10/10/15

Ομιλία Κυβερνητικού Εκπροσώπου κ. Νίκου Χριστοδουλίδη

Ομιλία Κυβερνητικού Εκπροσώπου κ. Νίκου Χριστοδουλίδη
στην κηδεία των λειψάνων έξι αγνοουμένων της τουρκικής εισβολής


Κηδεία λειψάνων Ελένης, Μάρως, Σούλλας και Θεμιστούλας Θεμιστοκλέους
και Αγγελικής και Ανδρέα Κυριάκου

Με συγκίνηση και δέος, με φορτισμένη τη μνήμη και σφιγμένη την καρδιά, στεκόμαστε σήμερα μπροστά στα έξι φέρετρα της ίδιας οικογένειας, συμμετέχοντας, με καθυστέρηση τεσσάρων και πλέον δεκαετιών, στην τελευταία πράξη μιας απερίγραπτης τραγωδίας. Συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ στην προσφυγιά, μακριά από τα ιερά χώματα του Τραχωνίου της Κυθρέας, για να αποδώσουμε τον τελευταίο ασπασμό και την ελάχιστη οφειλόμενη τιμή, σύμφωνα με τις παραδόσεις, τα ιερά και τα όσιά μας, σε μια μάνα, στις τέσσερις κόρες και στο εγγονάκι της, τη ζωή των οποίων τερμάτισε η επέλαση των Τούρκων εισβολέων, το 1974. 

Η τύχη της μάνας Ελένης, των θυγατέρων της, Αγγελικής, Μάρως, Σούλας και Θεμιστούλας και του βρέφους της Αγγελικής, Ανδρέα, αγνοείτο, αφότου η φρίκη της τουρκικής εισβολής χάραξε στο σώμα της Κύπρου την απαίσια γραμμή του Αττίλα.

Είναι δύσκολο τόσο συναισθηματικά όσο και ψυχικά να μετρήσουμε τον πόνο, τη λύπη, την πίκρα και την οργή. Ακόμα πιο δύσκολο είναι να μετρήσουμε τα συναισθήματα των συγγενών που μετά από τόσα χρόνια αγωνίας και άγνοιας, καλούνται να βγάλουν όλο τον πόνο και την αγάπη τους μπροστά από μια μικρή στοιβάδα οστών, πάνω από ένα κρύο ξύλινο κιβώτιο.

Σαράντα ένα πικρά χρόνια οι συγγενείς των αγνοουμένων που κηδεύουμε σήμερα, βίωσαν ένα αδυσώπητο μαρτύριο και έζησαν την πιο οδυνηρή επίπτωση της τουρκικής εισβολής, το πιο τραγικό ανθρώπινο δράμα, το δράμα να αγνοείς την τύχη των αγαπημένων σου.
Φίλες και φίλοι,

Η ζωή αυτών που χάθηκαν έκτοτε και των συγγενών που έμειναν για να κουβαλούν τον ασήκωτο σταυρό του μαρτυρίου των αγνοουμένων, ήταν κάποτε ευτυχισμένη, ήρεμη και ειρηνική στον τόπο που τους γέννησε και τους ανάθρεψε.

Η μάνα Ελένη 46 χρόνων, οι κόρες της Σούλλα 11 χρόνων, Μάρω 19 χρόνων, Θεμιστούλα 21 χρόνων και η Αγγελική 25 χρόνων μαζί με το εξάμηνο βρέφος της  Ανδρέα, πριν από την τουρκική εισβολή, διέμεναν μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας τους στο Τραχώνι Κυθρέας, ζώντας τη θαλπωρή της οικογένειας και τη γαλήνη της ήσυχης κυπριακής ζωής.

Στις 14 Αυγούστου 1974, όταν άρχισε η δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής, η περιοχή Μιας Μηλιάς – Κουτσοβέντη – Τραχωνίου Κυθρέας δέχτηκε βομβαρδιστικές επιθέσεις από την τουρκική πολεμική αεροπορία και από ισχυρές δυνάμεις στρατού όπως και μεγάλου αριθμού αρμάτων μάχης.

Λίγο πριν το μεσημέρι εκείνης της ημέρας, τα τουρκικά στρατεύματα διέσπασαν τις αμυντικές γραμμές της Εθνικής Φρουράς στην περιοχή Μιας Μηλιάς και κινήθηκαν προς την περιοχή Τραχωνίου Κυθρέας. Οι κάτοικοι του Τραχωνίου, όταν πληροφορήθηκαν ότι τα τουρκικά στρατεύματα κινούνταν προς το χωριό τους, άρχισαν αμέσως να το εγκαταλείπουν και να κατευθύνονται προς το Παλαίκυθρο και τη Λευκωσία.

