9/2/17

Πόρισμα της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού κας Λήδας Κουρσουμπά

Πόρισμα της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού κας Λήδας Κουρσουμπά





Πόρισμα αναφορικά με τον χρόνο εξέτασης αιτήσεων για παροχή Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος (ΕΕΕ) σε παιδιά με αναπηρία

Α. Εισαγωγή
    1. Το παρόν Πόρισμα συντάχθηκε στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που μου παρέχονται από τους περί Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμους του 2007 και 2014 [Ν.74(Ι)/2007 και Ν.44(Ι)/2014], και ιδιαίτερα τα άρθρα 4(1)(ε), (θ), (2)(δ) και (ι).
    2. Πραγματεύεται την καθυστέρηση που παρατηρείται στην εξέταση της αίτησης για παροχή Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος (Ε.Ε.Ε.) σε παιδιά με αναπηρία και συντάχθηκε στη βάση υποβολής και διερεύνησης τριών παραπόνων.

Β. Ιστορικό Παραπόνων
    1. Το Παράπονο Ι έτυχε διερεύνησης αμέσως μετά την καταχώρισή του, η οποία κατέδειξε, όπως διαφαίνεται και παρακάτω, ότι υπήρξε καθυστέρηση κατά τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης παιδιού με αναπηρία για παροχή Ε.Ε.Ε. Παρόλα αυτά, θεώρησα σημαντικό να δοθεί χρόνος στις κρατικές Υπηρεσίες, ώστε αυτές να καταφέρουν να λειτουργήσουν με βάση τις νέες πρόνοιες του περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμου του 2014 [109(Ι)/2014]. Εντούτοις, λόγω του ότι συνέχισα να λαμβάνω παράπονα και μετά την παρέλευση αρκετού διαστήματος από την εφαρμογή της νομοθεσίας, προχώρησα στη σύνταξη του παρόντος Πορίσματος που αφορά τρεις περιπτώσεις παιδιών με αναπηρία που αιτήθηκαν για παροχή Ε.Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένης και της περίπτωσης του Παραπόνου Ι.
Β.1. Περιγραφή των Παραπόνων
Β.1.1. Παράπονο Ι
    1. To πρώτο παράπονο υποβλήθηκε από τον Τ. Σ., πατέρα του Α.Ι., ο οποίος λάμβανε Δημόσιο Βοήθημα για αναπηρία από το 2006. Το βοήθημα διακόπηκε τον Αύγουστο του 2013. Η μητέρα, η οποία δεν ομιλεί την ελληνική γλώσσα, δεν ανταποκρίθηκε όταν κλήθηκε από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας (ΥΚΕ) να προσκομίσει πρόσφατες ιατρικές βεβαιώσεις για σκοπούς επαναξιολόγησης της παροχής του εν λόγω επιδόματος. Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ο πατέρας βρισκόταν στο εξωτερικό για σκοπούς εξεύρεσης εργασίας. 2. Με την επιστροφή του πατέρα, ενημερώθηκε από τις ΥΚΕ ότι, προκειμένου να επαναρχίσει η καταβολή του επιδόματος, θα έπρεπε να υποβάλει εκ νέου αίτηση για Ε.Ε.Ε. Ο πατέρας υπέβαλε την αίτηση εκ μέρους του παιδιού του στην Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας (ΥΔΕΠ) στις 18/08/2014, προσκομίζοντας ταυτόχρονα ιατρικές εκθέσεις εξειδικευμένου νευρολόγου από το εξωτερικό. Στις 28/01/2015 η αίτηση παραπέμφθηκε στο Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες (ΤΚΕΑΑ) για πιστοποίηση της αναπηρίας του αιτητή. Τα αναγκαία για την αξιολόγηση έγγραφα κατατέθηκαν από τον πατέρα στις 24/02/2015. Στις 06/04/2015 το ΤΚΕΑΑ μετά από αξιολόγηση του παιδιού, υπέβαλε στην ΥΔΕΠ το αποτέλεσμα της αξιολόγησης που έγινε από δύο παιδιάτρους και μια παιδοψυχίατρο, η οποία κατέδειξε ότι το παιδί παρουσιάζει σοβαρής μορφής ψυχική αναπηρία και ήπιας μορφής νοητική αναπηρία.

    3. Σύμφωνα με τις αναφορές του πατέρα, οι ιδιαιτερότητες του παιδιού εντοπίστηκαν στην ηλικία των τριών ετών, αφού δεν είχε αναπτύξει ομιλία και παρουσίαζε επιθετική συμπεριφορά. Διαγνώστηκε με αυτισμό από παιδονευρολόγο και εκπαιδεύτηκε αρχικά στη νοηματική γλώσσα. Μετά από καθοδήγηση γλωσσολόγων και ψυχολόγου, το παιδί ξεκίνησε τη φοίτησή του σε ιδιωτικό αγγλόγλωσσο σχολείο, το οποίο παρείχε ιδιωτικές υπηρεσίες λογοθεραπείας στην αγγλική γλώσσα και παρείχε στήριξη σύμφωνα με τις ιδιαίτερες ανάγκες του. Το επίδομα αναπηρίας που λάμβανε από τις ΥΚΕ, χρησιμοποιείτο για την αποπληρωμή των διδάκτρων του ιδιωτικού σχολείου. Λόγω της μη καταβολής των διδάκτρων, μετά από την αποκοπή του επιδόματος, το σχολείο διέκοψε τη φοίτηση του παιδιού.
    4. Το παιδί εγκρίθηκε για παροχή Ε.Ε.Ε. τον Αύγουστο του 2015 ως παιδί με αναπηρία. Tο παράπονο του πατέρα αφορούσε τη μεγάλη καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην εξέταση της αίτησης του παιδιού του για παροχή Ε.Ε.Ε. Η καθυστέρηση είχε ως αποτέλεσμα την παραβίαση των δικαιωμάτων του παιδιού.

