Χαιρετισμός
του Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων
στην Ημερίδα για την τουρκική εξωτερική
πολιτική και το Κυπριακό
Θέλω
να χαιρετίσω τη σημερινή Ημερίδα που
διοργανώνει ο Παγκύπριος Σύνδεσμος Επιτελών Εθνικής Άμυνας με θέμα: «Τουρκική
Εξωτερική πολιτική, Κυπριακό 1974-2015, Τακτικοί-Στρατηγικοί Στόχοι της
Τουρκίας».
Η
Τουρκία βρίσκεται, εδώ και τουλάχιστον δέκα χρόνια, σε μια προϊούσα περίοδο
εσωτερικών αλλαγών και ανακατατάξεων που δρομολογούν ανατροπές δομών, όπως είχαν
οικοδομηθεί τα τελευταία 80 χρόνια με την ανάπτυξη και την κυριαρχία της
Κεμαλικής ιδεολογίας στο τουρκικό πολιτικό σύστημα. Η Τουρκία αλλάζει και μάλιστα επαναστατικά
στο βαθμό που ανατρέπονται δομές, όπως είναι αυτή του κοσμικού κράτους και της
πολιτικής κυριαρχίας του στρατεύματος στο τουρκικό πολιτικό σύστημα.
Ο
Κεμαλισμός σηματοδότησε την κατεδάφιση του σουλτανάτου και τον ενταφιασμό του
Ισλάμ ως πολιτικής ιδεολογίας και δημιούργησε τις προϋποθέσεις ανάπτυξης ενός
sui generis
πολιτικού συστήματος, το οποίο εμφανίστηκε μετά ως συνέχεια της οθωμανικής
αυτοκρατορίας. Αυτό σημαίνει την ανάπτυξη ενός πολιτικού συστήματος εξαιρετικά
ενδιαφέροντος και μοναδικού θα λέγαμε, αφού από την οθωμανική παράδοση ο Κεμάλ
κατάφερε να προσεταιριστεί και να υιοθετήσει τις κοινωνικές και οικονομικές
αξίες της Δύσης, να ενταχθεί στρατηγικά και πολιτικά στο ευρωπαϊκό σύστημα
οργάνωσης του κόσμου, χωρίς να υιοθετήσει την πολιτική δημοκρατία σε όλο της το
εύρος και χωρίς κυρίως να θελήσει να εφαρμόσει την πεμπτουσία της δημοκρατίας
που είναι το κράτος δικαίου, δηλαδή την προστασία των ατομικών ελευθεριών και
των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το Κεμαλικό πολιτικό σύστημα διακρίνεται από τις
αυταρχικές δομές διακυβέρνησης και την επιλεκτική εφαρμογή της δημοκρατικής
αρχής.
Ο
βασικός λόγος για τον οποίο ο Κεμάλ και οι επίγονοί του δεν θέλησαν να
εφαρμόσουν τη δημοκρατία σε όλες της τις διαστάσεις, αλλά τις τυπικές εκείνες
διαδικασίες που θα επέτρεπαν στην Τουρκία να θεωρείται ευρωπαϊκό και δυτικό
κράτος, μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ, αποδίδεται στο φόβο της
τουρκικής ελίτ ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα και η εφαρμογή των ατομικών
ελευθεριών, η λειτουργία δηλαδή της δημοκρατικής αρχής, θα μπορούσαν να
οδηγήσουν την Τουρκία σε πολυδιάσπαση, κατά το πρότυπο των Σεβρών αμέσως μετά
τον 1 ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η
Κεμαλική ιδεολογία, όντας κρατική ιδεολογία, κράτησε την Τουρκία ενιαία και
αδιάσπαστη, παρά τις αναταράξεις που επήλθαν κατά καιρούς, θα λέγαμε ανά
δεκαετία, πράγμα που οδηγούσε και σε σειρά στρατιωτικών επεμβάσεων,
πραξικοπημάτων, για την επαναφορά του πολιτικού συστήματος στην Κεμαλική
τάξη.
Φυσικά
το πρόβλημα των μειονοτήτων σε κάποιο βαθμό έχει «διευθετηθεί», αφού προηγήθηκαν
στην 1 η και 2η δεκαετία του 20ου αιώνα, οι
γενοκτονίες των Αρμενίων και των Ποντίων, η σφαγή του Ελληνισμού της Μικράς
Ασίας το 1922 και μετά βεβαίως η εκδίωξη των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της
Ίμβρου και της Τενέδου στις δεκαετίες ’50, ‘60 και ’70, με πρόσχημα την κυπριακή
υπόθεση, κατά παράβαση των Συνθηκών της Λωζάννης, ενώ ο απηνής διωγμός των
Κούρδων που άρχισε από τη δεκαετία του ’30 συνεχίζεται στις μέρες μας. Τέλος, η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο
αποτελεί ένα δομικό σύμπτωμα του τουρκικού επεκτατισμού, συναφές προς την
Κεμαλική ιδεολογία και τη στρατοκρατική αντίληψη της πολιτικής.
