14/12/10

Ομιλία του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Δημήτρη Χριστόφια στην τελετή ανακήρυξής του ως Επίτιμου Διδάκτορα από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Ομιλία του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Δημήτρη Χριστόφια στην τελετή ανακήρυξής του ως Επίτιμου Διδάκτορα από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
14/12/2010







Αισθάνομαι ιδιαίτερη συγκίνηση και ικανοποίηση για την απόφαση του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών να απονείμει στη μετριότητά μου τον τίτλο του Επίτιμου Διδάκτορα του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης της Σχολής Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών. Ευχαριστώ θερμά τις Πρυτανικές Αρχές του Πανεπιστημίου και τη Σύγκλητο για την απόφασή τους, η οποία με τιμά ιδιαίτερα.

Ερμηνεύω το γεγονός ως πράξη αναγνώρισης και απονομής τιμής στους αγώνες του λαού της Κύπρου στη διάρκεια των 50 χρόνων από την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η τιμή αυτή ενέχει επιπρόσθετη σημασία γιατί προέρχεται από ένα ιστορικό Πανεπιστήμιο το οποίο εκπέμπει φως της γνώσης, και όχι μόνο, από την πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους προς όλες τις κατευθύνσεις όπου ευρίσκεται, δραστηριοποιείται και δημιουργεί ο Ελληνισμός. Πρόκειται για ένα ιστορικό Πανεπιστήμιο το οποίο χάρισε τα φώτα της γνώσης και την αυτογνωσία σε χιλιάδες Κύπριους και Κυπρίες.

Επιτρέψετέ μου με αυτή την ευκαιρία να σας μεταφέρω την ευγνωμοσύνη του κυπριακού λαού για την ευρύτερη συνεισφορά σας και μέσω σας την ευγνωμοσύνη μας προς τον ελληνικό λαό και την ελληνική πολιτική και πολιτειακή ηγεσία.

Είχα πρόσφατα την ξεχωριστή τιμή να είμαι ο πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας ο οποίος προσφώνησε τη Βουλή των Ελλήνων, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 50 χρόνων Κυπριακής Δημοκρατίας. Θεωρώ τόσο την τιμή που μας έκανε η Βουλή των Ελλήνων όσο και την ανακήρυξή μου σε Επίτιμο Διδάκτορα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών ως απόδειξη των ακατάλυτων αδελφικών δεσμών της Κύπρου και της Ελλάδας σε όλους τους τομείς της ζωής μας, τον πολιτικό, τον κοινωνικό, τον πολιτιστικό και τον πνευματικό.
Σε όλη μου τη διαδρομή μέχρι σήμερα ήταν ισχυρή πεποίθησή μου η ανάγκη μιας διαλεκτικής σύνδεσης της ενασχόλησης με τα κοινά, της πολιτικής δράσης μέσα στο κοινωνικό σύνολο, με την επιστημονική γνώση και κατάρτιση. Μιας διασύνδεσης της πολιτικής δράσης με τις ηθικές αρχές και αξίες, με τις πνευματικές, φιλοσοφικές και πολιτισμικές παρακαταθήκες που γεννήθηκαν σε αυτή τη χώρα και αναπτύχθηκαν από φωτισμένους επαναστάτες διανοητές οι οποίοι αντίκρισαν τον κόσμο στη διαλεκτική κίνηση της ανάπτυξής του. Όπως σοφά επισήμανε και ανέλυσε ο Αριστοτέλης, ο άνθρωπος είναι «ζώον πολιτικόν». Αποτελεί, συνεπακόλουθα, αναγκαιότητα η σύνδεση και η αλληλεπίδραση ενός πολιτικού προσώπου με τον χώρο της επιστημοσύνης, του πνεύματος και της έρευνας. Αυτή την πεποίθησή μου προσπαθώ καθημερινά, ως υποχρέωση προς τον λαό του οποίου αποτελώ εντολοδόχο, να την καθιστώ, στο μέτρο του δυνατού, ζωή και πράξη. Η καταξίωση ενός πολιτικού με τον τίτλο του Επίτιμου Διδάκτορα αποτελεί επιβεβαίωση αυτής της αναγκαίας διαλεκτικής σχέσης.

Φίλες και φίλοι,

Έχω επιλέξει να αναπτύξω στην ομιλία μου ένα ζήτημα το οποίο έχει κρίσιμη σημασία για την Κύπρο και για την Ελλάδα. Παράλληλα, αποτελεί ένα σοβαρό ζήτημα το οποίο απασχολεί ολόκληρη την Ευρώπη και άλλες ισχυρές δυνάμεις από τον Καύκασο μέχρι και πέρα από τον Ατλαντικό. Αναφέρομαι στο ζήτημα των σχέσεων της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Οι εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας που είναι συνυφασμένες με τις ευρω-τουρκικές σχέσεις και η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας με την ευρεία της έννοια αποτελεί ένα από τα κορυφαία ζητήματα της διεθνούς πολιτικής και του κλάδου των διεθνών σχέσεων.