Β.1.2. Παράπονο ΙΙ
    5. Το δεύτερο παράπονο υποβλήθηκε από την Α.Τ., εκ μέρους του ανήλικου παιδιού της, Φ.Β., το οποίο κρίθηκε ως άτομο με σοβαρή νοητική αναπηρία από το ΤΚΕΑΑ και από τον Ιούλιο 2015 κρίθηκε δικαιούχο ως ανήλικο, ανάπηρο άτομο για σκοπούς του Ε.Ε.Ε (Αρ. αίτησης 5.377).

    6. Η μητέρα υπέβαλε αίτηση για παροχή του Ε.Ε.Ε. εκ μέρους του παιδιού της στις 08/08/2014. Σύμφωνα με απαντητική επιστολή που έλαβε από το Υπουργείο Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΥΕΠΚΑ), ημερομηνίας 27/04/16 (Αρ. Φακ.: 11.16.150.32), το ΤΚΕΑΑ, πιστοποίησε την αναπηρία του παιδιού ως σοβαρή νοητική στις 08/06/2015.

    7. Σε επιστολή από το ΥΕΠΚΑ προς τη μητέρα αναφέρεται ότι, το ΤΚΕΑΑ πιστοποίησε την αναπηρία του παιδιού ως σοβαρή νοητική στις 08/06/2015 και, ως εκ τούτου, με την πιστοποίηση της αναπηρίας του, το παιδί κρίθηκε δικαιούχο ως ανήλικο, ανάπηρο άτομο και λαμβάνει από τον Ιούλιο 2015 Ε.Ε.Ε.

    8. Το παράπονο της μητέρας αφορούσε τη μεγάλη καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην εξέταση της αίτησης του παιδιού του για παροχή Ε.Ε.Ε. και τη μη χορήγηση αναδρομικών. Η καθυστέρηση είχε ως αποτέλεσμα την παραβίαση των δικαιωμάτων του παιδιού.
Β.1.3. Παράπονο ΙΙΙ
    9. Το τρίτο παράπονο υποβλήθηκε από τον Ν.Α., πατέρα του παιδιού Α.Α., το οποίο πάσχει από αυτισμό. Ο Ν.Α. υπέβαλε αίτηση εκ μέρους του παιδιού του για παροχή Ε.Ε.Ε. στις 03/03/2016 (αρ. αίτησης 80933). Στις 12/05/2016 η αίτησή του παραπέμφθηκε στο ΤΚΕΑΑ για αξιολόγηση, ενώ στις 17/10/2016 έλαβε χώρα η αξιολόγηση του παιδιού από το ΤΚΕΑΑ. Στις 01/12/2016 το παιδί κατέστη δικαιούχος για το Ε.Ε.Ε., ενώ θα δοθεί και αναδρομική πληρωμή για το Νοέμβριο 2016. 10. Το παράπονο του πατέρα αφορούσε τη μεγάλη καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην εξέταση της αίτησης του παιδιού του για παροχή Ε.Ε.Ε. και τη μη χορήγηση αναδρομικών. Η καθυστέρηση είχε ως αποτέλεσμα την παραβίαση των δικαιωμάτων του παιδιού.

Β.1.4. Σύνοψη της ιδιάζουσας κατάστασης που απορρέει και από τις τρεις περιπτώσεις
    11. Ο Πίνακας πιο κάτω παρουσιάζει τη χρονική περίοδο που χρειάστηκε για εξέταση και έγκριση των συγκεκριμένων αιτήσεων για παροχή Ε.Ε.Ε. στα παιδιά με αναπηρία. Και στις τρεις περιπτώσεις διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι υπήρξε καθυστέρηση μέχρι και ενός έτους για την εξέταση και έγκριση των αιτήσεων τους. Παράλληλα, διαφαίνεται ότι η καταβολή των αναδρομικών που έγινε δεν αντιστοιχεί στη χρονική περίοδο που μεσολάβησε από την ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης μέχρι την ημερομηνία έγκρισης του αιτητή ως δικαιούχου.
Χρονική Περίοδος που Μεσολαβεί από:
Παραλαβή της αίτησης – Πιστοποίηση της αναπηρίας
Πιστοποίηση της αναπηρίας -Τελική έγκριση της αίτησης
Παραλαβή της αίτησης – Τελική έγκριση της αίτησης
Καταβολή αναδρομικών
Παράπονο Ι
7 μήνες και 19 μέρες
4 μήνες
11 μήνες και 19 μέρες
3 μήνες
Παράπονο ΙΙ
10 μήνες
1 μήνας
11 μήνες
----------
Παράπονο ΙΙΙ
7 μήνες και 14 μέρες
1 μήνας και 13 μέρες
8 μήνες και 27 μέρες
1 μήνας

Β.2. Ενέργειες
    12. Στο πλαίσιο της διαδικασίας διερεύνησης του Παραπόνου Ι, προέβηκα σε παρέμβαση προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΥΕΠΚΑ), με επιστολή, ημερομηνίας 22/07/2015 (αρ. φακ.: Γ.Ε.Π. 11.17.08.03.574), θέτοντας ερωτήματα που αφορούσαν τους λόγους καθυστέρησης της εξέτασης της αίτησης, κατά πόσο οι ιδιαιτερότητες των παιδιών αυτών λαμβάνονται υπόψη ώστε να μην υπάρχει καθυστέρηση στην εξέταση των αιτήσεών τους, με ποιο τρόπο το ΥΕΠΚΑ διασφαλίζει ότι οι ανάγκες του παιδιού καλύπτονται μέχρι την εξέταση της αίτησης, ποιες περιπτώσεις παιδιών παραπέμπονται σε ιατρικά συμβούλια με βάση τη νομοθεσία για το Ε.Ε.Ε. [Ν.109(Ι)/2014] και ποια πρόνοια του Νόμου θεσμοθετεί αυτά. 13. Στην απαντητική επιστολή του Γενικού Διευθυντή ΥΕΠΚΑ, ημερομηνίας 07/10/2015, αναφέρονται οι ημερομηνίες παραλαβής της αίτησης, παραπομπής της αίτησης στο ΤΚΕΑΑ και αξιολόγησης του παιδιού από το ΤΚΕΑΑ, καθώς και το αποτέλεσμα της αξιολόγησης. Αναφέρεται, επίσης, ότι η εξέταση της αίτησης για Ε.Ε.Ε. ολοκληρώθηκε και ότι το παιδί κατέστη δικαιούχος από τον Αύγουστο 2015. Η επιστολή αναφέρει, επίσης, ότι στον αιτητή έγινε και αναδρομική πληρωμή για τους μήνες 05/2015 – 07/2015. Παράλληλα, όπως ο Γενικός Διευθυντής ανέφερε στην επιστολή, το αίτημα για παροχή φροντίδας παραπέμφθηκε στις 17/09/2015 στις ΥΚΕ για αξιολόγηση. Καμία άλλη απάντηση δε δόθηκε στα ερωτήματα που υπέβαλα στη διερευνητική επιστολή.
    14. Δεν προχώρησα σε εξατομικευμένη διερεύνηση των Παραπόνων ΙΙ και ΙΙΙ, εφόσον αφορούν στο ίδιο πρόβλημα και έτυχαν του ιδίου χειρισμού από τις κρατικές Υπηρεσίες με το Παράπονο Ι, όσον αφορά στη διαδικασία εξέτασης της αίτησης.

Γ. Νομικό Πλαίσιο
Γ. 1. Γενικές Αρχές και Δικαιώματα της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού και της Νομολογίας της
    15. Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού (στο εξής η «Σύμβαση») αποτελεί διεθνώς δεσμευτική πράξη ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία κατοχυρώνει τα δικαιώματα του παιδιού ως αυτόνομης προσωπικότητας. Τη Σύμβαση επικύρωσε η Κυπριακή Δημοκρατία το 1991 (μετά τη ψήφιση του Νόμου 243/1990), και, επομένως, δεσμεύει την Κυπριακή Δημοκρατία με αυξημένη ισχύ έναντι οποιουδήποτε εθνικού νόμου. 16. Σύμφωνα με την Αρχή της Μη Διάκρισης που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 2 της Σύμβασης, τα κράτη υποχρεούνται να σέβονται τα δικαιώματα και να τα εγγυώνται σε κάθε παιδί, χωρίς καμία διάκριση. H Επιτροπή Δικαιωμάτων του Παιδιού των Ηνωμένων Εθνών (στο εξής η «Επιτροπή») επισημαίνει ότι, η αναπηρία αναφέρεται ρητά στο Άρθρο 2 της Σύμβασης ως χαρακτηριστικό του ατόμου απαγορευτικό για διάκριση, αφού τα παιδιά με αναπηρίες αποτελούν ευάλωτη ομάδα του πληθυσμού [Hodgkin, R., & Newell, P. (2007). Implementation Handbook for the Convention ion the Rights of the child. Geneva: UNICEF (p.29)]. Η διάκριση μπορεί να είναι πραγματική σε διάφορους τομείς της ζωής και ανάπτυξης του παιδιού, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών που μπορεί να επηρεάσει την πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες εκπαίδευσης, υγείας, αποκατάστασης, προετοιμασίας για εργασία και ψυχαγωγία.
    17. Η Επιτροπή στο Γενικό Σχόλιο της Αρ. 9 τονίζει ότι τα παιδιά με αναπηρίες αντιμετωπίζουν εμπόδια στην απόλαυση των δικαιωμάτων τους, όπως αυτά αναλύονται στη Σύμβαση, τα οποία εμπόδια δεν προέρχονται από την αναπηρία τους, αλλά από συνδυασμό κοινωνικών, πολιτισμικών και φυσικών εμποδίων και στάσεων [General Comment No. 9 (2006). The Rights of Children with Disabilities. Committee on the Rights of the Child. CRC/C/GC/9, para. 9]. Συνεπώς, τα Κράτη παροτρύνονται να εργαστούν προς την κατεύθυνση απομάκρυνσης αυτών των εμποδίων. Τονίζει, επίσης, ότι, τα Κράτη θα πρέπει να προσφέρουν αποτελεσματικές θεραπείες στις περιπτώσεις παραβιάσεων των δικαιωμάτων των παιδιών με αναπηρία, οι οποίες να είναι προσβάσιμες στα παιδιά με αναπηρίες και τους φροντιστές τους [Οπ.π. para. 9].

    18. Στο Άρθρο 6(2) της Σύμβασης γίνεται αναφορά, πέρα από το θεμελιώδες δικαίωμα στη ζωή, στην υποχρέωση του κράτους για προώθηση της επιβίωσης και ανάπτυξης στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Η έννοια της «ανάπτυξης» δεν είναι μόνο για την προετοιμασία του παιδιού για την ενήλικη ζωή. Πρόκειται για την παροχή βέλτιστων συνθηκών για την παιδική ηλικία, με άλλα λόγια για τη ζωή του παιδιού τη συγκεκριμένη στιγμή.
    19. Η Επιτροπή δίνει έμφαση στο Άρθρο 3(1), το οποίο κατοχυρώνει την Αρχή της Διασφάλισης του Συμφέροντος του Παιδιού, και το οποίο καθορίζει ότι σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν παιδιά, είτε αυτές λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής ευημερίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το συμφέρον του παιδιού [Hodgkin, R., & Newell, P. (2007). Implementation Handbook for the Convention ion the Rights of the child. Geneva: UNICEF]. Η Αρχή της Διασφάλισης του Συμφέροντος του Παιδιού αποτελεί μια Γενική Αρχή της Σύμβασης. Το συμφέρον του παιδιού πρέπει να λαμβάνει βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις για το παιδί και θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται στις νομοθετικές ρυθμίσεις και να ενσωματώνεται σε όλες τις σχετικές με παιδιά διαδικασίες λήψης αποφάσεων.
    20. Η Επιτροπή έχει, επίσης, διασυνδέσει τις ανησυχίες για την παροχή υγείας με τη διάκριση. Το Άρθρο 23 της Σύμβασης επισημαίνει ότι, τα Κράτη αναγνωρίζουν ότι τα ανάπηρα παιδιά πρέπει να διάγουν πλήρη και αξιοπρεπή ζωή, σε συνθήκες οι οποίες εγγυώνται την αξιοπρέπειά τους, ευνοούν την αυτονομία τους και διευκολύνουν την ενεργό συμμετοχή τους στη ζωή του συνόλου. Επισημαίνει, επίσης, ότι τα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα των ανάπηρων παιδιών να τυγχάνουν ειδικής φροντίδας και ενθαρρύνουν και εξασφαλίζουν, στο μέτρο των διαθέσιμων πόρων, την παροχή, μετά από αίτηση, στα ανάπηρα παιδιά που πληρούν τους απαιτούμενους όρους και σε αυτούς που τα έχουν αναλάβει, μιας βοήθειας προσαρμοσμένης στην κατάσταση του παιδιού και στις περιστάσεις των γονέων του ή αυτών στους οποίους τα έχουν εμπιστευθεί. Η Σύμβαση επιτάσσει ότι θα πρέπει να επιτυγχάνεται η όσο το δυνατόν πληρέστερη κοινωνική ένταξη και προσωπική ανάπτυξη των ανάπηρων παιδιών, συμπεριλαμβανομένης της πολιτιστικής και πνευματικής τους εξέλιξης.
    21. Το Άρθρο 26 της Σύμβασης διασφαλίζει το δικαίωμα κάθε παιδιού να επωφελείται από την κοινωνική πρόνοια, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών ασφαλίσεων. Παράλληλα, τα ωφελήματα, όπου είναι αναγκαία, πρέπει να δίνονται, αφού ληφθούν υπόψη οι πόροι και η κατάσταση του παιδιού και των προσώπων που έχουν αναλάβει την ευθύνη της συντήρησής του, καθώς και κάθε άλλη εκτίµηση σχετιζόµενη µε την αίτηση παροχής ωφεληµάτων που γίνεται από το παιδί ή για λογαριασµό του. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, τα Κράτη θα πρέπει να δίδουν πόρους και σε εκστρατείες ενημέρωσης του κοινού για τα δικαιώματα των παροχών, αποτελεσματικών διοικητικών συστημάτων και φιλικών προς τον αιτητή γραφεία, αιτήσεις και διαδικασίες [Hodgkin, R., & Newell, P. (2007). Implementation Handbook for the Convention ion the Rights of the child. Geneva: UNICEF (p. 388)]. Το Άρθρο 26 δεν είναι περιοριστικό ως προς το πώς θα πρέπει να παρέχονται οι κοινωνικές παροχές, αλλά αυτό θα πρέπει να γίνεται χωρίς διακρίσεις, κοινωνικό στιγματισμό ή απώλεια οποιουδήποτε άλλου δικαιώματος και με σεβασμό της ιδιωτικής ζωής. Η Επιτροπή τονίζει ότι, ένα κοινό χαρακτηριστικό των νομοθεσιών κοινωνικών παροχών που αναπτύσσουν τα Κράτη είναι η αποτυχία της εξασφάλισης πόρων για τα άτομα που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη [Hodgkin, R., & Newell, P. (2007). Implementation Handbook for the Convention ion the Rights of the child. Geneva: UNICEF(p. 387)]. Η Επιτροπή συστήνει την προσοχή και κατά τη διάρκεια οικονομικών κρίσεων, όπου παιδιά από φτωχές και ευάλωτες ομάδες «πέφτουν» από το δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας. 22. Επιπρόσθετα, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, το να μεγαλώνει ένα παιδί σε σχετική φτώχεια υπονομεύει την ευημερία, την ένταξη και αυτοεκτίμησή του και μειώνει τις ευκαιρίες για μάθηση και ανάπτυξη [General Comment No. 7 (2005). Implementing Child Rights in Early Childhood. Committee on the Rights of the Child. CRC/C/GC/7/Rev.1, para. 26]. Μεγαλώνοντας δε σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας έχει ακόμη πιο σοβαρές συνέπειες στη ζωή του παιδιού, απειλώντας την επιβίωση και υγεία του, αφού υπονομεύεται η βασική ποιότητα ζωής. Για το λόγο αυτό, τα Συμβαλλόμενα Κράτη καλούνται να υλοποιήσουν στρατηγικές για μείωση της φτώχειας στην πρώιμη ηλικία, ενεργοποιώντας όλα τα δυνατά μέσα, συμπεριλαμβανομένων υλικής βοήθειας και βοηθητικών προγραμμάτων για τα παιδιά και τις οικογένειές τους. Η υλοποίηση του δικαιώματος του παιδιού για να επωφελείται από κοινωνικές παροχές είναι βασικό συστατικό οποιασδήποτε στρατηγικής αναπτύσσεται. Επιπλέον, τα Κράτη θα πρέπει να διασφαλίζουν στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό ότι, οι κοινωνικές δαπάνες που ωφελούν τα παιδιά προστατεύονται και λαμβάνουν προτεραιότητα κατά τη διάρκεια βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών κρίσεων [United Nations, Report of the Ad Hoc Committee of the Whole of the twenty-seventh special session of the General Assembly, 2002, A/S-27/19/Rev.1, para. 52].
