Τιμούμε σήμερα τον Ελληνισμό του Πόντου. Καταδικάζουμε με
όλη τη δύναμη της ψυχής μας την τουρκική βαρβαρότητα και το τουρκικό
έγκλημα της γενοκτονίας σε βάρος του Ποντιακού Ελληνισμού.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων, που με ομόφωνη απόφασή της έχει καθιερώσει τη 19η Μαΐου ως ημέρα τιμής και μνήμης της γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, θα συνεχίζει να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και να πρωταγωνιστεί για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας και για την αναγνώριση της από όλους τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς θεσμούς.
Η απόδοση όμως τιμής σε αγώνες και αγωνιστές μόνο τότε έχει νόημα όταν χρησιμεύει σε άντληση διδαγμάτων, σε καθορισμό καθηκόντων και σε διαγραφή της σημερινής αναγκαίας πορείας. Ιδιαίτερα σε στιγμές κρίσιμες για το εθνικό μας μέλλον, που αμφισβητείται και απειλείται άμεσα από την Τουρκία, δεν είναι δυνατό να περιοριζόμαστε στην υπογράμμιση ηρωικών θυσιών. Οφείλουμε να διαρρήξουμε την επιφάνεια να αναλύσουμε τα γενεσιουργά αίτια της τουρκικής επιθετικότητας, αρπακτικότητας και εγκληματικότητας, να θέσουμε τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων.
Ποια όμως είναι η φύση, ο χαρακτήρας και η φυσιογνωμία του τουρκικού κράτους και των συμπεριφορών του; Θέλουμε να το διευκρινίσουμε με σαφήνεια. Δεν θέλουμε να μας χωρίζει τίποτα από τον τουρκικό λαό. Δεν επιδιώκουμε την αντιπαλότητα μαζί του. Αντίθετα, θα θέλαμε σχέσεις καλής γειτονίας μέσα σε πλαίσια αλληλοσεβασμού. Η πικρή όμως ιστορική αλήθεια διδάσκει ότι οι εκάστοτε κυρίαρχες ηγετικές του ομάδες συμπεριφέρθηκαν με διαθέσεις αρπακτικές, τυραννικές, επεκτατικές και σκοταδιστικές. Θύμα αυτής της πρακτικής ακόμα κι ο ίδιος ο τουρκικός λαός. Αν θέλουμε λοιπόν να μην είμαστε αθεράπευτα αφελείς, θα πρέπει να διαγνώσουμε την αλήθεια με ιστορική τεκμηρίωση. Σε ένα ποίημα του ο Βίκτωρ Ουγκώ δίνοντας το στίγμα της διαχρονικής συμπεριφοράς των Τούρκων γράφει: «Τούρκοι διαβήκαν-Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα…»
Από την εποχή της εμφάνισης των Τούρκων σαν νομάδων στις Στέπες της Σιβηρίας στις αρχές του 5ου μ.Χ. αιώνα, γύρω από τον περίφημο «Δρόμο του Μεταξιού» (Κίνα - Μαύρη Θάλασσα) ως τις μέρες μας, δυο είναι τα βασικά γνωρίσματα της εθνικής τους διαγωγής. Η βία και η αρπαγή.
Από το 1911, στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Κεμαλικού Κινήματος μέχρι τις μέρες μας, ακολουθήθηκε μια πολιτική αφομοίωσης και απορρόφησης κάθε διαφορετικού εθνικού στοιχείου. Υποχρεωτική διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας, αφαίρεση κάθε δικαιώματος από τις μειονότητες και κήρυξη του Οσμανισμού που στην πραγματικότητα σήμαινε την πολιτική εξαφάνισης των εθνικών μειονοτήτων. Αυτή η πολιτική εφαρμόστηκε συστηματικά με μια απίστευτη βαρβαρότητα σε βάρος των Αρμενίων και των Ελλήνων του Πόντου.
