Να μη μεταδοθεί πριν τις 7.30 μ.μ.
Η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο τον Ιούλιο
του 1974 συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πιο ειδεχθή και αποτρόπαια
εγκλήματα που συντελέστηκαν στην παγκόσμια ιστορία. Η υφαρπαγή εδαφών
και περιουσιών, οι εν ψυχρώ δολοφονίες και ο παράνομος εποικισμός
συνθέτουν μόνο μερικές από τις πιο θλιβερές πτυχές του δράματος που
διέρχεται η πατρίδα μας για 39 συναπτά έτη.
Σε ανθρώπινους όρους, ωστόσο, η πιο οδυνηρή
επίπτωση της τουρκικής εισβολής είναι το τραγικό ανθρωπιστικό πρόβλημα
των αγνοουμένων και των οικογενειών τους. Η εξαφάνιση προσώπου αποτελεί
πολλαπλή παραβίαση των βασικών και θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Παραβίαση η οποία δεν περιορίζεται μόνο στα δικαιώματα των αγνοουμένων
προσώπων, αλλά επεκτείνεται και στο δικαίωμα αποκατάστασης των
δικαιωμάτων των οικογενειών τους.
Ωστόσο, είναι ευρέως γνωστό ότι με την
πάροδο του χρόνου η προσπάθεια ανατροπής των τετελεσμένων της εισβολής
καθίσταται ακόμα πιο δυσχερής. Ο δρόμος προς την τελική δικαίωση γίνεται
ολοένα και δυσκολότερος. Η διαπίστωση αυτή μας αναγκάζει να
εντατικοποιήσουμε τις προσπάθειες για αποκατάσταση των δικαιωμάτων μας
και επαναφορά της διεθνούς έννομης τάξης. Την ίδια ώρα, αναφύεται η
ανάγκη αξιοποίησης όλων εκείνων των εργαλείων που συμβάλλουν στη
συντήρηση της ιστορικής μνήμης και διασφαλίζουν τη συνέχιση του αγώνα.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, η συγγραφική
αποτύπωση των διαφόρων πτυχών της κυπριακής τραγωδίας αποτελεί πράξη
ιστορικού χρέους και απότισης φόρου τιμής στα θύματα της τουρκικής
εισβολής, αλλά και σε όσους καρτερικά προσμένουν τη διακρίβωση της τύχης
των αγαπημένων τους προσώπων.
Ως εκ τούτου,αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά και
τιμή που απευθύνομαι σήμερα ενώπιον σας, με αφορμή τη νέα έκδοση της
Παγκύπριας Οργάνωσης Συγγενών Αδηλώτων Αιχμαλώτων και Αγνοουμένων. Η
αποψινή μας παρουσία θα μπορούσε να εκληφθεί ως έκφραση εκτίμησης,
αναγνώρισης και σεβασμού στο αδιάλειπτο έργο της Οργάνωσης, που για
σχεδόν τέσσερις δεκαετίες αγωνίζεται και επιζητεί τον τερματισμό της
αγωνίας των συγγενών των αγνοουμένων.
Ο τίτλος του βιβλίου δεν θα μπορούσε να
αποτυπώσει πιο παραστατικά το διαχρονικό αίτημα των συγγενών των
αγνοουμένων: «Τουρκία, θέλουμε πίσω τα παιδιά μας».
Είχα προσφάτως την ευκαιρία να διαβάσω το
βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα και θα πρέπει να ομολογήσω ότι οι
εντυπώσεις που αφήνει στον αναγνώστη είναι απόλυτα θετικές. Αποτελεί ένα
εγχειρίδιο γνώσης, ενημέρωσης και διαφώτισης. Ένα πραγματικό δώρο για
τον κάθε συμπολίτη μας που επιθυμεί και έχει καθήκον να ενημερωθεί για
τους ειλικρινείς αγώνες τόσο της Πολιτείας όσο και των συγγενών, που
είχαν ως στόχο τη διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων. Μέσα από ένα
πλούσιο φωτογραφικό υλικό, ο αναγνώστης έρχεται σε άμεση επαφή με τις
διάφορες πτυχές του ζητήματος και μαθαίνει για τους σημαντικούς σταθμούς
της εξελικτικής του πορείας.
Αναμφίβολα, θα μπορούσε να λεχθεί ότι το
συγγραφικό έργο της Παγκύπριας Οργάνωσης Συγγενών Αδηλώτων Αιχμαλώτων
και Αγνοουμένων αποτελεί προϊόν εμπεριστατωμένης έρευνας, βασισμένης σε
αυθεντικές μαρτυρίες ανθρώπων. Σταχυολογεί τεκμήρια τεσσάρων δεκαετιών
και είναι απότοκο των απομνημονευμάτων των αδελφών Νίκου και Γιώργου
Σεργίδη, του Νίκου Θεοδοσίου, του Ηλία Γεωργιάδη και μιας πλειάδας άλλων
προσώπων, τα ονόματα των οποίων μνημονεύονται μέσα από τις σελίδες του
βιβλίου.
