Επιστολή Μόνιμου Αντιπροσώπου ΟΗΕ προς τον ΓΓ ΟΗΕ για το θέμα των προσπαθειών της Τουρκίας για ενσωμάτωση της τ/κ κοινότητας
Ανακοίνωση που εξέδωσε την Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2017 το Υπουργείο Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας αναφέρει ότι ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας στον ΟΗΕ πρέσβης Κορνήλιος Κορνηλίου απέστειλε στις 3 Οκτωβρίου 2017 επιστολή προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ κ. Antonio Guterres, αναφορικά με τις προσπάθειες της Τουρκίας για ενσωμάτωση της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Κύπρου ζήτησε όπως η εν λόγω επιστολή κυκλοφορήσει ως έγγραφο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.
Το περιεχόμενο της επιστολής παρατίθεται κατωτέρω:
«Κατόπιν οδηγιών της Κυβέρνησής μου επικοινωνώ μαζί σας για να μεταφέρω τη βαθιά μας ανησυχία για τη διαρκώς επιδεινούμενη κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία και για τον άμεσο αντίκτυπο αυτής της ανώμαλης κατάστασης στις κατεχόμενες από τον τουρκικό στρατό περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Έναν και πλέον χρόνο μετά από την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία, εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και τα μέτρα που απορρέουν από τα σχετικά διατάγματα συχνά αποδεικνύονται υπερβολικά και δυσανάλογα προς τις περιστάσεις, γεγονός που έχει σοβαρές και εκτεταμένες αρνητικές συνέπειες για την τουρκική κοινωνία.
Διεθνείς οργανισμοί και κράτη έχουν εκφράσει την ανησυχία τους για την περαιτέρω διάβρωση των δημοκρατικών θεσμών στην Τουρκία, την υιοθέτηση αυταρχικών πολιτικών, καθώς και για τις συνεχιζόμενες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, συμπεριλαμβανομένης και της φίμωσης των διαφωνούντων και οποιασδήποτε μορφής κριτικής κατά της τουρκικής κυβέρνησης και του ΑΚΡ.
Η Κύπρος έχει επιπλέον λόγους να ανησυχεί για αυτές τις αρνητικές εξελίξεις στην Τουρκία καθώς επηρεάζουν άμεσα την καθημερινότητα σημαντικού αριθμού Κυπρίων πολιτών, οι οποίοι ζουν υπό τον πλήρη πολιτικό, στρατιωτικό, διοικητικό και οικονομικό έλεγχο της Τουρκίας στις κατεχόμενες περιοχές του νησιού.
Διά των συλλήψεων ατόμων βάσει καταλόγων, η τουρκική κυβέρνηση έχει επεκτείνει στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου τις διώξεις προσώπων, τα οποία φέρονται να έχουν διασυνδέσεις με μια «τρομοκρατική οργάνωση», ήτοι το κίνημα του Φετουλάχ Γκιουλέν.
Οι διώξεις στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου εμπίπτουν στο πλαίσιο μίας ευρύτερης και μεθοδικής προσπάθειας της τουρκικής κυβέρνησης να ευθυγραμμίσει την πολιτική, οικονομική και κοινωνική της ατζέντα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, με τις αντίστοιχες πολιτικές που εφαρμόζει στην Τουρκία. Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνουμε το τελευταίο διάστημα, εντατικοποίηση των τουρκικών προσπαθειών για αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα των κατεχόμενων περιοχών της Κύπρου μέσω του εποικισμού και της μαζικής παραχώρησης «υπηκοοτήτων» σε Τούρκους πολίτες. Οι παράνομοι Τούρκοι έποικοι, προερχόμενοι από την Ανατολία, συνειδητά ή ασυνείδητα αναλαμβάνουν ρόλο καταλύτη στην προώθηση και εφαρμογή των πολιτικών του ΑΚΡ, που στοχεύουν στην περαιτέρω ενσωμάτωση της τουρκοκυπριακής κοινότητας στην Τουρκία και την τουρκοποίηση των κατεχόμενων περιοχών της Κύπρου, με σοβαρές συνέπειες και για τις περιοχές της Δημοκρατίας, οι οποίες βρίσκονται υπό τον έλεγχο της κυπριακής κυβέρνησης.
Από την άνοδο του ΑΚΡ στην εξουσία, η τουρκική κυβέρνηση εφαρμόζει συστηματικά στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου πολιτικές οι οποίες αποσκοπούν στην ενίσχυση του θρησκευτικού αισθήματος στην καθημερινή ζωή των Τουρκοκυπρίων, παρεμβαίνοντας και αλλοιώνοντας τη διακριτή πολιτισμική και κοσμική ταυτότητά τους.
