Σεμινάριο «Διακυβέρνηση, Μέσα Ενημέρωσης
και Επικοινωνία στη Νέα Εποχή»
Η αδήριτη ανάγκη αλλά και η βούληση όλων των
εμπλεκομένων για επαναπροσδιορισμό του ρόλου τόσο των εκπροσώπων των Μέσων
Μαζικής Ενημέρωσης όσο και των φορέων κυβερνητικής επικοινωνίας ώστε να
αναβαθμιστεί η ποιότητα της δημόσιας επικοινωνίας με τη συμμετοχή της κοινωνίας
των πολιτών, αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις και αξιοποιώντας όλες τις
δυνατότητες που παρέχονται από τις νέες τεχνολογίες, αναδείχθηκε μέσα από το
σεμινάριο που πραγματοποιήθηκε σήμερα στο Προεδρικό Μέγαρο με θέμα
«Διακυβέρνηση, Μέσα Ενημέρωσης και Επικοινωνία στη Νέα Εποχή».
Την
έναρξη των εργασιών του σεμιναρίου κήρυξαν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Νίκος
Αναστασιάδης και ο Ύπατος Αρμοστής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Κύπρο κ.
Ric Todd .
Ως καίριας σημασίας για τη συμμετοχική δημοκρατία
χαρακτήρισε στο χαιρετισμό του ο Πρόεδρος Αναστασιάδης την επικοινωνία της
Κυβέρνησης μέσω ενός κρατικού φορέα επικοινωνίας με τον πολίτη, τονίζοντας,
παράλληλα, το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν τα Μέσα Ενημέρωσης ως δίαυλος
επικοινωνίας τόσο μεταξύ των κυβερνώντων και του λαού όσο και ανάμεσα στις
διάφορες κοινωνικές ομάδες. «Γιατί, πέραν του γεγονότος ότι ο καλύτερος πολίτης
είναι ο ενημερωμένος και ενεργός πολίτης, διευκολύνεται και η διαμόρφωση των
πολιτικών του κράτους και κατά συνέπεια, η εύρυθμη λειτουργία του κράτους. Ο
πολίτης όχι μόνο γνωρίζει την κατεύθυνση προς την οποία εργάζεται η κυβέρνηση
για το καλό της κοινωνίας και της χώρας, αλλά ενθαρρύνεται να συμμετέχει στη
διαμόρφωση των πολιτικών της κυβέρνησης», είπε ο κ. Αναστασιάδης.
Επισήμανε,
δε, τη σημασία της διατήρησης μιας υγιούς και αμοιβαία επωφελούς σχέσης μεταξύ
κυβέρνησης και εκπροσώπων των ΜΜΕ, αλλά και την ανάγκη όπως στο σύγχρονο
περιβάλλον επικοινωνίας, ανανεώνονται διαρκώς οι νόρμες που διέπουν αυτή τη
σχέση, προκειμένου να γίνονται αμφότεροι πιο αποτελεσματικοί στο δημοκρατικό
τους ρόλο.
Χαρακτηρίζοντας το σεμινάριο έμπρακτη απόδειξη της
σημασίας που αποδίδει η Κυβέρνηση στην επικοινωνία, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είπε
ότι σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας εποχής για την κυβερνητική επικοινωνία στην
Κύπρο. Τέλος, ευχαρίστησε τους διοργανωτές και την κυβέρνηση του Ηνωμένου
Βασιλείου για την πολύτιμη συνεργασία της.
Από πλευράς του, ο Βρετανός Ύπατος Αρμοστής υπογράμμισε
την αναγκαιότητα της κυβερνητικής επικοινωνίας τόσο ως δημοκρατικό καθήκον και
δικαίωμα όσο και για την κατανόηση και στήριξη των κυβερνητικών αποφάσεων από
τους πολίτες. Δεν μπορείς να εφαρμόσεις μια εθνική στρατηγική χωρίς επικοινωνία,
και πρέπει η επικοινωνία αυτή να τύχει στρατηγικού σχεδιασμού, είπε. Υπέδειξε,
δε, ότι δεν αρκεί μόνο να παρέχεις πληροφόρηση, αλλά να το κάνεις με σαφήνεια,
ειλικρίνεια και παρουσιάζοντας μια ολοκληρωμένη εικόνα.