Γ.2. Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία
    23. Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία (ΑμεΑ) υιοθετήθηκε το 2006, και κυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία μετά την ψήφιση του περί της Σύμβασης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες και περί Συναφών Θεμάτων (Κυρωτικού) Νόμου του 2011 [Ν. 8(ΙΙΙ)/2011].
    24. Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα των ΑμεΑ αναγνωρίζει την αναπηρία, όχι ως κάτι το οποίο μπορεί να εντοπιστεί στο άτομο ως «βλάβη», αλλά ως το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης του ατόμου με το περιβάλλον του. Για το σκοπό αυτό, ένα άτομο με αναπηρία μπορεί να θεωρείται ως ανάπηρο άτομο σε μία κοινωνία ή ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και μη ανάπηρο σε ένα άλλο πλαίσιο ή κοινωνία, με βάση το ρόλο που αυτό το άτομο αναμένεται να διεκπεραιώσει στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Η αντίληψη της αναπηρίας επηρεάζεται και βασίζεται στη διαθέσιμη τεχνολογία και υπηρεσίες, καθώς και από το συγκείμενο της κουλτούρας που επικρατεί σε μια κοινωνία. Στο Προοίμιο, σημείο (ε), της Σύμβασης για τα Δικαιώματα των ΑμεΑ αναφέρεται ότι:
        «Η αναπηρία είναι μια εξελισσόμενη έννοια και απορρέει από την αλληλεπίδραση μεταξύ ατόμων με βλάβη και διαταραχές συμπεριφοράς και εμπόδια που προέρχονται από το περιβάλλον τους, που δυσχεραίνουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή τους στην κοινωνία σε ίση βάση με τους άλλους».
Παράλληλα, το Άρθρο 1, ορίζει ότι:
        «Στα ΑμεΑ συμπεριλαμβάνονται άτομα με μακροχρόνιες σωματικές, νοητικές, πνευματικές ή αισθητηριακές βλάβες, οι οποίες σε αλληλεπίδραση με διάφορα εμπόδια δύνανται να παρεμποδίσουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή τους στην κοινωνία σε ίση βάση με τους άλλους».
    25. Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα των ΑμεΑ παραπέμπει στο δικαίωμα στην υγεία. Στο Άρθρο 25(β) ορίζεται ότι, τα Κράτη θα πρέπει να:
        «παρέχουν στα ΑμεΑ τις υπηρεσίες υγείας που είναι απαραίτητες ειδικά για τις αναπηρίες τους, συμπεριλαμβανομένης και της πρώιμης αναγνώρισης και επέμβασης όταν είναι απαραίτητο, και υπηρεσίες σχεδιασμένες να ελαχιστοποιούν και να αποτρέπουν περαιτέρω αναπηρίες συμπεριλαμβανομένων των παιδιών και των ηλικιωμένων».
Γ.3. Εθνική Νομοθεσία
Γ.3.1. Ο Περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμος του 2014 [109(Ι)/2014]
    26. Όσον αφορά στην αναπηρία, σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Νόμου 109(Ι)/2014 όπως έχει τροποποιηθεί-
        «άτομο με αναπηρία», για τους σκοπούς της νομοθεσίας, σημαίνει πρόσωπο το οποίο έχει μακροχρόνιες σωματικές, πνευματικές, διανοητικές ή αισθητηριακές διαταραχές, οι οποίες, κατά την αλληλοεπίδρασή τους με διάφορα εμπόδια, δυνατό να εμποδίσουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή του στην κοινωνία σε ίση βάση με άλλους και το οποίο πιστοποιείται ως πρόσωπο με σοβαρή ή ολική αναπηρία από το Σύστημα Αξιολόγησης της Αναπηρίας ή να έχει εγκριθεί ως λήπτης δημόσιου βοηθήματος ως ανάπηρο άτομο με βάση τις διατάξεις του περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, μέχρι να πιστοποιηθεί ως άτομο με σοβαρή ή ολική μακροχρόνια σωματική ή/και πνευματική ή/και διανοητική ή/και αισθητηριακή αναπηρία από το Σύστημα Αξιολόγησης της Αναπηρίας, εφόσον κληθεί για πιστοποίηση ή πρόσωπο που πιστοποιείται από το Σύστημα Αξιολόγησης της Αναπηρίας ως πρόσωπο με μέτρια νοητική αναπηρία».
    27. Σύμφωνα με την «ειδική ρύθμιση για άτομο με αναπηρία», του Άρθρου 34 του Νόμου, άτομο με αναπηρία οποιασδήποτε ηλικίας δύναται να αιτείται παροχή Ε.Ε.Ε. Παράλληλα, στη νομοθεσία αναφέρεται ότι άγαμο άτομο με αναπηρία που δεν έχει συμπληρώσει το εικοστό όγδοο (28) έτος της ηλικίας του δε θεωρείται μέλος της οικογενειακής μονάδας. Σε άτομο με αναπηρία το οποίο καθίσταται δικαιούχο Ε.Ε.Ε. παρέχεται και μηνιαίο ποσό ίσο με διακόσια είκοσι έξι ευρώ (€226), ως αναπηρικό επίδομα. 28. Όσον αφορά στο μηνιαίο Ε.Ε.Ε., σύμφωνα με το Άρθρο 8(3)(α), στην περίπτωση δικαιούχου, ο οποίος υπέβαλε αίτηση για παροχή Ε.Ε.Ε.:
[…]
        (i) μέχρι την 31η Αυγούστου 2014, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα καταβάλλεται από την 1η Οκτωβρίου 2014, ανεξάρτητα από το αν η ημερομηνία κατά την οποία έχει καταστεί δικαιούχος είναι μεταγενέστερη της 1ης Οκτωβρίου 2014·
        (ii) μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου 2014, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα καταβάλλεται από την 1η Νοεμβρίου 2014, ανεξάρτητα από το αν η ημερομηνία κατά την οποία έχει καταστεί δικαιούχος είναι μεταγενέστερη της 1ης Νοεμβρίου 2014·
        (β) Τηρουμένων των διατάξεων των υποπαραγράφων (i) και (ii) της παραγράφου (α) ανωτέρω, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα καταβάλλεται σε δικαιούχο από την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα που έπεται εκάστου μήνα κατά τον οποίο υπέβαλε αίτηση για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, ανεξάρτητα από το αν έχει καταστεί δικαιούχος σε χρόνο μεταγενέστερο της πρώτης ημέρας του δεύτερου μήνα που έπεται εκάστου μήνα κατά τον οποίο υπέβαλε αίτηση για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος:
        Νοείται ότι, οι πιο πάνω διατάξεις εφαρμόζονται μόνο υπό την προϋπόθεση ότι ο αιτητής ήταν δικαιούχος για ολόκληρη την περίοδο για την οποία καταβάλλεται το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.
[…]

