Αγαπητές Συμπατριώτισσες, Αγαπητοί Συμπατριώτες, Φίλες και Φίλοι,
Θέλω θερμά να σας καλωσορίσω στη σημερινή
διάσκεψη και να απολογηθώ γιατί λόγω της επίσκεψης μου στο Νταβός
ανεβλήθη η συνάντησή μας της 20ης του Γεννάρη.
Επιτρέψετέ μου, πριν από κάθε άλλο, να
εκφράσω τόσο προς εσάς όσο και προς στους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες
μας τις ολόθερμες ευχές μου για μια δημιουργική χρονιά, γεμάτη
επιτυχίες, υγεία και ευτυχία.
Μια χρονιά που εύχομαι ολόψυχα να είναι η τελευταία που κρατά τη μικρή μας πατρίδα διαιρεμένη, διαιωνίζοντας ένα απαράδεκτο status quo.
Ένα status quo
που ανατρέποντάς το θα οδηγήσει στην επανένωση της Κύπρου,
διασφαλίζοντας την ειρηνική συνύπαρξη, την κοινωνικο-οικονομική
συνεργασία, τη συνδημιουργία και την προκοπή του συνόλου του λαού μας,
Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Αυτό είναι το όραμά μου, που είναι πιστεύω και κοινό όραμα όλων μας.
Θα ευχόμουν κατά τη σημερινή μας συνάντηση
να ήμουν σε θέση να σας μιλήσω για την πρόοδο που έχουμε επιτύχει και
όχι για τις αιτίες που οδήγησαν σε νέο αδιέξοδο τον διάλογο.
Και θέλω να σας διαβεβαιώσω πως στόχος μου δεν είναι να μπω σε ένα ανώφελο παιγνίδι επίρριψης ευθυνών,
αλλά στην ενημέρωση των Τουρκοκύπριων συμπατριωτών μου για κάποιες
πραγματικότητες που παρεμποδίζουν έναν ουσιαστικό διάλογο που θα
συμβάλει στην άρση της καχυποψίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων, την
αλληλοκατανόηση και τον αλληλοσεβασμό.
Όπως γνωρίζετε, ανέλαβα την διακυβέρνηση της χώρας σε μια στιγμή που το κράτος αντιμετώπιζε τον κίνδυνο άτακτης χρεωκοπίας.
Προς αντιμετώπιση της κρίσης ζήτησα μικρή πίστωση χρόνου όσον αφορά τη διαχείριση του κυπριακού προβλήματος.
Μια πίστωση χρόνου που δεν διάρκεσε πέραν
των τεσσάρων μηνών, αφού τον Ιούλιο του 2013 διόρισα ως Διαπραγματευτή
τον κ. Αντρέα Μαυρογιάννη, κάτι που εν συνεχεία έπραξε και η
τουρκοκυπριακή ηγεσία.
Με τον διορισμό των Διαπραγματευτών ξεκίνησε
τον Σεπτέμβρη του 2013 ένας διάλογος με στόχο τον επανακαθορισμό με
σαφήνεια της επιδιωκόμενης λύσης, αφού στο μεσοδιάστημα η ηγεσία της
τουρκοκυπριακής κοινότητας προέβαλε σαν επιλογή λύσης το καθεστώς δύο
κρατών.
Ύστερα από εντατικές και επίπονες
προσπάθειες καταλήξαμε στις 11 Φεβρουαρίου 2014 σε μια κοινή δήλωση, που
κατά κοινή ομολογία λάμβανε υπόψη τις ανησυχίες και των
δύο κοινοτήτων, καθόριζε με καθαρότητα τη βάση λύσης, αλλά και τις
βασικές αρχές και αξίες, διεθνείς και ευρωπαϊκές, που θα έπρεπε να
λαμβάνονται υπόψη στην επιδιωκόμενη λύση.
Να σημειώσω πως παράλληλα με τα πιο πάνω και
προς άρση ή μείωση της δυσπιστίας μεταξύ των μερών, αλλά και της
πρόσδοσης μιας νέας δυναμικής στο διάλογο, πρότεινα
μια δέσμη ισοζυγισμένων Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, που θα ήσαν
προς όφελος όχι μόνον των δύο κοινοτήτων, αλλά και της Τουρκίας.
Δυστυχώς, αβασάνιστα θα μπορούσα να πω, η πρότασή μου απερρίφθη εξ ολοκλήρου από μέρους της τουρκοκυπριακής ηγεσίας.
