Δημόσια τοποθέτηση της Εθνικής Ανεξάρτητης
Αρχής Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων
Με
αφορμή την πρόσφατη συζήτηση στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων και Ίσων Ευκαιριών μεταξύ Ανδρών και Γυναικών για την εμπορία
προσώπων στην Κύπρο, και οι οποίες αφορούσαν στον ρόλο και την ευθύνη του πελάτη
των υπηρεσιών που προκύπτουν από την εκμετάλλευση γυναικών για σκοπούς
σεξουαλικής εκμετάλλευσης, θεωρώ αναγκαία την εκ νέου δημόσια παρέμβασή μου και
την επαναφορά των θέσεών μου επί του θέματος.
Η
εμπορία γυναικών και κοριτσιών για σκοπούς σεξουαλικής εκμετάλλευσης
παραμένει μέχρι σήμερα η πιο σοβαρή
μορφή trafficking ,
με εξαιρετικά σοβαρές και οδυνηρές συνέπειες στα θύματα. Αποτελεί ένα
εγκληματικό φαινόμενο, με διεθνείς διαστάσεις και μεγάλη κερδοφορία, το οποίο
μεταλλάσσεται, καθιστώντας τον έγκαιρο εντοπισμό και την καταπολέμησή του μια
τεράστια πρόκληση για τις Αστυνομικές Αρχές και τις κοινωνίες, στις οποίες
αναπτύσσεται. Συνδέεται δε στενά με την εξαναγκαστική πορνεία και την έμφυλη
διάσταση της μετανάστευσης, αφού η εμπειρία δεικνύει ότι η εμπορία για σκοπούς
σεξουαλικής εκμετάλλευσης πλήττει κατά κύριο λόγο τις γυναίκες που βρίσκονται σε
ευάλωτη θέση: Τις γυναίκες που προσφέρουν σεξ έναντι αμοιβής λόγω οικονομικής
ανάγκης, τις απομονωμένες εποχιακές εργάτριες, τις οικιακές εργάτριες με
υπέρογκα χρέη, τις άτυπες μετανάστριες.
Όπως
αναδεικνύεται από την διεθνή εμπειρία, η ποινική δίωξη των εμπόρων και των
εκμεταλλευτών από μόνη της δεν αρκεί για την καταπολέμηση του σοβαρού αυτού
εγκλήματος. Είναι, εξάλλου, ευρέως παραδεκτό ότι οι υποθέσεις trafficking
που εντοπίζονται και καταλήγουν ενώπιον της δικαιοσύνης δεν αποτελούν παρά ένα
μικρό ποσοστό των περιπτώσεων, ο πραγματικός αριθμός των οποίων παραμένει εν
πολλοίς άγνωστος και αόρατος. Λόγω των δυσκολιών έγκαιρου εντοπισμού του
εγκλήματος και της αναγκαιότητας αναχαίτισης των σοβαρών συνεπειών του στα
θύματα, έχει καταστεί πλέον σαφές ότι θα πρέπει να ληφθούν αυξημένα προληπτικά
μέτρα για πάταξη του φαινομένου και για αποφυγή της θυματοποίησης. Είναι για
αυτό που, τα τελευταία χρόνια, συζητείται όλο και επιτακτικότερα ο παράγοντας
της ζήτησης των υπηρεσιών που
προκύπτουν από την εμπορία ανθρώπων και ο ρόλος και η ευθύνη του πελάτη στην
κερδοφορία των διακινητών και, κατ’ επέκταση, στη διαιώνιση του κύκλου της
εκμετάλλευσης των θυμάτων.
Στη
βάση πληθώρας συζητήσεων και διαβουλεύσεων σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο για
την ανάγκη λήψης μέτρων για αποθάρρυνσης της ζήτησης, ως παράγοντα που υποκινεί
και συντηρεί την εμπορία, αρκετά κράτη της ΕΕ προχώρησαν ήδη σε ποινικοποίηση
της χρήσης των υπηρεσιών trafficking .
Στο ίδιο πλαίσιο, η Οδηγία 2011/36 της ΕΕ προέτρεψε τα κράτη μέλη να
αναλογιστούν σοβαρά το ενδεχόμενο ένταξης και στο δικό τους εθνικό δίκαιο
ανάλογων ρυθμίσεων, χωρίς να επιβάλλει, ωστόσο, το είδος και το εύρος των
ρυθμίσεων αυτών και χωρίς να διαχωρίζει τις σεξουαλικές υπηρεσίες που προκύπτουν
από την πορνεία και την εμπορία προσώπων.
Η
Κύπρος, αναγνωρίζοντας προφανώς την έκταση και τη σοβαρότητα του φαινομένου της
εμπορίας προσώπων στο έδαφός της, καθώς και την αναγκαιότητα λήψης αυξημένων
μέτρων πρόληψής του, προχώρησε σε ανάλογη νομοθετική ρύθμιση τον Απρίλιο του
2014, με την εισαγωγή σχετικής πρόνοιας στον νέο Νόμο [1]
για την εμπορία προσώπων. Με την εισαγωγή της εν λόγω ρύθμισης, θεωρείται πλέον
ποινικά υπεύθυνος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης (μέχρι 3 έτη) ή/και σε
χρηματική ποινή (μέχρι €15,000), «όποιος
εύλογα δύναται να υποθέσει» ότι οι υπηρεσίες που χρησιμοποιεί αποτελούν
αντικείμενο αδικημάτων εμπορίας και εκμετάλλευσης. Έτσι αναγνωρίζεται πλέον η
κοινωνική και η ποινική ευθύνη του πελάτη για την εξέλιξη του φαινομένου του
trafficking .
Μάλιστα, ενώ η Οδηγία και άλλα νομικά κείμενα σε ευρωπαϊκό επίπεδο περιέχουν
προβλέψεις για ποινικές κυρώσεις εναντίον του πελάτη που «εν γνώσει του» κάνει χρήση υπηρεσιών
θυμάτων εμπορίας, ο εγχώριος νομοθέτης
προχώρησε σε ευνοϊκότερη για την προστασία του θύματος και αυστηρότερη
για τον χρήστη ρύθμιση, αφού δεν απαιτείται καν η άμεση γνώση για στοιχειοθέτηση
του εγκλήματος.
Σημειώνεται
ότι η εισαγωγή της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας δεν αποσκοπεί πρωτίστως, όπως
λαθεμένα διατυπώνεται, στην «εργαλειακή» άσκηση πίεσης στους πελάτες για σκοπούς
λήψης μαρτυρικών καταθέσεων και, κατ’ επέκταση, αποτελεσματικότερης δίωξης των
διακινητών. Η συγκεκριμένη πρόνοια της νομοθεσίας συνιστά αλλαγή προσέγγισης ως
προς την πρόληψη της εμπορίας προσώπων. Ταυτοποιεί μια νέα μορφή εγκληματικής
συμπεριφοράς, η οποία σχετίζεται με την ίδια την αγορά των υπηρεσιών. Με τον
τρόπο αυτόν μετατίθεται για πρώτη φορά σημαντικό μέρος της ευθύνης για την
εκμετάλλευση των προσώπων στους πελάτες των υπηρεσιών, που θεωρούνται πλέον
ποινικά και κοινωνικά υπεύθυνοι για τη θυματοποίηση και την παραβίαση των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διακυβεύονται κατά την αγορά των υπηρεσιών.
