11/5/16

Ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων είχε συνάντηση με τον Έφορο Φορολογίας

Ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων
 είχε συνάντηση με τον Έφορο Φορολογίας


Συνάντηση με τον Έφορο Φορολογίας κ. Γιάννη Τσαγκάρη είχε σήμερα ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων κ. Γιαννάκης Λ. Ομήρου, από τον οποίο έτυχε ενημέρωσης για την πρόοδο επεξεργασίας της Λίστας Λαγκάρντ από το Τμήμα Φορολογίας.

Σε δηλώσεις του στους δημοσιογράφους μετά το πέρας της συνάντηση, ο Πρόεδρος της Βουλής αναφέρθηκε στην τακτική ενημέρωση που είχε τόσο από τον τέως όσο και από τον νέο Έφορο Φορολογίας σχετικά με την πρόοδος επεξεργασίας της Λίστας Λαγκάρντ, η οποία παραδόθηκε στην Βουλή των Αντιπροσώπων, μετά από σχετικό αίτημα του Σώματος και απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας.

«Ο λόγος, για τον οποίο ζητήσαμε αυτήν τη Λίστα είναι όχι γιατί δεν έχουμε εμπιστοσύνη στο Τμήμα Φορολογίας, αλλά για να υπάρξει μια βεβαιότητα ότι γίνεται απολύτως νομότυπα ο έλεγχος και η επεξεργασία και ότι δεν θα υπάρξει αλλοίωση των στοιχείων καθ’ οιονδήποτε τρόπο, όπως συνέβη σε άλλες χώρες, για παράδειγμα στην Ελλάδα», είπε ο κ. Ομήρου.

Συνεχίζοντας, ο Πρόεδρος της Βουλής υπογράμμισε ότι μέχρι στιγμής, έχουν τύχει επεξεργασίας 88 φυσικά πρόσωπα και έχει επιβληθεί φορολογία ύψους €35 εκ. Έχουν υποβληθεί ενστάσεις από μέρους αυτών των προσώπων, οι οποίες βρίσκονται στο τελικό στάδιο ελέγχου. Απομένουν 116 νομικά πρόσωπα της Λίστας Λαγκάρντ για να ολοκληρωθεί πλήρως η επεξεργασία αυτής της Λίστας. Σύμφωνα με την ενημέρωση του κ. Τσαγκάρη, η διερεύνηση βρίσκεται στο τελικό στάδιο.

«Υπό το φως αυτών των δεδομένων, κρίνω ότι δεν θα ήταν χρήσιμη σε αυτό το στάδιο η επεξεργασία από πλευράς Βουλής της Λίστας που μου έχει παραδοθεί, διότι τα στοιχεία δεν είναι ακόμα έτοιμα, δηλαδή δεν υπάρχει η πλήρης επεξεργασία από πλευράς Εφόρου Φορολογίας. Συνεπώς, αυτόν τον σκληρό δίσκο που μου έχει παραδοθεί, θα τον παραδώσω στον διάδοχό μου στην Προεδρία της Βουλής, για να συνεχίσει την επαφή του με το Τμήμα Φορολογίας και όταν ολοκληρωθεί η σχετική διερεύνηση από το Τμήμα Φορολογίας κατά τρόπο πλήρη, τότε θα μπορεί να προχωρήσει αυτή η διαδικασία του ελέγχου κατά πόσο τα στοιχεία, τα οποία στο τελικό στάδιο θα έχει ενώπιον του ο Έφορος Φορολογίας, είναι τα στοιχεία, τα οποία περιέχονται σε αυτόν τον σκληρό δίσκο», τόνισε ο κ. Ομήρου.

Αναφερόμενος στο θέμα των PanamaPapers, ο Πρόεδρος της Βουλής επεσήμανε ότι «σε ό,τι αφορά Κύπριους, είτε φυσικά είτε νομικά πρόσωπα, που σχετίζονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με την Κύπρο, έχει ήδη αναλάβει η Μονάδα Διαχείρισης Κινδύνων του Τμήματος Φορολογίας την επεξεργασία των στοιχείων που περιέχονται σε αυτόν τον κατάλογο των PanamaPapers, με στόχο να διαπιστωθεί κατά πόσον υπάρχει οποιαδήποτε διάπραξη φορολογικών ή/και ποινικών αδικημάτων. Άλλα είναι στο αρχικό στάδιο αυτή η διερεύνηση».

Ερωτηθείς εάν ενημερώθηκε από τον κ. Τσαγκάρη αν οι ενστάσεις που υποβλήθηκαν στην περίπτωση της Λίστας Λαγκάρντ είναι βάσιμες ή όχι, ο κ. Ομήρου επανέλαβε ότι δεν υπάρχει τελική απόφαση και, συνεπώς, δεν έτυχε τέτοιας ενημέρωσης.

Απαντώντας σε σχόλιο δημοσιογράφου σχετικά με την είσπραξη των €35 εκ. που έχουν υποβληθεί, ο Πρόεδρος της Βουλής σημείωσε ότι το ποσό δεν έχει εισπραχθεί ακόμα, «διότι δικαιούνται με βάση τη νομοθεσία να υποβάλουν ενστάσεις και, συνεπώς, προ της εξετάσεως των ενστάσεων δεν είναι δυνατό να εισπραχθούν οποιαδήποτε ποσά».

Σε ερώτηση εάν υπάρχει χρονοδιάγραμμα για την εξέταση των ενστάσεων, ο κ. Ομήρου ανέφερε ότι έχει λήξει η προθεσμία, εντός της οποίας δικαιούνταν να υποβάλουν ενστάσεις, «αλλά δεν υπάρχει καταληκτική ημερομηνία σε ό,τι αφορά την εξέταση των ενστάσεων, εξ όσων με ενημέρωσε ο Έφορος Φορολογίας».

Ερωτηθείς εάν στα 88 φυσικά πρόσωπα που εξετάστηκαν εμπλέκονται και πολιτικά εκτεθειμένα πρόσωπα, ο κ. Ομήρου υπογράμμισε: «Αυτό που μου έχει αναφέρει και ο κ. Λαζάρου, και επαναβεβαιώνει ο κ. Τσαγκάρης, είναι ότι η απάντηση είναι αρνητική, ότι δεν υπάρχουν εν ενεργεία πολιτικά εκτεθειμένα πρόσωπα».

Σε σχέση με το ζήτημα των αναπομπών νόμων, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο κ. Ομήρου τόνισε ότι «οι αναπομπές εξετάζονται μόνο από την Βουλή των Αντιπροσώπων. Η Βουλή των Αντιπροσώπων, εντός 15 ημερών όπως ορίζει το Σύνταγμα, θα πρέπει να αποφασίσει εάν αποδέχεται ή αν απορρίπτει τις αναπομπές. Αυτό το θέμα, συνεπώς, δεν θα απασχολήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τον Ανώτατο Δικαστήριο».

Κληθείς να αναφέρει τι ακριβώς θα γίνει με τη νέα Βουλή αναφορικά με τις αναπομπές, ο Πρόεδρος της Βουλής ανέφερε ότι «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μετά από συμβουλή του Γενικού Εισαγγελέα, κρίνει ότι δεν επεκτείνεται το χρονικό διάστημα των 15 ημερών για να συναντήσει τη νέα Βουλή, δεν υπάρχει, δηλαδή, αναστολή του δεκαπενθημέρου για να μπορεί να παραπεμφθεί στη νέα Βουλή, όπως έγινε στο παρελθόν, μετά από γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα κ. Πέτρου Κληρίδη. Συνεπώς, αυτό που θα συμβεί είναι ότι οι δύο συγκεκριμένοι νόμοι, για τους οποίους έγινε η αναπομπή, δεν θα έχουν οποιαδήποτε ισχύ, δεδομένου ότι δεν έχουν υπογραφεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και δεν έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Αλλά η διαβεβαίωση που δίνουν τα πολιτικά κόμματα –όπως αυτή δόθηκε στη σύσκεψη των κοινοβουλευτικών αρχηγών και εκπροσώπων- είναι ότι θα επανακαταθέσουν προτάσεις νόμου με το ίδιο περιεχόμενο, ενδεχομένως και σε συνεννόηση με την εκτελεστική εξουσία, για να μην υπάρχει και οποιοσδήποτε λόγος εκ νέου αναπομπών αυτών των νομοθεσιών.

Γνωρίζετε επίσης ότι σε ό,τι αφορά στο θέμα των δόσεων στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις, υπήρξε ανακοίνωση από πλευράς Κυβέρνησης ότι δεν θα ασκηθεί οποιαδήποτε ποινική δίωξη για οφειλές του 2015 και δεν προβλέπεται ότι θα υπάρχει μείζον ζήτημα.

Εγώ έχω πάντα την άποψη ότι πρέπει να υπάρχει συνεννόηση και με την εκτελεστική εξουσία, όχι υπό την έννοια ότι η εκτελεστική εξουσία θα αποφασίζει και η Βουλή των Αντιπροσώπων θα επιθέτει σφραγίδα, διότι η Βουλή των Αντιπροσώπων είναι Σώμα κυρίαρχο και ασφαλώς μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις ασκώντας πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Όμως, υπάρχουν ζητήματα –όπως αυτό των δόσεων στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις- που θα μπορούσε και μπορεί να διευθετηθεί με μια συνεννόηση με την εκτελεστική εξουσία, σε ό,τι αφορά στον αριθμό των δόσεων».