Μέσα από τα διάφορα κεφάλαια επιχειρείται
μια ιστορική ανασκόπηση του ζητήματος των αγνοουμένων, που αρχίζει μετά
τις πρώτες μέρες της τουρκικής εισβολής. Το έργο καταγράφει με τρόπο
παραστατικό όλες εκείνες τις ατελέσφορες και οργανωμένες προσπάθειες
εντός και εκτός Κύπρου, έξω από Πρεσβείες χωρών, που είχαν ως στόχο τη
δημιουργία διεθνούς ενδιαφέροντος. Πέραν τούτου, αποτυπώνει με ευστοχία
την εμπνευσμένη προσπάθεια διεθνοποίησης του προβλήματος και συζήτησής
του στα διάφορα διεθνή φόρα και οργανισμούς, προσπάθεια η οποία
συνεχίζεται και σήμερα με το ίδιο σθένος και την ίδια επιμονή.
Παράλληλα, το βιβλίο εντοπίζει τα εμπόδια
που προέκυψαν στη διαδικασία διαφώτισης, μέχρι το θέμα των αγνοουμένων
να φτάσει στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και στα Κοινοβούλια των μεγάλων
δυνάμεων και να αναγνωριστεί ως θέμα ανθρωπιστικό. Προβλήματα που
οφείλονταν στην αδιαλλαξία της Τουρκίας να αναλάβει την ευθύνη και να
δώσει πληροφορίες για τους αγνοούμενους της εισβολής. Ο διαρκής αυτός
αγώνας οδήγησε στην έκδοση σημαντικών αποφάσεων και ψηφισμάτων τα οποία
συνέβαλαν στην ενίσχυση των προσπαθειών της Κυπριακής Δημοκρατίας για
προώθηση του θέματος.
Θα πρέπει να τονίσω ότι σημαντικό μέρος του
βιβλίου αναλώνεται στην παρουσίαση της συντονισμένης δράσης της
πρωτοσυσταθείσας «Επιτροπής Γονέων και Συγγενών Αγνοουμένων, Στρατιωτών
και Εφέδρων», που αποτέλεσε προπομπό της Παγκύπριας Ομοσπονδίας Αδηλώτων
Αιχμαλώτων και Αγνοουμένων. Για τις Επιτροπές Γονέων και Συγγενών των
Αγνοουμένων πρώτιστη επιδίωξή ήταν η όσο το δυνατό πιο μεθοδική εμπλοκή
τους στην προώθηση του θέματος. Οι επιμέρους προσπάθειες
δραστηριοποίησης των συγγενών αλλά και των οργανωμένων συνόλων της
κυπριακής κοινωνίας αποτυπώνονται με παραστατικότητα και λεπτομέρεια.
Αξιοσημείωτη είναι και η χρονολογική
καταγραφή των πρωτοβουλιών που αναλήφθηκαν σε πολιτικό επίπεδο από τις
διάφορες κυβερνήσεις. Πρωτοβουλίες που είχαν ως αποτέλεσμα την επίτευξη
προόδου σε διάφορους τομείς του ζητήματος. Συγκεκριμένα, επισημαίνονται
οι επαφές μεταξύ των εκπροσώπων της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής
πλευράς και τα διαβήματα σε επίπεδο Ηνωμένων Εθνών στα οποία η πλευρά
μας επιχειρούσε να μεταφέρει τα δίκαια αιτήματα των συγγενών και να
αναγκάσει την Τουρκία να αναγνωρίσει την ευθύνη της και να παραθέσει
στοιχεία για τους αγνοούμενους.
Ωστόσο, μέσα από το βιβλίο εύκολα μπορεί
κανείς να διαπιστώσει τη βάναυση και αποκαρδιωτική συμπεριφορά με την
οποία η Τουρκία προσέγγισε το θέμα των αγνοουμένων, επιδεικνύοντας σε
συγκεκριμένες περιπτώσεις ασύγγνωστη αδιαφορία για ένα έγκλημα που η
ίδια προκάλεσε και που η ίδια φέρει ευθύνη για τη μη αποκατάστασή του.
Τα γεγονότα που παρατίθενται δεικνύουν με τρόπο εμφαντικό το μέγεθος του
προβλήματος και φέρνουν στην επιφάνεια τη μέχρι πρόσφατα απροθυμία της
Τουρκίας να συνεργαστεί για διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων,
επαναλαμβάνοντας το επιχείρημα ότι «στα χέρια μας δεν υπάρχουν
αγνοούμενοι πολέμου».
