Ο
Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων
κ. Γιαννάκης Ομήρου, στο πλαίσιο
διήμερης επίσκεψης εργασίας που
πραγματοποιεί στην Αθήνα, συναντήθηκε
σήμερα με τον Πρόεδρο της Βουλής των
Ελλήνων κ. Ευάγγελο Μεϊμαράκη, με τον
οποίο αντάλλαξαν απόψεις για τα κρίσιμα
ζητήματα που απασχολούν τις δύο χώρες.
Ο
κ. Μεϊμαράκης, υποδεχόμενος τον κ. Ομήρου,
δήλωσε: «Με πολλή χαρά σας καλωσορίζω
στο ελληνικό κοινοβούλιο. Η επίσκεψή
σας είναι πάντα μεγάλη τιμή για εμάς.
Ξέρετε πόσο πολύ όλα τα πολιτικά κόμματα
της Ελλάδας επιθυμούν να έχουν μια
τακτική συνεργασία και επαφή με όλα τα
πολιτικά κόμματα της Κύπρου γιατί αυτός
ο μεταξύ μας διάλογος συμβάλλει στη
στοίχιση των επιχειρημάτων εκείνων που
στηρίζουν την κοινή μας πορεία.
Θέλω
να γνωρίζετε ότι η Ελληνική Βουλή και
η Ελλάδα ουδέποτε θα νομιμοποιήσουν
την τουρκική εισβολή και όλα όσα συνέβησαν
την εποχή εκείνη με την τραγωδία αυτή.
Θέλω να γνωρίζετε ότι συνολικά η Βουλή
βρίσκεται δίπλα σας και αγωνίζεται μαζί
σας για τη δίκαιη και βιώσιμη λύση που
επιθυμείτε. Πάντα μια συζήτηση με εσάς
είναι γόνιμη και επίκαιρη και συμβάλλει
στο να έχουμε καλύτερα τα επιχειρήματα
μας όταν συναντιόμαστε με τους Ευρωπαίους,
αλλά και ευρύτερα με αξιωματούχους του
εξωτερικού, για το θέμα του Κυπριακού.
Πέρα
όμως από το εθνικό μας θέμα, γνωρίζω ότι
έχετε κάνει πάρα πολλά θετικά βήματα
και στον τομέα της οικονομίας, και αυτό
είναι βασικό. Εμείς είμαστε σε μια
περίοδο που βαδίζουμε προς την έξοδο
από το μνημόνιο και πιστεύουμε ότι τα
έχουμε καταφέρει και οι θυσίες του
ελληνικού λαού θα αναγνωριστούν.
Από
την πλευρά του ο κ. Ομήρου είπε: «Σας
ευχαριστώ για τη θερμή υποδοχή και θέλω
να εκφράσω τη χαρά μου διότι για μια
φορά ακόμη μας δίνεται η ευκαιρία να
ανταλλάξουμε απόψεις για τα μεγάλα
εθνικά μας θέματα, με προεξάρχον το
Κυπριακό αλλά και την κατάσταση της
οικονομίας στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
Να ξεκινήσω από την οικονομία. Νομίζω
ότι είναι βαθιά πεποίθηση και των
Κυβερνήσεων αλλά και των λαών μας ότι
θα πρέπει το συντομότερο δυνατό να
διασφαλίσουμε τις προϋποθέσεις εξόδου
από το μνημόνιο και τις δανειακές
συμβάσεις. Δεν υπάρχει, νομίζω, καμία
αμφιβολία ότι με αυτές ακρωτηριάζεται
η οικονομική και η κρατική μας κυριαρχία,
με την παραμονή εντός των μνημονίων και
των δανειακών συμβάσεων. Η Τρόικα
απονέμει εύσημα στην Κύπρο, αλλά δεν
ενθουσιαζόμαστε γιατί ξέρουμε ότι οι
όροι και οι προϋποθέσεις που θέτουν και
τα μέτρα που απαιτούνται οδηγούν,
δυστυχώς, σε ύφεση, σε ανεργία και βεβαίως
σε κοινωνική δυστυχία, και έχουμε
πρωτόγνωρα στοιχεία που δεν έχουν καμία
σχέση με το παρελθόν όσον αφορά στην
ανεργία.
Άρα,
λοιπόν, εκείνο που χρειάζεται είναι να
αξιοποιήσουμε όλες τις ζωντανές δυνάμεις
της ελλαδικής και της κυπριακής κοινωνίας
και να διαμορφώσουμε προϋποθέσεις για
επενδύσεις ώστε να τονωθεί η οικονομική
ανάπτυξη στις δύο χώρες. Και επειδή
ξέρουμε καλά πως η ισχυρή οικονομία σε
συνδυασμό με την ισχυρή άμυνα και την
πολυδιάστατη ισχυρή εξωτερική πολιτική
είναι βασικές παράμετροι μιας σωστής
εθνικής στρατηγικής για να υπερασπίζουμε
τα εθνικά μας συμφέροντα. Έχουμε πλήρη
συνείδηση της ανάγκης να δημιουργήσουμε
τις προϋποθέσεις για ανάκαμψη των
οικονομιών στις δύο χώρες για μια
πραγματική αναγέννηση.
Εμείς
το ξέρουμε και από το παρελθόν. Το 1974
υπεστήκαμε μια εθνική καταστροφή μετά
το πραξικόπημα και την εισβολή και
χάσαμε το 70% των πλουτοπαραγωγικών μας
πόρων, διότι ήταν και είναι στις περιοχές
που βρίσκονται υπό τη στρατιωτική κατοχή
της Τουρκίας. Παρόλα αυτά, και με χιλιάδες
νεκρούς, αγνοούμενους, εγκλωβισμένους
και με 200.000 πρόσφυγες, τα καταφέραμε
μέσα σε δύο-τρία χρόνια να δημιουργήσουμε
τις προϋποθέσεις για το ξαναζωντάνεμα
της οικονομίας μας. Έτσι δεν το βάζουμε
κάτω ούτε στην Κύπρο ούτε στην Ελλάδα.
Θα δημιουργήσουμε προϋποθέσεις για μια
καινούργια εποχή σε ό,τι αφορά στην
οικονομία που είναι άμεσα συνδεδεμένη
και με τις εθνικές προοπτικές.
Σε
ό,τι αφορά στο Κυπριακό, είμαι βέβαιος
πως γνωρίζετε ότι υπάρχει μια νέα
προσπάθεια για επανάληψη των συνομιλιών
για μια νέα διαπραγματευτική διαδικασία.
Όμως, αυτή τη φορά λέμε – και το είπε
και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας – δεν
είναι δυνατόν να γίνονται συνομιλίες
χάριν των συνομιλιών. Έχουμε την επώδυνη
εμπειρία 39 ολόκληρων χρόνων επανειλημμένων
συνομιλιών χωρίς κανένα αποτέλεσμα και
με την Τουρκία να εμφανίζεται ως
καλόπιστος παρατηρητής, ως ουδέτερος
τρίτος ο οποίος μάλιστα δήθεν επείγεται
για λύση. Άρα, λοιπόν, αυτή τη φορά πρέπει
να υπάρξει μια διαπραγματευτική βάση
απολύτως σαφής και μη επιδεχόμενη
οποιασδήποτε αμφισβήτησης έτσι που να
συμφωνούν και οι δύο πλευρές στα βασικά
χαρακτηριστικά της επιδιωκόμενης λύσης,
δηλαδή μια διεθνής νομική προσωπικότητα,
μια κυριαρχία, μια υπηκοότητα, ιθαγένεια,
και βεβαίως εφαρμογή των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών
όπως ορίζονται και θεμελιώνονται στο
ευρωπαϊκό δίκαιο, στο κοινοτικό κεκτημένο.
Μέχρι
σήμερα, δυστυχώς, η τουρκική πλευρά
είναι αρνητική στο να υπάρξει αυτή η
διαπραγματευτική βάση, και η θέση μας
είναι ότι δεν θα σπεύσουμε να συμμετάσχουμε
σε μια νέα διαπραγματευτική διαδικασία
αν δεν υπάρξει αυτό το κοινό ανακοινωθέν
το οποίο θα δεσμεύει και την άλλη πλευρά
ότι πράγματι η λύση η οποία θα επιδιώξουμε
είναι αυτή η λύση που προβλέπουν τα
ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του
Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών αλλά και
επιβάλλει η ευρωπαϊκή ιδιότητα της
χώρας μας.
Το
δεύτερο είναι ότι και η Ευρωπαϊκή Ένωση
θα πρέπει να επιδείξει ένα πιο ενεργό
ενδιαφέρον και να έχει έναν πιο ενεργό,
επικουρικό ρόλο στις προσπάθειες για
τη λύση – γιατί ασφαλώς το Κυπριακό
είναι ένα διεθνές πρόβλημα, πρόβλημα
εισβολής και κατοχής και άρα πρέπει να
παραμείνει στο πλαίσιο του Οργανισμού
Ηνωμένων Εθνών – όμως, από τη στιγμή
που η Κύπρος είναι χώρα μέλος της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει να υπάρξει
αυτή η επικουρική συνδρομή. Και λέμε
ότι μια ευρωπαϊκή προσωπικότητα
εγνωσμένου κύρους θα πρέπει να οριστεί
από την Επιτροπή για να ενεργεί ως
ειδικός απεσταλμένος προκειμένου να
εποπτεύει ότι οι όποιες πρόνοιες της
λύσης συζητούνται, είναι συμβατές με
το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Πρέπει
να πω ότι υπάρχουν θετικές αντιδράσεις
σε αυτό, για παράδειγμα από τον Πρόεδρο
του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κ. Herman
Van
Rompuy.