Η
ποινικοποίηση της αγοράς σεξουαλικών υπηρεσιών χαιρετίστηκε και από μέρους μου,
σε συνέχεια παρεμβάσεών μου, οι οποίες αφορούσαν στο πλαίσιο πρόληψης και
καταπολέμησης του trafficking
και στις οποίες αναδείκνυα την αναγκαιότητα αντιμετώπισης του παράγοντα της
ζήτησης. Μετά την εισαγωγή της εν λόγω ρύθμισης, προέβηκα μάλιστα σε ειδικότερη
Τοποθέτηση [2],
την οποία διαβίβασα στις αρμόδιες αρχές τον Ιανουάριο του 2015, τονίζοντας ότι η
συγκεκριμένη νομοθετική εξέλιξη –η οποία συνιστά αλλαγή παραδείγματος όσον αφορά
στην πρόληψη του φαινομένου- αποτελεί ένα εύστοχο βήμα προληπτικής πολιτικής
απέναντι στην εμπορία προσώπων, μια ένδειξη αναγνώρισης της σοβαρότητας και του
βαθμού απαξίας του αποκρουστικού αυτού εγκλήματος, και ένα μέτρο με πρακτική και
συμβολική αξία, το οποίο μπορεί να συνεισφέρει ουσιαστικά στην αλλαγή της
νοοτροπίας των δυνητικών πελατών και της κοινωνίας ευρύτερα.
Στην
ίδια Τοποθέτηση διατύπωσα τους προβληματισμούς μου για τη μη εφαρμογή της
ρύθμισης, αρκετούς μήνες μετά την υιοθέτησή της, τόνισα ότι η παρατεταμένη
ατιμωρησία των πελατών θέτει σε διακινδύνευση τα συμβολικά οφέλη της ρύθμισης
και ήγειρα ερωτηματικά ως προς τη βούληση των Αρχών για την πρακτική εφαρμογή
της. Δυστυχώς, δύο σχεδόν χρόνια από την εισαγωγή της ρύθμισης, εξακολουθώ να
διατηρώ τους ίδιους προβληματισμούς, καθώς δεν φαίνεται να έχει ασκηθεί δίωξη σε
πελάτη υπηρεσιών trafficking
στη βάση της υπό αναφορά νομοθετικής πρόνοιας σε καμία από τις υποθέσεις
εμπορίας που εντοπίστηκαν και διερευνήθηκαν από την Αστυνομία έκτοτε. Το γεγονός
και μόνο ότι η στοιχειοθέτηση του αδικήματος δεν απαιτεί την άμεση γνώση του
πελάτη για το ποιόν των υπηρεσιών που αγοράζει, συνιστά από μόνο του μια
προχωρημένη νομοθετική προσέγγιση που θα διευκόλυνε την άσκηση δίωξης στη βάση
του συνολικού περιεχομένου των καταθέσεων και των περιστάσεων υπό τις οποίες
έγινε η συνδιαλλαγή με το θύμα της εμπορίας ή/και τον διακινητή του.
Με
ανησυχεί, παράλληλα, το ότι δεν έχουν γίνει επαρκείς ενέργειες για γνωστοποίηση
του νέου αυτού αδικήματος, αφενός στους δημόσιους λειτουργούς πρώτης γραμμής που
εντοπίζουν και παραπέμπουν τις υποθέσεις εμπορίας για ποινική διερεύνηση, και
αφετέρου στο ευρύ κοινό, στο οποίο περιλαμβάνονται οι δυνητικοί πελάτες των
σεξουαλικών υπηρεσιών, που εν γνώσει, εν αγνοία τους ή λόγω αδιαφορίας
διαπράττουν το ποινικό αυτό αδίκημα και συμβάλλουν στη βάναυση παραβίαση των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων των θυμάτων που προσφέρουν τις υπηρεσίες.
