Χαιρετισμός του Προέδρου
της Δημοκρατίας
κ. Ν.
Αναστασιάδη
στην εκδήλωση «Το Κυπριακό και τα ΜΜΕ:
Η Δεοντολογία και η
Ενημέρωση»
Συγχαίρω
θερμά το ΚΥΠΕ για τη διοργάνωση αυτής της Ημερίδας. Πράγματι διερχόμαστε μια
κρίσιμη περίοδο στο εθνικό μας θέμα και σημαντικός είναι ο ρόλος των ΜΜΕ διότι
είτε το θέλουμε είτε όχι η διαμόρφωση της κοινής γνώμης, η αρνητική ή θετική
τοποθέτηση εξαρτάται πολλές φορές από το πόσο η μετάδοση των πραγματικοτήτων,
της αλήθειας βρίσκει καλούς δέκτες στην κοινωνία ή δημιουργεί αρνητικούς
πολίτες.
Και δεν θα
μπορούσε να υπάρξει καλύτερη στιγμή για μία τέτοια συζήτηση, καθώς συντρέχουν
δύο σημαντικές εξελίξεις τις οποίες τόσο εμείς οι πολιτικοί όσο και τα Μέσα
Μαζικής Ενημέρωσης οφείλουμε να διαχειριστούμε με σεβασμό στους πολίτες, αλλά
και αποτελεσματικότητα ως προς τους στόχους μας.
Αναφέρομαι
βεβαίως στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό από τη μία, αλλά και στην εν
εξελίξει προεκλογική περίοδο η οποία συν τω χρόνω θα εντατικοποιηθεί.
Ως εκ
τούτου, θεωρώ ως ιδιαίτερα επίκαιρη την πρωτοβουλία του ΚΥΠΕ και γι’ αυτό σας
συγχαίρω για άλλη μια φορά.
Θα ήθελα να
ξεκινήσω με ένα πολύ στοιχειώδες ερώτημα: Ποιος είναι ο στόχος των Μέσων Μαζικής
Ενημέρωσης;
Η απάντηση
δεν είναι τόσο προφανής όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως ή τουλάχιστον δεν είναι
προφανής με τον ίδιο τρόπο για όλους
μας. Νομίζω, όμως, πως μπορούμε όλοι
να συμφωνήσουμε στο βασικό. Ότι δηλαδή τα Μέσα Ενημέρωσης οφείλουν να κάνουν σωστά αυτό που λέει το όνομά τους,
και να ενημερώνουν. Αυτό, όμως, όσο και αν ακούγεται απλό, είναι ταυτόχρονα και
ιδιαίτερα πολύπλοκο, καθώς οι
συγκυρίες, οι απαιτήσεις των πολιτών ή και των εκδοτών καμιά φορά, αλλά
και η αντίληψη των δημοσιογράφων για τα γεγονότα συνήθως διαφέρουν.
Ελπίζω,
όμως, να συμφωνούμε σε μία βασική παράμετρο: Η ενημέρωση θα πρέπει να εξυπηρετεί
πρώτιστα το δημόσιο συμφέρον.
Και πάλι,
όμως, θα πρέπει να κάνουμε τη διάκριση. Προσωπικά δεν ταυτίζω τον όρο δημόσιο
συμφέρον, με την κρατική έννοια, αλλά
τον επεκτείνω πολύ ευρύτερα, ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη του πως η
χώρα μας και κάθε χώρα λειτουργεί μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον
αλληλεπίδρασης.
Πολλοί στον
τόπο μας, συνεπαρμένοι από μία εθνικώς ιδιοτελή αντίληψη των πραγμάτων, θεωρούν
πως ό,τι περιστασιακά συνάδει με εκείνο που οι ίδιοι αντιλαμβάνονται ως εθνικό
συμφέρον είναι και το ορθό. Γι’ αυτό και στον τόπο μας γίναμε στο παρελθόν και,
δυστυχώς, εξακολουθούμε να γινόμαστε μάρτυρες, δημοσιογραφίας που έχει χαρακτήρα
ιερής εκστρατείας. «Δημοσιογραφίας του άμβωνος», όπως εύστοχα έχει χαρακτηριστεί
από τον αείμνηστο Κύπριο δημοσιογράφο, Διευθυντή του ΑΠΕ, Αντρέα
Χριστοδουλίδη.