Η Κύπρος βρίσκεται υπό ημικατοχή από τα τουρκικά στρατεύματα, παρόλο που η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πιστεύουμε, λοιπόν, ότι μια κυπριακή θεώρηση των κορυφαίων αυτών ζητημάτων, λόγω της δικής μας καθημερινής εμπλοκής, λόγω των συνεπειών που υφιστάμεθα και λόγω του κρίσιμου ρόλου της Κυπριακής Δημοκρατίας στις εξελίξεις γύρω από αυτά τα ζητήματα, μπορεί να συμβάλει στη συζήτηση και στους σχεδιασμούς που γίνονται στον ευρωπαϊκό και τον διεθνή χώρο.

Στις προσεγγίσεις μας γύρω από την εξωτερική πολιτική μιας χώρας, όπως και στην περίπτωση της Τουρκίας, πρέπει, πιστεύω, να αντικρίζουμε τα δεδομένα στη δυναμική και στην εξέλιξή τους. Είναι αναγκαίο να αποφεύγονται δογματισμοί και στερεότυπα κλισέ τα οποία μπορεί να είναι ευκολοχώνευτα από το κοινό, δεν βοηθούν όμως τη σωστή ανάλυση και, στη συνέχεια, τις σωστές πολιτικές επιλογές και σχεδιασμούς.

Η τουρκική πολιτική έναντι της Κύπρου δεν υπήρξε τα τελευταία περίπου 90 χρόνια στατική. Πέρασε από το «όλοι οι Τούρκοι στην Τουρκία» του Κεμάλ, στην εμπλοκή ξανά της Τουρκίας μεταπολεμικά από τους Άγγλους και τη διεκδίκηση ρόλου για τις εξελίξεις στην Κύπρο, στο σχεδιασμό της διχοτόμησης και την παράνομη εισβολή και κατοχή του 37% της Κύπρου. Από το «το Κυπριακό λύθηκε το ΄74» του Ετζεβίτ στη λεκτική στήριξη μιας «διευθέτησης» του προβλήματος και, τέλος, στις σημερινές αντιφάσεις μεταξύ προφορικών διακηρυκτικών διαβεβαιώσεων για την ανάγκη διευθέτησης του προβλήματος από τη μια, και την κατάθεση προτάσεων και θέσεων με απαράδεκτα διχοτομικά στοιχεία σε συνδυασμό με απειλές και με την προσπάθεια αναβάθμισης του ψευδοκράτους από την άλλη.

Είναι παραδεκτό ότι η άνοδος του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ταγίπ Έρντογαν στην εξουσία σηματοδότησε μια καινούργια πορεία στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά, στα αρχικά τουλάχιστον στάδια της πορείας αυτής, στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας. Η Κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης ανέδειξε αρχικά στην κορυφή των προτεραιοτήτων της την ανάγκη ουσιαστικής προόδου της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας και το ξεκαθάρισμα ότι στο τέλος αυτής της διαδρομής θα υπάρχει η πλήρης ένταξη.

Μέσα σε ποιο πλαίσιο είχε διαμορφωθεί αυτή η πολιτική προσέγγιση της νέας τουρκικής ηγεσίας;

Από το 1999 όταν η Τουρκία έλαβε το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη χώρας, μέχρι και το 2005 οπότε άρχισαν και επίσημα οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις, ο στόχος της ένταξης στην Ένωση και η Ευρωπαϊκή Ένωση ως τελικός προορισμός είχε στο εσωτερικό της Τουρκίας ένα σαφές περιεχόμενο. Αυτό το περιεχόμενο ήταν όχι μόνο εντελώς συγκεκριμένο, αλλά και κρίσιμο για το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν εκείνος ο «εξωτερικός άξονας», ο εξωτερικός παράγοντας ο οποίος ζητούσε και πίεζε για μεταρρυθμίσεις στην Τουρκία. Ταυτόχρονα, προσέφερε πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση στη δύναμη εκείνη η οποία βρισκόταν σε αυτή την πορεία, σε μια χώρα όπου το δόγμα του εκδυτικισμού ήταν κυρίαρχη ιδεολογία και συνδέθηκε άμεσα με την Ευρώπη.

Η σοβαρή κρίση την οποία πέρασε το 2001 η Τουρκία ενδυνάμωσε τη στροφή προς την Ευρωπαϊκή Ένωση τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό πεδίο. Μέσα από αυτή την κρίση, η Τουρκία παρουσίαζε σημάδια οικονομικής κατάρρευσης. Αυτό το δεδομένο λειτούργησε ενισχυτικά στη μείωση της επιρροής του παραδοσιακού κεμαλικού κατεστημένου, στο οποίο καταλογιζόταν εν πολλοίς η παρακμή της χώρας. Οι παραδοσιακές προσεγγίσεις στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας αμφισβητήθηκαν.

Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2002 μόνο δύο κόμματα εισήλθαν στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση, γεγονός που οδήγησε σε μια σημαντική ανανέωση της πολιτικής ζωής. Για τις επικρατούσες πολιτικές δυνάμεις και για τον μέσο Τούρκο πολίτη η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελούσε το «κλειδί» επίλυσης των σοβαρών προβλημάτων της κοινωνίας. Υπήρχε, ασφαλώς, μια διαφορετική θεώρηση κάθε κοινωνικής τάξης, όμως υπήρχε ταυτόχρονα μια σημαντικά πλειοψηφική υποστήριξη γύρω από τον στόχο να αποκτήσει η Τουρκία ευρωπαϊκή προοπτική. Αυτός ο στόχος γινόταν χειροπιαστός με την παραχώρηση ημερομηνίας έναρξης διαπραγματεύσεων μεταξύ Τουρκίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η κρίση του 2001 είχε ακόμη μια σημαντική επίπτωση. Αύξησε την πολιτική και οικονομική εξάρτηση της Τουρκίας. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 οι ΗΠΑ αναζητούσαν ένα νέο ρόλο για την Τουρκία και προσέφεραν οικονομική βοήθεια ενώ διεδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στο να τύχει η Τουρκία της στήριξης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Η εισβολή στο Ιράκ το 2003 αποτέλεσε ακόμη μια εξέλιξη η οποία οδήγησε σε πιέσεις πάνω στην Τουρκία, ιδιαίτερα μετά τη γνωστή άρνηση να περάσουν αμερικανικά στρατεύματα από τα εδάφη της Τουρκίας. Το Κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης αισθάνεται συνεχώς την ανάγκη να αποδεικνύει τον φιλοδυτικό και ευρωπαϊκό του προσανατολισμό. Παρουσιάζεται αυτή την περίοδο η ανάγκη από μέρους της Τουρκίας συνεχούς απόδειξης του ευρωπαϊκού της δυτικισμού, σε μια περίοδο που οι σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής περνούσαν δοκιμασία.
Ένας επιπρόσθετος λόγος ο οποίος συνέβαλε στη στάση αυτή της τουρκικής πλευράς ήταν το γεγονός ότι η Κυπριακή Δημοκρατία προχωρούσε προς την πλήρη ένταξή της, την 1η Μαΐου 2004, στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το γεγονός αυτό αποτελούσε πλήγμα για την παραδοσιακή «πολιτική των απειλών» έναντι της ένταξης της Κύπρου, την οποία ακολούθησε η Άγκυρα πριν το 2002.

Την ίδια περίοδο, η Κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης είχε να αντιμετωπίσει μια οργανωμένη εκστρατεία αμφισβήτησης και φθοράς της με επικεφαλής, όπως είναι γνωστό, το στρατιωτικό κατεστημένο. Αυτή την περίοδο εξυφαίνονται σχέδια πραξικοπήματος, τα οποία έχουν τελικά δει το φως της δημοσιότητας. Η μάχη επιβίωσης της Κυβέρνησης, έχοντας ως βασικό αντίπαλο το στρατό, συνδεόταν άμεσα με την εφαρμογή ευρωπαϊκών μεταρρυθμίσεων.

Η οικονομική κατάσταση της χώρας ήταν επίσης παράγοντας πιέσεων αφού η επιβίωση της Τουρκίας, κατά το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, περνούσε μέσα από συμφωνία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, πρόγραμμα, όμως, που συνδεόταν άμεσα με την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Συνεπώς, το φιλοευρωπαϊκό μέτωπο των επιχειρηματιών είχε ένα ξεκάθαρο πολιτικό στόχο που ήταν η προώθηση της διαδικασίας ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όλα τα πιο πάνω εξώθησαν στην εντατικοποίηση των μεταρρυθμίσεων με αποτέλεσμα, μέχρι και τον Αύγουστο του 2003, την κατάθεση του 7ου εναρμονιστικού πακέτου. Μέχρι και το 2005 έγιναν αρκετές μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τον περιορισμό του πολιτικού ρόλου του στρατού, μεταρρυθμίσεις οι οποίες νομιμοποιήθηκαν μέσα από την προετοιμασία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων.