Κυρίες και κύριοι,
Το Κοινό Ανακοινωθέν της 11ης Φεβρουαρίου έδωσε την ευκαιρία να επαναρχίσει ο διάλογος, με μια πρώτη φάση προφορικών διερευνητικών προτάσεων και μια δεύτερη,
όπου τα μέρη κατάθεσαν γραπτώς τις προτάσεις τους εφ’ όλων των πτυχών
του Κυπριακού, με εξαίρεση την κατάθεση χαρτών για εδαφικές
αναπροσαρμογές, αφού η τουρκοκυπριακή ηγεσία έκρινε πως η τυχόν κατάθεση
χαρτών πριν από την διαφαινόμενη λύση
θα προκαλούσε αντιδράσεις μεταξύ των μελών της τουρκοκυπριακής
κοινότητας, κάτι που έγινε σεβαστό από εμάς, αφού συμφωνήθηκε ότι επί
θεμάτων που άπτονται του εδαφικού θα κατατίθεντο προτάσεις με συγκεκριμένα τα κριτήρια που θα εβασίζοντο οι αναπροσαρμογές.
Με τη συμπλήρωση της ανταλλαγής των
προτάσεων προέκυψε διαφωνία ως προς την μεθοδολογία για την έναρξη του
διαλόγου, κάτι που ξεπεράστηκε με το διορισμό του Ειδικού Συμβούλου του
Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, κ. Espen Eide, και σε συνάντηση των ηγετών στις 17 Σεπτεμβρίου 2014.
Να υπενθυμίσω ότι σε Κοινή Δήλωση τους την
ιδία ημέρα, οι δύο ηγέτες συμφώνησαν πως θα επανάρχιζαν ουσιαστικές
συνομιλίες στις 9 Οκτωβρίου 2014, με δύο θέματα στην ημερήσια διάταξη,
το ένα της επιλογής του κυρίου Έρογλου και το άλλο της δικής μου
επιλογής.
Η ίδια μέθοδος θα ακολουθείτο στη συνέχεια
προς κάλυψη όλων των κεφαλαίων που αφορούν τη συνολική λύση του
κυπριακού προβλήματος.
Στις 3 Οκτωβρίου 2014, έξι μέρες πριν τη συμφωνηθείσα επανέναρξη του διαλόγου ουσίας, η Τουρκία, όλως αναίτια και με πρόσχημα την προστασία των τουρκοκυπριακών συμφερόντων, εξέδωσε τη γνωστή NAVTEX
για διενέργεια ερευνών στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας,
παραβιάζοντας έτσι τα κυριαρχικά δικαιώματα του κυπριακού κράτους, το
διεθνές δίκαιο και τη διεθνή σύμβαση του 1982 για το δίκαιο της
θάλασσας.
Προς υλοποίηση της απόφασης της απέστειλε το ερευνητικό πλοίο “BARBAROS”,
συνοδευόμενο από αριθμό πολεμικών σκαφών, με άμεση έναρξη εργασιών σε
τεμάχια που είχαν αδειοδοτηθεί σε ευρωπαϊκές και άλλες πολυεθνικές
εταιρείες.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σας υπενθυμίσω τα ακόλουθα:
1. Η
Κυπριακή Δημοκρατία, ως κυρίαρχο κράτος, έχει προχωρήσει στην οριοθέτηση
της Αποκλειστικής Οικονομικής της Ζώνης από το 2004, σύμφωνα με το
διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο
και σύμφωνα με τη Σύμβαση του Δικαίου της Θαλάσσης προχώρησε σε
συμφωνίες οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών με την Αίγυπτο, τον Λίβανο και
το Ισραήλ, το 2003, το 2007 και το 2010 αντιστοίχως, χώρες με τις
οποίες προχώρησε και σε συμφωνίες συνεκμετάλλευσης όμορων κοιτασμάτων.
Το 2011, μετά τον πρώτο γύρο του διεθνούς
διαγωνισμού για αδειοδότηση πολυεθνικών εταιρειών για έρευνα και
εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, οι εταιρείες NOBLE/DELEK προχώρησαν σε
έρευνες σε αδειοδοτημένο τεμάχιο με επιβεβαιωμένα ευρήματα φυσικού
αερίου, με την Τουρκία να απέχει από του να παρεμβαίνει στο έργο των εν
λόγω εταιρειών.
Σύμφωνα με την πιο πάνω πρακτική που
ακολουθούσε η Κυπριακή Δημοκρατία και την προκήρυξη νέου διεθνούς
διαγωνισμού, το 2014 η κοινοπραξία ENI/KOGAS προχώρησε σε ερευνητικές
εργασίες για τη διαπίστωση της ύπαρξης υδρογονανθράκων σε τεμάχιο που νομότυπα της παραχωρήθηκε.
2. Κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων
για το Κοινό Ανακοινωθέν, ουδέποτε η τουρκοκυπριακή πλευρά ήγειρε θέμα
υδρογονανθράκων.
Τόσο στις προφορικές όσο και στις γραπτές προτάσεις που υπέβαλε ο Τουρκοκύπριος ηγέτης μετά το Κοινό Ανακοινωθέν της 11ης Φεβρουαρίου 2014, ουδέποτε έθεσε τους όρους που μετά την έκδοση της NAVTEX διεκδικεί.