Η Ελένη μαζί με τις κόρες της και τον εγγονό της, τους υπόλοιπους συγγενείς και άλλους κατοίκους τους Τραχωνίου, με απόγνωση και αγωνία έτρεχαν διά μέσου των αγρών, σε μία προσπάθεια να αποφύγουν τη σύλληψη των πάνοπλων Τούρκων που τους ακολουθούσαν. Τα τουρκικά στρατεύματα υποστηριζόμενα από άρματα μάχης όπως και πεζοπόρα τμήματα του τουρκικού στρατού είχαν πλησιάσει το χωριό και άρχισαν να βάλλουν κατά των κατοίκων οι οποίοι το εγκατέλειπαν. Από τα πυρά των τουρκικών στρατευμάτων, τραυματίστηκε ένας από την ομάδα και έπεσε στο έδαφος. Αμέσως, η σύζυγος και ο γιος του, καθώς και η Ελένη με τις τέσσερεις κόρες της έτρεξαν προς βοήθεια του. Η Αγγελική κρατούσε στην αγκαλιά της το βρέφος της, Ανδρέα. Τότε ακούστηκαν πυροβολισμοί…

Έκτοτε η Ελένη, η Μάρω, η Θεμιστούλα, η Σούλλα, η Αγγελική και ο Ανδρέας, όπως και οι υπόλοιποι κάτοικοι Τραχωνίου, οι οποίοι παρέμειναν στο σημείο τραυματισμού του συγγενή τους, δεν έδωσαν σημεία ζωής. Η συνέχεια και το τέλος αυτής της τραγωδίας γράφονται σήμερα, αφού στο μεταξύ τα οστά των πεσόντων εντοπίστηκαν σε εκείνη την περιοχή του Τραχωνίου Κυθρέας.

Συμπατριώτισσες και συμπατριώτες,

Από την πατρίδα μας, ποτέ δεν έλειψαν οι δοκιμασίες, ο πόνος και η πίκρα. Χρόνια, δεκαετίες και αιώνες πληρώνουμε βαρύ το τίμημα της ιστορίας και της γεωγραφίας μας. Από τη μικρή, πικρή πατρίδα μας δεν έλειψαν ποτέ οι θυσίες προκειμένου να κρατήσουμε την ελευθερία μας.  Είναι αλήθεια πως, από το 1974, πληρώνουμε μέχρι σήμερα βαριές απώλειες. Είναι οι νεκροί μας, οι αγνοούμενοι, είναι η ίδια σχεδόν η μισή μας πατρίδα.

Αποτελεί, όμως, εξίσου αλήθεια πως σε αυτό τον τόπο ποτέ δεν πάψαμε να πιστεύουμε πως μπορούμε να επιτύχουμε την ιστορική μας συνέχεια και την αποκατάσταση του κοινωνικού μας ιστού. Δεν πάψαμε ποτέ να πιστεύουμε πως μπορούμε με σύνεση, αποφασιστικότητα, επιμονή και υπομονή να δημιουργήσουμε ξανά συνθήκες επανένωσης της πατρίδας μας και ειρηνικής συμβίωσης όλων των κατοίκων της.

Σήμερα είμαστε όσο ποτέ ώριμοι και έτοιμοι να εργαστούμε για να μη χρειαστεί να  υπάρξουν άλλες θυσίες αίματος σε αυτόν τον τόπο. Ακριβώς επειδή ξέρουμε τον πόνο που προκαλούν, θέλουμε να οικοδομήσουμε μία πατρίδα που να δίνει ζωή και χαρά στους ανθρώπους της και όχι οι άνθρωποι να δίνουν τη ζωή και τη χαρά τους γι’ αυτήν. Οι ήρωες στα πεδία των μαχών, αλλά και οι ήρωες στα πεδία της ζωής και της ελπίδας που θα χρειαζόμαστε στο μέλλον, να είναι οι άνθρωποι της δουλειάς, του πνεύματος, της δημιουργίας.

Αγαπητοί και σεβαστοί συγγενείς,

Πρέπει να νιώθετε υπερήφανοι για την κληρονομιά που οι άνθρωποί σας άφησαν, όχι μόνο σε εσάς, αλλά και στην κυπριακή  κοινωνία γενικότερα. Μια κληρονομιά που σε εσάς αποδίδει την ύψιστη τιμή και σε εμάς την ευθύνη για τη δικαίωση της θυσίας τους.

Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να σας μεταφέρω το καθαρό μήνυμα της Πολιτείας, πως επιμένουμε στον στόχο να τεθεί επιτέλους τέρμα στο ανθρωπιστικό πρόβλημα των αγνοουμένων που εξακολουθεί όλα αυτά τα χρόνια να προκαλεί πόνο και οργή.  

Απευθύνουμε, ξανά, την έκκληση προς την τουρκική πλευρά να συνεργαστεί αποτελεσματικά για να δώσουμε επιτέλους ένα τέλος σε αυτό το δράμα. Απευθύνουμε την έκκληση μας ιδιαίτερα προς την Τουρκία για να ανοίξει στην Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενους (ΔΕΑ) τις στρατιωτικές ζώνες και τα αρχεία της για να εξασφαλισθεί επιτέλους μια αποτελεσματική έρευνα.

Την ίδια ώρα αγωνιζόμαστε για να κτίσουμε μια πατρίδα όπως ήταν παλιά ολόκληρη η Κύπρος, όπου ζούσαν αρμονικά, ειρηνικά και συνδημιουργούσαν οι κάτοικοι της. Να δημιουργήσουμε συνθήκες, όπου θα προστατεύονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι βασικές ελευθερίες όλων των ανθρώπων της.

Αυτή είναι η πρώτιστη υποχρέωση, αλλά και η υψίστη τιμή σε όσους έδωσαν τη ζωή τους και σε όσους ακόμα αγνοούνται.

Αιωνία ας είναι η μνήμη των έξι θυμάτων της τουρκικής εισβολής που μετά από 41 ολόκληρα χρόνια κηδεύουμε σήμερα, μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Εύχομαι προς τα αγαπημένα τους πρόσωπα το τέλος της 40χρονης αγωνίας για την τύχη των δικών τους, να γαληνέψει την ψυχή τους και να απαλύνει τον πόνο τους.

_____________