Η
Τουρκία κατάφερε να ξεπεράσει επιτυχώς μεγάλες πολιτικοοικονομικές κρίσεις που
στη δεκαετία του ’70, μετά την εισβολή στην Κύπρο, σύμφωνα με αναλυτές όπως ο
Αλί Μπιράντ, οδηγούσαν την Τουρκία σε διάλυση, με αποτέλεσμα το μεγάλο
πραξικόπημα των Στρατηγών το 1980. Θα πρέπει να θεωρείται επίσης βέβαιο πως η
Τουρκία, παρά τα εσωτερικά της προβλήματα και τις εξωτερικές της επεκτατικές
περιπέτειες, όπως αυτή της Κύπρου, και παρά το κουρδικό πρόβλημα που συνεχίζει
να αιμορραγεί τη χώρα, κατάφερε να διατηρήσει το κράτος ενιαίο και αδιαίρετο
εξαιτίας της συναινετικής λειτουργίας της πολιτικής ελίτ και της πειθαρχικής
στάσης των κοινωνικών ομάδων που συνθέτουν το πολιτικό σύστημα.
Σήμερα
η Τουρκία, αφού εξήλθε από την επιτήρηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου,
αναπτύσσεται ραγδαία σε βαθμό που να της αναγνωριστεί και μια θέση στις 20
μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου. Οι αλλαγές που επιφέρει ο Ερντογάν είναι
ριζοσπαστικές. Κατάφερε για πρώτη φορά
στην ιστορία της Τουρκίας να απομονώσει το στράτευμα και να μειώσει αισθητά το
ρόλο του στην πολιτική. Κατάφερε να ελέγξει τις δυνάμεις ασφαλείας και κυρίως να
εκλεγεί ο ίδιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, για πρώτη φορά στην ιστορία της
Τουρκίας, ένας ισλαμιστής.
Όλα
αυτά δείχνουν μια τουρκική πορεία προς τα εμπρός που σημαίνει δυνατότητες και
προοπτικές παρά την παγκόσμια οικονομική κρίση. Εντούτοις, η Τουρκία έχει, παρά
τις διακηρύξεις του πρώην Υπουργού Εξωτερικών Νταβούτογλου και σημερινού
Πρωθυπουργού «περί μηδενικών προβλημάτων», μεγάλα και σοβαρά προβλήματα τόσο στο
εσωτερικό όσο και στο διεθνή περίγυρο. Εσωτερικά, το κουρδικό ζήτημα αποτελεί ένα
άλυτο με τις σημερινές συνθήκες πρόβλημα για την Τουρκία, αφού οι Κούρδοι
διεκδικούν ενόπλως πολιτική αυτονομία, που σημαίνει εν τέλει δυνάμει μετατροπή
της Τουρκίας σε ομοσπονδιακή δημοκρατία. Με βάση τα δεδομένα που έχουμε μέχρι
σήμερα, κάτι τέτοιο θα αποτελέσει casus beli
για το στράτευμα. Από την άλλη, η
στρατιωτική κατοχή της βόρειας Κύπρου αποτελεί διεθνή ανομία και παραβίαση όλων
των κανόνων του διεθνούς δικαίου που συνθέτουν τον πολιτικό πολιτισμό του
20 ου και του 21ου αιώνα.
Όπως
επίσης είναι προφανές από την ανάγνωση του βιβλίου ότι το κυπριακό πρόβλημα, το
πρόβλημα του Αιγαίου, οι γκρίζες ζώνες, η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, το
πρόβλημα των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, το Κουρδικό, έχουν ως πρωτογενή πηγή τους
το ένα και μοναδικό πρόβλημα στην περιοχή. Το πρόβλημα ονομάζεται Τουρκία. Με
την πολιτική της εθνοκάθαρσης, με τις γενοκτονίες των Αρμενίων και των Ελλήνων
του Πόντου, με τις διώξεις των Κούρδων, με τη συνεχιζόμενη στρατιωτική κατοχή
του 37% των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η
διαμόρφωση συνθηκών ασφάλειας, σταθερότητας, ειρήνης και συνεργασίας στην
ευρύτερη περιοχή, προϋποθέτει μια μεταμόρφωση του τουρκικού κράτους. Θεσμική, πολιτιστική και πολιτική. Μια μεταμόρφωση ωστόσο που δεν φαίνεται εύκολη
και πιθανή. Γιατί η Τουρκία εξακολουθεί,
παρά την επιχειρούμενη ευρωπαϊκή της πορεία, να βυθίζεται στο φαύλο κύκλο των
ιστορικών της αντινομιών. Ας μου
επιτραπεί να τονίσω ότι ο Ερντογάν συνεχίζει το διπλωματικό παιχνίδι στην
Ευρώπη, προβάλλοντας καθ’ υπερβολή δυσκολίες που αντιμετωπίζει από το
στρατιωτικό κατεστημένο με στόχο να εξασφαλίσει ανεμπόδιστο ευρωπαϊκό δρόμο.