Μετά τη γενοκτονία ενάμιση εκατομμυρίου Αρμενίων, το 1915, ο Υπουργός Εσωτερικών Ταλαάτ, υπεύθυνος της επιχείρησης, θα δηλώσει κυνικά στο Γερμανό πρεσβευτή στην Τουρκία ότι «το αρμενικό ζήτημα δεν υπάρχει πια και πως ό,τι δεν έκαναν οι Σουλτάνοι μέσα σε τριάντα χρόνια το κατόρθωσα εγώ μέσα σε λίγους μήνες».
Όμως την ίδια τύχη με τους Αρμένιους επιφυλάσσουν οι Νεότουρκοι και στα δυόμιση εκατομμύρια Ελλήνων που ύστερα από αιώνων καταπίεση, διώξεις, σφαγές και συστηματικό εξισλαμισμό διατηρούσαν την ελληνική εθνική συνείδηση. Μετά την καταστροφή του 1922, οι Τούρκοι προχωρούν στην υλοποίηση της απόφασης για εξόντωση του ελληνικού πληθυσμού με τη μέθοδο των σφαγών και του βίαιου εκτοπισμού.
Μετά την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το καλοκαίρι του 1914, οι Νεότουρκοι καλούν υπό τα όπλα 30 ηλικίες. Παρόλο που με βάση τις συμφωνίες που είχαν κάνει με τον Ορθόδοξο Πατριάρχη και τους Αρμενίους, έπρεπε να καλέσουν μόνο έξι ηλικίες Χριστιανών, εκείνοι κάλεσαν 30, όπως και των Τούρκων. Τους Χριστιανούς τους οδήγησαν στα περίφημα Τάγματα Εργασίας, που τα τράβηξαν στο εσωτερικό και τους έβαλαν σε καταναγκαστικά έργα. Οι συνθήκες ήταν άθλιες, πολλοί δε Έλληνες λιποτάκτησαν και βγήκαν αντάρτες. Οι τουρκικές αρχές πήραν σκληρά μέτρα ενάντια στους συγγενείς τους. Με το πρόσχημα καταδίωξης των ανταρτών άρχισαν άγριες σφαγές ή μετακινήσεις και πέθαναν πολλοί, χωρίς να μπορεί κανένας να τους υπολογίσει. Η κατάσταση χειροτέρεψε μετά την προέλαση του ρωσικού στρατού στο έδαφος της Μικράς Ασίας (Αρμενίας και Πόντου). Ο ρωσικός στρατός έφτασε ως την Αργυρούπολη, ενώ ο στόλος τους κατέλαβε την Τραπεζούντα. Όπως ήταν φυσικό οι Έλληνες του Πόντου συντάχτηκαν με τους Ρώσους.
Το 1917 η κατάσταση πήρε δραματική μορφή στη ΒΑ Μικρά Ασία. Στη Ρωσία ξέσπασε η Οκτωβριανή Επανάσταση και ο Λένιν ανακάλεσε τα στρατεύματα της Ρωσίας από τα ως πριν «τουρκικά εδάφη». Ο τουρκικός στρατός επανήλθε στον Πόντο και πήρε ακόμη πιο σκληρά μέτρα κατά των Ελλήνων. Εκδικούνταν ανοικτά τους κατοίκους των παραλιακών πόλεων. Τότε ξεσήκωσαν τους Έλληνες του Πόντου από τα παράλια και τους πήγαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Γλίτωσαν μόνο όσοι κατέφυγαν σε ρωσικά εδάφη. Μόνο μετά την παράδοση της Τουρκίας (Οκτώβριος 1918) θα επιτραπεί η επιστροφή των Ελλήνων που ζούσαν στον Πόντο πριν από τον πόλεμο. Ξαναγύρισαν λιγότεροι από 200.000, ενώ οι άλλοι εξοντώθηκαν με τη σφαγή ή από τις ταλαιπωρίες της εξορίας. Τα απομεινάρια αυτά του παλιού ανθηρού Ελληνισμού του Πόντου γύρισαν ξανά στα σπίτια τους κι επιδόθηκαν στην ειρηνική τους δουλειά. Μα δεν θα μείνουν για πολύ.
