09/12/2010
Εκφράζω τα συγχαρητήριά μου στο Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών για το Επιστημονικό Συμπόσιο που διοργανώνει με θέμα το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Εκφράζω την εκτίμηση και τις ευχαριστίες μου σε όλους όσοι συμμετέχουν στο Συμπόσιο. Καλωσορίζω στην Κύπρο τους πανεπιστημιακούς και ερευνητές που με την ευκαιρία του Συμποσίου ταξίδεψαν από το εξωτερικό για να είναι μαζί μας σ’ αυτό το σημαντικό επιστημονικό γεγονός. Η παρουσία τόσων καταξιωμένων και αναγνωρισμένων επιστημόνων στο Συμπόσιο αποτελεί εχέγγυο για την επιτυχία του.
Τα 50 χρόνια από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ένας πολύ σημαντικός σταθμός που δικαιολογεί αλλά και επιβάλλει να γίνει μια ενδελεχής και σε βάθος ανάλυση, εκτίμηση και αξιολόγηση της ιστορικής πορείας της πατρίδας μας. Αυτή η αξιολόγηση θα επιχειρηθεί στο Συμπόσιο μέσω των παρεμβάσεων των έγκριτων και καταξιωμένων πανεπιστημιακών και ερευνητών.
Η ιστορία είναι σε θέση να προσφέρει πολλά διδάγματα για τον ορθό προσανατολισμό της πορείας κάθε λαού στο παρόν και το μέλλον. Για να γίνει αυτό βέβαια χρειάζεται αντικειμενική και επιστημονική αναδρομή στα ιστορικά γεγονότα, ανάλυση, διαλεκτική και αυτοκριτική θεώρησή τους. Ο ρόλος της ιστορίας δεν είναι να καταγράψει ή απλώς να περιγράψει τα γεγονότα. Η ουσία βρίσκεται στην ερμηνεία των γεγονότων, διαδικασία που επιβάλλει ο ερευνητής να πάει πίσω από τα γεγονότα, να αναζητήσει αίτια και αιτιατά, να κρίνει και να αξιολογήσει στη βάση των επιδιωκόμενων στόχων και των τελικών αποτελεσμάτων.
Η πολιτική και οι πολιτικοί έχουν ανάγκη τον επιστημονικό λόγο και την επιστημονική βοήθεια. Στον σύγχρονο κόσμο, με τις πολλές προκλήσεις που εγείρονται μπροστά στην πολιτική, η συνεργασία και η συνέργεια των πολιτικών με την επιστήμη είναι ιδιαίτερα σημαντική. Το Επιστημονικό Συμπόσιο προσθέτει σ’ αυτόν τον διάλογο πολιτικής και επιστήμης, για ένα θέμα μάλιστα τόσο μεγάλης σημασίας όπως είναι η ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας και με φόντο τη συνεχιζόμενη παράνομη τουρκική κατοχή μεγάλου μέρους του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Με μεγάλη προσοχή και ενδιαφέρον θα παρακολουθήσουμε τα όσα σήμερα και αύριο θα ακουστούν από το βήμα του Συμποσίου. Χωρίς να θέλω να προκαταλάβω τα όποια πορίσματα και συμπεράσματα και χωρίς να υπεισέλθω στις λεπτομέρειες των διάφορων ιστορικών περιόδων, θα ήθελα να κάνω μερικές ιστορικές αναφορές και να διατυπώσω μερικές σκέψεις και εκτιμήσεις σχετικά με την ιστορική πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Για την πορεία της Κύπρου στη σύγχρονη ιστορία διαδραμάτισε, όπως και στο παρελθόν, αποφασιστικό ρόλο, αναμφίβολα, η γεωγραφική της θέση. Η γεωστρατηγική σημασία της Κύπρου ανέκαθεν ήταν μεγάλη, εξού και πολλοί ήταν οι κατακτητές που πέρασαν από το νησί μέσα από τους αιώνες. Στον 20ο αιώνα, όμως, η γεωστρατηγική σημασία της Κύπρου αναβαθμίστηκε ακόμα περισσότερο. Αυτή η αναβάθμιση ήταν απότοκο των πολιτικών και οικονομικών διεργασιών και εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής καθώς και της έντασης των ιμπεριαλιστικών αντιπαραθέσεων για παγκόσμια κυριαρχία που τελικά προκάλεσαν τους δύο παγκόσμιους πολέμους.
