21/1/16

Προσφώνηση της του Προέδρου της Βουλής κ. Γ. Λ. Ομήρου στη Βουλή των Ελλήνων

Προσφώνηση της του Προέδρου της Βουλής κ. Γ. Λ. Ομήρου
στη Βουλή των Ελλήνων


Αποτελεί για μένα ιδιαίτερη τιμή και ξεχωριστό προνόμιο να απευθύνομαι στη Βουλή των Ελλήνων. Σας απευθύνω θερμό χαιρετισμό αγάπης, τιμής και βαθειάς εκτίμησης. Η παρουσία μου εδώ, ανταποδοτική της δικής σας, κύριε Πρόεδρε, ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων, αποτελεί συνέχεια μιας μακράς παράδοσης αρραγούς και αγαστής συνεργασίας στο ανώτατο πολιτειακό επίπεδο, περιλαμβανομένου του κοινοβουλευτικού.

Κύριε Πρόεδρε,

Η παρουσία μου εδώ στον ναό της Δημοκρατίας, στη Βουλή των Ελλήνων, σε καιρούς δοκιμασίας για τον ελληνισμό, έχει πολλές διαστάσεις και ακόμη περισσότερους συμβολισμούς. Έρχομαι από την Κύπρο τη θαλασσοφίλητη, της Αφροδίτης και του χαλκού, τη δεύτερη και οριστική πατρίδα, ύστερα από τον Τρωικό πόλεμο, για τον Τεύκρο από τη Σαλαμίνα, τον Αγαπήνορα από την Τεγέα και τον Πράξανδρο από την Σπάρτη, τους οικιστές της Κυπριακής Σαλαμίνας, της Πάφου και της Λαπήθου. Τη γενέτειρα του Ευαγόρα, του Ονήσιλου και του στωικού φιλόσοφου Ζήνωνα του Κιτιέα. Την Κύπρο του Αποστόλου Ανδρέα, της Παναγίας του Κύκκου και των βυζαντινών ακριτών. Την Κύπρο με τις μεσαιωνικές «υπέρογκες αρχιτεκτονικές» των Ευρωπαίων κατακτητών, το σταυροδρόμι όπου συναντιούνται εδώ και αιώνες φυλές, πολιτισμοί, θρησκείες, και ιδέες. Τη «μεγαλόνησο» του νεοελληνικού αλυτρωτισμού, τον τόπο όπου έγινε η τελευταία επανάσταση της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, ο αγώνας της ΕΟΚΑ, με ήρωες όπως τον Γρηγόρη Αυξεντίου, τον Κυριάκο Μάτση και τον Μιχαήλ Καραολή.   Ένας άνισος αγώνας, το 1955-1959, απέναντι σε μια αποικιακή αυτοκρατορία που κατάφερε να συνενώσει για πρώτη φορά ύστερα από την τραυματική δεκαετία του 1940 και τον εμφύλιο πόλεμο όλους τους Έλληνες της μητροπολιτικής Ελλάδας στην πανεθνική και παλλαϊκή συμπαράσταση προς την Κύπρο. Ένας απελευθερωτικός αγώνας που μπορεί να μην πέτυχε τον σκοπό του, την ένωση με την Ελλάδα, όμως οδήγησε στη δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας, σηματοδοτώντας το τέλος μακρών αιώνων δουλείας.

