21/7/14

Επιμνημόσυνος λόγος Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης στο εθνικό μνημόσυνο για την επέτειο της εισβολής, στη Λεμεσό

Επιμνημόσυνος λόγος Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης
  στο εθνικό μνημόσυνο για την επέτειο της εισβολής, στη Λεμεσό


Σαράντα χρόνια από την εθνική τραγωδία και οι αποφράδες επέτειοι του 74 επαναφέρουν στο προσκήνιο τις θύμησες αλλά και τον πόνο από τις αιμάσσουσες πληγές της πατρίδας μας.

Ακατάλυτο και πρωταρχικό μας καθήκον, αποτελεί σήμερα η απόδοση της προσήκουσας τιμής και ευγνωμοσύνης στους ήρωες νεκρούς μας. Στους Ελληνοκύπριους και Ελλαδίτες πεσόντες αδελφούς, οι οποίοι υπερασπίστηκαν μέχρις εσχάτων την μαρτυρική μας πατρίδα, ποτίζοντας με το αίμα τους το δέντρο της κυπριακής ελευθερίας.

Ανάγκη επιτακτική αποτελεί επίσης σήμερα η άντληση πολύτιμων διδαγμάτων, που θα πρέπει να μας φρονηματίσουν από τα αδυσώπητα και εγκληματικά λάθη του παρελθόντος. Ανάγκη για εθνική συμφιλίωση, ανάγκη για ανασύνταξη και δημιουργία κοινού οράματος για το μέλλον της ιδιαίτερης μας πατρίδας.

Τέσσερις δεκαετίες συμπληρώνονται σήμερα από την εκδήλωση του αποτρόπαιου τουρκικού εγκλήματος που βύθισε στο πένθος και στην οδύνη το λαό μας. Από εκείνο το σαββατιάτικο πρωινό που η Τουρκία έμελε να εκτροχιάσει την Κύπρο από τον ρουν της τρισχιλιετούς ελληνικής ιστορίας της. Και έκτοτε, με τον ίδιο ουσιαστικό και παράνομο τρόπο, συνεχίζει μέσω της κατοχής να παραμορφώνει τον πολιτισμικό και δημογραφικό της χαρακτήρα.

Η Κύπρος εάλω. Δεκατέσσερα μόλις χρόνια από την κατάκτηση της ανεξαρτησίας της και την αποτίναξη της βρετανικής κυριαρχίας. Με ανεξαργύρωτους τους αγώνες και τις θυσίες των παλικαριών της ΕΟΚΑ. Με τον καπνό να αναδύεται ακόμα από τα ολοκαυτώματα του Μαχαιρά, του Λιοπετριού και του Δικώμου.
Με ανεπούλωτες τις πληγές από την ανταρσία του 1963-1964, με νωπές ακόμα τις μνήμες από τις τούρκικες ναπάλμ που έπληξαν την Τηλλυρία. Και εμείς, αντί να εγκαινιάσουμε μια νέα περίοδο, μία περίοδο ανάπτυξης και προόδου επιτρέψαμε στα εμφιλοχωρούντα ζιζάνια της διχόνοιας να αναφυούν τα επόμενα χρόνια, ανάμεσα μας. Ο πειρασμός της εσωτερικής έριδας, ο φανατισμός και η πόλωση, πολύ σύντομα μας οδήγησαν στην διχόνοια.

Το σαράκι του διχασμού, αυτή η αρχέγονη κατάρα της ελληνικής φυλής, κατατρώει τον πολιτειακό ιστό και η χούντα των Αθηνών, γίνεται το μέσο για εξυπηρέτηση των ξένων συμφερόντων. Στις 15 Ιουλίου, Έλληνες της Κύπρου, στρέφουν τα όπλα κατά αλλήλων και η πρώτη πράξη της πατριδοκτόνου τραγωδίας, έχει ήδη συντελεστεί.

Προφασιζόμενη την αφροσύνη του πραξικοπήματος, η Τουρκία υλοποιεί τα διχοτομικά της σχέδια, και δράττεται της ευκαιρίας που επιζητούσε από καιρό, εισβάλλοντας στο νησί, τις αυγινές ώρες της 20 ης Ιουλίου. Φρικτά προδομένος από τα κέντρα λήψεως αποφάσεων στην Αθήνα, ο κυπριακός ελληνισμός αφήνεται στην ουσία στο έλεος του εισβολέα.

