30/4/14

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ



Έκθεση της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού
κας Λήδας Κουρσουμπά αναφορικά με τον έγκαιρο εντοπισμό παιδιών
με μαθησιακές δυσκολίες στα πλαίσια του σχολείου



ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ


Λευκωσία, 29 Απριλίου 2014







Α. Εισαγωγή

1.    Η παρούσα Έκθεση συντάχθηκε στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων που μου παρέχονται από τον περί Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμο του 2007 [Ν.74(Ι)/2007] και ιδιαίτερα τα άρθρα 4(1)(ε), (2)(δ) και (ι), στη βάση διερεύνησης παραπόνου, το οποίο μου υποβλήθηκε τον Σεπτέμβριο 2013, από μητέρα δεκαπεντάχρονου παιδιού. Αίτημα της μητέρας ήταν το παιδί της, το οποίο είχε διαγνωστεί από ιδιώτη σχολικό ψυχολόγο, τον Ιούνιο του 2013, ως παιδί με ειδικές ανάγκες, να εισαχθεί σε πρόγραμμα στήριξης στο σχολείο του το συντομότερο δυνατό.

2.    Το θέμα της διασφάλισης των δικαιωμάτων των παιδιών με αναπηρίες με απασχολεί έντονα από την αρχή της λειτουργίας του Θεσμού τον οποίο υπηρετώ. Τον Δεκέμβριο του 2011, με αφετηρία, αφενός, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον μου για τα παιδιά με αναπηρίες και, αφετέρου, ένα μεγάλο αριθμό παραπόνων που αφορούν θέματα εκπαίδευσης της συγκεκριμένης ομάδας παιδιών, ανέλαβα την πρωτοβουλία να ανοίξω κύκλο διαβούλευσης με ακαδημαϊκούς, επαγγελματίες και συντεταγμένες ομάδες/οργανώσεις γονέων παιδιών με αναπηρίες προκειμένου να διαμορφώσω μια σφαιρική και κατά το δυνατόν εμπεριστατωμένη άποψη σε σχέση με την αγωγή και εκπαίδευση παιδιών με αναπηρίες στην Κύπρο. Μετά την ολοκλήρωση της διαβούλευσης, δημοσιοποίησα Θέση με τίτλο «Θέση Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού για την Αγωγή και Εκπαίδευση Παιδιών με Αναπηρίες»[1].   Η εν λόγω Θέση διαβιβάστηκε στον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού και τον Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας ενώπιον της οποίας συζητήθηκε στις 24.4.2012 και ο Υπουργός δεσμεύτηκε για υλοποίηση των εισηγήσεών μου.

3.    Η παρούσα Έκθεση, παρά το γεγονός ότι επικεντρώνεται στη διερεύνηση ενός παραπόνου, αφορά αριθμό παραπόνων που λαμβάνω, κατά καιρούς, καθόσον αφορά τον έγκαιρο εντοπισμό παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες και θεωρώ ότι είναι συμπληρωματική της Θέσης μου, του 2011.
Β. Περιγραφή Παραπόνου
4.    Στις 11.9.2013, έλαβα επιστολή από τη Φ.Α. η οποία αφορούσε το παιδί της Ν.Α., 15 ετών σήμερα, το οποίο αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες στο σχολείο λόγω της αδυναμίας του να αντεπεξέλθει ακαδημαϊκά στο επίπεδο της τάξης του, γεγονός που του προκαλεί μεγάλο άγχος και απογοήτευση. Συγκεκριμένα η μητέρα αναφέρει:
«Το παιδί μου δυσκολεύεται να αποδώσει γραπτά τις σκέψεις και τις ιδέες του και να δώσει εύστοχες απαντήσεις. Οι δυσκολίες αυτές επηρεάζουν αρνητικά τη συναισθηματική του κατάσταση, του προκαλούν άγχος και απογοήτευση και μειώνουν αισθητά την αυτοπεποίθηση του. Δεν είναι λίγες οι φορές που …. μπλοκκάρεται και νιώθει άσχημα χάννοντας έτσι την αυτοεκτίμηση του.»
5.     Στην επιστολή παραπόνου αναφέρεται επίσης ότι, κατά την προηγούμενη σχολική χρονιά το παιδί απέτυχε στο μάθημα των μαθηματικών και γι’ αυτό παραπέμφθηκε για εξέταση τον Σεπτέμβριο. Χαρακτηριστικά αναφέρεται: «Την ημέρα των αποτελεσμάτων τo παιδί μου πάλι απογοητεύτηκε και χαρακτηρίζει τον εαυτό του "άχρηστο"…». Η μητέρα αναφέρει, επίσης, ότι, δεν ξέρει πώς αλλιώς να βοηθήσει το παιδί της αφού ήδη πληρώνει δύο επαγγελματίες που του παρέχουν στήριξη κατά τις απογευματινές ώρες. Μετά από δική της πρωτοβουλία το παιδί αξιολογήθηκε, τον Ιούνιο 2013, από ιδιώτη εγγεγραμμένη σχολική ψυχολόγο.
6.    Η σχετική αξιολόγηση της σχολικής ψυχολόγου, η οποία επισυναπτόταν στην επιστολή παραπόνου, καταδεικνύει ότι, το παιδί έχει γενικές μαθησιακές δυσκολίες (ανάγνωση, γραπτή έκφραση, μαθηματικά) λόγω περιορισμένου γνωστικού δυναμικού και ότι πληροί τα κριτήρια του περί Αγωγής και Εκπαίδευσης Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες Νόμου του 1999 και 2001 [113(Ι)/1999 και 69(Ι)/2001] ως παιδιού με ειδικές ανάγκες (δες παράγραφο 28 παρούσας).
7.    Επιπρόσθετα, στην έκθεση ψυχολογικής αξιολόγησης αναφέρεται ότι:
«Στην προδημοτική διαπιστώθηκε ότι το παιδί χαρακτηριζόταν από ανωριμότητα και μετά από εισήγηση ιδιώτη ψυχολόγου (…) αποφασίστηκε επανάληψη της τάξης και φοίτησή του ένα χρόνο αργότερα στο δημοτικό. Την ίδια περίοδο πήρε για κάποιο χρονικό διάστημα λογοθεραπευτική βοήθεια καθώς είχε δυσκολία με την προφορά συμφώνων. Κατά τη φοίτησή του στο δημοτικό σχολείο ο ... αντιμετώπισε δυσκολίες με τα μαθήματά του από την πρώτη τάξη. Γενικά αναφέρεται ότι είχε δυσκολία να διαβάσει και να αποτυπώσει γραπτά τις σκέψεις και τις ιδέες του και χρειαζόταν βοήθεια και καθοδήγηση για να ολοκληρώσει τις σχολικές του εργασίες. Για το λόγο αυτό ο …  όλα αυτά τα χρόνια είχε και εξακολουθεί να έχει μέχρι και σήμερα δασκάλα η οποία τον βοηθά με τα μαθήματά του κατά τα απογεύματα…
…η μητέρα αναφέρει και δυσκολίες στον συναισθηματικό τομέα…. Με την βοήθεια ψυχολόγου σιγά σιγά άρχισε να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες αυτές και φέτος παρατηρείται σημαντική βελτίωση.
…οι επαναλαμβανόμενες αποτυχίες και η συνεχής αδυναμία του (παιδιού) να ακολουθήσει μαθησιακά το επίπεδο της τάξης του και να ανταποκριθεί στα μαθητικά του καθήκοντα προκαλούν στον μαθητή έντονα συναισθήματα απογοήτευσης και ματαίωσης και επηρεάζουν αρνητικά τη συναισθηματική του κατάσταση. Ο μαθητής βιώνει έντονο άγχος το οποίο επηρεάζει ακόμα περισσότερο αρνητικά την επίδοσή του ενώ την ίδια στιγμή βιώνει έντονα συναισθήματα μειονεξίας απέναντι στους συμμαθητές του.»
8.    Στη βάση της αξιολόγησης, η σχολική ψυχολόγος εισηγείται, καθόσον αφορά το σχολικό πλαίσιο, ατομικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα για το παιδί το οποίο να περιλαμβάνει, ανάμεσα σε άλλα:  ώρες στήριξης σε συγκεκριμένα μαθήματα και απαλλαγή από κάποια άλλα, παροχή διευκολύνσεων (έμφαση στην προφορική επίδοση, παραχώρηση πρόσθετου χρόνου σε διαγωνίσματα και εξετάσεις, διευκρινίσεις όπου είναι αναγκαίο, επιείκεια σε σχέση με ορθογραφικά και συντακτικά λάθη), συνεχής ενθάρρυνση του μαθητή και αποφυγή επικριτικών σχολίων για τις επιδόσεις του από το εκπαιδευτικό προσωπικό, δημιουργία καταστάσεων στις οποίες το παιδί θα έχει την ευκαιρία να βιώσει το αίσθημα της επιτυχίας (π.χ. επικέντρωση στην πρόοδο που κατάφερε να πετύχει και όχι στις αδυναμίες του), χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή κατά την προετοιμασία και εκτέλεση γραπτών εργασιών κτλ.
9.    Η ιδιώτης σχολική ψυχολόγος παρέπεμψε το παιδί στην Επαρχιακή Επιτροπή Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, τον Ιούνιο 2013 ώστε να δοθούν στο παιδί ώρες στήριξης καθώς και διευκολύνσεις, όπως προβλέπει ο Περί Αγωγής και Εκπαίδευσης Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες Νόμος του 1999 και 2001.