Η συγκίνηση που με διακατέχει είναι μεγάλη, καθώς σας απευθύνω αυτή την ομιλία από μια αίθουσα και ένα βήμα το οποίο αποτέλεσε για τις προηγούμενες γενεές των Ελλήνων Κυπρίων το κύριο εθνικό ιδανικό και το γλυκύτερο όνειρο. Ένα κοινοβούλιο και μια δημοκρατική Ελλάδα, που ανάμεσα στους σκαπανείς και θεμελιωτές τους, τον 19 ο αιώνα, περιλαμβάνεται και ένας Κύπριος από τη Λάρνακα, ο Νικόλαος Σαρίπολος, εκ των κορυφαίων Ελλήνων συνταγματολόγων, ο κύριος εισηγητής του ελληνικού συντάγματος του 1864. Σε μια Ελλάδα για την ανεξαρτησία της οποίας και τη χάραξη των εθνικών της συνόρων πολέμησαν και χιλιάδες Κύπριοι, από την εποχή της επανάστασης του 1821, μέχρι την αντίσταση στην τριπλή φασιστική κατοχή, κατά το 1941-1944. Και ανάμεσα τους ο Δήμαρχος Λεμεσού και Βουλευτής στο Νομοθετικό Συμβούλιο Χριστόδουλος Σώζος, που έπεσε στο Μπιζάνι το 1912, πολεμώντας ως απλός στρατιώτης, για την απελευθέρωση της Ηπείρου. Στην τελευταία ελληνική δοκιμασία και στην αντίσταση κατά της δικτατορίας, η Κύπρος υπερηφανεύεται ότι έδωσε τον πρώτο εν δράσει νεκρό, το φοιτητή Γεώργιο Ξάνθο Τσικουρή, που σκοτώθηκε στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1970 μαζί με την Ιταλίδα συναγωνίστρια του Μαρία-Ελένη Αντζελόνι.

Είμαι εδώ για να μεταφέρω το μήνυμα πώς η Κύπρος που αγάπησαν ο Καζαντζάκης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος και ο Ελύτης και μαζί τους ολόκληρος ο Ελληνικός λαός, συνεχίζει μέσα στη δίνη και τις θύελλες τον αγώνα της πολιτικής και εθνικής επιβίωσης.
Θέλω να διαβεβαιώσω την Εθνική Αντιπροσωπεία ότι στην Κύπρο θα συνεχίσει ν’ ακούγεται «βαριά η φωνή σαν το περπάτημα καματερού, εκεί στις φλέβες τ’ ουρανού, στο κύλισμα της θάλασσας» μαζί με τη φωνή του Σεφέρη και του Μακρυγιάννη:

          «Η γης δεν έχει κρικέλια
          για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν
          μήτε μπορούν, όσο κι αν είναι διψασμένοι
          να γλυκάνουν το πέλαγο με νερό μισό δράμι»    
         
Αυτοί που καταπατούν εδώ και 42 χρόνια τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Κύπρο, και παραβιάζουν τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και το Διεθνές Δίκαιο, πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι από τα χρόνια του Αισχύλου,

                    «ο μαντατοφόρος τρέχει
κι’ όσο μακρύς και αν είναι ο δρόμος του θα φέρει
σ’ αυτούς που γύρευαν ν’ αλυσοδέσουν τον Ελλήσποντο
το φοβερό μήνυμα της Σαλαμίνας
Νήσος τις έστι»

Από τον μακρύ κατάλογο των Κυπρίων δημιουργών, πνευματικών ανθρώπων, καλλιτεχνών, αθλητών, πολιτικών και στρατιωτικών που ξεχώρισαν στην Ελλάδα τους τελευταίους δύο αιώνες, ως μια μικρή κυπριακή αντιδωρεά της Κύπρου προς τη μητροπολιτική Ελλάδα για όσα πρόσφερε και προσφέρει στην Κύπρο, ας μου επιτρέψετε να αναφερθώ σε δύο μόνο προσωπικότητες στη σημερινή μου ομιλία:

Στον Λουκή Ακρίτα, ο οποίος θήτευσε στη Βουλή των Ελλήνων και στην ελληνική πολιτική, και διετέλεσε υφυπουργός Παιδείας στην Κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου, του οποίου η γενέτειρα, η Μόρφου, βρίσκεται υπό τουρκική κατοχή.