Τριάντα πέντε χιλιάδες στρατιώτες, 80 μαχητικά αεροσκάφη, περισσότερα από 150 άρματα μάχης και είκοσι ναυτικά μέσα, συνοδευόμενα από πέντε αντιτορπιλικά, επιστρατεύονται και συγκεντρώνονται στις τουρκικές βάσεις απέναντι από τη θάλασσα της Κερύνειας. Την ίδια στιγμή που το BBC προβάλλει εικόνες από τον απόπλου της δύναμης, οι χουντικοί επιτελείς συνεχίζουν χαρακτηρίζουν τις πληροφορίες ως «άσκηση» και συνιστούν στο ΓΕΕΦ, ακόμα και μετά την έναρξη της απόβασης, «αυτοσυγκράτηση».

Παρά την συντριπτική, αριθμητική και τεχνολογική υπεροχή των Τούρκων και παρά το γεγονός ότι το πραξικόπημα είχε αποδυναμώσει τις δυνατότητες αντίστασης, στο μικροεπίπεδο των μαχών γράφονται σελίδες αξιομνημόνευτης ελληνικής αρετής. Στο θέατρο των συγκρούσεων, στην Κύπρο του 1974, το Μολών Λαβέ του Λεωνίδα και του Παλαιολόγου, επαναλαμβάνεται απέναντι στον ιταμό επιβουλέα.

Τιμούμε, λοιπόν, σήμερα αυτούς που ανταποκρίθηκαν πρόθυμα και συνειδητά στο κάλεσμα της πατρίδας. Τους γνήσιους, τους συνεπείς με την ιστορική διαταγή, που αποδείχτηκαν άξιοι συνεχιστές της μακραίωνης ελληνικής ιστορίας.

Υποκλινόμαστε στα παλικάρια που τις πρώτες ώρες της εισβολής, βρήκαν το θάρρος με τον ισχνό και απαρχαιωμένο τους οπλισμό, να παλέψουν και να οδηγήσουν σε καθήλωση τα αποβατικά στίφη των τούρκων στις ακτές του Πέντε Μίλι. Ανακαλούμε στην μνήμη μας την ανδρεία των κληρωτών και εφέδρων Καταδρομέων, που με την αυταπάρνηση τους πάτησαν σε όλες σχεδόν τις κορυφές του Πενταδακτύλου κατατροπώνοντας τον εχθρό όπου τον έβρισκαν. Αποδεικνύοντας ξανά και στην πράξη ότι ο τολμών νικά.

Στους γενναίους της ΕΛΔΥΚ που κατά την πρώτη φάση προήλασαν νικηφόρα προς τον καλά οχυρωμένο θύλακα του Κιόνελι. Στους αγνοηθέντες από την πολιτεία Ελλαδίτες αδελφούς, που υπερασπιστήκαν μέχρις εσχάτως τον δυτικό τομέα της Λευκωσίας κατά την επική μάχη του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ, κατά τον Αττίλα ΙΙ. Σε αυτούς που όρθωσαν κυριολεκτικά το κορμί τους μπροστά στα τουρκικά άρματα, παραμένοντας στα ορύγματα τους για να καλύψουν την οπισθοχώρηση των συναδέλφων τους.

Κλείνουμε ευλαβικά το γόνυ, στους ηρωικώς πεσόντες μαχητές των μονάδων του πεζικού και του Μηχανικού, τους πυροβολητές, τους αρματιστές και τους καταδρομείς, που έδωσαν τη ζωή τους, θυσία στο βωμό της τιμής και της εθνικής αξιοπρέπειας. Και σύμφωνα με τον ποιητή, περισσότερη τιμή τους πρέπει, γιατί γνώριζαν ότι ο Εφιάλτης είχε ήδη φανεί και «οι Μήδοι, επιτέλους θα διαβούνε».

Παντοτινά υπόχρεοι, γιατί συνέδεσαν το παρόν με το ιστορικό μας παρελθόν, επαναλαμβάνοντας με το θάρρος και την αυτοθυσία τους, εκλάμψεις από τη δόξα του Μαραθώνα, των Πλαταιών και της Σαλαμίνας. Γιατί μας υπενθύμισαν ότι, το καλοκαίρι του 74 στην Κύπρο, δεν αναβίωσε μόνο ο Εφιάλτης, αλλά και ο Λεωνίδας με τους 300 του.

