομων ναρκωτικών με τις πιο προηγμένες μεθόδους,
εξετάζοντας τις τάσεις σε ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασμού, από την παραγωγή και
τη διακίνηση έως την εμπορία, τη διανομή και την κατανάλωση. Εξετάζει, επίσης,
το σημαντικό κόστος των εν λόγω αγορών για την κοινωνία, π.χ. τον αντίκτυπό τους
στις επιχειρήσεις, τους δημόσιους φορείς, τις γειτονιές, τις οικογένειες, τα
μεμονωμένα άτομα και το περιβάλλον.
Παρουσιάζοντας τα πορίσματα της έκθεσης, ο επίτροπος
Μετανάστευσης, Εσωτερικών Υποθέσεων και Ιθαγένειας, Δημήτρης
Αβραμόπουλος, δήλωσε τα εξής: «Οι σημερινοί έμποροι ναρκωτικών
εκμεταλλεύονται με μεγάλη ταχύτητα τις παγκόσμιες ροές μεταφορών, εμπορευμάτων
και ανθρώπων, προκαλώντας τους ζημίες και απειλώντας τη δημόσια υγεία.
Χρησιμοποιούν τις νέες τεχνολογίες και το διαδίκτυο, την ανάπτυξη του παγκόσμιου
εμπορίου και τις εμπορικές υποδομές για να αναπτύσσουν ταχύτατα τις εγκληματικές
τους δραστηριότητες σε διεθνές επίπεδο. Επιπλέον, η αστάθεια των περιοχών που
γειτονεύουν με την ΕΕ μπορεί να επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την αγορά ναρκωτικών
στην Ευρώπη. Η πολύτιμη αυτή έκθεση εξετάζει τις σχέσεις με άλλες εγκληματικές
δραστηριότητες και το πώς τα παράνομα έσοδα από το εμπόριο ναρκωτικών μπορούν να
χρηματοδοτούν τη λαθραία διακίνηση μεταναστών και την τρομοκρατία, και να
υπονομεύουν τη διεθνή αναπτυξιακή προσπάθεια. »
Ο
διευθυντής του EMCDDA ,
Alexis Goosdeel, πρόσθεσε: «Οι αγορές ναρκωτικών στην ΕΕ κατευθύνονται από δύο απλά
κίνητρα: το κέρδος και την εξουσία. Η κατανόηση του γεγονότος αυτού και των
ευρύτερων επιπτώσεων των αγορών ναρκωτικών στην κοινωνία έχει ιδιαίτερη σημασία
για να μπορέσουμε να μειώσουμε τις επιπτώσεις αυτές. Η γνώση αυτή είναι ουσιώδης
για την ανάπτυξη νέων στρατηγικών για την καταπολέμηση του οργανωμένου
εγκλήματος και την προστασία της υγείας, της ασφάλειας και της ευημερίας των
πολιτών μας».
Ο
διευθυντής της Ευρωπόλ, Rob Wainwright , δήλωσε
από την πλευρά του τα εξής: «Η παραγωγή και διακίνηση παράνομων ναρκωτικών
παραμένει μια από τις μεγαλύτερες και πιο καινοτόμες αγορές οργανωμένου
εγκλήματος στην Ευρώπη. Καθώς γίνεται
όλο και πιο σύνθετη και αλληλένδετη με άλλες μορφές εγκληματικότητας, ακόμα και
με την τρομοκρατία, αποτελεί σημαντική απειλή για την εσωτερική ασφάλεια της ΕΕ.
Η συντονισμένη διασυνοριακή αστυνομική συνεργασία είναι ουσιώδους σημασίας για
τη μείωση της έκτασης και των επιπτώσεών της, και αυτό μπορεί να επιτευχθεί
αξιοποιώντας τις μοναδικές επιχειρησιακές ικανότητες της Ευρωπόλ και άλλων μέσων
της ΕΕ.»
Η
έκθεση, η οποία συνοδεύεται από Στρατηγική Επισκόπηση, αξιοποιεί τις δεξιότητες
παρακολούθησης και ανάλυσης του EMCDDA καθώς και τις
ικανότητες ανάλυσης επιχειρησιακών πληροφοριών της Ευρωπόλ όσον αφορά τις τάσεις
του οργανωμένου εγκλήματος. Δείχνει δε μια προσαρμόσιμη και καιροσκοπική αγορά
που εξελίσσεται διαρκώς ― πράγμα που συνιστά σημαντική πρόκληση για τους
υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου και τη δημόσια
υγεία.