Και στον Γιάννο Κρανιδιώτη, με καταγωγή από την κατεχόμενη Κερύνεια, που διέπρεψε στον χώρο της πολιτικής την τελευταία δεκαπενταετία του 20 ου αιώνα, Ευρωβουλευτή και Αναπληρωτή Υπουργό Εξωτερικών, οραματιστή της ευρωπαϊκής πορείας και αρχιτέκτονα της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Εδώ, στον πρέποντα χώρο, αποτίνω ακόμη καθηκόντως φόρο τιμής στους Ελλαδίτες που αγωνίστηκαν και έπεσαν για την Κύπρο ή στην Κύπρο. Στους νεκρούς των διαδηλώσεων στην Αθήνα κατά τη διάρκεια του κυπριακού απελευθερωτικού αγώνα και σ’ εκείνους που έπεσαν στην Κύπρο το 1964, στην Τηλλυρία, και το 1974 πολεμώντας ή που παραμένουν αγνοούμενοι στον Πενταδάκτυλο, στην Κερύνεια και στις μάχες της ΕΛΔΥΚ στην άνιση και προδομένη μάχη με τον ξένο εισβολέα. Είναι συγκλονιστικό και φαινόμενο στην παγκόσμια Ιστορία ότι 42 χρόνια μετά την εισβολή, κηδεύουμε ακόμη νεκρούς, αγνοούμενους, που τα οστά τους ταυτοποιούνται, θύματα μιας βάρβαρης συμπεριφοράς, αφού πρόκειται για ομήρους και αιχμαλώτους που δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ από τον τουρκικό στρατό ή παραδόθηκαν σε ατάκτους, που ενήργησαν ως εντεταλμένοι θύτες.

Κύριε Πρόεδρε,

Η ομοψυχία Κυπριακού και Μητροπολιτικού Ελληνισμού αποτελεί πυξίδα και στήριγμα στο μακροχρόνιο και άνισο αγώνα του κυπριακού λαού για εθνική επιβίωση και δικαίωση. Αισθανόμαστε βαθιά ευγνωμοσύνη για την πλήρη, αδιάλειπτη και αδιαπραγμάτευτη στήριξη, συμπαράσταση και συμπαράταξη της Ελλάδας.

Απευθύνοντας τον λόγο στη Βουλή των Ελλήνων δεν ξεχνούμε το καθήκον μας που το οριοθετεί η οδυνηρή πραγματικότητα της για 42 χρόνια ημικατεχόμενης πατρίδας μας, που εξακολουθεί να είναι διχοτομημένη, με καταπατημένους βωμούς και εστίες, με πρόσφυγες, με αγνοούμενους, με εγκλωβισμένους. Με επίγνωση της εθνικής ευθύνης για τερματισμό της αναχρονιστικής τουρκικής στρατιωτικής κατοχής. Με επίγνωση ακόμα του χρέους μας απέναντι στην Κερύνεια, την Αμμόχωστο και τη Μόρφου που κείνται κατεχόμενες, απέναντι στο βουβό θέατρο της Σαλαμίνας, απέναντι στα συλημένα από τον κατακτητή πολιτιστικά και θρησκευτικά μας μνημεία.

Σας απευθύνω τον λόγο στα 56 χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά και στα 42 χρόνια τουρκικής κατοχής. Η Κύπρος, ένα αναπόσπαστο τμήμα του ελληνισμού, με συμβολή στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, με Ζήνωνες και Ονήσιλλους, με Ομηρικά κατάλοιπα στην τοπολαλιά, με βουβά τώρα αρχαία θέατρα, με συμπόρευση με τον Μέγα Αλέξανδρο, με Κίμωνες, με Μαχαιράδες και Δίκωμα, και με σύγχρονα «μολών λαβέ» να οριοθετούν την πορεία μας.

Γιατί δεν μας καταβάλλει απαισιοδοξία. Ούτε μας καταλαμβάνει η απελπισία. Γιατί η απόφασή μας είναι ποτέ να μην συμφιλιωθούμε με την κατοχή και τη διχοτόμηση, αλλά ξεφεύγοντας οριστικά από το σύνδρομο της προδοσίας και του εγκλήματος του 1974, να επανακαθορίσουμε τα μεγάλα οράματα και να επανασυνδέσουμε τα κομμένα νήματα των προσπαθειών και των αγώνων του κυπριακού λαού.