Αυτή η πολιτική δρομολογείται κυρίως μέσω της εκπαίδευσης. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ιδρύθηκαν στα κατεχόμενα διάφορα θρησκευτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα και θρησκευτικά σχολεία, με την οικονομική στήριξη της Άγκυρας. Το 2009, παρά τις αντιδράσεις των εκπαιδευτικών, η διδασκαλία της θρησκείας εντάχθηκε στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα ως υποχρεωτικό μάθημα. Στο σχολικό πρόγραμμα των κατεχομένων αναμένεται επίσης προσεχώς να ενταχθούν και οι αμφιλεγόμενες μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν πρόσφατα στην Τουρκία. Στη βάση ενός λεγόμενου «πρωτοκόλλου» μεταξύ της Τουρκίας και της αποσχιστικής οντότητας στα κατεχόμενα, αναμένεται επίσης να τερματίσει τη λειτουργία της η τουρκοκυπριακή παιδαγωγική ακαδημία, ένας παραδοσιακός εκπαιδευτικός θεσμός της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Επιπροσθέτως, το Tουρκικό Yπουργείο Nεολαίας και Aθλητισμού έχει εγκαθιδρύσει στα κατεχόμενα ένα «υπερπόντιο γραφείο συντονισμού», με στόχο την επιβολή, οργάνωση και διαχείριση όλων των προγραμμάτων και δράσεων σε σχέση με τον αθλητισμό και τη νεολαία. Παρά τη δημόσια – και ενίοτε έντονη – αντίδραση οργανωμένων φορέων εντός της τουρκοκυπριακής κοινότητας, οι προαναφερθείσες αλλαγές θεωρούνται μόνιμες και η οποιαδήποτε κριτική κατά των δρομολογούμενων θρησκευτικών πολιτικών εύκολα μπορεί να προβληθεί ως αποτέλεσμα έλλειψης πίστης ή κακόβουλη αντίπολίτευση προς την τουρκική κυβέρνηση.
Η πλήρης οικονομική εξάρτηση της τουρκοκυπριακής κοινότητας συνιστά ακόμη μία σημαντική παράμετρο των τουρκικών σχεδιασμών που επιδιώκουν να θέσουν υπό πλήρη τουρκικό έλεγχο κάθε μορφής δραστηριότητα στα κατεχόμενα. Διά των παράνομων τουρκικών «θεσμών» οι οποίοι εδρεύουν στα κατεχόμενα, με επικεφαλής την παράνομη «τουρκική πρεσβεία», και σε συνεργασία με επιχειρηματικούς και οικονομικούς παράγοντες φίλα προσκείμενους στην Τουρκική Κυβέρνηση, επιδιώκεται η πλήρης υποταγή των οικονομικών δραστηριοτήτων και της ανάπτυξης των Τουρκοκυπρίων στην Τουρκία. Το πλαίσιο αυτό καθορίζεται ευκρινώς από τα λεγόμενα «οικονομικά πρωτόκολλα» μεταξύ Τουρκίας και αποσχιστικής οντότητας, τα οποία υπαγορεύουν τους όρους της Τουρκίας επί των Τουρκοκυπρίων. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της πολιτικής αυτής είναι η παράνομη υδατική σύνδεση των κατεχομένων με την Τουρκία, μέσω υποθαλάσσιου αγωγού. Στην περίπτωση αυτή η Τουρκία όχι μόνο διατηρεί την κυριότητα του νερού και των σχετικών εγκαταστάσεων αλλά επιβάλλει τους δικούς της μονοπωλιακούς όρους στη διαχείριση των υδάτων προς όφελός της. Σύμφωνα με Τούρκους αξιωματούχους, μια παρόμοια «συμφωνία» δρομολογείται και σε ό,τι αφορά στην ηλεκτρική διασύνδεση Τουρκίας-κατεχομένων.
Η επίδραση της πολιτικής της Τουρκίας στην τουρκοκυπριακή κοινότητα είναι άμεση και καθολικά αισθητή. Το ενδεικτικότερο παράδειγμα, ο συμβολισμός του οποίου είναι εμφανής, είναι η επιβολή της εφαρμογής της τουρκικής ώρας στα κατεχόμενα, η οποία έχει ως αποτέλεσμα στο ίδιο μικρό νησί να υπάρχουν δύο διαφορετικές ώρες. Ανεπηρέαστη από τις έντονες διαμαρτυρίες, η Τουρκία επέβαλε για δύο συναπτά έτη την παράλογη αυτή πολιτική επεκτείνοντας την διαίρεση της Κύπρου και σε ό,τι αφορά στην ίδια την ώρα.
Το μέλλον των Τουρκοκυπρίων, της μίας από τις δύο κοινότητες του νησιού , είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το μέλλον όλων των Κυπρίων και ολόκληρης της Κύπρου. Γι’ αυτόν τον λόγο η Κυβέρνησή μου παρακολουθεί στενά τις ανησυχητικές εξελίξεις στις κατεχόμενες περιοχές και εκφράζει σοβαρες ανησυχίες για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένα τμήμα του κυπριακού λαού, η τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η ταυτότητα και το μέλλον των Τουρκοκυπρίων φαίνεται να κινδυνεύει σοβαρά από τις πολιτικές αφομοίωσης που εφαρμόζει η Τουρκία, ιδιαίτερα μάλιστα αν αναλογιστεί κανείς ότι υπό τις υφιστάμενες συνθήκες οι δυνατότητες αντίδρασης, διαφωνίας ή άσκησης κριτικής είναι πολύ περιορισμένες.
Η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας προσδοκά ότι η διεθνής κοινότητα θα επιδείξει την ίδια ανησυχία για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ασφάλεια των Κυπρίων πολιτών στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, ως έχει πράξει για τους Τούρκους πολίτες στην Τουρκία.»