Γ.3.2. Οι περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμοι του 1999 και 2014.
    29. Σύμφωνα με το Άρθρο 10 του πιο πάνω Νόμου,
        «το διοικητικό όργανο πρέπει να ασκεί την αρμοδιότητα του μέσα σε εύλογο χρόνο, ώστε η απόφαση του να είναι επίκαιρη σε σχέση με τα πραγματικά ή νομικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται. Ο καθορισμός του εύλογου χρόνου εξαρτάται από τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες».

Γ.3.3. Δικαστικές Αποφάσεις
    30. Σύμφωνα με απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου (1994) οι ενέργειες των κρατικών αρχών πρέπει να λαμβάνονται σε εύλογο χρόνο, ο οποίος χρόνος είναι θέμα αντικειμενικό και εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης [Δημοτική Επιτροπή Αγ. Δομετίου v. Χριστόφορου Χριστοφόρου και άλλων, 1994, Αρ. 3 Α.Α.Δ 434].
    31. Παράλληλα, σύμφωνα με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) (2009) το δημοσιονομικό ή ταμειακό συμφέρον του κράτους δεν μπορεί να εξισώνεται και να αφομοιωθεί συλλήβδην σε ένα γενικότερο δημόσιο συμφέρον [Ζουμπουλίδη v. Ελλάδας, Απόφαση Ημερ. 25.06.2009].