Ο
κ. Todd
αναφέρθηκε στις εξαίρετες σχέσεις μεταξύ των Κυβερνήσεων Κύπρου και Ηνωμένου
Βασιλείου αλλά και στις μεταρρυθμίσεις που προωθεί η κυπριακή κυβέρνηση ως δύο
παραδείγματα του σημαντικού ρόλου που διαδραματίζει η επικοινωνία. Τόνισε δε ότι
διαίτερα στην εποχή μας, η οποία χαρακτηρίζεται από συνεχείς αλλαγές, λιτότητα,
αλλά και ταχύτητα μετάδοσης των πληροφοριών και αφθονία μέσων επικοινωνίας, ο
ρόλος τους είναι ιδιαίτερα σημαντικός στη διαμόρφωση και μετάδοση των μηνυμάτων.
Τον ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο της κρατικής υπηρεσίας
κυβερνητικής επικοινωνίας για την εξασφάλιση της συμμετοχής ή έστω της αποδοχής
ή ανοχής των πολιτών στη διαμόρφωση, εφαρμογή και αξιολόγηση κυβερνητικών
πολιτικών, ανέλυσε η Διευθύντρια του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών κα Ελεονώρα
Γαβριηλίδη. Σημείωσε ότι το σημαντικό αυτό έργο μπορεί να επιτελέσει καλύτερα
ένας δημόσιος οργανισμός, ο οποίος εντάσσεται σε κανονιστικό πλαίσιο, υπόκειται
σε έλεγχο, διέπεται από θεσμοθετημένη διαφάνεια και αποσκοπεί στη βελτίωση της
ζωής των πολιτών.
Επιπλέον, ως δημόσιος οργανισμός μπορεί να γνωρίζει
καλύτερα από έναν ιδιωτικό οργανισμό τη συνολική επικοινωνιακή στρατηγική του
κράτους και διασφαλίζει ότι η κυβερνητική επικοινωνία θα απέχει από κομματικά
συμφέροντα, κερδίζοντας έτσι αξιοπιστία έναντι του κοινωνικού συνόλου. Η κα
Γαβριηλίδη αναφέρθηκε, επίσης, στην επικοινωνία ως απαραίτητη προϋπόθεση για την
απρόσκοπτη άσκηση των άλλων κυβερνητικών αρμοδιοτήτων και εξήγησε γιατί η
κυβερνητική επικοινωνία δεν είναι ούτε απλώς πληροφόρηση ούτε διαφήμιση ούτε
προπαγάνδα. Η κυβερνητική επικοινωνία, είπε, είναι αποτελεσματικότερη όταν
αποτελεί μέρος της διαμόρφωσης πολιτικής με τη συμμετοχή και της κοινωνίας.
Καταλήγοντας, υπέδειξε το οξύμωρο που συνιστά σημαντική πρόκληση για τους φορείς
κυβερνητικής επικοινωνίας: ενώ η επιδιωκόμενη διαμόρφωση βέλτιστων συμπεριφορών
είναι μια μακροχρόνια και πολύπλοκη υπόθεση, οι κυβερνήσεις είναι υποχρεωμένες
να επιδεικνύουν ευελιξία στις στρατηγικές τους, προκ ειμένου να τις προσαρμόζουν
στις εκάστοτε κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες.