Ξυπνά σήμερα ξανά ο θρήνος για τις τρεις και πλέον χιλιάδες θύματα. Οι θύμησες από τα ειδεχθή εγκλήματα των τούρκων. Τις εν ψυχρώ εκτελέσεις αιχμαλώτων και αμάχων, τους βιασμούς ανήλικων κοριτσιών και ηλικιωμένων γυναικών. Θυμόμαστε την αγωνία των συγγενών για τους 1619 αγνοούμενους. Τα βασανιστήρια των αιχμαλώτων, το δράμα της επιστροφής τους από τα μπουντρούμια των Αδάνων. Τις κακουχίες των 20, αρχικά, χιλιάδων Ελληνοκυπρίων που παρέμεναν εγκλωβισμένοι στο τόπο καταγωγής τους. Τον βίαιο εκτοπισμό του ενός τρίτου των συμπατριωτών μας και τις προσπάθειές τους να συγκροτήσουν ξανά τις ζωές τους, μέσα από τα συσσίτια και τα προσωρινά αντίσκηνα.

Για τέσσερις δεκαετίες στην Κύπρο, οι αρχές του Διεθνούς Δικαίου παραβιάζονται κατάφορα. Στα κατεχόμενα έχουν συντελεστεί και συνεχίζονται η εθνοκάθαρση και ο εποικισμός, η παράνομη εκμετάλλευση των περιουσιών μας, η υβριστική βεβήλωση της θρησκευτικής και πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Οι άνανδρες δολοφονίες των στρατιωτών μας μετά την εισβολή, τα γεγονότα του 1996, ο Ισαάκ, ο Σολωμού και τα Στροβίλια, αποτελούν υπόμνηση μιας τραγικής πραγματικότητας. Ότι η πράσινη γραμμή, δεν απαρτίζεται από σημεία διέλευσης προς σε ένα φθηνότερο τουριστικό προορισμό με ξενοδοχεία και καζίνο. Αποτελεί κυριολεκτικά και συμβολικά, τη ντροπιαστική ουλή που πρέπει να μας υπενθυμίζει τον βίαιο διαμελισμό και κατοχή της πατρίδας μας. Η γραμμή καταπαύσεως του πυρός, (γιατί περί αυτού πρόκειται), πρέπει να μας υπενθυμίζει το φόρο πόνου και αίματος, που πλήρωσε και εξακολουθεί να καταβάλλει ο λαός μας.

Γι’ αυτό, εκδηλώσεις όπως την σημερινή, προσθέτουν διδακτική αξία, κυρίως μέσα από τη άντληση παραδειγμάτων που μπορούν να καλλιεργήσουν υψηλά πρότυπα. Πρότυπα τα οποία δεν έχουν ανάγκη μόνο οι νέοι, τους οποίους συχνά επικρίνουμε. Είναι οι δικές μας γενεές, οι οποίες κινδυνεύουν να βυθιστούν στην λήθη που προκαλεί το βόλεμα και η κίβδηλη ευδαιμονία των σύγχρονων ημερών.

Η συνεχιζόμενη ηθική μας παρακμή, ο πνευματικός μας αποπροσανατολισμός, από τα υψηλά ιδανικά και αξίες του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, μας αναγκάζουν σήμερα να απολογηθούμε. Κυρίως στη νέα γενιά, για τα δεινά στα οποία οδηγήθηκε ο τόπος. Γιατί εν ειρήνη και σε μόλις λίγα χρόνια, οδηγήσαμε την πατρίδα μας σε μια δεύτερη, αυτή τη φορά, οικονομική   τραγωδία.

Και εάν οι συνέπειες της ύφεσης είναι αντιμετωπίσιμες, εάν στα ζητήματα της οικονομίας θα υπάρχουν πάντοτε δυνατότητες και ευκαιρίες, το εθνικό μας ζήτημα, δεν επιτρέπει ούτε αναποφασιστικότητα, ούτε νέες αστοχίες και λάθη. Κυρίως, δεν μπορεί να μετατραπεί, σε αντικείμενο ανάπτυξης μιας διχαστικής λογικής που δεν εξυπηρετεί τίποτε άλλο, παρά   μόνο αλλότριες προς την κορυφαία εθνική μας υπόθεση, σκοπιμότητες.