10.  Στην επιστολή παραπόνου, η μητέρα ζητούσε την παρέμβασή μου ώστε το παιδί να ενταχθεί σε πρόγραμμα στήριξης στο σχολείο στο οποίο φοιτά, το συντομότερο δυνατό.

 Γ. Η Διερεύνηση από το Γραφείο μου

11. Στα πλαίσια της διαδικασίας διερεύνησης του παραπόνου, προέβηκα σε γραπτή παρέμβαση προς τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού, με επιστολή ημερομηνίας 6.11.2013. Αφού παράθεσα τα γεγονότα όπως μου παρουσιάστηκαν στο παράπονο που μου υποβλήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 11.9.2013 επισήμανα ότι:

«….σε περίπτωση που οι μέχρι τώρα εκπαιδευτικοί στα σχολεία που έχει φοιτήσει το παιδί, από το νηπιαγωγείο μέχρι το γυμνάσιο, δεν έχουν παραπέμψει το παιδί για αξιολόγηση στην Επιτροπή Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, αυτό αποτελεί κατάφορη παραβίαση πληθώρας δικαιωμάτων του παιδιού και καταδεικνύει έλλειψη επαγγελματισμού από μέρους των εκπαιδευτικών κάθε βαθμίδας
12. Επιπρόσθετα, έθεσα συγκεκριμένα ερωτήματα ώστε να μπορέσω να ασκήσω τον ελεγκτικό μου ρόλο:
«5. Υπό το φως των πιο πάνω παρακαλώ όπως δοθούν οδηγίες να ενημερωθώ άμεσα για τα πιο κάτω:
i.      Κατά πόσο εκπαιδευτικός ή διευθυντής σχολείου στο οποίο φοιτούσε μέχρι σήμερα ο … έχει ενημερώσει την Επαρχιακή Επιτροπή Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης για τις ειδικές ανάγκες του παιδιού.
ii.    Κατά πόσο έχει αξιολογηθεί από την Επαρχιακή Επιτροπή η περίπτωση του … μετά την παραπομπή που έγινε τον Ιούνιο 2013 και αν ναι, ποιο το αποτέλεσμα της αξιολόγησης και ποια μέτρα προτίθεται να λάβει η Επιτροπή για τη στήριξη του παιδιού.
iii.   Σε περίπτωση λήψης μέτρων ώστε να αντιμετωπιστούν οι ειδικές ανάγκες του παιδιού, το χρονικό πλαίσιο στο οποίο θα ξεκινήσει η εφαρμογή των μέτρων.»