Έχουμε καθήκον να αναλύσουμε και να αξιοποιήσουμε τα νέα δεδομένα, τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, τις νέες γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές συνθήκες και να διαμορφώσουμε συμμαχίες και συνεργασίες που θα εξυπηρετούν τα εθνικά μας συμφέροντα.

Ύψιστη προτεραιότητα και κορυφαίο μας καθήκον εξακολουθεί να είναι ο τερματισμός της συνεχιζόμενης τουρκικής στρατιωτικής κατοχής και η αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών του λαού μας.

Πενήντα έξι χρόνια Κυπριακής Δημοκρατίας. Η δημιουργία της ωστόσο συνοδεύτηκε και σημαδεύτηκε από δόλιους σχεδιασμούς. Η Μεγάλη Βρετανία με την τριμερή στο Λονδίνο ενέπλεξε την Τουρκία, παρά τις πρόνοιες της Συνθήκης της Λωζάννης, με στόχο τη ματαίωση του αγώνα του κυπριακού λαού για αυτοδιάθεση. Το «ουδέποτε» του τότε Βρετανού Υφυπουργού Χόπκινσον, εξανέμισε κάθε προοπτική   ειρηνικής ανέλιξης. Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του ’55-’59   ενέπνευσε όχι μόνο τον κυπριακό λαό, αλλά και άλλους λαούς στον αντιαποικιακό τους αγώνα. Το τέλος της διαδρομής ήταν η συμφωνία Ζυρίχης - Λονδίνου που δυστυχώς νομιμοποιούσε την παρουσία της Τουρκίας και επέβαλλε ένα μη λειτουργικό σύνταγμα. Η προσπάθεια του Μακάριου να μετατρέψει το Σύνταγμα σε λειτουργικό, προσέκρουσε στην άρνηση της Τουρκίας.

Είναι παράδοξο να υπάρχει η άποψη ότι η πρόταση των 13 σημείων δικαιολογημένα υπήρξε η αφετηρία των τραγικών γεγονότων του 1963-’64. Γιατί οι προτάσεις πρέπει να οδηγούν σε διάλογο και όχι σε σύγκρουση. Έτσι προσφέρεται άλλοθι στην Τουρκία, η οποία οργάνωσε την υπονόμευση της Κυπριακής Δημοκρατίας.   Ο τότε Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Ου Θάντ, με σαφήνεια αποδίδει την ευθύνη στις τουρκικές προθέσεις για βίαιη επιβολή της διχοτόμησης.

Ακολούθησε η αντεθνική τρομοκρατική δραστηριότητα της ΕΟΚΑ Β´ με την εμπλοκή της χούντας και ολιγάριθμων ελληνόφωνων αξιωματικών που είναι αδιανόητο να ταυτίζονται με την Ελλάδα και με τον ελληνικό λαό, τον οποίο δυνάστευαν. Και η προδοσία του πραξικοπήματος, η απόπειρα δολοφονίας του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και η τουρκική εισβολή.

Και θέλω εδώ να εκφράσω ευγνώμονες ευχαριστίες προς τον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων, για την απόφαση που οριστικοποιήσαμε στη χθεσινή μας συνάντηση να τερματιστεί μια ιστορική εκκρεμότητα που έχει σχέση με την προδοσία της Κύπρου. Για να υπάρξει πλήρης πρόσβαση στο υλικό που συνέλεξε η Εξεταστική των Πραγμάτων Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων για τον Φάκελο της Κύπρου, για τα γεγονότα που εξελίχθηκαν και διαδραματίστηκαν πριν και κατά το πραξικόπημα της 15 ης Ιουλίου 1974 και την τουρκική εισβολή που ακολούθησε.