Η
ενότητα σκοπού, οργάνωσης και εκτέλεσης αποτελεί το θεμέλιο λίθο μιας
επιτυχημένης κυβερνητικής στρατηγικής επικοινωνίας, σύμφωνα με τον Εκτελεστικό
Διευθυντή για την Κυβερνητική Επικοινωνία στο Ηνωμένο Βασίλειο κ. Alex Aiken ,
ο οποίος εξήγησε τον τρόπο, με τον οποίο είναι δομημένη και λειτουργεί η
επικοινωνία της βρετανικής κυβέρνησης. Η δημόσια επικοινωνία, είπε, δεν μπορεί
να εξαντλείται στη διανομή πληροφοριακού υλικού, αλλά να αποτελεί μέρος της
διαμόρφωσης πολιτικής και να παρέχει δημόσια υπηρεσία με πρωταρχικό σκοπό να
αλλάξει τη συμπεριφορά των πολιτών προκειμένου να βελτιώσει τη ζωή τους. Αυτό
επιτυγχάνεται με τον καθορισμό του στόχου, τον προσδιορισμό του ακροατηρίου, στο
οποίο απευθύνεται η επικοινωνία, το στρατηγικό σχεδιασμό, την εφαρμογή της
στρατηγικής και, τέλος, την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της, υπέδειξε ο κ.
Aiken .
Σε αυτό το πλαίσιο, σημείωσε, το ακροατήριο-στόχος αποτελεί το σημείο εκκίνησης,
τα μηνύματα πρέπει να είναι σύντομα και κατανοητά και η διαδικασία να ευνοεί τον
κοινωνικό διάλογο. Στην εποχή μας, όπου η φύση της επικοινωνίας αλλάζει με
ταχείς ρυθμούς, είπε ο κ. Aiken ,
είναι αναγκαίο όπως οι φορείς κυβερνητικής επικοινωνίας αναλύουν τα δεδομένα,
ώστε να γνωρίζουν καλά το κοινό στο οποίο απευθύνονται, και να οργανώνουν το
περιεχόμενο με τρόπο που να γίνεται εύκολα κατανοητό από τους πολίτες, αλλά και
ελκυστικό με τη χρήση οπτικών μέσων επικοινωνίας. Πρόσθεσε ότι είναι επίσης
σημαντικό να συνεργάζονται με άτομα ή ομάδες που έχουν τη δύναμη να συμβάλουν
στην επίτευξη του κοινού στόχου, αλλά και με ειδικούς σε θέματα αλλαγής
συμπεριφοράς. Τέλος, υπογράμμισε την ανάγκη όπως οι φορείς επικοινωνίας απαιτούν
περισσότερα από τους φορείς χάραξης πολιτικής.
Για
τον καθοριστικής σημασίας ρόλο της επικοινωνίας σε προγράμματα μεταρρύθμισης
μίλησε ο Σύμβουλος σε θέματα διοίκησης και επικοινωνίας κ. Stephen Welch .
Όπως ανέφερε, μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις των φορέων κυβερνητικής
επικοινωνίας είναι να επιφέρει αλλαγή στη συμπεριφορά των ανθρώπων,
δημιουργώντας ένα περιβάλλον όπου ο νέος τρόπος συμπεριφοράς αποτελεί τη νόρμα.
Προκειμένου να συμβεί αυτό, είπε, είναι σημαντικό να γνωρίζουν καλά το
ακροατήριό τους και να κατευθύνουν σε αυτό όλες τις δράσεις επικοινωνίας. Η
αποτελεσματική επικοινωνία, εξήγησε ο κ. Welch ,
συνίσταται σε τρία βασικά στοιχεία. Πρώτον, οι φορείς επικοινωνίας να μην
«παπαγαλίζουν», αλλά να εντάσσουν ορισμένα στοιχεία της προσωπικότητάς τους στο
μήνυμα που μεταφέρουν. Δεύτερον, να δημιουργούν συνθήκες που να ενεργοποιούν στο
ακροατήριο το αίσθημα ότι ανήκουν σε μια κοινότητα. Και τρίτο, να χρησιμοποιούν
πειθώ που να στηρίζεται στο γεγονός ότι πρόκειται για επικοινωνία μεταξύ
ανθρώπων.