Για τρεις και πλέον δεκαετίες, η Τουρκία δεν
αποδεχόταν να συζητήσει ακόμα και επί της ανθρωπιστικής πτυχής του
θέματος, επιδεικνύοντας αρνητική και αδιάλλακτη στάση για παροχή
στοιχείων ή πληροφοριών που θα βοηθούσαν στην διακρίβωση της τύχης των
αγνοουμένων. Η Τουρκία, κατά παράβαση των βασικών αρχών και διακηρύξεων
των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και παραμερίζοντας εσκεμμένα μια σειρά
ειδικών ψηφισμάτων του ΟΗΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης, κράτησε ως
στρατιωτικό μυστικό οποιαδήποτε πληροφορία αφορούσε τους Ελληνοκύπριους
αγνοούμενους, φοβούμενη ότι τα στοιχεία αυτά θα τεκμηρίωναν την
εγκληματική συμπεριφορά των στρατιωτών της. Πέραν τούτου, αγνόησε μια
σειρά καταδικαστικών αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων.
Αξιοσημείωτη πτυχή του βιβλίου αποτελεί η
ενημέρωση του αναγνώστη για τις προσπάθειες δημιουργίας της
Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοούμενους. Η ΔΕΑ συστάθηκε το 1981
σύμφωνα με τα σχετικά ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.
Λειτουργεί υπό την αιγίδα του Διεθνούς Οργανισμού και έχει ως αποστολή
της τη διερεύνηση υποθέσεων Ελληνοκυπρίων, Ελλαδιτών και Τουρκοκυπρίων
αγνοουμένων. Είναι μια τριμελής διακοινοτική διερευνητική επιτροπή,
αποτελούμενη από έναν εκπρόσωπο από την ελληνοκυπριακή κοινότητα, έναν
από την τουρκοκυπριακή και ένα τρίτο μέλος που υποδεικνύεται από τη
Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού και διορίζεται από τον Γενικό
Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Η ανθρωπιστική αποστολή της ΔΕΑ είναι να
διερευνήσει και να διακριβώσει την τύχη όλων των αγνοουμένων προσώπων
στην Κύπρο.
Σήμερα, παρά τις αδιάλειπτες προσπάθειες της
πλευράς μας, το δράμα των αγνοουμένων παραμένει τόσο σύγχρονο όσο ποτέ
άλλοτε. Η Κυπριακή Δημοκρατία υποστηρίζει το έργο της Διερευνητικής
Επιτροπής για τους Αγνοούμενους στις σημαντικές εργασίες της για εκταφή,
ταυτοποίηση και επιστροφή των λειψάνων των αγνοουμένων στους συγγενείς
τους.
Θα πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί ότι οι
εργασίες της ΔΕΑ δεν απαλλάσσουν την Τουρκία από την ευθύνη της, στη
βάση του διεθνούς δικαίου, για διενέργεια αποτελεσματικής διερεύνησης
για την τύχη των αγνοουμένων. Επιπλέον, η κατοχική δύναμη έχει την
υποχρέωση, νομική και ηθική, να επιτρέψει πρόσβαση στα αρχεία και
εκθέσεις του στρατού της, ούτως ώστε να επιτραπεί στη ΔΕΑ να
πραγματοποιήσει επιπρόσθετες εκταφές σε στρατιωτικές ζώνες στις οποίες
βρίσκονται χώροι ταφής αγνοουμένων.
Αυτές οι υποχρεώσεις της Τουρκίας
επαναβεβαιώθηκαν τον Ιούνιο του 2012 στη σχετική απόφαση της Επιτροπής
Αναπληρωτών Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, ενώ τόσο ο Γενικός
Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών όσο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχουν
απευθύνει έκκληση για πλήρη πρόσβαση της ΔΕΑ σε στρατιωτικές ζώνες στην
κατεχόμενη Κύπρο.
Ανεξάρτητα από την αρνητική στάση της
Τουρκικής πλευράς, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει δείξει την υποστήριξή της
στις προσπάθειες διακρίβωσης της τύχης των αγνοουμένων με τη θετική
στάση της και τη συνεχή υποστήριξη σε όλες τις προσπάθειες που
αναλαμβάνονται, λαμβάνοντας προς αυτή την κατεύθυνση πολλά μονομερή
μέτρα και υποστηρίζοντας πρακτικά το έργο της ΔΕΑ.
Θέλω να υπογραμμίσω και να διαβεβαιώσω ότι ο
αγώνας και οι προσπάθειες μας στο ανθρωπιστικό αυτό ζήτημα θα
συνεχιστούν. Στόχος της κυβέρνησης είναι η διακρίβωση της τύχης κάθε
αγνοούμενου προσώπου στη βάση συγκεκριμένων και τεκμαρτών αποδείξεων. |
|