Πενήντα έξι χρόνια Κυπριακής Δημοκρατίας. Χρόνια δίσεκτα με ανεκπλήρωτα οράματα και με άλυτο το Κυπριακό. Με αποτυχία επανειλημμένων μεσολαβητικών προσπαθειών και άκαρπων διακοινοτικών συνομιλιών. Το καθήκον μας σήμερα απέναντι στη ιστορία και τον πολιτισμό μας είναι η με κάθε κόπο και κάθε θυσία αποτροπή των κινδύνων για την Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά και για την εθνική και φυσική επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού. Θα πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι να ξεγράψουμε δικαιώματα και να ξεχάσουμε δίκαια.   Καμιά απειλή, καμιά δυσκολία και καμιά πίεση δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε λύση που δεν θα είναι λειτουργική και βιώσιμη και δεν θα αντέχει στη δοκιμασία του χρόνου. Ναι, με σωφροσύνη. Ασφαλώς με υπευθυνότητα. Αλλά και με απόρριψη της υπέρτερης δύναμης του κατακτητή και με άρνηση υποχωρήσεων στις πιέσεις τρίτων που ανατρέπουν κάθε έννοια ηθικής και δικαιοσύνης.

Η Κύπρος δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραμείνει η μόνη μοιρασμένη χώρα στην Ευρώπη, όταν η ίδια η Ευρώπη προχωρεί προς την ενοποίησή της. Δεν μπορεί η Ευρώπη να ανέχεται στο κατώφλι της την παρουσία ενός στρατού κατοχής, σε μια χώρα μέλος της ΕΕ.

Η Κύπρος, στον δύσκολο δρόμο της, ενισχύεται γιατί νιώθει δίπλα της την Ελλάδα και ολόκληρο το Ελληνικό Έθνος. Στρατεύεται ο ελληνισμός στον αγώνα της Κύπρου, γιατί συνειδητοποιεί πως κοινή είναι η μοίρα του ελληνισμού και πως αν χαθεί ο αγώνας αυτός, θα σημειωθεί ένα βαθύ ρήγμα στην περίμετρο του Έθνους. Γι’ αυτό εκείνο που απαιτείται, είναι η εθνική ομοψυχία και η συσπείρωση όλου του ελληνισμού για να ευοδωθεί ο αγώνας για δικαίωση.

Διαχρονικό μας χρέος η σταθερή και αμετάκλητη προσήλωσή μας στην κρατική μας οντότητα που συνιστά η Κυπριακή Δημοκρατία, ως θώρακας και ασπίδα απέναντι στις προσπάθειες να την πλήξουν και να τη διαλύσουν. Διερχόμενη μέσα από συνωμοσίες και παγίδες, η Κυπριακή Δημοκρατία επέζησε και αποτελεί και σήμερα σταθερό βάθρο για τη συνέχιση του αγώνα για τερματισμό της τουρκικής κατοχής και για λύση που θα διασφαλίζει την αρμονική συνύπαρξη Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων σε μια ελεύθερη και δημοκρατική πατρίδα.

Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,

Είμαστε για μια ακόμα φορά σε μια κρίσιμη φάση της Ιστορίας του κυπριακού προβλήματος. Ο κυπριακός ελληνισμός επιθυμεί λύση. Επιθυμεί λύση το συντομότερο δυνατόν. Την επιθυμούσαμε και την επιδιώκαμε από την επομένη της τουρκικής εισβολής. Όχι, όμως, οποιαδήποτε λύση. Λύση τερματισμού της κατοχής, απομάκρυνσης των εποίκων, κατάργησης των αναχρονιστικών εγγυήσεων του 1960, αδιαπραγμάτευτη εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών όλων των νομίμων πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενότητα λαού, κράτους, θεσμών και οικονομίας. Εφαρμογή χωρίς μόνιμες παρεκκλίσεις του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Μια λύση που δεν θα διασφαλίζει τις ελευθερίες εγκατάστασης, διακίνησης, άσκησης επαγγέλματος και το δικαίωμα περιουσίας, δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτή. Λύση που θα φαλκιδεύει δικαιώματα και ελευθερίες και θα καθιστά τους Κύπριους πολίτες, Ευρωπαίους πολίτες δεύτερης κατηγορίας, δεν πρόκειται να εγκριθεί από τον κυπριακό ελληνισμό.