Πρόκειται, δηλαδή, για μια περίοδο όπου υπάρχει σαφής, για να μην πούμε απόλυτος, προσανατολισμός στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας και στον μεγάλο στόχο της πλήρους ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή την περίοδο παρατηρείται μια διαφοροποιημένη στάση της Τουρκίας, σε σχέση με παραδοσιακές πολιτικές του παρελθόντος, η οποία εκφράζεται με την όλη αντιμετώπιση του σχεδίου Ανάν από την Τουρκική Κυβέρνηση και την τελική αποδοχή από μέρους της του συγκεκριμένου σχεδίου. Για να είμαστε, βέβαια, αντικειμενικοί, στη στάση της αυτή συνέβαλε το γεγονός ότι, με την ετεροβαρή επιδιαιτησία του τότε Γενικού Γραμματέα, οι βασικότερες επιδιώξεις της Άγκυρας, αν όχι όλες, περιλήφθηκαν στο τελικό σχέδιο το οποίο τέθηκε προς έγκριση στα δημοψηφίσματα.

Από το 2005 και μετά παρατηρείται σταδιακά μείωση της επιρροής του ενταξιακού οράματος στο τουρκικό πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία.

Το κυβερνών κόμμα προβάλλει μια νέα προσέγγιση που θέλει την Τουρκία ικανή να προχωρεί σε μεταρρυθμίσεις και αλλαγές καθοδηγούμενες από τις δικές της εσωτερικές δυναμικές. Παραδείγματα αυτής της προσέγγισης αποτελούν το λεγόμενο «κουρδικό άνοιγμα» και η προσπάθεια ομαλοποίησης της σχέσης του κράτους με τον κουρδικό πληθυσμό ως προϋπόθεση για αύξηση της επιρροής της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή. Η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης στην Τουρκία και η διακοπή του προγράμματος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου το 2009 παρουσιάζεται επίσης ως μια ένδειξη «αυτόνομης» αλλαγής της Τουρκίας, χωρίς την πίεση «εξωτερικών παραγόντων».

Ποιες τάσεις παρατηρούμε να παρουσιάζονται σήμερα στο εσωτερικό της Τουρκίας σε σχέση με την ενταξιακή της πορεία; Το λεγόμενο «νορβηγικό μοντέλο» επαναλαμβάνεται συχνότερα το τελευταίο διάστημα από Τούρκους αξιωματούχους. Θέλω να θυμίσω τη γνωστή δήλωση του Τούρκου Προέδρου ότι «μπορεί να επιλέξουμε εμείς να μείνουμε εκτός, εφόσον ολοκληρώσουμε τη διαδικασία». Την ίδια ώρα στην Ευρώπη αναπτύσσονται προσεγγίσεις όπως το «μοντέλο σταδιακής ενσωμάτωσης», το οποίο προτείνεται από τη Σοσιαλιστική Ομάδα στο Ευρωκοινοβούλιο. Ένα μοντέλο που στοχεύει στην ενσωμάτωση της Τουρκίας σε τομείς όπως η ενέργεια, η εξωτερική πολιτική, η συμμετοχή της Τουρκίας σε όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορούν αυτούς τους τομείς χωρίς δικαίωμα ψήφου, με στόχο την ενθάρρυνση των μεταρρυθμίσεων μέχρι και την πλήρη ένταξη.

Το τελευταίο χρονικό διάστημα η Τουρκία παρουσιάζεται με νέα και πιεστικά αιτήματα στον ευρωπαϊκό χώρο. Τέτοια αιτήματά της είναι η προώθηση του λεγόμενου κανονισμού «για το απευθείας εμπόριο» των κατεχομένων με χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η συνεργασία Τουρκίας-Ευρωπαϊκής Ένωσης σε θέματα «καταπολέμησης τρομοκρατίας» και η συμμετοχή της Τουρκίας στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια. Η Τουρκία παρουσιάζει τον εαυτό της στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως στρατηγικό εταίρο και όχι απλώς ως υποψήφια για ένταξη χώρα.

Υπάρχει μια σαφής αλλαγή στον βαθμό δέσμευσης της τουρκικής ηγεσίας με τον στόχο της προώθησης της ενταξιακής της πορείας και της τελικής ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε αυτή την κατεύθυνση συνέβαλαν το «ανοικτό τέλος» των διαπραγματεύσεων και η κατηγορηματική στάση χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενάντια στην ένταξη της Τουρκίας. Οι μόνιμες εξαιρέσεις και παρεκκλίσεις αναφορικά με την ελεύθερη διακίνηση εργατικού δυναμικού. Η ισλαμοφοβία και ο ρατσισμός στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν φαινόμενα που εντατικοποιήθηκαν. Σε συνδυασμό με τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα, μετέτρεψαν μέρος της ισλαμοφοβίας σε αντιτουρκισμό – με τις ανάλογες αντιδράσεις και αρνητικές επιπτώσεις εντός της Τουρκίας.

Σε αυτή την εικόνα της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας θα πρέπει κάποιος να επισημάνει τις ουσιαστικές διαφορές οι οποίες υφίστανται μεταξύ ενός «εκσυγχρονισμού» όπως τον αντιλαμβάνεται ο κ. Ερντογάν και το κόμμα του και των βασικών αρχών του φιλελεύθερου καπιταλισμού όπως αυτός εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Υπάρχουν παραδείγματα ενός περισσότερο ισλαμικού συντηρητισμού και μιας προσπάθειας ενσωμάτωσης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης στο κυρίαρχο κατεστημένο σύστημα, παρά μια ουσιαστική προσπάθεια μεταρρύθμισης του τουρκικού καθεστώτος. Η ενίσχυση του ρόλου της Τουρκίας στη διεθνή σκηνή απειλεί, επίσης, να καταστεί εμπόδιο για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, γιατί αυτή η ενίσχυση τυγχάνει χειρισμού από μέρους της Άγκυρας με ψήγματα έπαρσης.

Αυτά τα ψήγματα έπαρσης μπορούν να εντοπιστούν στις ίδιες τις ιδεολογικές αναζητήσεις του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών κ. Αχμέτ Νταβούτογλου έχει επανειλημμένα υπογραμμίσει τον στόχο μετατροπής της Τουρκίας σε δύναμη «εξαγωγής ασφάλειας και δημοκρατίας» στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Οραματίζεται μια χώρα που να μπορεί να δημιουργεί το δικό της πεδίο επιρροής σε άλλες γειτονικές χώρες χρησιμοποιώντας ως εργαλείο τη θρησκεία. Πώς αλλιώς θα μπορούσαν να ερμηνευθούν οι πρόσφατες αποκαλύψεις συνομιλιών του κ. Νταβούτογλου με τις οποίες ομολογεί το όνειρό του για εγκαθίδρυση της ηγεσίας της Τουρκίας στα εδάφη της πρώην οθωμανικής επικράτειας υπό τη μορφή μιας «Οθωμανικής Κοινοπολιτείας Εθνών»;

Χαρακτηριστικό, επίσης, παράδειγμα μιας αναδυομένης έπαρσης αποτελεί η γνωστή δήλωση του κ. Εγκεμέν Μπαγίς ότι η Τουρκία θα σώσει με την ένταξή της την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το χαρακτηριστικότερο βέβαια παράδειγμα που «βγάζει μάτια» παραμένει η στάση της Τουρκίας έναντι του Κυπριακού. Η παρατήρηση ότι ο έλεγχος της Κύπρου, λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης, είναι πολύ σημαντικός για την Τουρκία «έστω και αν δεν θα υπήρχε ούτε ένας Μουσουλμάνος», ανήκει και πάλι στον σημερινό Υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας. Μια τέτοια παρατήρηση δεν μπορεί παρά να μας ανησυχεί, αλλά και να υποδεικνύει ότι με τέτοια συμπεριφορά η Τουρκία δεν μπορεί να είναι αξιόπιστος σύμμαχος κανενός.

Οι διακηρύξεις Νταβούτογλου περί «μηδενικών προβλημάτων με τις γειτονικές χώρες» αποτελούν μέσο προώθησης του νέου διεθνούς ρόλου που ο ίδιος οραματίζεται για την Τουρκία. Ενός ρόλου περιφερειακής, τουλάχιστον, υπερδύναμης, με σημαντική επίδραση στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και τον Καύκασο. Με την αξιοποίηση του Ισλάμ στοχεύει να μετατραπεί στην καλύτερη γέφυρα μεταξύ των τριών αυτών νευραλγικών περιοχών στην παγκόσμια σκακιέρα.

Οι διακηρύξεις και οι στοχεύσεις διαφέρουν, όμως, από την πραγματικότητα. Η στυγνή πραγματικότητα λέει ότι η Τουρκία είναι σήμερα κατοχική δύναμη σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, μιας χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρέπει να γίνει επιτέλους κατανοητό το αυτονόητο: ότι δηλαδή η συνεχιζόμενη κατοχή στην Κύπρο και το γεγονός ότι η Τουρκία εμποδίζει την επίτευξη λύσης λειτουργικής ομοσπονδίας, εμποδίζει τη συμφιλίωση μεταξύ των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο, δεν μπορεί ποτέ να οδηγήσει σε μηδενικά προβλήματα με τους γείτονές της, ιδιαίτερα με την Κύπρο και την Ελλάδα, δύο χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συνεχιζόμενη κατοχή της Κύπρου αμφισβητεί από μόνη της τη στρατηγική της Τουρκίας περί «μηδενικών προβλημάτων». Προς όφελος αυτής της στρατηγικής θα ήταν η Τουρκία να αναγνωρίσει και να σεβαστεί την Κύπρο ως ένα πραγματικά ανεξάρτητο κράτος, ως παραγωγικό εταίρο, ως καλό γείτονα και χρήσιμο συνεργάτη και όχι ως προτεκτοράτο εφαρμογής επεκτατικών σχεδίων.

Η στυγνή πραγματικότητα υποδεικνύει ότι η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας κινδυνεύει και μαζί της κινδυνεύουν οι στρατηγικοί σχεδιασμοί της Άγκυρας. Γι' αυτό το δεδομένο ευθύνεται η ίδια η Άγκυρα, η οποία αρνείται να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έναντι των κρατών μελών και, ειδικότερα, έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας. Την ίδια στιγμή η αλαζονική συμπεριφορά της Τουρκίας, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, φοβίζει ακόμη περισσότερο χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες βλέπουν με πολύ σκεπτικισμό την ένταξη της Τουρκίας.

Καθόλου τυχαία, τα τελευταία χρόνια τίθενται πολλά ερωτηματικά για την αφοσίωση της Τουρκικής Κυβέρνησης στις ευρωπαϊκές φιλελεύθερες αξίες. Την ίδια στιγμή, πολλές ηγεσίες στη Μέση Ανατολή και στον μουσουλμανικό κόσμο ανησυχούν από τη ραγδαία αύξηση της τουρκικής επιρροής στις κοινωνίες και τις οικονομίες αυτών των χωρών, που τείνει να υπερφαλαγγίσει παραδοσιακές ηγετικές δυνάμεις στην περιοχή.

Η Κυπριακή Δημοκρατία υποστήριξε και υποστηρίζει την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Θεωρούμε ότι η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας αποτελεί τον σημαντικότερο μοχλό πίεσης στην Άγκυρα για να αποφασίσει επιτέλους τη δίκαιη, βιώσιμη και λειτουργική λύση του Κυπριακού. Αυτή η πολιτική δεν αποτελεί, βέβαια, «λευκή επιταγή». Η Τουρκία ως υποψήφια χώρα έχει αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις τις οποίες θα πρέπει να υλοποιήσει. Χωρίς την υλοποίηση αυτών των δεσμεύσεων, η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας χάνει το νόημά της, όχι μόνο για την Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία θα απωλέσει ένα σημαντικό μοχλό πίεσης για λύση του Κυπριακού. Χάνει το νόημά της και για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση αφού μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε στην ασυδοσία την τουρκική εξωτερική πολιτική.

Αυτή τη στιγμή η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας καρκινοβατεί. Η ίδια δεν προωθεί αποφασιστικά μεταρρυθμίσεις αναγκαίες για την πορεία της. Παράλληλα, η άρνησή της να υλοποιήσει τις υποχρεώσεις της έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών έχει οδηγήσει στην παγοποίηση σχεδόν όλων των εναπομεινάντων κεφαλαίων. Είναι σαφές ότι ο δρόμος εκπλήρωσης των ευρωπαϊκών φιλοδοξιών της Τουρκίας περνά μέσα από την επανενωμένη Λευκωσία. Παράλληλα, σημαντικές χώρες ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού, οι οποίες αδημονούν για την προώθηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας για τους δικούς τους λόγους, θα πρέπει να κατανοήσουν ότι εάν θέλουν πραγματικά να την βοηθήσουν θα πρέπει να την πείσουν να συμφωνήσει με μια σωστή λύση του Κυπριακού.

Φίλες και φίλοι,

Δεν είναι στόχος μου στο πλαίσιο αυτής της παρέμβασης να προβώ σε λεπτομερή ανάλυση των εξελίξεων στο Κυπριακό. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν άλλωστε εφικτό στο πλαίσιο του χρόνου που έχουμε στη διάθεσή μας. Συνδέοντας, όμως, την κατάσταση όπως αυτή παρουσιάζεται στις απευθείας διαπραγματεύσεις με την ανάλυση στην οποία έχουμε προβεί πριν από λίγο, πρέπει να σημειώσουμε με λύπη ότι οι εξελίξεις δεν είναι οι αναμενόμενες. Γι' αυτή την εικόνα εμείς δεν φέρουμε καμία ευθύνη.

Συνομιλούμε με την τουρκοκυπριακή κοινότητα με στόχο να επιλύσουμε τις εσωτερικές πτυχές του Κυπριακού, όμως όλοι γνωρίζουμε, και εμείς και η διεθνής κοινότητα, ότι το κλειδί της λύσης βρίσκεται στην Άγκυρα. Αυτό δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι εμείς αμφισβητούμε τον διάλογο που διεξάγεται σήμερα και ο οποίος αποτελεί τη μοναδική διαδικασία η οποία μπορεί να μας οδηγήσει στη λύση. Σημαίνει, όμως, ότι θα πρέπει η Τουρκία να πεισθεί επιτέλους να διαδραματίσει τον καθοριστικό της ρόλο για να λυθεί το Κυπριακό. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος η Τουρκία να ενισχύσει την ενταξιακή της πορεία και τις δυνατότητές της για πλήρη ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Είναι με δική μας πρωτοβουλία, αμέσως μετά που ο λαός μάς εμπιστεύθηκε το πηδάλιο της Κυπριακής Δημοκρατίας, που επανήρχισε ο διάλογος μεταξύ των ηγετών των δύο κοινοτήτων. Αναλάβαμε αυτή την πρωτοβουλία γιατί γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η στασιμότητα, ιδιαίτερα όταν αυτή φορτώνεται άδικα στη δική μας πλευρά, είναι ο καλύτερος σύμμαχος της διχοτόμησης. Καταφέραμε να ξεκαθαρίσουμε επαρκώς τη βάση των διαπραγματεύσεων με τη δέσμευση για πρώτη φορά της τουρκοκυπριακής πλευράς στο ένα κράτος με μια κυριαρχία, μια ιθαγένεια και μια διεθνή προσωπικότητα. Καταφέραμε, επίσης, να διασφαλίσουμε μια διαδικασία χωρίς επιδιαιτησία και τεχνητά χρονοδιαγράμματα μακριά από τις ατραπούς του πρόσφατου παρελθόντος, διαδικασία η οποία ως σήμερα λειτουργεί σωστικά για τη δική μας πλευρά.

Προσερχόμαστε στον διάλογο με κάθε καλή θέληση. Καταθέτουμε προτάσεις στο πλαίσιο των Ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας, προτάσεις που στηρίζονται σε αρχές και είναι ταυτόχρονα πραγματιστικές. Είναι προτάσεις που μπορούν να γίνουν αποδεκτές και από την άλλη πλευρά. Λυπούμαστε, όμως, να παρατηρήσουμε ότι η τουρκική πλευρά δεν είναι το ίδιο δημιουργική. Πολύ πρόσφατα, στη διακήρυξη του συνεδρίου του Κόμματος Εθνικής Ενότητας του κ. Έρογλου, επαναβεβαιώθηκε η θέση του κόμματος αυτού για δύο κράτη, δύο κυριαρχίες και δύο λαούς στην Κύπρο. Αυτή την τοποθέτηση επαναλαμβάνει το τελευταίο χρονικό διάστημα ο κ. Έρογλου ενώ ταυτόχρονα τόσο από τον ίδιο όσο και από την Τουρκία αναπτύσσονται πρωτοβουλίες για αναβάθμιση του ψευδοκράτους.
Ως Κυβέρνηση έχουμε, επίσης, αναλάβει πρωτοβουλίες, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ιδιαίτερα πρωτοποριακές, προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης ενός εντεινόμενου εθνικισμού και στις δύο κοινότητες. Αναλάβαμε πρωτοβουλίες για εκσυγχρονισμό της παιδείας μας και καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης και συνύπαρξης μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Ο εθνικισμός-σοβινισμός υπήρξε ο καλύτερος σύμμαχος των ιμπεριαλιστικών σχεδίων κατά της Κύπρου και οι φορείς του φέρουν τεράστια ευθύνη για την τραγωδία του ’74. Τα ίδια ιδεολογικά κατάλοιπα ενός μισάνθρωπου εθνικισμού βλέπουμε να αναβιώνουν και σήμερα.

Η Κυπριακή Δημοκρατία, παράλληλα με τον διάλογο στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων αναπτύσσει μια πολυεπίπεδη εξωτερική πολιτική που στόχο έχει την υποβοήθηση της διαδικασίας λύσης του Κυπριακού. Η δική μας πολιτική μπορεί πράγματι να δημιουργήσει μια κατάσταση «μηδενικών προβλημάτων» στην ευρύτερη, κρίσιμη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Διατηρούμε πολύ καλές σχέσεις με όλα τα γειτονικά κράτη της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής και μπορούμε όντως να αποτελέσουμε την γέφυρα μεταξύ αυτών των χωρών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αποτελούμε μια δημιουργική μονάδα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχουμε επιτύχει την εντονότερη ενεργοποίηση και στήριξη φίλων-κρατών εντός και εκτός του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, πράγμα που αποτελεί ένα είδος ασφαλιστικής δικλείδας για την Κύπρο. Η επίσκεψη για πρώτη φορά στην Κύπρο του Πάπα Βενέδικτου, του Ρώσου Προέδρου και οι επικείμενες επισκέψεις της Καγκελαρίου της Γερμανίας κας Μέρκελ και του Προέδρου της Γαλλίας κ. Σαρκοζί, καθώς και πληθώρας άλλων αρχηγών κρατών και Κυβερνήσεων, αποτελούν σαφή δείγματα της αποτελεσματικότητας της εξωτερικής μας πολιτικής.