Ετέθη και από τον κ. José
Manuel Barroso, και η δέσμευση είναι ότι στην
πορεία θα υπάρξει μια θετική ανταπόκριση,
άρα αναμένουμε ότι θα έχουμε πιο ενεργό,
επικουρική συνδρομή από πλευράς
Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όσον
αφορά στη στήριξη από πλευράς του
Ελληνικού Κοινοβουλίου στην οποία
αναφερθήκατε, αυτή γνωρίζουμε ότι είναι
συνεχής και μόνιμη όπως και συνολικά
του πολιτικού συστήματος, των πολιτικών
κομμάτων, και όλου του ελληνικού λαού
φυσικά. Να θυμίσω για μια ακόμη φορά ότι
εάν το Ελληνικό Κοινοβούλιο δεν
προειδοποιούσε ότι δεν επρόκειτο να
επικυρώσει τη διεύρυνση τότε, το 2004, των
άλλων εννέα χωρών, η Κύπρος δεν θα
βρισκόταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Άρα
θέλω να γνωρίζουν οι Έλληνες πολίτες,
οι αδερφοί μας εδώ, ότι η Βουλή των
Ελλήνων είχε κρίσιμο, καθοριστικό και
πρωταγωνιστικό ρόλο στο να ενταχθεί η
Κύπρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Γεγονός
για το οποίο δεν μετανιώνουμε παρόλο
που έχουμε παράπονα από τη συμπεριφορά
των Ευρωπαίων εταίρων μας, ιδίως στο
επίπεδο του Eurogroup.
Και
να σας πω, επί τη ευκαιρία, ότι όταν ήμουν
στο Λουξεμβούργο και συναντήθηκα με
τον Πρωθυπουργό κ. Jean-Claude
Juncker,
μου είπε δημοσίως: «Εάν ήμουν εγώ Πρόεδρος
του Eurogroup
η Κύπρος δεν θα τύγχανε αυτής της
απαράδεκτης μεταχείρισης», όσον αφορά
στο κούρεμα των καταθέσεων. Θέλω, δηλαδή,
να πω ότι, ναι, έχουμε παράπονο με την
Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά πρέπει να αγωνιστούμε
και με Ευρωπαίους αξιωματούχους αλλά
και με τους λαούς προκειμένου να υπάρξει
μια νέα κατεύθυνση για την Ευρώπη. Διότι
ο δρόμος της μονόπλευρης αυστηρής
λιτότητας και της σιδηράς δημοσιονομικής
πειθαρχίας δεν οδηγεί στην ανάπτυξη η
οποία άλλωστε είναι το ζητούμενο. Η
ανάπτυξη δεν έρχεται μέσα από αυτές τις
πολιτικές και νομίζω ότι πλέον παγιώνεται
η αντίληψη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ότι οι
πολιτικές της Τρόικας δεν οδηγούν στην
ανάκαμψη των οικονομιών.
Θέλω,
τέλος, για ακόμη μια φορά να εκφράσω τις
βαθύτατες ευχαριστίες της Βουλής των
Αντιπροσώπων και να υπογραμμίσω πως η
συνεργασία μας είναι συνεχής και
αδιάλειπτη και μέσω των αρμοδίων
Επιτροπών που συντονίζουν τις
δραστηριότητές μας και στον διεθνή χώρο
και στα ευρωπαϊκά φόρα, και είμαι βέβαιος
ότι θα έχουμε την ευκαιρία να ξανασυζητήσουμε
κάποιους τρόπους περαιτέρω ανάπτυξης
αυτών των σχέσεων».