Θέλουμε να επενδύουμε ελπίδες στην ευρισκόμενη σε εξέλιξη διαπραγματευτική διαδικασία. Όμως χρειάζεται προσοχή. Χωρίς υπερβολικές προσδοκίες και χωρίς αδικαιολόγητο κλίμα ευφορίας. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι τον καθοριστικό ρόλο τον έχει η Τουρκία. Η Τουρκία θα πρέπει να αποφασίσει αν θα συνεχίσει την αδιάλλακτη πολιτική της ή αν επιτέλους θα συμφιλιωθεί με την ιδέα μιας λύσης στο Κυπριακό που θα αποκαθιστά συνθήκες ασφάλειας και σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Μια λύση που θα αίρει και τα εμπόδια για την ικανοποίηση των ευρωπαϊκών της φιλοδοξιών.

Το μήνυμα μας προς τη Διεθνή και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, πρέπει να είναι ότι τώρα είναι η ώρα για άσκηση πιέσεων προς την Τουρκία για εγκατάλειψη της διαχρονικά αδιάλλακτης στάσης της.   Γιατί η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε διαπιστώσει μέχρι στιγμής δείγματα γραφής αλλαγής της τουρκικής πολιτικής πέραν ρητορικών δηλώσεων υπέρ της λύσης. Είναι γι’ αυτό που αποτελεί καθήκον μας να κινητοποιήσουμε και να συνεγείρουμε όλες μας τις δυνάμεις με πρωτοβουλίες και δράσεις για να πάρει το μήνυμα η Τουρκία τόσο από τη διεθνή όσο και από την ευρωπαϊκή κοινότητα ότι δεν μπορεί να συνεχίζει την έκνομη συμπεριφορά της στην Κύπρο.

Αντί εξάντλησης σε εσωτερικές πολιτικές συζητήσεις, θα πρέπει να προχωρήσουμε σε κινητοποίηση διεθνώς και εντός ΕΕ για να ασκηθούν πιέσεις και για να αξιοποιηθούν δυνατότητες επιρροών πάνω στην Τουρκία.   Να αναλάβουμε πρωτοβουλίες για το κορυφαίο θέμα της ασφάλειας. Λύση με εγγυήσεις και εγγυητές είναι αδιανόητη. Οι εγγυήσεις υπήρξαν η πηγή κακοδαιμονίας για την Κύπρο. Θα πρέπει οριστικά να καταργηθούν και να μπουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Η συμμετοχή στον ΟΗΕ και την ΕΕ είναι επαρκές εγγυητικό πλαίσιο.

Θα πρέπει ακόμα η ΕΕ να αναλάβει τις ευθύνες της απέναντι στο πρόβλημα της στρατιωτικής κατοχής μιας χώρας - μέλους της από μια άλλη χώρα που ζητά να ενταχθεί στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Η ενεργός επικουρική συνδρομή της ΕΕ στις προσπάθειες για λύση είναι θεμελιακή της υποχρέωση. Για να είναι η λύση όχι απλώς λειτουργική και βιώσιμη, αλλά και πλήρως συμβατή με τις αρχές και τις αξίες που ισχύουν στην Ευρώπη.

Αναφερόμενος στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να στηλιτεύσω την επιμονή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για άνοιγμα πέντε εκ των έξι ενταξιακών κεφαλαίων, που έχει παγώσει μονομερώς η Κυπριακή Δημοκρατία, αγνοώντας τις αντιδράσεις και προειδοποιήσεις της Κύπρου για μη αλλαγή της θέσης της αυτής, ενόσω δεν εκλείπουν οι λόγοι που οδήγησαν στην υιοθέτησή της. Πρόκειται για επιβράβευση και περαιτέρω ενθάρρυνση της τουρκικής αλαζονείας.

Επείγει ταυτόχρονα η αξιοποίηση των νέων γεωστρατηγικών, γεωπολιτικών και γεωοικονομικών δεδομένων που έχουν διαμορφωθεί στην περιοχή μας και ανέτρεψαν παγιωμένες ισορροπίες δεκαετιών. Το συγκριτικό πλεονέκτημα των φυσικών μας πόρων στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, συνιστά το νέο πεδίο πάνω στο οποίο μπορεί να οικοδομείται η εθνική μας στρατηγική.