Σ’ αυτήν την ιστορική συγκυρία και λίγο πριν το τέλος του 19ου αιώνα, η Κύπρος περιήλθε στην κατοχή της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία την απέκτησε από την καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Για τη Μεγάλη Βρετανία, η Κύπρος αποτέλεσε προγεφύρωμα για σταθεροποίηση και επέκταση του ελέγχου της στην ευρύτερη περιοχή. Η σημασία της Κύπρου για τη Μεγάλη Βρετανία σταδιακά αναβαθμίστηκε, ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν κατάρρευσε η αποικιοκρατία και μαζί η αυτοκρατορία της.
Για την Κύπρο επεδείκνυε αντικειμενικά ενδιαφέρον η Ελλάδα αλλά και αντίστροφα, οι Ελληνοκύπριοι για την Ελλάδα, λόγω του γεγονότος ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού στο νησί ήταν ελληνικής καταγωγής. Μέσα από την πορεία των χρόνων στο νησί αναπτύχθηκε το ενωτικό κίνημα και το αίτημα για ένωση με την Ελλάδα έγινε καθολικό, αφού αγκάλιασε την ολότητα των Ελληνοκυπρίων. Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την αναγνώριση από τη διεθνή κοινότητα του δικαιώματος αυτοδιάθεσης στους λαούς, οι Ελληνοκύπριοι συνέδεσαν αυτό το δικαίωμα με το αίτημά τους για ένωση με την Ελλάδα.
Το αίτημα της ένωσης μεταπολεμικά έγινε ακόμα πιο δύσκολο να πραγματωθεί γιατί περιπλέχθηκε στις συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου. Αρνητικό ρόλο για την πραγμάτωση του οράματος της ένωσης διαδραμάτισαν και οι περιπέτειες στις οποίες εισήλθε μεταπολεμικά η Ελλάδα και ειδικότερα, η εξάρτησή της από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Σημαντικό αρνητικό παράγοντα για την επίτευξη της ένωσης αποτέλεσε και η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος της Τουρκίας για την Κύπρο, την οποία η Βρετανία με την πολιτική της φρόντισε στα μέσα της δεκαετίας του 50 να αναδείξει σε εμπλεκόμενο μέρος. Η Τουρκία, σε αντιπαράθεση και αντιδιαστολή με την πολιτική των Ελληνοκυπρίων για ένωση, εισήγαγε την πολιτική της διχοτόμησης (ταξίμ) που πήρε το χαρακτήρα εθνικού στόχου για τους Τούρκους.
Καταληκτικά, γεωγραφία και γεωστρατηγικά συμφέροντα δημιούργησαν ένα δυσμενές και αρνητικό περιβάλλον για την εκπλήρωση των οραμάτων των Ελληνοκυπρίων. Σε ένα τέτοιο διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον, η επιτυχία στην υλοποίηση των στόχων επέβαλλε, στον ύψιστο δυνατό βαθμό, την ύπαρξη μιας καλά επεξεργασμένης στρατηγικής με ρεαλιστικούς στόχους οι οποίοι να μπορούν να εκπληρωθούν με την άσκηση μιας ευέλικτης και έγκυρης πολιτικής. Ο υποκειμενικός παράγοντας, όμως, στην περίπτωση της Κύπρου δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων.
Μια απλή και μόνο ματιά στην ιστορία είναι αρκετή για να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι η τότε ηγεσία των Ελληνοκυπρίων στα χρόνια της αποικιοκρατίας δεν κατάφερε να έχει συγκροτημένη, συνεπή και στοχοπροσηλωμένη πολιτική. Πολιτικά άπειρη και ανώριμη, αντιμετώπισε την πολύπειρη βρετανική διπλωματία καθοδηγούμενη από υποκειμενισμό, συναισθήματα, ρομαντισμό ακόμα και αυταπάτες. Από την πολιτική της ελληνοκυπριακής ηγεσίας έλειπε η ορθολογική, αντικειμενική και ρεαλιστική ανάλυση των συνθηκών, των συμφερόντων που διακυβεύονταν, των σκοπιμοτήτων που κυριαρχούσαν και των ισοζυγίων δυνάμεων που υπήρχαν εκείνη την εποχή.