Η διχοτόμηση της Κύπρου συνιστά καταστροφή πρώτα και κύρια για τον κυπριακό λαό. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα κινδυνεύει ήδη να εξαφανισθεί ένεκα μαζικής εγκατάστασης χιλιάδων εποίκων από την Τουρκία. Είναι ορατός και ψηλαφητός ο κίνδυνος για ολόκληρο το νησί. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα κινδυνεύει να εξαφανισθεί κάτω από τη συνεχή πίεση που προκαλεί η πολιτική της Τουρκίας σε όλα τα επίπεδα. Η επιθετική φύση του τουρκικού κεφαλαίου που επενδύει στα κατεχόμενα εξουδετερώνει τους Τουρκοκύπριους επιχειρηματίες και αναγκάζει τους Τουρκοκύπριους εργαζόμενους σε χειρότερες συνθήκες εργασίας.
Η ελληνοκυπριακή κοινότητα, εκτός από το ζήτημα των εποίκων, θα συνεχίσει να βιώνει την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια. Το σημαντικότερο: το σύνολο των Κυπρίων θα απωλέσουμε τη μισή από την πολυαγαπημένη μας πατρίδα. Όσοι Ελληνοκύπριοι φανερά ή συγκαλυμμένα προτιμούν ένα δήθεν καθαρό ελληνικό κράτος που θα προκύψει από τη διχοτόμηση αυταπατώνται. Η διχοτόμηση θα οδηγήσει σε μικτό κράτος στις ελεύθερες περιοχές και σε αμιγώς τουρκικό στην κατεχόμενη Κύπρο. Τους μόνους που θα εξυπηρετήσει η εδραίωση της διχοτόμησης είναι τους επεκτατιστές της Τουρκίας. Η διχοτόμηση θα αποτελέσει, παράλληλα, πλήγμα για μια σειρά άλλων παραγόντων οι οποίοι εμπλέκονται στο Κυπριακό.

Πλήγμα για την Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία μέχρι σήμερα στους κόλπους της κατάφερνε να συνενώνει, ακόμη και εκεί που ιστορικά υπήρχαν μεγάλες διαφορές. Πλήγμα για την ευρύτερη περιοχή η οποία δεν μπορεί να οδηγηθεί σε συνθήκες ειρήνης και ευημερίας χωρίς τη λύση των σημαντικών της προβλημάτων. Πλήγμα για την Τουρκία και τον τουρκικό λαό αφού μια τέτοια εξέλιξη θα ακύρωνε τα ευρωπαϊκά σχέδια της Άγκυρας και τον στόχο της να καταστεί γέφυρα μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Τόσοι πολλοί έχουν να χάσουν τόσα πολλά από την απουσία μιας δίκαιης, βιώσιμης, λειτουργικής λύσης του Κυπριακού. Πρώτα και κύρια, βέβαια, ο κυπριακός λαός στο σύνολό του, Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι, Μαρωνίτες, Αρμένιοι και Λατίνοι.

Όραμά μας είναι η λύση του κυπριακού προβλήματος. Λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, ένα κράτος με μια κυριαρχία, μια ιθαγένεια και μια διεθνή προσωπικότητα όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι βασικές ελευθερίες όλων των πολιτών θα γίνονται σεβαστά. Όραμά μας είναι μια λύση που να στηρίζεται στο διεθνές και στο ευρωπαϊκό δίκαιο. Όραμά μας είναι μια πατρίδα ελεύθερη και ευημερούσα για όλα τα παιδιά της, Ελληνοκύπριους, Τουρκοκύπριους, Μαρωνίτες, Αρμένιους και Λατίνους. Όραμά μας είναι μια Κύπρος, χώρος και γέφυρα συνεννόησης και συνδημιουργίας διαφορετικών κουλτούρων, γλωσσών, θρησκειών και εθνικοτήτων. Μια επανενωμένη Κύπρος έχει πάρα πολλά να προσφέρει στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με μια τέτοια λύση του Κυπριακού, η Τουρκία θα μπορεί σοβαρά να διεκδικήσει την πλήρη ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια τέτοια λύση θα συμβάλει στη δημιουργία συνθηκών ασφάλειας και ευημερίας στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Με μια δίκαιη, βιώσιμη, λειτουργική λύση στο Κυπριακό θα μπορούμε να αναφερόμαστε, σε μερικά χρόνια, στον νοτιοανατολικό άξονα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο οποίος θα παρέχει σταθερότητα, ευημερία και ασφάλεια και τον οποίο θα αποτελούν η Ελλάδα, η Κύπρος και μια πραγματικά εκδημοκρατικοποιημένη, χωρίς επεκτατικές βλέψεις για τους γείτονές της, Τουρκία.