Κύριε Πρόεδρε,

Η ανάδειξη του κομβικού ρόλου Ελλάδας και Κύπρου, ως παραγόντων σταθερότητας στην άκρως ευαίσθητη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, ιδιαίτερα υπό το φως της έξαρσης της τρομοκρατίας και άλλων ασύμμετρων απειλών, αποτελεί βασικό πυλώνα της εξωτερικής πολιτικής των χωρών μας και της κοινής μας στρατηγικής. Αξιοποιώντας τα σημαντικά πλεονεκτήματα που τους παρέχει η γεωγραφική τους θέση, η ιδιότητα τους ως κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι άριστες σχέσεις τους με τις χώρες της περιοχής, Ελλάδα και Κύπρος επιδιώκουν να συμβάλουν, κατά τρόπο εποικοδομητικό και ουσιαστικό, στην προώθηση και περαιτέρω ενίσχυση των στόχων της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας της ΕΕ, ειδικότερα στη νότια γειτονία της, καθώς και στον στόχο της ενεργειακής ασφάλειας της Ένωσης.

Σε αυτό το πλαίσιο επίσης, η σύναψη τριμερών στρατηγικών συνεργασιών, της Ελλάδας και της Κύπρου μέχρι στιγμής με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, και πολύ σύντομα με την Ιορδανία, καθώς και οι αυξανόμενες προοπτικές συνεργασίας και με άλλες χώρες της περιοχής, σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, ειδικότερα στον τομέα της ενέργειας και στον οικονομικό και εμπορικό τομέα, αποσκοπούν αποκλειστικά και μόνο στην εξυπηρέτηση των στόχων της ειρήνης, της σταθερότητας και της ευημερίας για τις χώρες μας και την περιοχή.

Αναφερόμενος στην περιοχή μας που σπαράσσεται από συγκρούσεις και παρατεταμένη αποσταθεροποίηση, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι οι   τρομοκρατικές επιθέσεις τζιχαντιστών στην καρδιά της Ευρώπης και τα πρωτοφανή προσφυγικά κύματα, συνεπεία κυρίως της συριακής κρίσης, εκθέτουν ανεπανόρθωτα τη διεθνή κοινότητα και απειλούν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Περίτρανα αποδεικνύεται ότι η στρατιωτική επιλογή δεν επαρκεί από μόνη της για εκρίζωση του κακού. Ο φαύλος κύκλος της βίας θα παρατείνεται ενόσω ελλείπει η αναγκαία βούληση για αποτελεσματική αντιμετώπιση των βαθύτερων αιτίων, που εκτρέφουν την τρομοκρατία. Οι εικόνες των χιλιάδων απελπισμένων προσφύγων, που κατακλύζουν την Ευρώπη και των σορών εκατοντάδων άλλων, που ξεβράζονται στις ακτές της Μεσογείου, θα συνεχίσουν να στοιχειώνουν τη συλλογική μας συνείδηση, ενόσω δεν εκλείπουν οι λόγοι φυγής τους. Τα σκελετωμένα κορμιά των λιμοκτονούντων παιδιών στη Μαντάγια και αλλού αποτελούν όνειδος και ράπισμα στην υποκρισία της διεθνούς κοινότητας. Είναι επιτέλους ώρα ανάληψης ευθύνης από την Ευρώπη, ώρα ενότητας και αλληλεγγύης, πολιτικής σύνεσης και συναίνεσης. Και επιτακτική ανάγκη η διεθνής και η ευρωπαϊκή κοινότητα να υποκλιθούν μπροστά στο μεγαλείο της Ελλάδας στην υποδοχή και φιλοξενία του τεράστιου κύματος προσφύγων.