Κάτι πάρα πολύ σημαντικό ήταν και η απουσία σταθερής στήριξης από τις μετεμφυλιακές, εξαρτώμενες από τους Αγγλο-Αμερικανούς, ελληνικές Κυβερνήσεις.
Ο υποκειμενισμός, ο συναισθηματισμός ακόμα και οι εμμονές και προκαταλήψεις που υπήρχαν οδήγησαν πολλές φορές σε λανθασμένες αποφάσεις. Και στη συνέχεια, όταν οι αποφάσεις και οι ενέργειες αποδεικνύονταν λανθασμένες και ατελέσφορες η απουσία νηφάλιας πολιτικής σκέψης πολλές φορές δεν επέτρεπε την επαναξιολόγηση αποφάσεων και διόρθωση της πορείας.
Για την αποτίναξη της αποικιοκρατίας, ζωτικής σημασίας ήταν η ύπαρξη ενότητας ανάμεσα στον λαό. Δυστυχώς, αυτή δεν υπήρξε. Πολλές ήταν οι αποφάσεις και οι ενέργειες διάφορων κύκλων που, αντί να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για ενότητα, προκάλεσαν τον κατακερματισμό του εσωτερικού μετώπου.
Με φόντο τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα, το εσωτερικό μέτωπο διασπάστηκε μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Και δεν έφτανε μόνο αυτό. Το εσωτερικό μέτωπο διασπάστηκε επίσης και μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, γεγονός που επέτρεψε στη Βρετανία να εφαρμόσει με επιτυχία τη γνωστή πολιτική του «διαίρει και βασίλευε». Αποτέλεσε τεράστια αδυναμία το γεγονός ότι δεν υπήρξε κοινός στόχος και κοινός αγώνας ανάμεσα στις δύο κοινότητες για την αποτίναξη της αποικιοκρατίας. Δυστυχώς, στην κάθε κοινότητα κυριάρχησαν εκείνες οι δυνάμεις που δεν μπόρεσαν να υπερβούν τα όρια της δικής τους εθνικής προέλευσης και να θέσουν τον αντιαποικιακό αγώνα πάνω σε πολιτικοκοινωνική βάση.
Η κατάληξη του αντιαποικιακού αγώνα άφησε ανεκπλήρωτους στόχους τόσο για τους Ελληνοκύπριους όσο και για τους Τουρκοκύπριους. Το κεφάλαιο «ένωση» για τους Ελληνοκύπριους έκλεισε οριστικά με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και ένα νέο κεφάλαιο άνοιξε. Αυτό της ανεξαρτησίας, η οποία παραχωρήθηκε με δεσμεύσεις και πολλές παραχωρήσεις. Ο νέος στόχος του αγώνα των Κυπρίων θα έπρεπε να ήταν η θεμελίωση και η ολοκλήρωση της ανεξαρτησίας.
Δυστυχώς, όμως, κι εδώ κυριάρχησε ο συναισθηματισμός σε βάρος της ρεαλιστικής σκέψης. Η ανεξαρτησία από κύκλους των Ελληνοκυπρίων θεωρήθηκε μεταβατικό στάδιο για την ένωση.
Για τον σκληρό πυρήνα της τουρκοκυπριακής ηγεσίας η ανεξαρτησία θεωρήθηκε το προοίμιο της διχοτόμησης. Η εύθραυστη ανεξαρτησία βρισκόταν διαρκώς σε κίνδυνο λόγω της συνέχισης και της έντασης των ξένων επεμβάσεων αλλά και της έντασης της υποσκαπτικής δράσης όλων εκείνων των κύκλων που δεν ήταν ικανοποιημένοι από την ακύρωση των οραμάτων τους. Η δράση τους δυσχέραινε τη λειτουργία του κράτους, που έτσι κι αλλιώς αντιμετώπιζε μεγάλα προβλήματα, λόγω των διαχωριστικών διατάξεων του Συντάγματος. Μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση ξέσπασαν οι δικοινοτικές συγκρούσεις του 1963 και '64 που οδήγησαν στον πρώτο διαχωρισμό με την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τη συνδιαχείριση του κράτους και τον εγκλεισμό μεγάλου αριθμού από αυτούς σε θύλακες.
