Αντισυνταγματικές οι τροπολογίες βουλευτών, που συνεπάγονται αύξηση των εξόδων του εγκεκριμένου Προϋπολογισμού
Συνταγματικός ο περιορισμός της ανάληψης εργασίας για Δικαστές, Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου γνωμοδότησε στις 27 Ιουνίου 2023 σε δύο Αναφορές του Προέδρου της Δημοκρατίας, οι οποίες αφορούν, η πρώτη, σε μεταβατικές διατάξεις, οι οποίες εισήχθησαν με τροπολογίες βουλευτών στο νομοσχέδιο με το οποίο επεκτείνεται σταδιακά η υποχρεωτική προδημοτική εκπαίδευση από την ηλικία των 4 ετών και η δεύτερη, σε τροπολογία βουλευτών σχετικά με την ανάληψη εργασίας στον ιδιωτικό τομέα από πρώην κρατικούς αξιωματούχους, δικαστές και ορισμένους πρώην υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου Δημοσίου Τομέα.
Συγκεκριμένα, οι Αναφορές του Προέδρου της Δημοκρατίας αφορούν στους Νόμους με συνοπτικό τίτλο:
(i) «Ο περί Δημοτικής και Μέσης Εκπαίδευσης (Υποχρεωτική Φοίτηση και Παροχή Δωρεάν Παιδείας) (Τροποποιητικός) (Αρ.2) Νόμος του 2022», και
(ii) «ο περί Ελέγχου της Ανάληψης Εργασίας στον Ιδιωτικό Τομέα από Πρώην Κρατικούς Αξιωματούχους και Δικαστές και Ορισμένους Πρώην Υπαλλήλους του Δημοσίου και του Ευρύτερου Δημοσίου Τομέα (Τροποποιητικός) Νόμος του 2022».
Ειδικότερα:
(i) επί της πρώτης Αναφοράς, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην ομόφωνη απόφασή της, έκρινε ότι οι υπό αναφορά μεταβατικές διατάξεις, με τις οποίες ρυθμίζεται ο τρόπος φοίτησης των παιδιών υποχρεωτικής προδημοτικής εκπαίδευσης τις σχολικές χρονιές 2023-2024 και 2024-2025 σε δημόσια, ή κοινοτικά νηπιαγωγεία, και τη σχολική χρονιά 2025-206 σε δημόσια, ή κοινοτικά, ή ιδιωτικά νηπιαγωγεία, και από τη σχολική χρονιά 2026-2027 σε δημόσια νηπιαγωγεία, είναι αντισυνταγματικές. Και τούτο διότι δημιουργούν πρόσθετες δαπάνες στο Υπουργείο Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας, οι οποίες, με τη σειρά τους, συνεπάγονται αύξηση των υπό του προϋπολογισμού δαπανών του Κράτους. Ως εκ τούτου, προσκρούουν στις διατάξεις του Άρθρου 80.2. του Συντάγματος, το οποίο προνοεί ότι «ουδεμία πρότασις νόμου συνεπαγομένη αύξησιν των υπό του προϋπολογισμού προβλεπομένων εξόδων δύναται να υποβληθεί υπό βουλευτού» και παραβιάζουν το Άρθρο 179 του Συντάγματος.
Συνακόλουθα, το Ανώτατο Δικαστήριο συμφώνησε με τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ότι, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες για φοίτηση των παιδιών που δεν θα φοιτήσουν σε ιδιωτικά νηπιαγωγεία, απαιτείται η δημιουργία επιπρόσθετων τμημάτων σε δημόσια νηπιαγωγεία, με το κόστος για τη στελέχωση και τη λειτουργία τους να μην περιλαμβάνεται στον ήδη εγκεκριμένο Προϋπολογισμό του Κράτους.
Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας την υπόθεση χειρίστηκε η κα Μαρία Κυπριανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’.
(ii) Επί της δεύτερης Αναφοράς, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι ο υπό Αναφορά νόμος, που προνοεί την ένταξη των αφυπηρετήσαντων Δικαστών, και του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας στις πρόνοιες του περί Ελέγχου της Ανάληψης Εργασίας στον Ιδιωτικό Τομέα από πρώην Κρατικούς Αξιωματούχους και Ορισμένους Πρώην Υπαλλήλους του Δημοσίου και του Ευρύτερου Δημοσίου Τομέα Νόμου, και κατ’ επέκταση, την υποχρέωσή τους να υποβάλουν αίτηση στην ειδική Επιτροπή που προβλέπεται στον νόμο, για την πρόθεσή τους να αναλάβουν οποιαδήποτε εργασία σε συγκεκριμένο εργοδότη, στον ιδιωτικό τομέα, εντός των πρώτων δύο ετών από την ημερομηνία αφυπηρέτησης, ή τερματισμού της υπηρεσίας, ή της θητείας τους, δεν είναι αντίθετος και ασύμφωνος με πρόνοιες και άρθρα που απορρέουν από το Σύνταγμα, τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, η οποία απορρέει από το Σύνταγμα.
Συγκεκριμένα, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο υπό Αναφορά Νόμος δεν αλλοιώνει κανέναν από τους όρους της υπηρεσίας των Δικαστών, και του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελία της Δημοκρατίας, ούτε πλήττει οποιεσδήποτε από τις αρχές που εγγενώς ανήκουν στο λειτούργημά τους, όπως αυτές της ανεξαρτησίας, της αμεροληψίας και της ισοβιότητας. Περαιτέρω, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οι οποιεσδήποτε άλλες επιλογές έχει δυνητικά το Ανώτατο Δικαστήριο να ρυθμίσει το ζήτημα αυτό δεν καθιστά τον υπό Αναφορά Νόμο ως αντισυνταγματικό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι προηγουμένως, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε προδικαστική ένσταση της Βουλής των Αντιπροσώπων με την οποία ζητείτο οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εξαιρεθούν από την κρίση της Αναφοράς καθότι το ζήτημα αφορούσε στους ίδιους. Μάλιστα, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν τίθεται ζήτημα εξαίρεσης των Δικαστών του Ανωτάτου, αφού δεν υφίσταται άλλο Δικαστήριο τέτοιας δικαιοδοσίας, που θα μπορούσε να εκδικάσει την εν λόγω υπόθεση.
Περαιτέρω, στην ίδια υπόθεση, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε και δεύτερη προδικαστική ένσταση της Βουλής των Αντιπροσώπων η οποία εδραζόταν στον ισχυρισμό ότι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, επειδή είχε προσωπικό ενδιαφέρον από την έκβαση της Αναφοράς καθώς ο νόμος αφορά και τον ίδιο, όφειλε να μην συμβουλεύσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως προς τη νομιμότητα του υπό Αναφορά Νόμου και αντ’ αυτού, να συμβουλεύσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όπως εκπροσωπηθεί από ιδιώτη δικηγόρο. Στην απόφασή του, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ορθά, ως ο νομικός σύμβουλος του Κράτους, άσκησε μια σοβαρή πτυχή του καθήκοντός του και συμβούλευσε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για πιθανή αντισυνταγματικότητα του υπό Αναφορά Νόμου.
Την υπόθεση, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, χειρίστηκε η κα Έλενα Συμεωνίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας.