Ο
Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Νίκος Αναστασιάδης και ο Πρόεδρος της
Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος έδωσαν σήμερα, στο
Προεδρικό Μέγαρο, κοινή συνέντευξη Τύπου.
Στην εναρκτήριά του δήλωση, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέφερε τα ακόλουθα:
«Με τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας,
τον οποίον, εκ μέρους της Κυβερνήσεως αλλά και ολόκληρου του κυπριακού
λαού, θερμά καλωσορίζω, είχαμε μια σημαντική και ουσιαστικού περιεχομένου συνάντηση, αφού κατά τη διάρκεια της οποίας δεν είχα μόνο την ευκαιρία να ενημερώσω τον
φίλο Πρόεδρο και τους διακεκριμένους συνεργάτες του για τις τελευταίες
εξελίξεις στο Κυπριακό και τις προοπτικές επανέναρξης του διαλόγου, αλλά
και να διαπιστώσω για άλλη μια φορά το διαχρονικό και ανιδιοτελές ενδιαφέρον
τόσο του ιδίου όσο και της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας για
ολόπλευρη στήριξη του Κυπριακού Ελληνισμού και του λαού της Κύπρου
ευρύτερα στον αγώνα για εξεύρεση μιας ειρηνικής λύσης που θα απαλλάσσει
την Κύπρο από την κατοχή και θα διασφαλίζει τη μετεξέλιξη της Κυπριακής
Δημοκρατίας σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος στη βάση της διζωνικής,
δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Όπως ήτο αναμενόμενο, συζητήσαμε
και υπήρξε εκατέρωθεν ενημέρωση για την παρούσα οικονομική κατάσταση
τόσο της Ελλάδος όσο και της Κύπρου και την πορεία εφαρμογής των
μεταρρυθμιστικών πολιτικών που έχουμε αναλάβει.
Στο πλαίσιο αυτό, επανέλαβα
για ακόμη μια φορά, την αποφασιστικότητα και την αταλάντευτη στήριξή
μας στις επιδιώξεις της Ελληνικής Κυβέρνησης, για αντιμετώπιση της
οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης και για μια Ευρώπη της αλληλεγγύης,
της ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής.
Ακόμη, λαμβάνοντας
υπόψη την ανεύρεση ενεργειακών αποθεμάτων στην περιοχή μας, αλλά και
την επικρατούσα κατάσταση στις γειτνιάζουσες χώρες και μη
παραγνωρίζοντας πως οι δύο μας χώρες αποτελούν πυλώνα σταθερότητας,
επαναλάβαμε την κοινή μας θέση, όπως την είχαμε καταγράψει και κατά την
πρόσφατη επίσκεψη στην Κύπρο του Πρωθυπουργού κ. Αλέξη Τσίπρα, για
ενίσχυση του συντονισμού και των δράσεων μας για εμβάθυνση περιφερειακών
συμμαχιών που θα οδηγούν στην ειρήνη, τη σταθερότητα και την ενεργειακή
ασφάλεια της Ανατολικής Μεσογείου.
Για άλλη μια φορά φίλε Πρόεδρε, θερμές
ευχαριστίες για την εδώ παρουσία σας, η οποία επιβεβαιώνει εκ νέου το
ειλικρινές ενδιαφέρον τόσο εσάς προσωπικά όσο και της Ελληνικής
Κυβερνήσεως, αλλά και τη
διαχρονική στήριξη της Ελλάδος προς τον Κυπριακό Ελληνισμό και,
βεβαίως, θέλω να εκφράσω την πεποίθηση που δημιουργείται εκ της
γνωριμίας μας για τη μεταξύ μας άριστη και στενή συνεργασία προς
επίτευξη των κοινών μας στόχων.
Εκφράζοντας τα αισθήματα του Κυπριακού Ελληνισμού εκφράζω και ευγνώμονες ευχαριστίες για τη μέχρι σήμερα στήριξη σας».
Από την πλευρά του,
ο Πρόεδρος Παυλόπουλος είπε, μεταξύ άλλων, ότι «ακολουθώ την παράδοση
όλων των Προέδρων της Ελληνικής Δημοκρατίας, το πρώτο ταξίδι να είναι
στην Κύπρο. Η τήρηση αυτής της παράδοσης δεν συνιστά όμως, ιδίως σήμερα,
τύπο. Η τήρηση αυτής της παράδοσης είναι βαθύτατα ουσιαστική υπό τις
σημερινές συνθήκες ιδίως. Διότι
υποδηλώνει ότι οι αδελφικοί δεσμοί ανάμεσα στις δύο χώρες, που
συνθέτουν το κράμα του Ελληνισμού και οι δύο, είναι ακατάλυτοι, είναι
άρρηκτοι και θα παραμείνουν έτσι.