13. Στην απαντητική επιστολή, του Αν. Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης για Γενική Διευθύντρια, ημερομηνίας 3.1.2014 (αρ. φακ.:7.16.11.6.2 - E) αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
« 1. Κατά τη διάρκεια της φοίτησης του μαθητή … στην Α΄ τάξη του Γυμνασίου (…) τη σχολική χρονιά 2012-13, σύμφωνα με τη Διεύθυνση του Σχολείου, η μητέρα του δεν είχε επισκεφθεί τη Διευθύντρια για να της εκφράσει οποιοδήποτε παράπονο που αφορούσε τυχόν μαθησιακές δυσκολίες του παιδιού της ή να την ενημερώσει για κάποιο πρόβλημά του. Η πρώτη επίσκεψή της έγινε αρχές Σεπτεμβρίου 2013, με επιδίωξη εκ μέρους της μητέρας,-σύμφωνα πάλι με τη Διευθύντρια- την εξασφάλιση της προαγωγής του παιδιού της στις επικείμενες ανεξετάσεις Σεπτεμβρίου 2013.
   2. Η καθηγήτρια Μαθηματικών είχε διαπιστώσει κάποιες δυσκολίες στο μάθημα με τον …. και προέτρεψε τη μητέρα του που την επισκέφθηκε μετά το πέρας του Α΄ τετραμήνου, να διερευνήσει το θέμα με κάποιον ειδικό. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της καθηγήτριας, η μητέρα όταν άκουσε την εισήγησή της, ήταν αρνητική αλλά κάνοντας αναφορά σε δική της προσωπική περίπτωση, την έπεισε να επισκεφθεί με το παιδί της κάποιο ειδικό…
  3. Η περίπτωση του … παραπέμφθηκε στην Επαρχιακή Επιτροπή Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης … από ιδιώτη ψυχολόγο στις 12 Ιουνίου 2013 και παρουσιάστηκε ενώπιον της οικείας Επιτροπής στις 27 Σεπτεμβρίου 2013. Η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε οφειλόταν στο ότι τα σχολεία είναι κλειστά την περίοδο Ιουλίου-Αυγούστου. Σχετικές επιστολές για τη συγκρότηση Πολυθεματικής Ομάδας Αξιολόγησης του παιδιού στάλθηκαν στη μητέρα και στα μέλη της Ομάδας Αξιολόγησης στις 22 Οκτωβρίου 2013. Με βάση την παράγραφο 10(3) των περί Αγωγής και Εκπαίδευσης Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες Κανονισμών του 2001, η διαδικασία αξιολόγησης συμπληρώνεται μέσα σε εξήντα μέρες από την ημερομηνία σύστασης της Πολυθεματικής Ομάδας από την Επαρχιακή Επιτροπή. Ήδη έχουν ληφθεί οι εκθέσεις της Σχολικής Μονάδας και αναμένεται η έκθεση του Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου. Με την εξασφάλιση της έκθεσης και του εκπαιδευτικού ψυχολόγου, η Επαρχιακή Επιτροπή Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης θα μελετήσει και θα συζητήσει την παραπομπή στην αμέσως επόμενη συνεδρία και θα πάρει σχετική απόφαση. Σε περίπτωση που θα εγκριθεί από την Επιτροπή το αίτημα, ο μαθητής θα ενταχθεί τάχιστα «ως μαθητής ειδικής αγωγής» στο σχετικό πρόγραμμα….»

Δ. Νομικό Πλαίσιο[2]

14. Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού ( η «Σύμβαση»), την οποία η Δημοκρατία κύρωσε (μετά την ψήφιση του Νόμου 243/1990) και, κατά συνέπεια τη δεσμεύει με αυξημένη ισχύ έναντι οποιουδήποτε εθνικού νόμου, επιβάλλει ότι, σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν στα παιδιά, είτε αυτές λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής προστασίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού [Άρθρο 3(1)]. Το δικαίωμα αυτό ορίζεται και ως η Αρχή του Συμφέροντος του Παιδιού και αποτελεί μια από τις τέσσερις βασικές αρχές που διέπουν τη Σύμβαση, ώστε να λαμβάνεται υπόψη στην εφαρμογή οποιουδήποτε άλλου άρθρου.
15. Επιπρόσθετα, η Σύμβαση επιβάλλει στα Συμβαλλόμενα Κράτη να σέβονται τα δικαιώματα που αναφέρονται σε αυτήν «και να τα εξασφαλίζουν σε κάθε παιδί που υπάγεται στη δικαιοδοσία τους, χωρίς καμία διάκριση στη φυλή, το χρώμα, το φύλο, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις  πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις του παιδιού ή των γονέων του ή των νόμιμων κηδεμόνων του ή την κρατική, εθνική ή κοινωνική καταγωγή τους, την περιουσιακή τους κατάσταση, ανικανότητά τους, τη γέννησή τους ή οποιαδήποτε άλλη κατάσταση» [Άρθρο 2(1)]. Το δικαίωμα αυτό ορίζεται και ως η Αρχή της Μη διάκρισης και αποτελεί τη δεύτερη βασική αρχή που διέπει τη Σύμβαση.
16. Σε κάθε περίπτωση, η Μη Διάκριση δεν ταυτίζεται και δεν συνεπάγεται ίδια μεταχείριση. Σύμφωνα με την Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού (η «Επιτροπή») «Η δέσμευση της Μη Διάκρισης, απαιτεί από τα Κράτη να εντοπίζουν, κατά τρόπο ενεργό, τα μεμονωμένα παιδιά και τις ομάδες παιδιών, των οποίων η υλοποίηση των δικαιωμάτων δυνατόν να απαιτεί τη λήψη ειδικών μέτρων […] Η αντιμετώπιση των διακρίσεων δυνατόν να απαιτεί αλλαγές στη νομοθεσία, στον τρόπο διαχείρισης και κατανομής των πόρων, όπως και τη λήψη εκπαιδευτικών μέτρων για την αλλαγή στάσεων» [3].