Στην Τουρκία θα επιβληθεί ο Κεμάλ Ατατούρκ που θα επιδιώξει με πολύ σκληρό τρόπο να λύσει «το πρόβλημα των εθνοτήτων» στην Τουρκία, δηλαδή να εξαφανίσει κάθε εθνότητα. Στα σχέδια του τον διευκόλυνε η καθαρά τυχοδιωκτική και χωρίς δυνατότητα επιτυχίας Μικρασιάτικη εκστρατεία που ανέλαβε για λογαριασμό των Άγγλων. Ο Κεμάλ, αφού τους εκχώρησε τα πετρέλαια της Μοσούλης και του Κιρκούκ, απέκτησε τη δυνατότητα να επιβάλει με την ομοφωνία των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923. Παράλληλα απαίτησε και πέτυχε το ξερίζωμα του Ελληνισμού από τον Πόντο, μαζί με όλο τον Ελληνισμό της Τουρκίας. Ο Ελληνισμός του Πόντου που ζούσε εκεί από χιλιάδες χρόνια ξεριζώθηκε οριστικά. Έμειναν εκεί μόνο οι εξισλαμισθέντες Πόντιοι και οι κρυπτοχριστιανοί που μιλούν ακόμη τη γλώσσα τους. Οι πρόσφυγες έφυγαν για την Ελλάδα και ακολούθησαν και αυτοί την τύχη των προσφύγων γενικότερα. Πολλοί Πόντιοι κατέφυγαν κατά διαστήματα στη Ρωσία. Και βέβαια είχαμε τη χαρά να υποδεχθούμε στην Κύπρο αδελφούς μας του Πόντου που ενσωματώθηκαν αρμονικά στην κυπριακή κοινωνία.
Η κατ’ εξακολούθηση εγκληματική συμπεριφορά του τουρκικού κράτους θα συνεχιστεί με τον για δεκαετίες στρατιωτικό αποκλεισμό του Τουρκικού Κουρδιστάν, με την κατάπνιξη δεκάδων εξεγέρσεων του Κουρδικού λαού.
Πέρα όμως από αυτές τις εξόφθαλμες επιχειρήσεις γενοκτονίας σε βάρος των Αρμενίων, των Κούρδων, των Ελλήνων του Πόντου και των Ελλήνων της Κύπρου, το τουρκικό κράτος βαρύνεται και με μια σειρά άλλες εγκληματικές ενέργειες κατά παράβαση κάθε αρχής διεθνούς δικαίου, της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα δικαιώματα του ανθρώπου και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
• Με συστηματική αφομοίωση του αραβικού πληθυσμού το τουρκικό κράτος προχώρησε στη βίαιη προσάρτηση της Αλεξανδρέττας που μετονομάστηκε σε Βιλλαέτι του Χατάι.
• Με νόμο που ψηφίστηκε το 1934 προωθήθηκε συστηματικά η αποεθνικοποίηση και εξαφάνιση της εθνικής ιδιαιτερότητας των ομάδων μη τουρκικής προέλευσης.
• Με την άσκηση τρομοκρατίας σε βάρος των Ιμβρίων και Τενεδιωτών που υποχρεώθηκαν σε αυτοεξορία.
• Με τις συστηματικές διώξεις δεκάδων χιλιάδων και φυλακίσεις Τούρκων πολιτών για ιδεολογικές και πολιτικές πεποιθήσεις. • Με την εφαρμογή μεσαιωνικής και σύγχρονης μορφής μεθόδων βασανισμού στις τουρκικές φυλακές.
• Με τη στέρηση συνδικαλιστικών δικαιωμάτων σε εκατομμύρια εργαζομένους και με τις φυλακίσεις ηγετών και στελεχών του συνδικαλιστικού κινήματος.
Όλα αυτά δεν είναι επινοήσεις μιας νοσηρής αντιτουρκικής προκατάληψης, αλλά αδιαμφισβήτητα γεγονότα και στοιχεία που θεμελιώνονται στο ίδιο το σύνταγμα και τους νόμους της Τουρκίας, σε δημοσιεύματα τουρκικών εντύπων και σε αποφάσεις διεθνών και περιφερειακών οργανισμών.