Δ. Διαπιστώσεις/Εισηγήσεις
    32. Εύλογα, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι τα παιδιά με αναπηρίες είναι πιο ευάλωτα σε οποιαδήποτε μορφή βίας. Συχνά αναφέρεται ότι, τα παιδιά με αναπηρίες είναι πέντε φορές πιο πιθανό να καταστούν θύματα άμεσης βίας. Ταυτόχρονα, όμως, τα παιδιά με αναπηρίες βιώνουν και τη δομική βία. Η δομική βία αναφέρεται σε συστηματικούς τρόπους με τους οποίους οι δομές μιας κοινωνίας είναι επιβλαβείς ή καθιστούν ομάδες ατόμων σε μειονεκτική θέση. Η δομική βία είναι συνήθως μη ορατή, αφού είναι ενσωματωμένη στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική διοργάνωση των κοινωνιών [Galtung, J. (1969). Violence, peace and peace research. Journal of Peace Research, 6(3), 167-191]. Αποδίδει δε την ευθύνη για τη μειονεξία του ατόμου στο ίδιο το άτομο. 33. Μέσα από τα συγκεκριμένα παράπονα που μου υποβλήθηκαν και αφορούν παιδιά με αναπηρία που αιτήθηκαν παροχή του Ε.Ε.Ε., η σφαιρική εντύπωση που δίνεται είναι ότι, η συγκεκριμένη ομάδα παιδιών βιώνει τη δομική βία, ακόμα και μέσα από την καθυστέρηση παροχής του Ε.Ε.Ε., με αλλεπάλληλες συνέπειες στην επιβίωση και ανάπτυξη των παιδιών στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Από τη διερεύνηση των εν λόγω παραπόνων, διαπιστώνω ότι η πρόνοια για κοινωνική παροχή στη νομοθεσία δεν αποτελεί ικανοποιητική προϋπόθεση για διασφάλιση του δικαιώματος του παιδιού στην προστασία, αλλά και του δικαιώματος για κοινωνικές παροχές. Απαιτούνται ενέργειες οι οποίες θα διασφαλίσουν ότι η συγκεκριμένη κοινωνική πρόνοια είναι προσβάσιμη προς τα παιδιά με αναπηρία, παρέχεται με φιλικό τρόπο προς το παιδί και τους φροντιστές του και δε συμβάλλει στην απώλεια δικαιώματος των παιδιών για επαρκές βιοτικό επίπεδο, αντιθέτως, τα προστατεύει από επιζήμια επίδραση ανεπαρκών συνθηκών διαβίωσης.
    34. Καθόσον αφορά το χρόνο εξέτασης και έγκρισης ή απόρριψης των αιτήσεων για παροχή Ε.Ε.Ε. σε παιδιά με αναπηρία, διαπιστώνω ότι, υπάρχει καθυστέρηση μέχρι και ενός έτους στην παροχή Ε.Ε.Ε. σε παιδιά με αναπηρία. Μέσα από το νομικό πλαίσιο που αναλύθηκε, διαφαίνεται ότι υπάρχει παραβίαση για διεκπεραίωση της εξέτασης της αίτησης σε εύλογο χρόνο, η οποία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση το φόρτο εργασίας ή το μεγάλο αριθμό αιτήσεων των υπεύθυνων τμημάτων που συνεργάζονται για ολοκλήρωση της διαδικασίας. Ο καθορισμός του εύλογου χρόνου είναι θέμα αντικειμενικό και θα πρέπει να ορίζεται με βάση τις συνέπειες που ενδεχομένως προκύπτουν από την καθυστέρηση στην παροχή Ε.Ε.Ε., οι οποίες, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις των παιδιών με αναπηρίες, επηρεάζουν την ανάπτυξη και ευημερία των παιδιών αυτών.
    35. Παράλληλα, στη νομοθεσία για το Ε.Ε.Ε. γίνεται σαφής αναφορά στο χρόνο καταβολής σε δικαιούχο, ο οποίος δεν είναι άλλος από την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα που έπεται του μήνα κατά τον οποίο το άτομο υπέβαλε αίτηση για παροχή Ε.Ε.Ε. 36. Μέσα και από τα τρία παράπονα διαπιστώνω ότι, η καθυστέρηση που παρατηρείται στην εξέταση των αιτήσεων παιδιών με αναπηρία οδηγεί σε σωρεία παραβιάσεων των δικαιωμάτων του παιδιού αφού στερεί την πρόσβαση σε ποιοτικές παροχές εκπαίδευσης, υγείας, αποκατάστασης και ανάπτυξης στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Ως εκ τούτου, εισήγησή μου είναι όπως οι αιτήσεις εξετάζονται έγκαιρα ή σε διαφορετική περίπτωση, όπως θεσμοθετηθεί μηχανισμός που θα λειτουργεί αποτελεσματικά, μέσα από τον οποίο θα διασφαλίζεται η παροχή κοινωνικών παροχών μέχρι την εξέταση της αίτησης, όπως για παράδειγμα στη βάση της προέγκρισης, όπως αυτή αναλύεται στη νομοθεσία.
    37. Παρόλο που η καταβολή αναδρομικών δε θεωρείται ενδεδειγμένος τρόπος παροχής κοινωνικής πρόνοιας, αφού κατά το διάστημα εξέτασης της αίτησης, το παιδί με αναπηρία ενδέχεται να αντιμετωπίσει σωρεία δυσκολιών που πιθανόν να χειροτερέψουν την κατάστασή του ή να περιορίσουν την ανάπτυξή του, εντούτοις, στις περιπτώσεις όπου δε λήφθηκαν άλλα μέτρα θα πρέπει αυτή να καθίσταται δυνατή. Η καταβολή αναδρομικών στις τρεις περιπτώσεις ξεκίνησε από την ημερομηνία πιστοποίησης της αναπηρίας από το ΤΚΕΑΑ και όχι από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, σημείο που θεωρώ ιδιαίτερα προβληματικό. Ένα παιδί καθίσταται ανάπηρο όταν κοινωνικά, πολιτισμικά και φυσικά εμπόδια ή στάσεις το εμποδίζουν να συμμετέχει πλήρως, αποτελεσματικά και σε ίση βάση με τους άλλους στην κοινωνία, όπως ορίζει η Σύμβαση για τα Δικαιώματα των ΑμεΑ (Άρθρο 1) και όχι όταν πιστοποιήσει την αναπηρία του ένας κρατικός θεσμός.
    38. Στη βάση αυτή εισηγούμαι η παροχή αναδρομικών να καταβάλλεται από την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα κατά την οποία το άτομο υπέβαλε αίτηση και όχι από την ημερομηνία πιστοποίησης της αναπηρίας του. Τέλος, η μη καταβολή αναδρομικών δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση το δημόσιο οικονομικό συμφέρον, όπως διαφαίνεται και από τις δικαστικές αποφάσεις που περιεγράφηκαν παραπάνω. Με βάση τα παραπάνω, θεωρώ ότι θα πρέπει να καταβληθούν τα ανάλογα αναδρομικά στις τρεις οικογένειες που αναφέρονται στο παρόν Πόρισμα.
    39. Η αναφορά στη νομοθεσία για το Ε.Ε.Ε. ότι ανάπηρο άτομο σημαίνει, για τους σκοπούς της νομοθεσίας, πρόσωπο «[…] και το οποίο πιστοποιείται ως πρόσωπο με σοβαρή ή ολική αναπηρία από το Σύστημα Αξιολόγησης της Αναπηρίας […]» αποτελεί διαστρέβλωση του ορισμού της αναπηρίας. Το αρχικό μέρος του ορισμού «σημαίνει πρόσωπο …» μέχρι και το «σε ίση βάση με άλλους» είναι απόλυτα συμβατό με το πνεύμα του ορισμού της αναπηρίας, όπως αυτό ορίζεται από το Προοίμιο και το Άρθρο 1 της Σύμβασης των Δικαιωμάτων των ΑμεΑ. Στο δεύτερο μέρος με την προσθήκη του συνδέσμου «και», προστίθεται στον ορισμό ότι το άτομο θα πρέπει να πιστοποιηθεί ως άτομο με αναπηρία για να θεωρείται ανάπηρο. Η πιστοποίηση της αναπηρίας θα πρέπει να αναφέρεται μεν, θα πρέπει δε να τύχει επαναπροσδιορισμού ώστε να μην προσδίδει προσθετική σημασία στον ορισμό. Σημειώνω, επομένως, την ανάγκη τροποποίησης του ορισμού του όρου άτομο με αναπηρία, αλλά και γενικότερα τις διατάξεις τους Νόμου που αφορούν τα άτομα με αναπηρία, ούτως ώστε αυτές να συνάδουν με τη φιλοσοφία τόσο της Σύμβασης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία (ΑμεΑ), όσο και με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού ως προς τα άτομα με αναπηρία.
    40. Το συμφέρον του παιδιού απαιτεί την αξιολόγηση στη βάση των συγκεκριμένων αναγκών του παιδιού και του περιβάλλοντος στο οποίο ζει και αναπτύσσεται. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται ότι το παιδί απολαμβάνει όλα τα δικαιώματά του και αναπτύσσεται στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Οι βραχυπρόθεσμες, αλλά και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στο παιδί λόγω της καθυστέρησης παροχής του Ε.Ε.Ε. πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Η μη απάντηση των ερωτημάτων που έθεσα προς το ΥΕΠΚΑ στο Παράπονο Ι, καταδεικνύει ότι το τελευταίο δεν μπορεί να δικαιολογήσει και να τεκμηριώσει επαρκώς τον τρόπο με τον οποίο το δικαίωμα για διασφάλιση του συμφέροντος του παιδιού διασφαλίστηκε με τη συγκεκριμένη απόφαση. Αντ’ αυτού, διαφαίνεται ότι τα παιδιά με αναπηρίες αντιμετωπίζονται από ένα τεχνοκρατικό σύστημα, το οποίο δε λαμβάνει υπόψη την ευάλωτη θέση των παιδιών αυτών. Επιπλέον, η διαδικασία πιστοποίησης της αναπηρίας όπως εφαρμόζεται σήμερα, χωρίς διαφοροποίηση στη βάση των αναγκών των παιδιών με αναπηρία, οδηγεί στην καθυστέρηση της παροχής Ε.Ε.Ε. στη συγκεκριμένη ομάδα. Η μεταχείριση των παιδιών με αναπηρία με τον ίδιο τρόπο όπως άλλες ομάδες παιδιών, αποτελεί διάκριση, αφού πρόσωπα που βρίσκονται σε διαφορετικές καταστάσεις πρέπει να τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης στο βαθμό που αυτό απαιτείται, προκειμένου να τους επιτρέπεται η αξιοποίηση συγκεκριμένων παροχών σε ισότιμη βάση με άλλα άτομα [Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (2010). Εγχειρίδιο σχετικά με την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία κατά των Διακρίσεων. Λουξεμβούργο: Υπηρεσία Εκδόσεων της Ε.Ε., σελ. 26]. 41. Συνεπώς, από τη μελέτη των συγκεκριμένων τριών περιπτώσεων, διαφαίνεται ότι, το σύστημα κοινωνικών παροχών, όπως αυτό λειτουργεί σήμερα στην Κύπρο, δε διασφαλίζει στα παιδιά με αναπηρία που έχουν ανάγκη πρόσληψης κοινωνικών παροχών, το δικαίωμα για ισότιμες ευκαιρίες. Εισήγησή μου είναι όπως, το σύστημα διαμορφωθεί σε διάφορα επίπεδα, όπως αυτά διευκρινίστηκαν παραπάνω, αλλά και με βάση τις απόψεις των ιδίων των παιδιών με αναπηρία, οι οποίες θα πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τη διαδικασία διαμόρφωσης.
Ε. Κατακλείδα
    42. Το παρόν Πόρισμα αφορά την παροχή Ε.Ε.Ε. σε παιδιά με αναπηρία και την καθυστέρηση που παρατηρείται στην εξέταση των αιτήσεών τους. Στο Πόρισμα περιλαμβάνονται τόσο η περιγραφή των περιπτώσεων, όσο και οι σχετικές με τη Σύμβαση και την Εθνική Νομοθεσία αρχές και δικαιώματα, καθώς και οι διαπιστώσεις και εισηγήσεις μου.