Μπροστά σ’ αυτήν τη δυσμενή εξέλιξη πάλι επικράτησε ο συναισθηματισμός. Στις ενέργειες της τουρκοκυπριακής ηγεσίας και της Τουρκίας, αντί η ελληνοκυπριακή ηγεσία να απαντήσει με την προώθηση πολιτικών αποκατάστασης της ενότητας με την τουρκοκυπριακή κοινότητα, προώθησε ακριβώς αντίθετες πολιτικές. Λειτούργησε με την ψευδαίσθηση ότι η αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων δημιουργεί τις προϋποθέσεις για επαναφορά της πολιτικής της ένωσης.
Δεν είναι καθόλου υπερβολικό να υποστηρίξουμε ότι στη δεκαετία του 60, το ευκταίο που κατέστη ανέφικτο με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου εν πολλοίς καθοδήγησε την πολιτική της ελληνοκυπριακής ηγεσίας, τουλάχιστον μέχρι το 1968. Παράλληλα, το εφικτό, δηλαδή η ολοκλήρωση της ανεξαρτησίας της Κύπρου, δαιμονοποιήθηκε ως μη πατριωτικό και ανθελληνικό. Ακόμα κι όταν ο Πρόεδρος Μακάριος διακήρυξε την πολιτική του εφικτού, στο εσωτερικό δεν τερματίστηκε η ρητορική της ένωσης και συνεχίστηκαν οι παλινωδίες μεταξύ ευκταίου και εφικτού.
Το πραξικόπημα της Χούντας στην Ελλάδα και η τρομοκρατική δράση της φασιστικής ΕΟΚΑ Β’ καλλιέργησαν το έδαφος και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για να μπορέσει η Τουρκία να υλοποιήσει τον στόχο της για διχοτόμηση της Κύπρου. Το δίδυμο έγκλημα σε βάρος της Κύπρου, το πραξικόπημα και η εισβολή, αποτέλεσε το αποκορύφωμα των συνωμοσιών και των επεμβάσεων σε βάρος του κυπριακού λαού. Αποτέλεσε, όμως, για την πολιτειακή και την πολιτική ηγεσία, και το τέλος μιας αντιφατικής πολιτικής η οποία χαρακτηριζόταν από παλινωδίες μεταξύ ρεαλισμού από τη μια και υποκειμενισμού και βουλησιαρχίας από την άλλη. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως έπαψαν να ζωντανεύουν και να αναγεννώνται στα μυαλά, στις συνειδήσεις και στις πολιτικές ορισμένων οι αυταπάτες για τις λεγόμενες «καθαρές» λύσεις.
Αγαπητοί προσκεκλημένοι,
Φίλες και φίλοι,
Αγωνιζόμενοι για τερματισμό της κατοχής και επανένωση της Κύπρου και του λαού μας, η σύγχρονη ιστορία της Κύπρου μας προσφέρει μερικά πολύ σημαντικά διδάγματα σχετικά με την πολιτική μας για επίτευξη λύσης.
Ποιες είναι οι βασικές συνισταμένες αυτής της πολιτικής;
· Επιμονή και σταθερότητα στη βάση της λύσης. Η βάση λύσης είναι η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, όπως περιγράφεται από τα Ηνωμένα Έθνη, για ένα κράτος με μια και μόνη κυριαρχία, μια ιθαγένεια και μια διεθνή προσωπικότητα. Είναι γνωστό ότι η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία αποτελεί τη συμφωνημένη βάση λύσης μεταξύ των δύο κυπριακών κοινοτήτων. Αποτελεί τον ιστορικό συμβιβασμό των Ελληνοκυπρίων έναντι των Τουρκοκυπρίων συμπατριωτών μας που στοχεύει στην απαλλαγή από την κατοχή και τον εποικισμό και στην επανένωση του κράτους, της οικονομίας και του λαού. Είναι το εφικτό στις νέες συνθήκες. Η αμφισβήτηση της βάσης από την τουρκική πλευρά δεν πρέπει να οδηγεί σε σκέψεις για εγκατάλειψή της. Αυτό θα πλήξει την αξιοπιστία της ελληνοκυπριακής πλευράς και θα δώσει τη δυνατότητα στην τουρκική πλευρά να απαγκιστρωθεί από τη συμφωνία η οποία έχει υιοθετηθεί σε πληθώρα ψηφισμάτων του ΟΗΕ και να προβάλει επίσημα τη θέση της για δημιουργία δύο ξεχωριστών ανεξάρτητων κρατών στην Κύπρο.
· Διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των βασικών ελευθεριών ολόκληρου του λαού, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων μέσα από τη λύση. Αποκλεισμός κάθε δυνατότητας στους ξένους να επεμβαίνουν στα εσωτερικά θέματα της πατρίδας μας.
· Επίτευξη συμφωνημένης λύσης διά μέσου των διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, στη βάση των ψηφισμάτων του διεθνούς οργανισμού καθώς και του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου.
· Αξιοποίηση του ευρωπαϊκού παράγοντα και ενίσχυση των διεθνών συμμαχιών της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσα από την άσκηση πολυεπίπεδης και ευέλικτης εξωτερικής πολιτικής.
· Αξιοποίηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας για άσκηση επιρροής και πίεσης πάνω σ’ αυτήν ώστε να μεταβάλει τη στάση της και να συνεργαστεί για λύση και επανένωση. Χωρίς τη συνεργασία της Τουρκίας, που είναι ο κρίσιμος παράγοντας στο Κυπριακό, λύση δεν μπορεί να υπάρξει.
· Αξιολόγηση και εκτίμηση όλων των αντικειμενικών δεδομένων και συνθηκών που αφορούν το Κυπριακό και τις εμπλεκόμενες δυνάμεις. Μέσα από αυτήν την ενδελεχή ανάλυση και σε συνάρτηση με τους επιδιωκόμενους στόχους, διαμόρφωση ρεαλιστικής και ευέλικτης πολιτικής και τακτικής.
· Οικοδόμηση ενότητας στο εσωτερικό μέτωπο στη βάση ελάχιστων έστω στόχων. Χωρίς την ύπαρξη ενότητας οι συνθήκες και τα δεδομένα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα.
· Ενίσχυση των σχέσεων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων μέσω της πολιτικής της επαναπροσέγγισης και προώθηση του κοινού αγώνα για τερματισμό της κατοχής, για επανένωση της χώρας και του λαού.
Όλα τα πιο πάνω είναι οι βασικές σταθερές της πολιτικής που ακολουθούμε στο Κυπριακό. Είναι πεποίθησή μας ότι αυτές οι σταθερές ανταποκρίνονται στις ανάγκες του αντικατοχικού μας αγώνα. Είναι σταθερές που προκύπτουν από την αντικειμενική ανάλυση όλων των δεδομένων και συνθηκών που έχουν να κάνουν με το Κυπριακό. Είναι σταθερές που στηρίζονται στη συσσωρευμένη ιστορική εμπειρία των 50 χρόνων ύπαρξης της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά και των χρόνων που προηγήθηκαν της ίδρυσής της.
Μέχρι σήμερα ο αγώνας του λαού μας αποδείχθηκε δύσκολος και τραχύς. Παρά τις συνεχείς προσπάθειες, το Κυπριακό παραμένει άλυτο και η χώρα μας διαιρεμένη. Οι αντιξοότητες, όμως, δεν πρόκειται να μας ωθήσουν να εγκαταλείψουμε τον αγώνα. Δεν βολευόμαστε με τη διχοτόμηση, που αποτελεί καταστροφή για την Κύπρο. Θα συνεχίσουμε τις προσπάθειες επιδιώκοντας τη λύση του Κυπριακού σύντομα. Οι θέσεις μας και οι στόχοι μας είναι ξεκάθαροι. Ξέρουμε τι θέλουμε, τι επιδιώκουμε και εργαζόμαστε σκληρά για να το πετύχουμε.
Με αυτές τις σκέψεις, κηρύσσω την έναρξη του Επιστημονικού Συμποσίου που είναι αφιερωμένο στα 50 χρόνια ζωής της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εύχομαι κάθε επιτυχία.