Στην Κύπρο, οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων διαπιστώθηκαν και στιγματίστηκαν με τον πιο επίσημο τρόπο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Μέσα από τη διαδικασία τριών διαδοχικών προσφυγών της Κύπρου η Τουρκία βρέθηκε ένοχη μαζικών παραβιάσεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Αν έγινε η παράθεση όλων αυτών των στοιχείων, δεν είναι για να καταδειχθεί η πασίδηλη, αυταπόδεικτη και κραυγάζουσα βαρβαρότητα του τουρκικού κράτους σε βάρος εθνικών ομάδων μέσα και έξω από την Τουρκία και ακόμη σε βάρος των ίδιων των Τούρκων πολιτών. Ούτε για να θεμελιωθεί η επανειλημμένα αποδειχθείσα ενοχή της για τα βαρύτατα ανομήματα της σε βάρος των οικουμενικής ισχύος συνθηκών για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έγινε κυρίως για να υπογραμμίσουμε την ανάγκη μιας συλλογικής προσπάθειας που με μεθοδικότητα θα πρέπει να αναληφθεί για να τοποθετήσει το τουρκικό κράτος στη θέση που του αρμόζει, στο εδώλιο του κατηγορουμένου, για τα φρικαλέα του εγκλήματα. Σε αυτό το εδώλιο έχουμε χρέος να κρατήσουμε το τουρκικό κράτος κάτω από τα έντονα φώτα της διεθνούς δημοσιότητας μέχρι που να υποχρεωθεί να συμμορφωθεί προς το διεθνές δίκαιο και να σεβαστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η αλληλεγγύη του Κυπριακού και του ευρύτερου Ελληνισμού προς άλλες εθνικές ομάδες που έπληξε και πλήττει ο τουρκικός σωβινισμός, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση και για την επιτυχή αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού στην Κύπρο, στο Αιγαίο, τη Θράκη, Η συνειδητή στράτευση σε αυτό τον αγώνα με κοινή και συλλογική δράση για αποτελεσματική αποκάλυψη του τουρκικού κινδύνου αποτελεί σήμερα μια μεγάλη πρόκληση και απαιτεί την υιοθέτηση και τη σταθερή εφαρμογή μιας μεγαλόπνοης πολιτικής.
Όσο αποτυγχάνουμε να αναδείξουμε μια τέτοια πολιτική, οι κυνικοί και αδίστακτοι υπολογισμοί συμφερόντων θα οδηγούν σε ελεεινά και αδιάντροπα φαινόμενα διεθνούς αναλγησίας, υποκρισίας και απίστευτης προκλητικότητας, όπως αυτό που ζούμε στις μέρες μας με τη θωπεία Αμερικανών και Ευρωπαίων προς το αμαρτωλό τουρκικό κράτος. Αυτή η μεγάλη πολιτική βλέπει με καθαρότητα την ανάγκη ξεγυμνώματος της τουρκικής επεκτατικής πολιτικής και των καταπιεστικών της μεθόδων, μάρτυρες των οποίων υπήρξαν οι αδελφοί μας του Πόντου.
Η θυσία τους, μαζί με τις μεταγενέστερες των θυμάτων της κυπριακής τραγωδίας, αποτελούν ένα ισχυρό ράπισμα σε μια υπνώττουσα συνείδηση και μια συνεχή υπόμνηση του απλού πατριωτικού χρέους για όλους μας. Αλλά και έναν ακατάλυτο δεσμό Κυπριακού και Ποντιακού Ελληνισμού, που δεν είναι άλλος από τη διατύπωση των μεγάλων οραμάτων και τη στράτευση στα μέτωπα των αγώνων για τις άφθορες και οικουμενικές αξίες της ελευθερίας και της εθνικής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Ας κλίνουμε σήμερα ,19 Μαΐου, ημέρα μνήμης και τιμής της γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, ευλαβικά το γόνυ στη μεγάλη θυσία και ας αποδοκιμάσουμε για μια ακόμα φορά τη βαρβαρότητα των Νεοτούρκων.