17. Στη Σύμβαση γίνεται ρητή αναφορά στα δικαιώματα και τις ανάγκες των παιδιών με πνευματικές ή σωματικές αναπηρίες. Συγκεκριμένα το Άρθρο 23 της Σύμβασης καθορίζει ότι:
«1. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν ότι τα πνευματικώς ή σωματικώς ανάπηρα παιδιά πρέπει να διάγουν πλήρη και αξιοπρεπή ζωή, σε συνθήκες οι οποίες εγγυώνται την αξιοπρέπειά τους, ευνοούν την αυτονομία τους και διευκολύνουν την ενεργό συμμετοχή τους στη ζωή του συνόλου.
2. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα των παιδιών με αναπηρίες να τυγχάνουν ειδικής φροντίδας και οφείλουν  να ενθαρρύνουν και εξασφαλίζουν, στο μέτρο των διαθέσιμων πόρων, την παροχή στα δικαιούχα παιδιά και σε αυτούς που έχουν την ευθύνη για τη φροντίδα τους, μιας βοήθειας για την οποία έχει γίνει αίτηση και η οποία είναι προσαρμοσμένη στην κατάσταση του παιδιού και στις περιστάσεις των γονέων του ή άλλων που έχουν αναλάβει τη φροντίδα τους.
3. Αναγνωρίζοντας τις ειδικές ανάγκες των ανάπηρων παιδιών, η χορηγούμενη σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου βοήθεια παρέχεται δωρεάν, εφόσον αυτό είναι δυνατόν, λαμβάνοντας υπόψη τους οικονομικούς πόρους των γονέων τους ή αυτών που έχουν αναλάβει τη φροντίδα τους, και σχεδιάζεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να διασφαλίζεται ότι τα ανάπηρα παιδιά έχουν αποτελεσματική πρόσβαση και λαμβάνουν εκπαίδευση, επιμόρφωση, περίθαλψη, υπηρεσίες αποκατάστασης, επαγγελματική εκπαίδευση και ευκαιρίες ψυχαγωγίας κατά τρόπο που να εξασφαλίζει μια όσο το δυνατόν πληρέστερη κοινωνική ένταξη και προσωπική ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένης της πολιτιστικής και πνευματικής τους ανάπτυξης.»
18.Παρά το γεγονός ότι ο όρος «παιδί με αναπηρίες» δεν καθορίζεται στη Σύμβαση, η Επιτροπή παροτρύνει τα Συμβαλλόμενα Κράτη να θεσμοθετήσουν έναν κατάλληλο ορισμό ο οποίος να διασφαλίζει τη συμπερίληψη σε αυτόν όλων των παιδιών με αναπηρίες προκειμένου αυτά να είναι σε θέση να επωφελούνται από την ειδική προστασία και τα προγράμματα που αναπτύσσονται για αυτά[4].
19. Επιπρόσθετα, η Επιτροπή τονίζει τη σημασία του έγκαιρου εντοπισμού των παιδιών με αναπηρία έτσι ώστε να μη στερηθούν αποτελεσματικής παρέμβασης και αποκατάστασης. Ο έγκαιρος εντοπισμός απαιτεί, ωστόσο, ότι οι επαγγελματίες που έρχονται σε επαφή με το παιδί π.χ. γιατροί, εκπαιδευτικοί κλπ, καθώς και οι γονείς, είναι ικανοί να αναγνωρίσουν τα πρώιμα σημάδια μια αναπηρίας και να παραπέμψουν το παιδί για διάγνωση και παρέμβαση[5].
20. Η Σύμβαση κατοχυρώνει το δικαίωμα στην εκπαίδευση σε κάθε παιδί. Σύμφωνα με το Άρθρο 28  «τα Συμβαλλόμενα Κράτη δεσμεύονται να αναγνωρίζουν το δικαίωμα του παιδιού  στην εκπαίδευση και παράλληλα δεσμεύονται σε μια σειρά από μέτρα με τα οποία θα επιτευχθεί η άσκηση του δικαιώματος αυτού προοδευτικά και στη βάση της ισότητας των ευκαιριών». Τέτοια μέτρα είναι η παροχή δωρεάν και υποχρεωτικής στοιχειώδους εκπαίδευσης για όλους, η ενθάρρυνση για την ανάπτυξη διάφορων μορφών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, η ενθάρρυνση της τακτικής φοίτησης,  κλπ.
21. Στο Άρθρο 29 της Σύμβασης, καθορίζονται οι στόχοι στους οποίους τα Συμβαλλόμενα Κράτη υποχρεώνονται να κατευθύνουν την παρεχόμενη εκπαίδευση στα πλαίσια της επικράτειάς τους.  Πρώτος από αυτούς είναι η επιδίωξη «της ανάπτυξης της προσωπικότητας του παιδιού και η πληρέστερη δυνατή ανάπτυξη των χαρισμάτων του και των σωματικών και πνευματικών ικανοτήτων του» [Άρθρο 29(1)α].
22. Η Επιτροπή τονίζει σε σχέση με το Άρθρο 29 ότι, οι στόχοι της εκπαίδευσης, όπως περιγράφονται από τη Σύμβαση, προωθούν, υποστηρίζουν και προστατεύουν την εγγενή σε κάθε παιδί ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τη θεμελιακή, δηλαδή, αξία την οποία υπηρετεί η Σύμβαση, καθώς και τα άλλα ισοδύναμά της, αναφαίρετα, δικαιώματα[6].  
23. Παραπέρα, η Επιτροπή υπογραμμίζει (σε σχέση με το Άρθρο 29), ότι το συγκεκριμένο άρθρο, όχι μόνο αναγνωρίζει μια ποιοτική διάσταση στο δικαίωμα στην εκπαίδευση, αλλά και επιμένει ώστε η εκπαίδευση να είναι παιδοκεντρική, φιλική στα παιδιά και παράλληλα να τα ενισχύει.  Η Επιτροπή υπογραμμίζει περαιτέρω ότι το δικαίωμα του παιδιού στην εκπαίδευση, δεν είναι μόνο θέμα πρόσβασης, αλλά και περιεχομένου:
«Η εκπαίδευση στην οποία κάθε παιδί έχει δικαίωμα θα πρέπει να είναι σχεδιασμένη κατά τρόπο που να παρέχει στο παιδί δεξιότητες ζωής, να ενισχύει την ικανότητα του παιδιού να απολαμβάνει το πλήρες εύρος των ανθρώπινων δικαιωμάτων και να προωθεί μια κουλτούρα εμποτισμένη με τις κατάλληλες αξίες των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Στόχος, είναι η ενδυνάμωση του παιδιού  αναπτύσσοντας τις δεξιότητές του, την ικανότητά του για μάθηση και άλλες ικανότητες, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την αυτοεκτίμηση και την αυτοπεποίθηση.»[7]