Παρότι
αυτό που εξετάζεται με την παρούσα Τοποθέτησή μου δεν είναι καθ’ εαυτόν το
περιεχόμενο των δηλώσεων που έγιναν την περασμένη εβδομάδα από Μέλος του
Κοινοβουλίου, θεωρώ σκόπιμο να σημειώσω ότι αυτού του είδους οι δηλώσεις,
ανεξαρτήτως πρόθεσης, αντιτίθενται στην ουσία και το πνεύμα της νομοθετικής
πρόνοιας για ποινικοποίηση του πελάτη, που είναι η απόδοση ποινικής και
κοινωνικής ευθύνης σε κάθε πρόσωπο που αγοράζει σεξουαλικές υπηρεσίες,
συμβάλλοντας έτσι στη σεξουαλική εκμετάλλευση προσώπων. Κάθε υπόνοια εξίσωσης
του πελάτη με τα θύματα της εμπορίας ή εκ προοιμίου αθώωσης του συνιστά,
συνακόλουθα, καλλιέργεια κουλτούρα ανοχής έναντι στην αντίστοιχη συμπεριφορά και
πλήττει τις ευρύτερες προσπάθειες πρόληψης και καταπολέμησης του φαινομένου της
εμπορίας προσώπων.
Τέτοιες
προσεγγίσεις πατούν, δυστυχώς, σε βαθιά ριζωμένα πατριαρχικά και σεξιστικά
στερεότυπα που ενοχοποιούν τις γυναίκες, οι οποίες «προκαλούν», «αποπλανούν» και
«παρασύρουν» τους άνδρες. Εν προκειμένω, η αναζήτηση σεξουαλικών υπηρεσιών εκ
μέρους των ανδρών γίνεται με πλήρη γνώση και ελεύθερη βούληση και αφορά σε
γυναίκες εκβιαζόμενες, απειλούμενες και υποκείμενες σε καθεστώς ανελευθερίας.
Προκαλεί δε έκπληξη το γεγονός ότι την ίδια στιγμή που ο εγχώριος νομοθέτης
επέλεξε να νομοθετήσει κατά τρόπο που διευκολύνει την άσκηση ποινικών διώξεων
εναντίον των πελατών, χωρίς την απαίτηση της άμεσης γνώσης εκ μέρους τους για
τις συνθήκες της προσφοράς των σεξουαλικών υπηρεσιών, προβάλλεται, ταυτόχρονα,
μέσα από δημόσιες δηλώσεις η άποψη περί εξίσωσης ευθυνών ή ακόμα και
θυματοποίησης των ανδρών πελατών.
Δεν
θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να παραγνωρίζεται ότι τα θύματα σεξουαλικής
εκμετάλλευσης είναι γυναίκες. Η αντιστροφή των ρόλων ή των ευθυνών που φέρουν οι
πελάτες ως προς την αποτροπιαστική αυτή μορφή εκμετάλλευσης των γυναικών, η
εξισωτική αντίληψη ως προς το βαθμό ευθύνης τους με τα θύματα ή ακόμη και η
«θυματοποίηση» τους, είναι απαράδεκτη, αποπροσανατολιστική και αξιοπερίεργη. Μια
τέτοια προσέγγιση παραγνωρίζει και υποτιμά τις γενεσιουργές αιτίες της
σεξουαλικής εκμετάλλευσης των γυναικών, κάτω από συνθήκες φόβου, καταναγκασμού,
πιέσεων και απειλών. Μια από τις κύριες αιτίες που συντηρούν την εμπορία για
σκοπούς σεξουαλικής εκμετάλλευσης είναι, χωρίς αμφιβολία, η ζήτηση των
σεξουαλικών υπηρεσιών εκ μέρους των ανδρών πελατών. Η επιλογή της εκμετάλλευσης
είναι του δράστη και όχι του θύματος.
Σημειώνοντας
τα πιο πάνω, επαναλαμβάνω ότι παραμένει ζητούμενο η ενεργοποίηση της πρόνοιας
για ποινικοποίηση του πελάτη και αναμένω ότι οι αρμόδιες αρχές θα εντείνουν τις
προσπάθειες για εφαρμογή της ως κρίσιμο παράγοντα για καταπολέμηση του
trafficking
.