«Ελέγαμε:
Ένα Μαραθώνα ακόμα! Ελέγαμε: Μια Σαλαμίνα ακόμα! Ελέγαμε: Ακόμα ένα
εικοσιένα! Κι ήρτες τέλος συ, Μητέρα - Μέρα, όπου αγκάλιασες κι ανύψωσες
ολόκληρα τα περασμένα στον ανώτατο λυτρωτικό σκοπό τους, στον υπέρτατο
τους ηθικόν Ιστορικό Ρυθμό!»
Σήμερα δανείζομαι λίγους στίχους από το
εξαίρετο δημιούργημα του Άγγελου Σικελιανού, οι οποίοι αποτυπώνουν με
τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την ηρωική τροπή που πήρε ο άνισος αγώνας του
ταλαιπωρημένου τότε Ελληνισμού, κατά των φασιστικών ορδών του Μουσολίνι.
Λίγες σειρές, που μας θυμίζουν τη γενιά ανθρώπων που μας γέννησε και
φορτώνουν στις πλάτες μας βαρύτατο ιστορικό χρέος.
Η Ελλάδα της τότε εποχής, ερχόμενη από μακρά
πολεμική δραστηριότητα, κειτόταν εξαντλημένη και μετρούσε τις πληγές
της, προσπαθώντας να ανασυγκροτηθεί. Εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες
είχαν ξεριζωθεί λόγω της Μικρασιατικής καταστροφής, ενώ τα οικονομικά
του κράτους, βρίσκονταν σε τραγική κατάσταση με δραματικά περιορισμένες
προοπτικές. Μέσα στις δύσκολες αυτές ώρες που διάβαινε ο Ελληνισμός,
ήρθε να προστεθεί το εξευτελιστικό τελεσίγραφο του ιταλικού φασιστικού
καθεστώτος. Ο Μουσολίνι με την ιταμή του πρόταση, ζητούσε «γήν και ύδωρ
άνευ ανταλλαγμάτων» και παραχώρηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της
Ελλάδας.
Έχουν περάσει ήδη 73 χρόνια από τον Οκτώβριο
του 1940. Τότε που οι κάμποι και τα λαγκάδια, αντηχούσαν πατριωτικά
εμβατήρια και οι ιαχές της λευτεριάς, στόλιζαν τον αέρα σε κάθε γωνιά
της ελληνικής γης. Οι αφηγήσεις δόξας και μεγαλείου, πέρασαν στο
υποσυνείδητο δύο γενεών και συνεχίζουν ακόμα να διαδίδονται με το ίδιο
σφρίγος, κάθε εθνική επέτειο, κάθε που ο Οκτώβρης της λευτεριάς
πλησιάζει. Παραμένουν πάντοτε χαραγμένα στη μνήμη μας, γιατί γράφτηκαν
με ολόχρυσα γράμματα στο μεγάλο βιβλίο της ιστορίας, κομμάτι της
συνείδησης και του «είναι» μας.
Μπροστά σε ένα εκλεκτό ακροατήριο, τολμώ να
επικαλεστώ τη φαντασία σας για να ταξιδέψουμε μαζί στις εποχές λίγο πριν
την εκδήλωση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Να αφουγκραστούμε αν γίνεται
τον παλμό, τις ανησυχίες και την καθημερινότητα των λαών και των ηγετών
της γηραιάς ηπείρου, που έμελλε να πρωταγωνιστήσουν σε μια πρωτόγνωρη
καταστροφή, που λίγο έλειψε να απειλήσει την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη.
Και στο επίκεντρο της σκέψης μας, η μικρή Ελλάδα.
Για αρκετό καιρό πριν, η Γερμανία και η
Ιταλία, τα κύρια μέλη του Άξονα, προετοίμαζαν την επιθετική τους
δραστηριότητα. Οι πολεμικές επιχειρήσεις σχεδιάζονταν, ενώ παράλληλα η
διπλωματία, προλείαινε το χώρο της Βαλκανικής Χερσονήσου, για να δεχθεί
τη βάρβαρη επίσκεψη της δολοφονικής μηχανής των λαών. Η γερμανική
Πρεσβεία στην Αθήνα, προωθούσε τις χιτλερικές προθέσεις και οι Ιταλοί,
μετά την κατάληψη της Αλβανίας, διοργάνωναν ανθελληνικές συγκεντρώσεις
προσπαθώντας να δυναμιτίσουν το κλίμα με ανύπαρκτες και προκλητικότατες
αφορμές. Η φασιστική υποκρισία, έφτασε στο απόγειο της.