Απαντώντας
κ. Μεϊμαράκης είπε: «Θέλω να επισημάνω
πως είμαι από εκείνους που πιστεύουν
ότι η κοινοβουλευτική διπλωματία παίζει
πολύ μεγάλο ρόλο πλέον στο διεθνές
πολιτικό γίγνεσθαι όπως αυτό έχει
εξελιχθεί, χωρίς να υποτιμώ τον ρόλο
του Υπουργείου Εξωτερικών, των Πρέσβεων
ή των άλλων αρμοδίων Υπουργείων που,
όμως, επικεντρώνουν τη διπλωματία τους
σε συγκεκριμένους τομείς. Όπως έχει
αποδειχθεί, οι Πρόεδροι των Εθνικών
Κοινοβουλίων μπορούμε να συζητούμε και
να επηρεάζουμε τις εξελίξεις, πάντα με
επιχειρήματα. Διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση
είναι ένα πλαίσιο διαπραγμάτευσης και
όταν τα επιχειρήματα είναι ισχυρά, η
ιστορία δείχνει ότι διαχρονικά αυτά
πείθουν. Βεβαίως οι διαδικασίες είναι
χρονοβόρες, όμως η δική σας επιτυχής
Προεδρία, κατά την οποία πραγματοποιήθηκε
στη Λευκωσία και η συνάντηση των Προέδρων
των Κοινοβουλίων, αποτέλεσε την αφετηρία
μιας ζύμωσης για να δούμε αν κάποιος
Ευρωπαίος μπορεί να είναι στις
διαπραγματεύσεις. Όχι όμως να φύγει το
Κυπριακό από τα πλαίσια του ΟΗΕ, όπως
εύστοχα παρατηρήσατε. Αυτό επιθυμούμε
να συμβεί στις συζητήσεις και κατά την
περίοδο που η Ελλάδα θα έχει την Ευρωπαϊκή
Προεδρία, και πιστεύω ότι θα πρέπει να
έχουμε μια πολύ καλή και προγραμματισμένη
επαφή, όπως ήδη έχουμε άλλωστε, για τα
θέματα τα οποία επιθυμούμε να προωθήσουμε
περισσότερο.
Θέλω
επίσης να σας πω ότι και με τους Προέδρους
των Κοινοβουλίων άλλων χωρών που έχουν
κοινά προβλήματα με εμάς, όπως είναι η
παράνομη μετανάστευση ή τα αναπτυξιακά
προγράμματα – μέσα από τα οποία θα
βγούμε από την κρίση, και όχι μόνο με τη
δημοσιονομική πειθαρχία – θα έχουμε
μια συνεργασία. Ήδη διαμορφώνεται άτυπα
μια συναντίληψη στο πλαίσιο αυτό με
κάποια θέματα που μπορούν να λειτουργήσουν
ως όχημα, με επιχειρήματα. Εμείς δεν
πάμε να δημιουργήσουμε προβλήματα, αλλά
να τα λύσουμε. Διότι όλοι μας δεν πρέπει
να βλέπουμε την Ευρώπη ως ένα αναγκαίο
κακό σκεπτόμενοι τι θα συμβεί αν βγούμε
από αυτή, αλλά να συμμετέχουμε και να
δώσουμε λύσεις μέσα από ‘περισσότερη’
Ευρώπη, περισσότερη δημοκρατία και
συμμετοχή των κοινοβουλίων στη λήψη
των αποφάσεων. Έτσι θα μπορέσουμε ως
εκπρόσωποι των πολιτών που μας ψηφίζουν
να συμμετέχουμε σε αυτές τις διαδικασίες
και να συμβάλλουμε στην καλύτερη δυνατή
προσέγγιση για τη λήψη των αποφάσεων.
Θέλω
να σας διαβεβαιώσω πως το Ελληνικό
Κοινοβούλιο αποτελεί σύσσωμο την Ομάδα
Φιλίας με τη Βουλή των Αντιπροσώπων,
καθώς όλοι οι Έλληνες Βουλευτές θα
ήθελαν να συμμετέχουν σε μια τέτοια
ομάδα φιλίας. Γι’ αυτό άλλωστε έχουμε
μια πάρα πολύ καλή συνεννόηση και
συνεργασία σε όλα τα διεθνή φόρα όπου
μπορούμε να συνδιαμορφώσουμε άποψη και
να έχουμε μια από κοινού αντιμετώπιση.
Τέλος,
θα ήθελα για ακόμη μια φορά να σας συγχαρώ
για την επιτυχή Προεδρία της Ευρώπης,
για τα θέματα πέρα από την ουσιαστική
εθνική ατζέντα την οποία θέτει κάθε
Προεδρία, τα οποία όμως ατύπως μπορούν
να ενταχθούν στις συζητήσεις, και κυρίως
μεταξύ των Προέδρων των Κοινοβουλίων.
Σε αυτή την προσπάθεια, πιστεύω, πως
έχουμε σύμμαχο το Ευρωκοινοβούλιο όπου
ήδη έχουν ξεκινήσει κάποιες συναντήσεις
Επιτροπών. Όλα αυτά είναι θετικά βήματα
δημοκρατίας τα οποία αναφέρω γιατί τα
πιστώνεστε. Με αυτές τις σκέψεις λοιπόν
σας καλωσορίζω και σας ευχαριστώ για
την επίσκεψή σας στο Ελληνικό Κοινοβούλιο».
Ο
Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων
επιστρέφει στην Κύπρο σήμερα το βράδυ.
-----------------------