Η
ταυτόσημη αυτή πολιτική ισλαμιστών και στρατηγών ακολουθείται, καθώς οι
υποστηρικτές της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ αξιοποιούν ως τακτικό πλεονέκτημα
τον ενδοτουρκικό ανταγωνισμό, για να προωθήσουν την ενταξιακή πορεία της
Τουρκίας και ταυτόχρονα να προβάλουν την άποψη ότι η Ευρώπη δεν πρέπει να
δυσκολέψει την ενταξιακή της πορεία. Ηνωμένες Πολιτείες και μερικές ευρωπαϊκές
χώρες είναι οι πρωταγωνιστές αυτής της πολιτικής. Όσο η πολιτική των ΗΠΑ και ορισμένων
Ευρωπαίων ευνοεί την αποδέσμευση της τουρκικής ενταξιακής πορείας από όρους και
προϋποθέσεις που θα επενεργούσαν αποτρεπτικά σε αυτήν, η Τουρκία δε θα έχει
λόγους αλλαγής στις πολιτικές της.
Η
εκλογή Ακκιντζί στις παράνομες εκλογές στα κατεχόμενα υπήρξε μια εξέλιξη θετική
δεδομένων των διαχρονικών του θέσεων στο Κυπριακό. Ωστόσο η μεγάλη δοκιμασία που τον αναμένει
και συνδέεται ευρύτερα με τις προοπτικές λύσης του Κυπριακού είναι η στάση της
Τουρκίας. Μιας Τουρκίας που κοιτάζει
προς τη Δύση αλλά εξακολουθεί να λοξοκοιτάζει και να φλερτάρει με ισλαμογενείς
και φανταμενταλιστικές δοξασίες. Οι
επόμενες εβδομάδες και μήνες θα δείξουν προς το που θα κινηθεί η Τουρκία
εν μέσω αυτών των αντιφάσεων, αλλά και εν μέσω μιας ευρύτερης αποσταθεροποίησης
στην ευρύτερη περιοχή μας, με το ισλαμικό κράτος να προελαύνει αλλά και με
εγκυμονούμενες επικίνδυνες εξελίξεις στα Βαλκάνια, την Π.Γ.Δ.Μ., το Κόσσοβο και
τις αλυτρωτικές φιλοδοξίες της Αλβανίας.
Το
δικό μας καθήκον, μακριά από υπερβολές που δημιουργούν ένα κλίμα αναιτιολόγητης
ευφορίας, είναι να κινηθούμε έντονα σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, για να
ασκηθούν πιέσεις και επιρροές προς την Τουρκία, για συμμόρφωση προς τις αρχές
του διεθνούς δικαίου σε ό,τι αφορά τη λύση του Κυπριακού. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την ΕΕ θα πρέπει να
διατυπωθεί σαφές αίτημα για επικουρική συνδρομή στις προσπάθειες λύσης. Το Κυπριακό, ως πρόβλημα εισβολής και
κατοχής, είναι διεθνές πρόβλημα το οποίο πρέπει να παραμείνει στο πλαίσιο του
ΟΗΕ.
Ωστόσο
από το 2004, με την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, το Κυπριακό είναι και πρόβλημα
ευρωπαϊκό. Άρα θα πρέπει να επιδιωχθεί
η επικουρική συνδρομή της ΕΕ στις νέες προσπάθειες και διαδικασίες για τη λύση,
με διορισμό πολιτικής προσωπικότητας και όχι τεχνοκράτη ως ειδικού απεσταλμένου
για το Κυπριακό. Με όρο εντολής να
εποπτεύει ότι οι όποιες πρόνοιες της λύσης συζητούνται στις διαπραγματεύσεις
είναι συμβατές με το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Ακόμη θα πρέπει να επιδιωχθεί σε ένα προσεχές Ευρωπαϊκό Συμβούλιο η
υιοθέτηση μας δέσμης αρχών που πρέπει να διέπουν τη λύση του Κυπριακού,
προκειμένου η λύση να συνάδει με την ιδιότητα της Κύπρου ως χώρας μέλους της
ΕΕ.