Θίγοντας μια διαφορετική, αλλά εξίσου σημαντική πτυχή
της δημόσιας επικοινωνίας, ο Διευθυντής του Κέντρου Κοινοτικών Μέσων
Επικοινωνίας κ. Μάικ Σιμόπουλος επισήμανε ότι το παραδοσιακό επικοινωνιακό
περιβάλλον στην Κύπρο, το οποίο αποτελείται κυρίως από ιδιωτικά/εμπορικά και
κρατικά/δημόσια μέσα επικοινωνίας, έχει για διάφορους λόγους εγείρει σημαντικά
εμπόδια στην αποτελεσματική συμμετοχή άλλων φορέων επικοινωνίας, όπως οι
μη-κυβερνητικοί οργανισμοί και οι κοινωνικές ή εθνοτικές ομάδες, στις δημόσιες
συζητήσεις. Το γεγονός αυτό, είπε ο κ. Σιμόπουλος, επιδρά αρνητικά στο επίπεδο
της δημοκρατίας στη χώρα, δεδομένου ότι ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων
αισθάνονται ότι έχουν αποκλειστεί από το κομματικό/πολιτικό κατεστημένο, του
οποίου η επιρροή παραμένει αμετάβλητη. Ωστόσο, επισήμανε, η έλευση των μέσων
κοινωνικής δικτύωσης έχει απομακρύνει μερικά από αυτά τα εμπόδια, με την αύξηση
του αριθμού των ομάδων που χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο για να επικοινων ούν τις
δραστηριότητες, τα μηνύματα και τις θέσεις τους. Η συμμετοχή ενός ολοένα
και μεγαλύτερου αριθμού ανθρώπων σε
δραστηριότητες της κοινωνίας των πολιτών είναι απόδειξη του γεγονότος ότι με ένα
μεγαλύτερο φάσμα εργαλείων επικοινωνίας στη διάθεσή τους, αυτοί οι «άλλοι»
φορείς επικοινωνίας έχουν ένα σημαντικό ρόλο να διαδραματίσουν όσον αφορά στη
συμμετοχή των πολιτών σε μια σύγχρονη δημοκρατία, κατέληξε ο κ. Σιμόπουλος.
Το ρόλο του πολιτικού συντάκτη -παραδοσιακά αλλά και στο
πλαίσιο των αλλαγών που έχουν επιφέρει οι νέες τεχνολογίες- σκιαγράφησε ο
Βρετανός δημοσιογράφος κ. Robert Orchard. Τόνισε ότι οι πολιτικοί συντάκτες
οφείλουν να διατηρούν μια απόσταση από τους πολιτικούς και τους φορείς
κυβερνητικής επικοινωνίας και να θυμούνται πάντα ότι παρόλο που η μεταξύ τους
σχέση είναι συμβιωτική, τα συμφέροντά τους δεν είναι πανομοιότυπα. Αντλώντας από
την εμπειρία του ως πολιτικού συντάκτη επί πρωθυπουργίας Margaret Thatcher και
Tony Blair, ο κ. Orchard παρέθεσε τις απόψεις του σχετικά με τη λειτουργία του
συστήματος επικοινωνίας μεταξύ βουλευτών και δημοσιογράφων στο βρετανικό
κοινοβούλιο και υπέδειξε ότι η αποτελεσματική διαχείριση των ειδήσεων από την
κυβέρνηση –με την έννοια της παροχής πληροφόρησης για τις κυβερνητικές
δραστηριότητες- μπορεί να αποβεί χρήσιμη στους δημοσιογράφους, εκεί όπου
συμπίπτουν τα συμφέροντα των δύο μερών. Εξέφρασε, ωστόσο, την ε λπίδα ότι δεν θα
επαναληφθούν ακραία περιστατικά, όπου φορείς κυβερνητικής επικοινωνίας στο
Ηνωμένο Βασίλειο επιχείρησαν να ελέγξουν την ειδησεογραφία, χρησιμοποιώντας
άκομψες, αδόκιμες και επιθετικές μεθόδους.