24. Με βάση τα Άρθρα 2, 23 και 28 της Σύμβασης, όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από τυχόν βαθμό αναπηρίας τους, έχουν το δικαίωμα σε μια εκπαίδευση η οποία θα τους δίνει την ευκαιρία να αναπτύξουν, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, τις δυνατότητές τους.  Παράλληλα, στα πλαίσια του πνεύματος που εισάγει η Σύμβαση και, ειδικότερα, στη βάση του Άρθρου 23(3), η παρεχόμενη στα παιδιά με αναπηρίες εκπαίδευση θα πρέπει να δίνεται  με τρόπο που αυτή να εξασφαλίζει την πληρέστερη, κατά το δυνατόν, κοινωνική τους ενσωμάτωση και τον πλήρη σεβασμό στην εγγενή αξιοπρέπεια κάθε παιδιού.
25. To υπόβαθρο της σημερινής κυπριακής νομοθεσίας, η οποία διέπει την εκπαίδευση των παιδιών με αναπηρίες, ενσωματώνει τις αρχές της Σύμβασης. Ο περί Αγωγής και Εκπαίδευσης Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες Νόμος του 1999 και 2001 [113(Ι)/1999 και 69(Ι)/2001] (ο «Νόμος») και οι Κανονισμοί[8] που έχουν εκδοθεί δυνάμει αυτού,  περιέχουν εκτενείς πρόνοιες, οι οποίες  στοχεύουν στη διασφάλιση του δικαιώματος στην εκπαίδευση των παιδιών με ειδικές ανάγκες, έτσι ώστε να τους παρέχονται όλες οι ευκαιρίες για ισότιμη εκπαίδευση, καθοδήγηση και αποκατάσταση.
26. Οι βασικότερες διατάξεις του Νόμου διαλαμβάνουν τον ορισμό του όρου "παιδί με ειδικές ανάγκες" [9], τη δημιουργία μηχανισμών επισήμανσης παιδιών που πιθανόν να έχουν ειδικές ανάγκες, τη σύσταση επιτροπών ειδικής αγωγής και την κατανομή ρόλων σε αυτές, τη διαδικασία αξιολόγησης ενός παιδιού και τη λήψη απόφασης για τη μορφή της ειδικής αγωγής που θα παρασχεθεί, το δικαίωμα των γονιών για συμμετοχή στη διαδικασία της αξιολόγησης και  υποβολή ένστασης κατά των σχετικών αποφάσεων και την εγκαθίδρυση μηχανισμών για την υλοποίηση των αποφάσεων των επιτροπών ειδικής αγωγής.
27. Ο Νόμος κατοχυρώνει ότι:
(α) Τα παιδιά με ειδικές ανάγκες έχουν το δικαίωμα εκπαίδευσης που έχει κάθε παιδί
 (β) Πρέπει να παρέχονται στα παιδιά με ειδικές ανάγκες όλες οι ευκαιρίες για ισότιμη εκπαίδευση, καθοδήγηση και αποκατάσταση, προκειμένου να αναπτύξουν τις ικανότητές τους στον ανώτατο δυνατό βαθμό
 (γ) Η πολιτεία έχει ευθύνη για τα παιδιά με ειδικές ανάγκες από τη γέννησή τους μέχρι την αποκατάστασή τους και την ανάπτυξη των ικανοτήτων τους στον ανώτατο δυνατό βαθμό
(δ) Ευθύνη της πολιτείας είναι η αποφυγή δημιουργίας περιοριστικού περιβάλλοντος κατά την άσκηση των πιο πάνω δικαιωμάτων των παιδιών αυτών και η ένταξή τους στον ενιαίο κορμό της εκπαίδευσης.
28. Σύμφωνα με τον Νόμο [άρθρο 2(1)]:
«“[Π]αιδί με ειδικές ανάγκες” σημαίνει παιδί που έχει σοβαρή μαθησιακή ή ειδική μαθησιακή, λειτουργική ή προσαρμοστική δυσκολία, που οφείλεται σε σωματικές (συμπεριλαμβανομένων των αισθητηριακών), διανοητικές ή άλλες γνωστικές ή ψυχικές ανεπάρκειες και που παρίσταται ανάγκη να του παρασχεθεί ειδική αγωγή και εκπαίδευση. Παιδί έχει μαθησιακή, ειδική μαθησιακή, λειτουργική ή προσαρμοστική δυσκολία, αν –
(i) έχει σημαντικά μεγαλύτερη δυσκολία μάθησης ή προσαρμογής σε σύγκριση με την πλειονότητα των παιδιών της ηλικίας του ∙
(ii) έχει ανικανότητα που του αποκλείει τη δυνατότητα ή το παρεμποδίζει να χρησιμοποιεί τις εκπαιδευτικές διευκολύνσεις του είδους που γενικά διαθέτουν τα σχολεία για παιδιά της ηλικίας του».
 29. Σύμφωνα με τον Νόμο (άρθρο 7):
«Κάθε πρόσωπο, ιδιαίτερα κάθε γονέας, διευθυντής βρεφοκομικού σταθμού ή νηπιαγωγείου ή δημοτικού σχολείου ή σχολείου μέσης εκπαίδευσης ή οποιοδήποτε άλλο μέλος του εκπαιδευτικού προσωπικού τους, γιατρός, ψυχολόγος, κοινωνικός λειτουργός, γνωστοποιεί χωρίς καθυστέρηση στην Επαρχιακή Επιτροπή κάθε περίπτωση παιδιού που περιέρχεται σε γνώση ή στην αντίληψή του ότι πιθανόν να έχει ειδικές ανάγκες»
30. Καθόσον αφορά «…τη δημιουργία μηχανισμού για την έγκαιρη εντόπιση παιδιών που πιθανόν να έχουν ειδικές ανάγκες και για την πληροφόρηση και στήριξη των γονέων των παιδιών αυτών» [άρθρο 6(1) του Νόμου], έχουν εκδοθεί Οι περί Μηχανισμού Έγκαιρης Εντόπισης Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες Κανονισμοί του 2001 (ΚΔΠ 185/2001), στους οποίους ορίζονται οι φορείς έγκαιρης εντόπισης και γνωστοποίησης παιδιών με ειδικές ανάγκες  (συμπεριλαμβάνονται, ανάμεσα σε άλλους, δημόσια σχολεία Δημοτικής, Μέσης και Τεχνικής Εκπαίδευσης, ιδιωτικά σχολεία, δημόσια, κοινοτικά και ιδιωτικά νηπιαγωγεία, σχολιατρική υπηρεσία, παιδίατροι, σύνδεσμος ψυχολόγων κτλ) και η υποχρέωση που έχουν να γνωστοποιούν στην Επαρχιακή Επιτροπή κάθε περίπτωση παιδιού που περιέρχεται σε γνώση ή στην αντίληψή τους ότι πιθανόν να έχει ειδικές ανάγκες. Η γνωστοποίηση γίνεται με τη συμπλήρωση ειδικού εντύπου το οποίο παρατίθεται ως παράρτημα στους εν λόγω Κανονισμούς.

Ε. Διαπιστώσεις Επιτρόπου

31. Στην περίπτωση του Ν.Α. παρατηρούμε ότι, ενώ υπάρχει νομοθετική ρύθμιση η οποία διασφαλίζει τα δικαιώματα του παιδιού, ως παιδιού με αναπηρία, η παραβίασή τους υφίσταται στην πρακτική εφαρμογή των προνοιών του νόμου. Οι επαγγελματίες κάθε βαθμίδας εκπαίδευσης στην οποία φοίτησε ο Ν.Α. μέχρι σήμερα, καθώς και άλλοι επαγγελματίες που είχαν επαφή με το παιδί (π.χ. σχολίατροι, παιδίατροι και ψυχολόγοι), είτε παράλειψαν να λειτουργήσουν στα πλαίσια του Νόμου, είτε δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν τα σημάδια που καταδείκνυαν αναπηρία στο παιδί. Εν πάση περιπτώσει, το αποτέλεσμα είναι η κατάφορη παραβίαση των δικαιωμάτων του παιδιού.

32. Οφείλω να τονίσω ότι, δημιουργούνται πολλά ερωτήματα από το γεγονός ότι, παρά τις ενδείξεις που υπήρχαν καθόσον αφορά τις δυσκολίες του παιδιού να ανταποκριθεί ακαδημαϊκά αλλά και οι συναισθηματικές δυσκολίες τις οποίες φαίνεται να αντιμετώπιζε, δεν προκάλεσαν προβληματισμό σε κανένα σχολείο στο οποίο φοίτησε το παιδί, ώστε να γίνει παραπομπή της περίπτωσης στην Επαρχιακή Επιτροπή Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, ως παιδιού που πιθανόν να έχει ειδικές ανάγκες. Εάν, από τον αριθμό των εκπαιδευτικών που είχαν παιδαγωγική σχέση με το παιδί, σε όλα τα στάδια της εκπαίδευσής του, ούτε και ένας εκπαιδευτικός ήταν σε θέση να εντοπίσει την πιθανότητα το παιδί να έχει ειδικές ανάγκες, ποια συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν ως προς την επάρκεια των εκπαιδευτικών να αναγνωρίζουν παιδιά με ειδικές ανάγκες;  Σε τέτοια περίπτωση, η πολιτεία οφείλει να προβληματιστεί και να προβεί σε ενέργειες για άμεση επίλυση του προβλήματος. Εάν, από την άλλη, οι εκπαιδευτικοί ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν την πιθανότητα το παιδί να έχει ειδικές ανάγκες, τότε εύλογα δημιουργείται το ερώτημα, γιατί δεν ενήργησαν σεβόμενοι τα δικαιώματα του παιδιού και το Νόμο, όπως αναλύονται στο μέρος Γ΄ της παρούσας;

33. Ο ίδιος προβληματισμός αφορά και τους υπόλοιπους επαγγελματίες που είχαν σχέση με το παιδί μέχρι σήμερα π.χ. γιατρούς και ψυχολόγους.

34. Η καθυστέρηση στις παροχές, και δεν αναφέρομαι στο χρονικό διάστημα από τη στιγμή της παραπομπής του παιδιού στην Επαρχιακή Επιτροπή μέχρι την ένταξη του παιδιού σε σχετικό πρόγραμμα, αλλά στο διάστημα των 10 χρόνων που μεσολάβησαν από την ηλικία που το παιδί φοιτούσε στην προδημοτική μέχρι και τα 15 του όταν εξετάστηκε για πρώτη φορά, ιδιωτικά, από ειδικό επαγγελματία, θεωρώ ότι πρέπει να προβληματίσει έντονα το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού (ΥΠΠ) αλλά και την Επιτροπή Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, αφού καταδεικνύει κενά στο θεσμικό πλαίσιο και/ή στην εφαρμογή του, τα οποία θα πρέπει να διορθωθούν άμεσα.

35. Θεωρώ, επίσης,  απαράδεκτη την απάντηση του Αν. Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης, όπως παρατέθηκε στην παράγραφο 13(1). Το γεγονός ότι η μητέρα δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει τις ειδικές ανάγκες του παιδιού της δεν απαλλάσσει το σχολείο, το χώρο ο οποίος στελεχώνεται με επαγγελματίες οι οποίοι θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν πιο εύκολα τις ειδικές ανάγκες του παιδιού, από την ευθύνη του να εντοπίσει τον Ν.Α. ως παιδί το οποίο πιθανόν να έχει ειδικές ανάγκες.

36. Απαράδεκτο θεωρώ και το γεγονός ότι η μητέρα του παιδιού παραπέμφθηκε, από εκπαιδευτικό, να διερευνήσει το θέμα ιδιωτικά, αναγκάζοντάς έτσι την οικογένεια του παιδιού να επωμισθεί ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, ώστε να γίνει η απαραίτητη αξιολόγηση του παιδιού από ιδιώτη ψυχολόγο, ενώ το κράτος παρέχει αυτή την υπηρεσία δωρεάν στα πλαίσια του σχολείου.  Το εν λόγω γεγονός δημιουργεί ερωτήματα τα οποία αφορούν τον βαθμό στον οποίο οι εκπαιδευτικοί έχουν γνώση του Νόμου και των σχετικών Κανονισμών.