Από
την έκθεση προκύπτει ότι, ενώ εξακολουθούν να υφίστανται οι παραδοσιακές
διαδρομές διακίνησης, συνεχίζεται η διαφοροποίηση. Οι εν λόγω διαδρομές φαίνεται
ότι αφορούν λιγότερο κάποια προϊόντα απ’ ό,τι στο
παρελθόν, ενώ η νόμιμη μεταφορά και οι υλικοτεχνικές υποδομές εξακολουθούν να
αποτελούν αντικείμενο εκμετάλλευσης, με τα θαλάσσια κοντέινερ να αποτελούν ένα
βολικό μέσο για την εισαγωγή μεγάλων φορτίων ναρκωτικών στην Ευρώπη. Οι
πρόσφατες εξελίξεις στις διαδικτυακές αγορές, περιλαμβανομένου του σκοτεινού
δικτύου, τα λογισμικά εξασφάλισης της ανωνυμίας και τα κρυπτονομίσματα
προσφέρουν επίσης νέες δυνατότητες προμήθειας ναρκωτικών με ηλεκτρονικά
μέσα.
Τρία
βασικά ζητήματα αναδεικνύονται από την ανάλυση της έκθεσης:
- Η αύξηση των διασυνδέσεων μεταξύ του λαθρεμπορίου ναρκωτικών και άλλων μορφών εγκληματικότητας: οι ομάδες οργανωμένου εγκλήματος που δραστηριοποιούνται στην αγορά ναρκωτικών διαφοροποιούν τις δραστηριότητές τους σε πολλά και ποικίλα ναρκωτικά, προβαίνοντας σε άλλες μορφές εγκληματικότητας, όπως η τρομοκρατία, δημιουργώντας συμμαχίες πέραν των εθνικών και γεωγραφικών συνόρων και αξιοποιώντας προηγμένη εμπειρογνωσία.
- Ο ταχύς ρυθμός μεταβολής της αγοράς ναρκωτικών λόγω της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογίας: οι εγκληματικές ομάδες αξιοποιούν τάχιστα τις δυνατότητες που προσφέρουν η ευκολότερη πρόσβαση σε πληροφορίες, το διαδίκτυο και η ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου.
- Η γεωγραφική συγκέντρωση ομάδων οι οποίες ειδικεύονται σε εγκλήματα που συνδέονται με τα ναρκωτικά: η παραγωγή ή διακίνηση ναρκωτικών συγκεντρώνονται σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, στην Ευρώπη και αλλού· ορισμένες υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια, αλλά εμφανίζονται και νέες ζώνες παράνομης διακίνησης (π.χ. διακίνηση ηρωίνης μέσω του Νοτίου Καυκάσου).
Η έκθεση επισημαίνει με ποιον τρόπο η συντονισμένη δράση σε
επίπεδο ΕΕ μπορεί να αποβεί καταλυτική για την αντιμετώπιση του λαθρεμπορίου
ναρκωτικών και περιγράφει μια πλήρη σειρά συστάσεων και τρόπους δράσης σε
βασικούς τομείς για τη διαμόρφωση μελλοντικών πολιτικών και πρωτοβουλιών. Η
στρατηγική της ΕΕ για τα ναρκωτικά (2013-20) και το σχέδιο δράσης (2013—16)
παρέχει ένα πλαίσιο για την αντιμετώπιση των ναρκωτικών στην ΕΕ, συμπληρώνοντας
τις εθνικές στρατηγικές των κρατών μελών. Πρωταρχικός στόχος είναι η μετρήσιμη
μείωση των διαθέσιμων παράνομων ναρκωτικών μέσα από την πάταξη του λαθρεμπορίου,
την εξάρθρωση των ομάδων οργανωμένου εγκλήματος, την αποτελεσματική χρήση του
συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, την αποτελεσματική αστυνόμευση βάσει
εμπιστευτικών πληροφοριών και τη μεγαλύτερη ανταλλαγή πληροφοριών, καθώς και
δίνοντας έμφαση σε επίπεδο ΕΕ στη μεγάλης κλίμακας, διασυνοριακή και οργανωμένη
εγκληματικότητα που συνδέεται με τα ναρκωτικά.