Η οικονομική κρίση που έχει ενσκήψει εδώ και
καιρό δεν μπόρεσε και δεν θα μπορέσει να θίξει έστω και κατ’ ελάχιστο
αυτούς τους ιερούς δεσμούς αδελφοσύνης που μας συνδέουν και οι οποίοι
μας επιτρέπουν να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο
και ιδίως στην περιοχή μας.
Η Ελλάδα συμπαρίσταται στην Κύπρο στην προσπάθεια δικαίωσής της. Δηλώνουμε
κατηγορηματικά ότι δεν πρόκειται να αποδεχθούμε τετελεσμένα ούτε σε
ό,τι αφορά την κατοχή εδαφών της Κύπρου ούτε στα θέματα του εποικισμού
ούτε τετελεσμένα σε ό,τι αφορά το θέμα της παραβίασης των δικαιωμάτων
του ανθρώπου, των κάθε είδους δικαιωμάτων του ανθρώπου. Αυτό
πρέπει να καταστεί σαφές προς πάσα κατεύθυνση. Και το λέω αυτό διότι η
δήλωση δεν αφορά μόνο την Κύπρο και την Ελλάδα –μην ξεχνάμε ότι η Κύπρος
είναι πλήρες μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Αποτελεί χρέος και της ΕΕ
να αναλογιστεί αυτές τις στιγμές ότι δεν είναι νοητό να συνεχίζεται αυτή
η απαράδεκτη εκκρεμότητα να τελεί κατά ένα μέρος της Κύπρου υπό κατοχή.
Είναι χρέος και ευθύνη και της ΕΕ να το αντιληφθεί και να συμβάλει προς
αυτή την κατεύθυνση.
Σε ό,τι αφορά την επίλυση του Κυπριακού, παραμένουμε στη γνωστή, αταλάντευτη γραμμή που έχουμε ακολουθήσει έως σήμερα.
Κύριε Πρόεδρε, ορθότατα διεκόπησαν οι δικοινοτικές συνομιλίες λόγω της πρόκλησης, η οποία διαμορφώθηκε μετά την παρουσία του Barbaros. Και ορθώς έχετε αποφασίσει να μην ξαναξεκινήσουν αυτές οι συνομιλίες εάν δεν επιστρέψει στην Τουρκία το Barbaros, όχι απλώς να παραμείνει ελλιμενισμένο στην Αμμόχωστο.
Επίσης, στηρίζουμε τη διαδικασία, η οποία
έχει δρομολογηθεί και η οποία είναι η μόνη διαδικασία αποδεκτή από
πλευράς διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου, δηλαδή οι δικοινοτικές συνομιλίες,
οι οποίες τελούν υπό την αιγίδα του ΓΓ του ΟΗΕ. Και σε ό,τι αφορά την
ουσία της λύσης, είναι δεδομένο ότι αυτή η λύση δεν μπορεί παρά να
προκύψει με πλήρη εφαρμογή των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του
ΟΗΕ, κατ’ αποτέλεσμα με πλήρη εφαρμογή του διεθνούς δικαίου.
Η λύση που θα προκύψει πρέπει να σέβεται πλήρως και το ευρωπαϊκό δίκαιο, ιδίως το πρωτογενές. Δηλαδή, το ευρωπαϊκό θεσμικό κεκτημένο.
Η Κύπρος είναι πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής
Ένωσης και της Ευρωζώνης. Επομένως, οιαδήποτε λύση, η οποία θα
καθιστούσε αδύνατη ή θα δυσχέραινε την πορεία της Κύπρου εντός
Ευρωπαϊκής Ένωσης και εντός Ευρωζώνης είναι απορριπτέα. Αυτό
πρέπει να καταστεί σαφές προς πάσα κατεύθυνση, αλλά ακόμα και προς τους
εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη. Διότι και αυτοί
πρέπει να αντιληφθούν ότι κάθε λύση του Κυπριακού που θα παραβίαζε το
ευρωπαϊκό θεσμικό κεκτημένο, θα αποτελούσε προσβολή της ίδιας της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και αυτή είναι η βάση, πάνω στην οποία πρέπει να στηριχθεί η επανεκκίνηση των δικοινοτικών συνομιλιών.