Ζ. Εισηγήσεις
37. Όπως αναφέρω και στη Θέση μου για την Αγωγή και Εκπαίδευση Παιδιών με Αναπηρίες του 2011, η σημασία της έγκαιρης ανίχνευσης/αναγνώρισης παιδιών τα οποία παρουσιάζουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν στην πορεία της σχολικής τους ζωής μαθησιακές δυσκολίες έχει πολύ μεγάλη σημασία, αφού η ουσιαστική παρέμβαση σε όσο το δυνατό μικρότερη ηλικία εκπαίδευσης μπορεί να περιορίσει σημαντικά τον αριθμό των παιδιών που θα χρειάζονται στήριξη σε μεγαλύτερη ηλικία καθώς και την έκταση της στήριξης αυτής. Συγκεκριμένα στη Θέση ( σελ. 20-21) γίνεται, μεταξύ άλλων, η πιο κάτω εισήγηση:
«Η Επίτροπος υπογραμμίζει τον προβληματισμό της για το ότι η νομοθεσία προβλέπει την έναρξη των διαδικασιών παρακολούθησης των παιδιών για ειδικές ανάγκες στην ηλικία των τριών ετών. Σημειώνεται ότι, λόγω της συγκεκριμένης πρόβλεψης της νομοθεσίας, πολλά παιδιά ξεκινούν να λαμβάνουν θεραπευτικές παρεμβάσεις μετά την ηλικία των τεσσάρων χρόνων.
Η Επίτροπος υποστηρίζει την ενδυνάμωση του μηχανισμού έγκαιρου εντοπισμού των ειδικών μαθησιακών και άλλων αναγκών των παιδιών, σε όσο το δυνατόν μικρότερη ηλικία. Ο μηχανισμός αυτός θα πρέπει να τίθεται, το αργότερο, σε πλήρη εφαρμογή με την έναρξη της φοίτησης του παιδιού στο νηπιαγωγείο, στα πλαίσια αγαστής συνεργασίας ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς της τάξης, ειδικούς παιδαγωγούς και την Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας».
Η Επίτροπος ενθαρρύνει το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού να προωθήσει το συντομότερο δυνατόν την εφαρμογή προδιαγνωστικών δοκιμίων (screening tests) στην προδημοτική εκπαίδευση με σκοπό τον εντοπισμό παιδιών που εμπίπτουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου παρουσίασης Ειδικών Μαθησιακών ή άλλων Αναγκών / Δυσκολιών. Τα δοκίμια αυτά μπορεί να χορηγούνται από την Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας ή από εκπαιδευμένο προσωπικό της Προδημοτικής Εκπαίδευσης, το οποίο να τα χορηγεί και στη συνέχεια να καλούνται οι λειτουργοί της Υπηρεσίας Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας, σε περίπτωση που τούτο επιβάλλεται λόγω της πολυπλοκότητας της περίπτωσης. Εννοείται ότι, σκοπός δεν είναι η ετικετοποίηση[1] ούτε και «η ιατρικοποίηση» των περιπτώσεων, αλλά η έγκαιρη αναγνώριση των αναγκών των παιδιών προκειμένου να τους παρασχεθεί άμεσα η αναγκαία βοήθεια και να περιοριστεί το ενδεχόμενο πολλαπλασιασμού των αναγκών στην πορεία της μαθητικής ζωής του παιδιού.  Η Επίτροπος σημειώνει επίσης ότι επιβάλλεται ως επείγουσα τόσο η ενημέρωση των εκπαιδευτικών προδημοτικής  εκπαίδευσης σε θέματα που αφορούν τον έγκαιρο εντοπισμό παιδιών με αναπηρίες, ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες, όσο και η δημιουργία ενός ταχύτερου μηχανισμού στήριξης και αντιμετώπισης, από αυτόν που εφαρμόζεται στην παρούσα φάση.
Η Επίτροπος υποστηρίζει τη σύσταση Ομάδων Άμεσης Παρέμβασης στις οποίες να συμμετέχουν Λογοπαθολόγος, Εργοθεραπευτής και Ειδικός Παιδαγωγός ενδεχομένως και Εκπαιδευτικός Ψυχολόγος. Οι ομάδες θα στηρίζουν από άποψη ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης το έργο που γίνεται στο πλαίσιο της προσχολικής  μονάδας. Η ομάδα αναμένεται να έχει την ευθύνη να ετοιμάζει για κάθε παιδί, ατομικό πρόγραμμα εκπαίδευσης και να συνεργάζεται στενά με το νηπιαγωγείο για την εφαρμογή του, στα πλαίσια, στο μέγιστο δυνατόν βαθμό, της γενικής (συνηθισμένης) τάξης.»
38. Επιπρόσθετα, από το υπό διερεύνηση παράπονο φαίνεται ότι, υπάρχει ανάγκη για προετοιμασία κατάλληλα εκπαιδευμένου προσωπικού, το οποίο θα μπορεί, αφενός, να αναγνωρίσει παιδιά που πιθανόν να έχουν ειδικές ανάγκες, αφετέρου να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους.  Συναφώς εισηγούμαι όπως, η προετοιμασία των εκπαιδευτικών Δημοτικής Εκπαίδευσης, στα πλαίσια των προπτυχιακών τους σπουδών, και των εκπαιδευτικών Μέσης Εκπαίδευσης στα πλαίσια της προϋπηρεσιακής τους κατάρτισης, περιλαμβάνει υποχρεωτικό σεμινάριο σε θέματα ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης σε ό,τι αφορά τις ιδιαίτερες ανάγκες και τη νομοθεσία που διέπει τα παιδιά με αναπηρία καθώς και ενδείξεις στη συμπεριφορά και την επίδοση οι οποίες δικαιολογούν παραπομπή του παιδιού για αξιολόγηση στην Επιτροπή Ειδικής Αγωγής και  Εκπαίδευσης. Θα ήταν δε, ιδανικότερο, εάν οι εκπαιδευτικοί γνώριζαν περισσότερα για τις διάφορες μορφές μαθησιακών δυσκολιών και ήταν σε θέση να ανταποκριθούν στις διαφορετικές ανάγκες που αυτές δημιουργούν. Αυτό, ίσως, θα μπορούσε να γίνει εφικτό εάν στα πλαίσια των πτυχιακών σπουδών των Τμημάτων Επιστημών της Αγωγής των Κυπριακών Πανεπιστημίων υπήρχε υποχρεωτικό μάθημα το οποίο θα κάλυπτε το θέμα. Επιπρόσθετα, εισηγούμαι να υπάρχει συνεχής ενδοϋπηρεσιακή επιμόρφωση των μάχιμων εκπαιδευτικών στο θέμα.
39. Καθόσον αφορά τη νομική υποχρέωση του προσωπικού ενός σχολείου σε ό,τι αφορά παιδιά με αναπηρία, θεωρώ ότι, το ΥΠΠ, ως η καθ’ ύλην αρμόδια Αρχή για την εφαρμογή των προνοιών του Νόμου και των Κανονισμών στα πλαίσια του σχολείου, θα πρέπει να είναι σε θέση να διασφαλίζει την εφαρμογή τους από όλους τους επαγγελματίες στο χώρο του σχολείου και, επιπρόσθετα, να λαμβάνει πειθαρχικά μέτρα σε περίπτωση παραβίασής τους.