    43. Χαιρετίζω την απόφαση για δημιουργία δεύτερου και τρίτου Κέντρου Αξιολόγησης της Αναπηρίας σε Λεμεσό και Λάρνακα, πληροφορία η οποία δόθηκε από τη Διευθύντρια του ΤΚΕΑΑ, σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος» στις 18 Ιανουαρίου, 2017. Στο δημοσίευμα αναφέρεται η μεγάλη καθυστέρηση που παρατηρείτο και η μη καταβολή αναδρομικών, κάτι το οποίο, όπως η Διευθύντρια του ΤΚΕΑΑ επεσήμανε θα τερματιστεί ενόψει των αποφάσεων που έχουν ληφθεί. Θεωρώ ότι, τα όσα αναφέρονται στο δημοσίευμα, καταδεικνύουν μια σωστή πορεία προς την υλοποίηση των εισηγήσεων μου που καταγράφονται στο παρόν Πόρισμα. 44. Το Πόρισμα διαβιβάζεται στην Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Κοινοποιείται, παράλληλα, στον Πρόεδρο και τα Μέλη της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και την Πρόεδρο και τα Μέλη της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ίσων Ευκαιριών μεταξύ Ανδρών και Γυναικών για δικές τους ενέργειες στα πλαίσια κοινοβουλευτικού ελέγχου, καθώς και στο Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Εργασίας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, την Προϊστάμενη Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας, τη Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και τη Διευθύντρια Τμήματος Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρία. Το Πόρισμα κοινοποιείται και στους γονείς των τριών παιδιών, για σκοπούς ενημέρωσης Το παρόν Πόρισμα βρίσκεται αναρτημένο στην ιστοσελίδα της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού www.childcom.org.cy στο σύνδεσμο «Επίσημες Θέσεις, Εκθέσεις και Πορίσματα της Επιτρόπου»..
_____________