Οι χώρες της Ευρώπης, άρχισαν η μια μετά την
άλλη, να πέφτουν στα χέρια της ναζιστικής Γερμανίας. Η Ιταλία του
Ντούτσε, προσπαθώντας να εδραιώσει την ισχύ της στα Βαλκάνια, βλέπει
υποτιμητικά την αποκαμωμένη Ελλάδα και ζητά την παράδοσή της χωρίς
όρους. Το τελεσίγραφο του Ιταλού Πρέσβη στην Αθήνα Εμμανουέλε Γκράτσι,
προς τον Έλληνα Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, στις 28 Οκτωβρίου και ώρα
τρίτη πρωινή, θα αποτελέσει το εφαλτήριο για την συγγραφή του Έπους του
‘40. «ΟΧΙ, δεν δύναται ουδέ λόγος καν να γίνει περί ελευθέρας
διελεύσεως», θα απαντήσει ο Έλληνας Πρωθυπουργός, ο οποίος για πρώτη
φορά, βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με το κοχλασμένο καζάνι του λαού, που
ποθεί ελευθερία και δημοκρατία. Ποτέ άλλοτε μια δισύλλαβη λέξη δεν
εμπεριέκλειε τόσο νόημα. Χιλιάδες χρόνια ιστορίας, πέρασαν εκείνο το
βράδυ μπροστά από τα μάτια κάθε Έλληνα. Στους ένδοξους απογόνους των
Σπαρτιατών, δινόταν ξανά η ευκαιρία να πολεμήσουν σε νέες Θερμοπύλες και
να ανατρέψουν τη ροή της παγκόσμιας ιστορίας. Να επιδείξουν τις
πανανθρώπινες αρετές και αξίες τους, το μεγαλείο ψυχής και την
αυταπάρνησή τους.
Οι σύμβουλοι του Μουσολίνι, δεν προέβλεψαν
σωστά. Δεν μπόρεσαν να υπολογίσουν ότι, απέναντι τους, είχαν ένα λαό που
για χιλιάδες χρόνια, έδινε ματωμένα πειστήρια πάθους για ανεξαρτησία
και ελευθερία. Το ιταλικό πολεμικό συμβούλιο, δεν φανταζόταν ότι, με την
απόφασή του για επίθεση κατά της Ελλάδας, υπέγραφε συνάμα και την
καταδίκη των στρατευμάτων του σε οδυνηρή ήττα και συνθηκολόγηση. Οι
πομπώδεις και μεγαλόστομες διακηρύξεις του φασιστικού τέρατος, θα
έβρισκαν απέναντί τους, τον απλό θαρραλέο στρατιώτη, κάποιον ατρόμητο
χωριάτη, ψαρά, γεωργό και πολλές ακούραστες γυναίκες για να τις
διαψεύσουν.
Εκεί που οι Ιταλοί στρατιώτες εφοδιάζονταν
με υλικά και εξοπλισμό, ρομφαία και ασπίδα για τους Έλληνες αποτελούσε η
συνείδηση του εθνικού χρέους. Γέροντες, γυναίκες και νέοι, φορτώνονται
εφόδια, πυρομαχικά και με περίσσευμα θάρρους, τα παραδίδουν στους
μαχητές. Στα βουνά της Πίνδου, το δύσβατο του εδάφους αλλά και οι
αντίξοες καιρικές συνθήκες, κάνουν τον ανεφοδιασμό δύσκολο και σε
ορισμένες περιπτώσεις ακατόρθωτο. Τα νοσοκομεία των επαρχιών, γεμίζουν
ακρωτηριασμένους στρατιώτες. Τα κρυοπαγήματα, αποδεκατίζουν τις μάχιμες
μονάδες. Ο χειμώνας, αποτελεί ακατάβλητο αντίπαλο για όλους.
Το σθένος, υπερτερεί για άλλη μια φορά της
υπεροπλίας του αντιπάλου. Ενώ οι δυνάμεις μας χάνουν συνεχώς έδαφος και η
ιταλική στρατιά προωθείται όλο και περισσότερο προς νότο, συμβαίνει το
ακατόρθωτο. Μερικές νίκες των Ελλήνων, αλλάζουν το υφιστάμενο κλίμα και
οι ρόλοι αντιστρέφονται. Το ηθικό των μαχητών μας αναπτερώνεται και τα
χαμένα εδάφη, κερδίζονται πίσω. Η λάσπη έφτανε μέχρι το γόνατο και το
χιόνι, σκέπαζε σαν νεκρικό πέπλο τους θυσιασθέντες. Ο Ελληνικός Στρατός,
έδειχνε στους δονούμενους από φασιστικά συνθήματα Ιταλούς, τον τρόπο
και τον λόγο να μάχεσαι για την ελευθερία του τόπου σου. Έδειχνε σε όλο
τον κόσμο, πως πολεμούν οι ήρωες και το γεγονός αυτό, δε θα έμενε
ασχολίαστο από την παγκόσμια κοινή γνώμη.
Ο ελεύθερος κόσμος, παραμένει στο πλευρό της
Ελλάδας και ταυτίζεται μαζί της. Οι ηγέτες άλλων χωρών, υποκλίνονται
στο μεγαλείο της ελληνικής ψυχής. Η Ελλάδα, αποτελεί πλέον αλησμόνητο
παράδειγμα γενναιότητας ανά το παγκόσμιο. Η ιαχή «ΑΕΡΑ» που τραντάζει τα
βουνά των μαχών, δονεί πλέον όλη την οικουμένη. Η ελληνική παλικαριά,
μολυβδώνεται από την φασιστική αγριότητα του εισβολέα και ο ηρωικός
θάνατος των σταυραετών της Πίνδου, γίνεται σάλπισμα μάχης. Παιάνας που
οδηγεί τα ελληνικά στρατεύματα προς την τελική νίκη.
Περί τα μέσα Νοεμβρίου, οι Ιταλοί αρχίζουν
να οπισθοχωρούν. Ο ηγέτης τους, Ντούτσε, απομυθοποιείται και γίνεται
αντικείμενο περίγελου. Οι ιταλικές δυνάμεις, βιάζονται να ολοκληρώσουν
το δράμα και την προσβολή που δέχονται. «Με την Ελλάδα ποιος μου είπε να
τα βάλω», θα τραγουδήσει στο σκωπτικό άσμα της, η Σοφία Βέμπο. Όλα
έχουν πλέον τελειώσει για τον υπερόπτη ιταλικό στρατό. Η μικρή Ελλάδα,
έχει δείξει σε όλους πως είναι να πολεμά ένας λαός που έμαθε να ζει με
τα ελεύθερα ιδεώδη και το δίκαιο.
Ελληνίδες, Έλληνες,
Η Εποποιία του ’40, αποτελεί λαμπρό
παράδειγμα για τον σύγχρονο Ελληνισμό. Η ομοψυχία και η αλληλεγγύη που
επιδείχθηκε τότε, πρέπει να γίνει φάρος και οδηγός για μας αλλά και τις
μελλοντικές γενιές. Η σύμπνοια πνεύματος και η πιστή προσήλωση στον
κοινό στόχο, ήταν υποδειγματική, γι’ αυτό και οφείλουμε να την έχουμε
σαν ιερή παρακαταθήκη.
Σήμερα, ως κυπριακός Ελληνισμός, καλούμαστε
να σταθούμε αντάξιοι συνεχιστές των αποφασιστικών και ηρωικών πράξεων
των μαχητών του Αλβανικού μετώπου. Να ανασυντάξουμε τις δυνάμεις μας και
να προχωρήσουμε ενωμένοι για επίτευξη των εθνικών μας στόχων. Να
διεκδικήσουμε καλύτερες μέρες για την μικρή μας πατρίδα που υπομένει στη
σκιά και στον σκοταδισμό της τουρκικής εισβολής. Να ενισχύσουμε την
οικονομία μας, για να αποτελέσει και πάλι τον καταλύτη διεκδίκησης και
ευημερίας του λαού μας.
Το έπος του ’40, μας δίδαξε ότι, ακόμα και
οι πιο δύσκολες ηγετικές αποφάσεις, μπορούν να υλοποιηθούν με επιτυχία,
εφόσον συμβαδίζουν με τη λαϊκή βούληση. Αυτό επιδιώκει σήμερα και ο
Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μέσα από συλλογικότητα σε επίπεδο Εθνικού
Συμβουλίου. Δεν υποτιμούμε την διαχρονικά αδιάλλακτη τουρκική στάση,
όμως είμαστε υποχρεωμένοι από την ιστορία, να προτείνουμε λύσεις και όχι
να παραμείνουμε παθητικοί δέκτες της. Γι’ αυτό εισηγηθήκαμε μέτρα για
ώθηση της διαδικασίας των επερχόμενων συνομιλιών, όπως την επιστροφή της
Αμμοχώστου στους νόμιμους κατοίκους της χωρίς όρους που παραπέμπουν σε
αναγνώριση των τετελεσμένων της εισβολής. Παράλληλα, ακουμπάμε στα
διδάγματα του παρελθόντος και ξεκαθαρίζουμε προς κάθε κατεύθυνση ότι, οι
οποιεσδήποτε προσπάθειες επίλυσης του κυπριακού προβλήματος, πρέπει να
διέρχονται μέσα από ξεκάθαρη προσυμφωνημένη βάση και διαδικασίες. Αυτό,
μας το επιβάλλουν και τα καθημερινά ξεσπάσματα υπεροψίας των Τούρκων
αξιωματούχων, οι οποίοι εμμένουν στις γνωστές απαράδεκτες θέσεις τους.
Το παράδειγμα της μικρής και ανήμπορης
Ελλάδας, η οποία εξήλθε νικήτρια μέσα από την λαίλαπα του Β’ Παγκοσμίου
Πολέμου, παρά τα δεινά και την οικονομική εξαθλίωση που υπέστη από την
Μικρασιατική καταστροφή, πρέπει να αποτελέσει οδηγό για μας, αλλά και
για κάθε λαό που διεκδικεί το μέλλον του με αξιοπρέπεια. Με σύμπνοια
ηγεσίας και λαού, οι όποιες δυσκολίες, δε θα επιτρέψουμε να σταθούν
εμπόδιο για ανάπτυξη κατάλληλων υποδομών και δυνατοτήτων, που θα
δημιουργήσουν συνθήκες αποτροπής. Είμαστε αποφασισμένοι να διεκδικήσουμε
ότι μας ανήκει, έτοιμοι και για θυσίες αν απαιτηθεί, για να ασκήσουμε
τα αναφαίρετα κυριαρχικά μας δικαιώματα στην ΑΟΖ. Με ισχυρή βούληση,
κατάλληλη προετοιμασία και στρατηγικές συνεργασίες, είμαστε βέβαιοι ότι
θα το πετύχουμε.
Ελληνίδες, Έλληνες,
Οι ώρες που περνά η πατρίδα μας με τη
συνεχιζόμενη επί 39 χρόνια τουρκική κατοχή, δεν πρέπει να μας επιτρέπουν
να επαναπαυόμαστε, ούτε στον ελάχιστο βαθμό. Η βάρβαρη τουρκική εισβολή
με τις γνωστές σε όλους τραγικές συνέπειες, άφησε στο ιερό σώμα της
πολύπαθης πατρίδας μας, άπειρες πληγές. Δανειζόμενοι λίγη από την
απαράμιλλη αυταπάρνηση των αλησμόνητων μαχητών της Πίνδου, οφείλουμε να
φανούμε αντάξιοι συνεχιστές τους. Να ακολουθήσουμε τα χνάρια τους,
παραμερίζοντας τα πάθη και τις υστεροβουλίες. Τις όποιες συμπεριφορές
αποσύνδεσης από τον στόχο μας, για μια πατρίδα ελεύθερη και ευημερούσα.
Μόνο τότε, θα καταφέρουμε να σταθούμε απέναντι από τον Πενταδάκτυλο και
να πούμε ότι, τη λευτεριά, δεν θέλουμε να μας την χαρίσουν αν δεν την
αξίζουμε. Την θέλουμε γιατί μάθαμε να την διαχειριζόμαστε σωστά και
είμαστε έτοιμοι να την χαρίσουμε αλώβητη στα παιδιά μας. |