40. Σε αυτά τα πλαίσια,  κάθε Επιθεωρητής/τρια πρέπει να διασφαλίζει ότι η Διευθυντική Ομάδα του κάθε σχολείου για το οποίο είναι υπεύθυνος/η έχει πλήρη γνώση καθόσον αφορά το νομικό πλαίσιο που διέπει τα παιδιά με ειδικές ανάγκες. Από την πλευρά της η Διεύθυνση του κάθε σχολείου οφείλει να φροντίζει για την ενημέρωση και επιμόρφωση του προσωπικού σε ό,τι αφορά τη σχετική νομοθεσία και τον έγκαιρο εντοπισμό παιδιών που πιθανόν να έχουν μαθησιακές δυσκολίες, πέραν της εγκυκλίου που πιθανόν να λαμβάνει, από το ΥΠΠ,  κατά την έναρξη κάθε σχολικής χρονιάς.

41. Επιπρόσθετα, θεωρώ ότι, ο κάθε Διευθυντής/τρια οφείλει να είναι ενήμερος/η για το κάθε παιδί που φοιτά στο σχολείο του/της το οποίο βιώνει σχολική αποτυχία ή παρουσιάζει συναισθηματικές ή άλλες δυσκολίες και σε συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς να αξιολογεί έγκαιρα κατά πόσο χρήζει αξιολόγησης από την Επιτροπή Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης.

Η. Κατακλείδα
42. Μέσα από την περίπτωση του N.A. καταδεικνύεται η πραγματικότητα ενός παιδιού με ειδικές ανάγκες, το οποίο, λόγω  μη έγκαιρου εντοπισμού των ειδικών αναγκών του, δεν έλαβε καμία από τις παροχές και τις διευκολύνσεις τις οποίες δικαιούται. Ως αποτέλεσμα, από την πρώτη τάξη του δημοτικού παλεύει με την ακαδημαϊκή αποτυχία, διακατέχεται από συναισθήματα απογοήτευσης, άγχους, χαμηλής αυτοεκτίμησης και απαξίωσης του εαυτού. Ταυτόχρονα, καταδεικνύεται και η αγωνία του οικογενειακού του περιβάλλοντος, και, συγκεκριμένα, της μάνας, η οποία όλα αυτά τα χρόνια νιώθει ότι παλεύει μόνη της να στηρίξει το παιδί της. 


43. Για τον λόγο αυτό, η παρούσα Έκθεση διαβιβάζεται στον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού, τη Γενική Διευθύντρια Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού (Πρόεδρο Κεντρικής Επιτροπής Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης), τον Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, τον Αν. Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης, τον Διευθυντή Μέσης Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και την Προϊστάμενη Υπηρεσίας Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας για δικές τους ενέργειες στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους. Παράλληλα, κοινοποιείται στον Πρόεδρο και τα Μέλη της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας, τον Πρόεδρο και τα Μέλη της Παγκύπριας Συνομοσπονδίας Συνδέσμων Γονέων Δημόσιων και Κοινοτικών Νηπιαγωγείων, τον Πρόεδρο και τα Μέλη της Παγκύπριας Συνομοσπονδίας Ομοσπονδιών Συνδέσμων Γονέων Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης, τον Πρόεδρο και τα Μέλη της Παγκύπριας Συνομοσπονδίας Ομοσπονδιών Συνδέσμων Γονέων Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης, τον Πρόεδρο και τα Μέλη της Παγκύπριας Συνομοσπονδίας Συνδέσμων Γονέων Τεχνικής Εκπαίδευσης και τον Πρόεδρο και τα Μέλη της Παγκύπριας Ομοσπονδίας Συνδέσμων Γονέων Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες, για σκοπούς ενημέρωσης[10].
________________
30 Απριλίου 14




[1] www.childcom.org.cy, σύνδεσμος Επίσημες Θέσεις και Εκθέσεις Επιτρόπου
[2] Για μια εκτεταμένη ανάλυση του Νομικού Πλαισίου που διέπει τα δικαιώματα των παιδιών με αναπηρία δες Θέση Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού για την Αγωγή και Εκπαίδευση Παιδιών με Αναπηρίες (2001)
[3] CRC Committee (2003), General Comment No. 5: General Measures of Implementation of the Convention on the Rights of the Child, para. 12

[4] CRC Committee (2006), General Comment No. 9: The rights of children with disabilities, CRC/C/GC/9/Corr.1, para. 19
[4] Ο.π.π., παράγραφος
[5] CRC Committee (2001), General Comment No.1: The aims of education, para. 1
[5] CRC CRC Committee (2001), General Comment No.1: The aims of education, para. 2



[8] Οι περί Αγωγής και Εκπαίδευσης Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες Κανονισμοί του 2001 (ΚΔΠ 186/ 2001)
[9] Όπου γίνεται αναφορά στο Νόμο, διατηρείται ο όρος «παιδιά με ειδικές ανάγκες» που χρησιμοποιείται στο κείμενό του.
[10] Η παρούσα Έκθεση βρίσκεται αναρτημένη στην ιστοσελίδα της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού www.childcom.org.cy στο σύνδεσμο «Επίσημες Θέσεις και Εκθέσεις της Επιτρόπου».