Ας διασφαλίσουμε λοιπόν, ότι η πολιτική κουλτούρα την οποία διαμορφώνουμε καθημερινά, όχι μόνο δεν αφήνει περιθώρια για αναμόχλευση των διχαστικών παθών του παρελθόντος, αλλά σφυρηλατεί τις απαραίτητες συνθήκες ενότητας, ομοψυχίας και εγρήγορσης.

Εγρήγορσης, για να αναγνωρίσουμε σε πρώτο στάδιο, την γεωστρατηγική δυναμική που μεταβάλλεται ραγδαία στην ευρύτερη περιοχή μας. Η κλιμάκωση της ψυχροπολεμικής διένεξης στην Ουκρανία, το επί δεκαετίες ταραχώδες περιβάλλον στη Μέση Ανατολή και η επικείμενη αξιοποίηση του ανευρεθέντος φυσικού πλούτου, αποτελούν κρίσιμες συνιστώσες, που ενδέχεται, εάν αξιοποιηθούν με σύνεση, να επηρεάσουν ευνοϊκά τα συμφέροντα της πατρίδας μας.

Γι’ αυτό και ως Κυβέρνηση Αναστασιάδη, έχουμε εργαστεί και θα συνεχίσουμε να διεκδικούμε αναβαθμισμένο ρόλο, ως η σταθεροποιητική δύναμη στην περιοχή. Σε αυτή μας την προσπάθεια και σε αυτές τις λεπτές ισορροπίες που διαμορφώνουν τα πολιτικά και οικονομικά κυρίως συμφέροντα των ισχυρών της γης, οφείλουμε να προσαρμόσουμε τις νόμιμες επιδιώξεις μας.

Επιδιώξεις που θα στηλιτεύουν τον τουρκικό μαξιμαλισμό και ανυποχωρητικότητα. Που θα καταδεικνύουν την ευθύνη της Άγκυρας να συμβάλλει ουσιαστικά στις απευθείας διαπραγματεύσεις, ανταποκρινόμενη σε πρώτο στάδιο στα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης που έχουμε υποβάλει, και ειδικότερα στην πρόταση του Προέδρου Αναστασιάδη για επιστροφή της Αμμοχώστου.
 
Η τουρκική αδιαλλαξία όχι μόνο δεν μας πτοεί, αλλά αντίθετα ως Κυβέρνηση, μας πεισμώνει ακόμα περισσότερο να καταβάλουμε εντονότερες προσπάθειες για   σύντομη επίτευξη λύσης στη βάση των αρχών που έχουμε θέσει. Με κάθε έμφαση τονίζουμε ότι δεν θα αποδεχθούμε τίποτα λιγότερο από μια λύση που θα επανορθώνει στο μέγιστο δυνατό βαθμό, τη συνταγματική και εδαφική διάρρηξη που παράνομα και με τη βία των όπλων προκάλεσε στο νησί η Τουρκία. Λύση που θα επανενώνει τους θεσμούς και το λαό μας, και οι μόνες εγγυήσεις που θα πρέπει να περιλαμβάνει, θα είναι αυτές της συνδημιουργίας, της ανάπτυξης και της προόδου για Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους.

Προσευχόμαστε σήμερα στον Ύψιστο, στις δύσκολες ημέρες που έπονται, να φωτίζει το δρόμο μας η συναίσθηση του χρέους και της αποστολής. Αυτή είναι η ιστορική μας ευθύνη, έναντι στις απελθούσες και κυρίως στις επερχόμενες γενεές των Ελλήνων της Κύπρου. Την επιβίωση των οποίων στο τόπο των πατέρων τους, οφείλουμε και μπορούμε να διασφαλίσουμε .

Συμφιλιωμένοι με το παρελθόν μας και μονιασμένοι για το μέλλον μας, ας έχουμε αείποτε φάρο αγωνιστικότητας και έμπνευσης, τους αγώνες και τις θυσίες των, υπέρ πατρίδος πεσόντων αδελφών μας κατά το 1974.

Αιώνια θα διαφυλάσσουμε τη μνήμη τους.