Δεν
προτίθεμαι να εισέλθω στον τρόπο με τον οποίο ασκούν το επάγγελμα τους οι
δημοσιογράφοι. Άλλωστε για μένα τα πράγματα είναι καθαρά:
Ο εθνικός
μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός έλεγε πως «το Έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί
εθνικό ό,τι είναι αληθινό».
Όταν λοιπόν
οι πολίτες ξεφυλλίζουν την εφημερίδα
ή παρακολουθούν δελτία ειδήσεων, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να αναζητούν το
αληθινό. Πρέπει να μάθουμε να αναζητούμε το αληθινό, η κατανόηση του οποίου
οδηγεί με μεγαλύτερη ασφάλεια και σε
σοφότερες αποφάσεις.
Οι
παρερμηνείες, η στρεβλή αντίληψη διεθνών δεδομένων και η πεποίθηση πως μπορούμε
να ορίσουμε την ειδησεογραφία όπως εμείς εκτιμούμε οδηγεί σε φαινόμενα
προπαγάνδας παρά ενημέρωσης.
Ακριβώς
επειδή αναφερόμαστε σε ένα εθνικό θέμα – το Κυπριακό και τη διαχείρισή του-
πολλές φορές διαπιστώνω πως οι δημοσιογράφοι αισθάνονται την ανάγκη να φορτίσουν
την είδησή τους με στοιχεία που συνήθως παραμορφώνουν το νόημά της και
κατευθύνουν τον πολίτη να αντιδρά με το ένστικτο και όχι με τη λογική.
Ενδεχομένως
να μην υπάρχει πρόθεση γι’ αυτό, αλλά πολλές φορές η κεκτημένη ταχύτητα ή
καθιερωμένα στερεότυπα αποκτούν τέτοια ισχύ που δεν επιτρέπουν στους δημοσιογράφους να
αντιμετωπίσουν τα γεγονότα, με την επαγγελματική, αντικειμενική ματιά, εκείνου
που απλώς τα καταγράφει. Εκείνου που δίνει την εικόνα στους πολίτες, αποφεύγοντας ο ίδιος ή οι απόψεις του να
γίνονται μέρος της εικόνας.
Εκείνου που
επιτρέπει στους αναγνώστες του, μένοντας μακριά από συναισθηματικά φορτισμένες
αναφορές, να αναλογιστούν τα γεγονότα και να καταλήξουν στα δικά τους
συμπεράσματα.
Με άλλα
λόγια θέλω να πω, πως στην ενημέρωση θα πρέπει να κυριαρχεί η λογική και όχι το
πάθος. Η νηφάλια καταγραφή των πραγματικών δεδομένων είναι εκείνη που θα
οδηγήσει σε ακριβέστερες εκτιμήσεις και ως εκ τούτου σε ορθότερες
αποφάσεις.
Προκειμένου
να έχουμε κριτήριο αξιολόγησης της ποιότητας των ειδήσεων που παρακολουθούμε, θα
πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας τον Κώδικα Δεοντολογίας ο οποίος αφορά και
δεσμεύει όλους τους δημοσιογράφους. Διαβάζοντάς τον, ενόψει της σημερινής
συζήτησης, διαπίστωσα πως δεν υπάρχει καμία ρητή αναφορά που να συνδέεται άμεσα
με το θέμα που πραγματευόμαστε σήμερα.
Είναι όμως
ιδιαίτερα αυστηρές οι αναφορές και η απαγόρευση σε «οποιαδήποτε ενέργεια που εμπεριέχει
στοιχεία προκατάληψης με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις
πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, την περιουσία,
την καταγωγή, την ηλικία, το φύλο κλπ».
Οι αυστηρές
αυτές πρόνοιες του Κώδικα αφορούν το έγκλημα, τη βία και άλλα σχετικά φαινόμενα.