Κύριε Πρόεδρε,

Η Κύπρος διανύει τον δικό της δύσβατο δρόμο για αντιμετώπιση των καταστροφικών συνεπειών της οικονομικής κρίσης και του πρωτοφανούς ληστρικού πειράματος, που διενεργήθηκε σε βάρος της, ως αποτέλεσμα των αμφισβητούμενων, ως προς τη νομιμότητα και ορθότητα τους, αποφάσεων του Eurogroup τον Μάρτιο του 2013. Την ίδια ώρα, ενώνουμε τη φωνή μας με την Ελλάδα στις προσπάθειες που καταβάλλει, προκειμένου να πείσει για το αυτονόητο: ότι δηλαδή σε συνθήκες ύφεσης, υψηλής ανεργίας, κυρίως μεταξύ των νέων και δοκιμασίας της κοινωνίας, που επιφέρει η αυστηρή λιτότητα, δεν επιτυγχάνεται ανάπτυξη και πως η ευημερία των αριθμών δεν σημαίνει και την ευημερία των ανθρώπων. Άλλωστε, η δημοσιονομική πειθαρχία και ανάπτυξη μπορούν να συνυπάρξουν, νοουμένου ότι δίδεται η αναγκαία έμφαση στον άνθρωπο, τις ανάγκες και τα δικαιώματά του, σε συνθήκες ευνομίας, ισοπολιτείας και κοινωνικής ευαισθησίας.

Η ανέκκλητη απόφαση της Ελλάδας για παραμονή στην Ευρωζώνη, τονίζοντας πως η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να είναι πρώτιστα Ένωση των λαών στην πράξη κι όχι μόνο στα λόγια, αξίζουν τον σεβασμό, την εκτίμηση και τη μέγιστη δυνατή αλληλεγγύη των θεσμών της Ένωσης και ενός εκάστου των κρατών μελών της. Είναι σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, αναγκαίο να εμφυσήσουμε νέα πνοή στο λαβωμένο όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Γιατί, η απαξίωση του σημερινού ευρωπαϊκού οικοδομήματος από ένα ολοένα αυξανόμενο ευρωσκεπτικισμό και εκατομμύρια απογοητευμένους πολίτες, αποτελεί μέγιστη απειλή για τη συνοχή και την προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Κύριε Πρόεδρε,

Η τιμητική παρουσία μου σε αυτό το Βήμα, στέλλει το μήνυμα της αγάπης και της κοινής πίστης για ελευθερία και δικαίωση. Είναι ταυτόχρονα μήνυμα αισιοδοξίας και προσήλωσης στην κοινή μοίρα και την αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια και πορεία του ελληνισμού.

Τελειώνοντας, θεωρώ  ύψιστο χρέος, μιλώντας από το επίσημο βήμα της Βουλής των Ελλήνων, να αποτίνω ξανά φόρο τιμής στους ήρωες των αγώνων του Ελληνισμού στην Κύπρο, Κύπριους και Ελλαδίτες, που κατέθεσαν θυσία αίματος για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας, της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας της Κύπρου. Οι ήρωες και οι αγωνιστές αυτών των φωτεινών αγώνων εκπέμπουν στους αιώνες το παράγγελμα «Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης». Αποτελούν αιώνιο, ακατάλυτο αρραβώνα μεταξύ Κυπριακού και Μητροπολιτικού Ελληνισμού.

Κύριε Πρόεδρε,

Ευχαριστώντας σας θερμά για την πρόσκληση σας γι’ αυτήν την επίσκεψη και ιδιαίτερα για την άκρως τιμητική ευκαιρία που μου δώσατε να απευθύνω τον λόγο στη Βουλή των Ελλήνων, επιθυμώ να διαβιβάσω τους εγκάρδιους θερμούς χαιρετισμούς του κυπριακού ελληνισμού προς τους Έλληνες αδελφούς μας.

Είμαι βέβαιος ότι αργά ή γρήγορα θα έλθει η ώρα της ιστορικής δικαίωσης. Η ώρα της μίας, ενιαίας και αδιαίρετης Κύπρου. Και αργά ή γρήγορα είμαι βέβαιος ότι κάποιοι από μας θα έλθουν ξανά εδώ, στη Βουλή των Ελλήνων, για να σας φέρουν το χαρμόσυνο μήνυμα. «Η κατοχή πέθανε - Η Κύπρος είναι ελεύθερη»!