Στη διάρκεια του σεμιναρίου διεξήχθησαν, επίσης, δύο
συζητήσεις, στις οποίες συμμετείχαν και απάντησαν σε ερωτήσεις του ακροατηρίου ο
Σύμβουλος Επικοινωνίας κ. Ανδρέας
Χατζηκυριάκος, η υπεύθυνη για την Επικοινωνία και τα Μέσα Επικοινωνίας στη
Βρετανική Πρεσβεία στην Αθήνα κα Μαρία Κικίδα και οι δημοσιογράφοι κ.κ. Μαρία Μάιλς, Θανάσης Αθανασίου, Πανίκος
Χατζηπαναγής, Τώνια Σταυρινού και Κώστας Κωνσταντίνου. Σε αυτό το πλαίσιο
συζητήθηκαν οι ευκαιρίες και προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τόσο οι επαγγελματίες
δημοσιογράφοι όσο και οι φορείς κυβερνητικής επικοινωνίας στο νέο επικοινωνιακό
περιβάλλον όπως έχει διαμορφωθεί από τις νέες τεχνολογίες και υπογραμμίστηκε η
ανάγκη μετασχηματισμού της δομής και του τρόπου λειτουργίας της κυβερνητικής
επικοινωνίας με τρόπο που να συμβάλει στη βελτίωση της μεταξύ τους σχέσης, αλλά
και στη σχέση της κυβέρνησης με την κοινωνία των πολιτών. Αναγνωρίστηκε, δε, ότι
έχουν ήδη γίνει βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά και ότι η προσπάθεια
πρέπει να συνεχιστεί προς όφελος των πολιτών.
Τις εργασίες του σεμιναρίου έκλεισε συνοψίζοντας τα
σημαντικότερα σημεία ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος κ. Νίκος Χριστοδουλίδης. Η
Κυβέρνηση, είπε, αναγνωρίζει τις ελλείψεις και τις δυσκολίες που υφίστανται και
θα προβεί στις αναγκαίες ενέργειες προκειμένου να τις αντιμετωπίσει
αποτελεσματικά. Υπογράμμισε, δε, την ανάγκη συνεχούς επανασχεδιασμού της
επικοινωνιακής πολιτικής της κυβέρνησης, δεδομένου ότι οι συνθήκες αλλάζουν
διαρκώς. Κάθε κυβέρνηση, τόνισε, έχει την υποχρέωση να παρουσιάζει την πλήρη
εικόνα των όσων λαμβάνουν χώρα και να λέει την αλήθεια στους πολίτες, όσο σκληρή
και να είναι. Την ίδια υποχρέωση, πρόσθεσε, έχουν και οι εκπρόσωποι των μέσων
ενημέρωσης. Καταλήγοντας, ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος είπε ότι είναι σημαντικό η
κυβέρνηση να αξιοποιεί τις δυνατότητες που παρέχουν οι νέες ψηφιακές πλατφόρμες
επικοινωνίας, ώστε να αφουγκράζεται τις ανησυχίες και να λαμβάνει υπόψη τις
απόψεις των πολιτών που πλέον τις χρησιμοποιούν ως βήμα έκφρασης και κοινωνικού
διαλόγου.
Το σεμινάριο παρακολούθησαν δημόσιοι υπάλληλοι με
αρμοδιότητες που αφορούν στην επικοινωνία, ειδικοί σύμβουλοι κυβερνητικών
αξιωματούχων, εκπρόσωποι των κυπριακών Μέσων Επικοινωνίας, ακαδημαϊκοί από το
πεδίο της επικοινωνίας και άλλοι παράγοντες.
Το σεμινάριο συνδιοργάνωσαν το Γραφείο Τύπου και
Πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας και η Βρετανική Ύπατη Αρμοστεία με τη
στήριξη της Ampersand Public Affairs. Πρόκειται για την πρώτη μιας σειράς
ανάλογων εκδηλώσεων που θα πραγματοποιηθούν στο πλαίσιο συνεργασίας με την
Βρετανική Ύπατη Αρμοστεία σε θέματα επικοινωνίας.
_____________