Επομένως, με βάση το διεθνές και το
ευρωπαϊκό δίκαιο, δεν νοείται το μελλοντικό κυπριακό κράτος παρά μέσα
από την επανένωση, η οποία θα καταλήξει σε μία ενιαία διεθνή
προσωπικότητα, μία ιθαγένεια, μία κυριαρχία. Αλλά κυριαρχία πλήρη. Δεν υπάρχουν εκπτώσεις στην έννοια της κυριαρχίας. Η
κυριαρχία είναι το ένα από τα τρία βασικά συστατικά κάθε κράτους, κατά
τη θεωρία γενικότερα του Συνταγματικού Δικαίου περί κρατικής οντότητας.
Και αυτή η κυριαρχία περιλαμβάνει όχι μόνο την άσκηση της εξουσίας εντός των συνόρων κάθε κράτους, αλλά
περιλαμβάνει και την πλήρη δυνατότητά του να εκμεταλλεύεται τους
φυσικούς του πόρους. Και αυτό έχει τις επιπτώσεις σε ό,τι αφορά την ΑΟΖ
της Κύπρου. Μην ξεχνάμε, και θα το επαναλάβω και αυτό με επιμονή, ότι τα
σύνορα της Κύπρου είναι και σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θυμίζω ότι το
Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο του 2008 στην παράγραφο 3
ορίζει εμμέσως πλην σαφώς ότι τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι τα
σύνορα των κρατών μελών όπως ορίζονται κυριάρχως από αυτά. Αυτά τα
σύνορα είναι για να προσδιορίζουν, επίσης,
και όλα τα λοιπά σχετικά με τη δυνατότητα εκμετάλλευσης των φυσικών
πόρων, συμπεριλαμβανομένων –όπως είναι αυτονόητο- των υδρογονανθράκων.
Άρα, η
δυνατότητα της Κύπρου να αξιοποιήσει όλες αυτές τις δυνατότητες και να
ασκήσει την κυριαρχία της είναι η δυνατότητα που αφορά εξίσου και τη
δυνατότητα της ΕΕ να ασκήσει τα ίδια δικαιώματα.
Τονίζω, λοιπόν, ότι θα πρέπει να γίνει
αντιληπτό και κατανοητό και από πλευράς ΕΕ ότι τα σύνορα της Κύπρου
είναι σύνορα ευρωπαϊκά, η ΑΟΖ της Κύπρου είναι, υπό την ευρεία του όρου
έννοια, και ΑΟΖ της ΕΕ και κάθε προσβολή συνόρων και ΑΟΖ συνιστά
προσβολή του ευρωπαϊκού δικαίου.
Με αυτή την έννοια, κάθε φορά που από
πλευράς Τουρκοκυπρίων και από πλευράς Τουρκίας υπάρχει παράβαση των
προηγούμενων όρων, τίθεται ζήτημα όχι μόνο ως προς την πορεία των
δικοινοτικών συνομιλιών, αλλά και σε ό,τι αφορά την πορεία της Τουρκίας
στην ενταξιακή της διαδικασία. Και ελπίζω η Τουρκία να το
αντιλαμβάνεται.
Μέχρι σήμερα, δυστυχώς, δεν έχουμε δείγματα
γραφής που να δείχνουν ότι υπάρχει κατανόηση από την άλλη πλευρά. Ελπίζω
αυτό να αλλάξει. Και για να αλλάξει, το μέτωπο Κύπρου-Ελλάδας,
Ελλάδας-Κύπρου, πρέπει να μείνει αρραγές.
Η ισχύς μας βρίσκεται μέσα στην ενότητά μας,
την οποία θα διασφαλίσουμε με κάθε θυσία, όπως το έχουμε αποδείξει
διαχρονικά. Και είμαι βέβαιος ότι η δικαίωση αυτή δεν πρόκειται να
αργήσει, ιδίως όταν θα έχουμε και την αρωγή των εταίρων μας προς αυτή
την κατεύθυνση.
Για μια ακόμα φορά σας ευχαριστώ θερμώς.
Ελπίζω να σας δούμε σύντομα στην Αθήνα και αισθάνομαι –όπως είπα
μπαίνοντας σε αυτόν το χώρο- ότι δεν βρίσκομαι μακριά από την Αθήνα. Είμαι ακριβώς στην
Ελλάδα, έτσι αισθάνομαι, με αυτόν τον τρόπο μιλάω, αποφεύγω το
πρωτόκολλο, δεν μου είναι οικείο, και δεν θέλω να μου είναι οικείο μέχρι
το τέλος της θητείας μου». |