Τελειώνω
με μια σύντομη αναφορά στο θέμα των εγγυήσεων.
Η χθεσινή απαράδεκτη δήλωση του Υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας, κατά τη
διάρκεια της παράνομης επίσκεψης στην κατεχόμενη Κύπρο, ότι το θέμα θα πρέπει να
παραπεμφθεί σε πενταμερή διάσκεψη, αποκαλύπτει τις τουρκικές προθέσεις. Για υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας σε
κοινότητα και εξίσωση της με το παράνομο μόρφωμα του ψευδοκράτους. Και βέβαια με
στόχο τη διαιώνιση του καθεστώτος των εγγυήσεων.
Η
επανέναρξη των διαπραγματεύσεων έφερε στο δημόσιο διάλογο το μέγα θέμα των
εγγυήσεων. Η σαφής τοποθέτηση του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών για την κατάργηση
των εγγυήσεων του 1960, προκάλεσε την αντίδραση της Τουρκίας, η οποία
παρουσιάζεται επίμονη στη διατήρηση αυτού του μοναδικού στο παγκόσμιο
αναχρονισμού. Ενός αναχρονισμού ο
οποίος χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά και παράνομα από την Τουρκία το 1974 και που
υπήρξε η πηγή κακοδαιμονίας του Κυπριακού. Τυχόν διατήρηση των εγγυήσεων θα
ισοδυναμεί με εις το διηνεκές παραμονή της Κύπρου σε καθεστώς κράτους ήσσονος
κυριαρχίας και στην πραγματικότητα σε οιονεί αποικία με συνεχή και επικρεμάμενη
την απειλή επέμβασης της Τουρκίας.
Ποια
είναι όμως η νομική, ιστορική και πολιτική πραγματικότητα ενός τέτοιου
αναχρονιστικού θεσμού; Μετά το τέλος του
Β´ Παγκοσμίου Πολέμου ο θεσμός των Συνθηκών Εγγυήσεων μέσω των οποίων ένα ή
περισσότερα κράτη εγγυώνται το εδαφικό ή νομικό καθεστώς ενός τρίτου κράτους,
έχει εφαρμοσθεί μία μόνο φορά, στην περίπτωση της Κύπρου με τη Συνθήκη Εγγυήσεων
του 1960. Η εξέλιξη του διεθνούς
δικαίου και της ισότητας μεταξύ κρατών έθεσε στο περιθώριο της ιστορίας τέτοιες
ρυθμίσεις υπονομευτικές της κυριαρχίας τους. Το νομικό σχήμα όπου συγκεκριμένα
κράτη αναλάμβαναν το ρόλο των εγγυητριών δυνάμεων, έχει περιέλθει σε απόλυτη
αχρησία από τη δεκαετία του 1960 και σε ουσιαστική αχρησία από το 1945. Το ρόλο της παροχής εγγυήσεων έχει αναλάβει
κάποιες φορές ο ΟΗΕ.
Τυχόν
αποδοχή εγγυητριών δυνάμεων και εγγυητικών και επεμβατικών δικαιωμάτων σε μια
λύση του Κυπριακού, θα συνιστούσε εξ υπαρχής νάρκη στα θεμέλια του κράτους και
συνταγή καταστροφής του. Ο
αναχρονιστικός θεσμός των εγγυήσεων πρέπει οριστικά να τεθεί στο περιθώριο της
ιστορίας. Εγγύηση είναι η συμμετοχή της
Κύπρου στον ΟΗΕ -όπως συμβαίνει με όλα τα κράτη του κόσμου- οι αρχές του
διεθνούς δικαίου και οι συναφείς διεθνείς συμβάσεις.
Ιδιαίτερα
μετά την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ θα ήταν ασυγχώρητα αντιφατικό
μια χώρα μη μέλος της Ένωσης να είναι εγγυήτρια μιας ευρωπαϊκής χώρας όπως η
Κύπρος. Αντίθετα, η ευρωπαϊκή ενσωμάτωση της Κύπρου είναι μια ισχυρή εγγύηση για
μια Κύπρο ασφαλή και ειρηνική. Τώρα
είναι η ώρα ανάληψης πρωτοβουλιών, για να τεθούν οριστικά στο περιθώριο της
ιστορίας οι εγγυήσεις του 1960. Η
Ελλάδα με τις δηλώσεις του Υπουργού Εξωτερικών δείχνει το δρόμο.
Αγαπητοί
φίλοι,
Σας
ευχαριστώ για την πρόσκληση και εύχομαι ένα δημιουργικό διάλογο στη σημερινή σας
ημερίδα.
______________