Κατά την άποψή μου όμως, θα έπρεπε
εξίσου να αφορούν και την πολιτική ειδησεογραφία, την παρουσίαση ειδήσεων και
σχολίων που προέρχονται από την τουρκική πλευρά ή καλύτερα από κάθε πλευρά. Δηλαδή το να παρουσιάζουμε αντικειμενικά
αυτά που ελέχθησαν ή να αποτυπώνουμε με ακρίβεια αυτά που ελέχθησαν και όχι αυτά
που κατανοούμε ότι ελέχθησαν ή που κατά την άποψη μας εκφράζουν αυτό που ο
όποιος ηγέτης ή ο όποιος αντίπαλός μας έχει εκφράσει, δεν νομίσω ότι είναι το
ορθότερο.
Δεν είναι
υποχρέωση του δημοσιογράφου εξάλλου να στιγματίσει τη δήλωση με επίθετα. Το αντίθετο. Πρέπει να εμπιστευόμαστε το
κριτήριο των πολιτών και πιστεύω πως είμαστε μία ώριμη κοινωνία που δεν
χρειάζεται την διδακτικού τύπου καθοδήγηση κανενός. Ούτε των πολιτικών ούτε των
δημοσιογράφων.
Οφείλουμε
να αναδείξουμε και αυτή τη διάσταση, καθώς ο κώδικας δεοντολογίας δεν είναι εκεί
για να δημιουργεί περιορισμούς, αλλά για να συνιστά και ένα κριτήριο ελέγχου της
ποιότητας του προϊόντος που προσφέρει η ενημέρωση.
Έχοντας
φυσικά και τη δυνατότητα διάκρισης, καθώς όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο Jeremy Hillman που είχε διατελέσει
Διευθυντής Σύνταξης στο BBC «ο κώδικας δεοντολογίας
δεν είναι μαθηματική φόρμουλα. Χρησιμοποιήστε την προσωπική σας καλύτερη δυνατή
κρίση», παρότρυνε τους δημοσιογράφους του.
Ολοκληρώνοντας την παρέμβασή μου νιώθω την ανάγκη να επισημάνω πως για
όσους από μας ζήσαμε την πολιτική ζωή στον τόπο τις προηγούμενες δεκαετίες,
είναι γεγονός πως δεν μπορούμε παρά να καταγράψουμε σημαντική πρόοδο στην
ποιότητα της ενημέρωσης που οι δημοσιογράφοι παρέχουν σήμερα σε σχέση με το
παρελθόν.
Εάν ανέφερα
αυτά που είπα προηγουμένως δεν ήταν γιατί είχα την πρόθεση να επικρίνω, αλλά
γιατί πιστεύω, γνωρίζοντας πολλούς από τους έγκριτους δημοσιογράφους μας
προσωπικά και με το μικρό τους όνομα, πως μπορούμε να τα πάμε και καλύτερα
.
Ένα είναι η
αποτύπωση των γεγονότων ως έχουν, χωρίς την παραμόρφωση μέσα από τις εικόνες του
δημοσιογράφου και άλλο είναι η κριτική που μπορεί να ασκείται στον οποιονδήποτε
από εμάς και ιδιαίτερα στη διακυβέρνηση. Δεν μιλούμε για την αποτύπωση ή την
έκφραση της κριτικής, μιλούμε για την αποτύπωση των γεγονότων και είναι αυτά
που, πιστεύω, πραγματεύεται το θέμα με το οποίο θα καταπιαστείτε στη συνέχεια
μέσα από τον διάλογο που θα ακολουθήσει. Εξάλλου, τέτοιες συζητήσεις, όπως η
σημερινή, είμαι βέβαιος ότι συμβάλλουν καταλυτικά για να αναβαθμίσουμε όλοι την
ποιότητα της δουλειάς μας και να βελτιώσουμε, ακόμη περισσότερο, προς όφελος των
πολιτών, τη σχέση πολιτών, πολιτικής, πολιτικών και δημοσιογράφων, προς όφελος
της προόδου στον τόπο μας και βεβαίως προς όφελος του ίδιου του εθνικού μας
θέματος, αλλά και των ίδιων των δημοσιογράφων.