Και τούτο όχι γιατί η Τουρκία ή ο κύριος
Έρογλου δεν γνώριζαν για τις ενέργειες της Κυπριακής Δημοκρατίας ή τις
έρευνες των εταιρειών που προανέφερα.
Δεν πρόβαλαν, τα
όσα σήμερα προτάσσουν, γιατί απλά γνώριζαν πως τα δικαιώματα των
Τουρκοκυπρίων ήσαν απόλυτα κατοχυρωμένα μέσα από την συμφωνία Ταλάτ –
Χριστόφια και τη σύγκλιση Χριστόφια – Έρογλου που προέβλεπαν πως μετά τη
λύση:
α. μεταξύ των αρμοδιοτήτων της Κεντρικής
Κυβέρνησης περιλαμβανόταν και οι πολιτικές που αφορούσαν τη διαχείριση
και εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου, όπως και όσα διαλαμβάνει η διεθνής
Σύμβαση του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας (συμφωνία Χριστόφια –
Ταλάτ), και
β. Στη σύγκλιση θέσεων μεταξύ Έρογλου – Χριστόφια,
στην οποία προβλέπεται η κατανομή του συνόλου των εσόδων μεταξύ των δύο
συνιστωσών πολιτειών, περιλαμβανομένων και των εσόδων από την
εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου είτε στο έδαφος ή την θαλάσσια περιοχή
του κράτους.
Φίλες και Φίλοι,
Ύστερα από τα πιο πάνω διερωτώμαι και είμαι βέβαιος και πολλοί από εσάς έχετε την ίδια απορία:
α. Γιατί έξι μέρες πριν την επανέναρξή του
δικοινοτικού διαλόγου προκλήθηκε μία τέτοια κρίση που δεν μου άφηνε άλλη
από την επιλογή αναστολής της συμμετοχής μου στις διαπραγματεύσεις;
β. Γιατί στην προσπάθεια μου για επανέναρξη του διαλόγου μέσα σε ένα κλίμα αλληλοσεβασμού, μακριά
από την παρουσία πολεμικών πλοίων και απειλών, παραγνωρίζουν τις
ξεκάθαρες δηλώσεις μου για την αποδοχή των συμφωνηθέντων αλλά και την
πρότασή μου για συζήτηση και συμφωνία των όσων εκκρεμοτήτων υπάρχουν στη
σύγκλιση Χριστόφια – Έρογλου;
γ. Γιατί παραγνωρίζονται οι ανησυχίες των
Ελληνοκυπρίων από τις απειλές για Σχέδιο Β που θα οδηγεί στη δημιουργία
δύο κρατών; Πόσο αδικαιολόγητος είμαι όταν ζητώ ο διάλογος για τις
εκκρεμότητες που προανέφερα να διεξαχθεί όταν θα είναι ορατή η προοπτική
για λύση στη βάση των όσων έχουν συμφωνηθεί;
Αγαπητές Συμπατριώτισσες, Αγαπητοί Συμπατριώτες, Φίλες και Φίλοι,
Η Κύπρος και οι πολίτες της αξίζουν πολύ
περισσότερα από μια διαιρεμένη χώρα. Σαράντα χρόνια είναι πάρα πολλά για
όλους μας και επέστη πλέον ο χρόνος για όλους τους εμπλεκόμενους να
αντιληφθούν ότι ο τεχνητός εφησυχασμός που σχετίζεται με την απαράδεκτη
παρούσα κατάσταση πραγμάτων δεν είναι προς όφελος κανενός. Μια
λύση θα ήταν προς όφελος όλων των Κυπρίων, Τουρκοκυπρίων και
Ελληνοκυπρίων, της Τουρκίας, της γειτνιάζουσας περιοχής μας και,
αναμφίβολα, της διεθνούς κοινότητας.
Αυτό είναι το ύψιστο όραμα και χρέος μου: Να
απαλλάξω όλους τους Κυπρίους, ειδικότερα τις νέες γενιές που αποτελούν
το μέλλον της χώρας μας, από το αναχρονιστικό βάρος του να είναι
αναγκασμένοι να ζουν σε μια διαιρεμένη πατρίδα στην οποία δεν
απολαμβάνουν τις βασικές ελευθερίες που όλοι οι Ευρωπαίοι δικαιούνται και αξιώνουν.
Για αυτό και για μένα υπάρχει μόνο ένα Σχέδιο. Η
επίλυση του Κυπριακού και η επανένωση της Κύπρου στη βάση των όσων
έχουν συμφωνηθεί ως συμβιβασμός: Τη μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας
σε μια δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, όπως
καθορίζεται στα σχετικά Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, τις
Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου και τη Κοινή Διακήρυξη της 11ης Φεβρουαρίου,
με μια και μόνη κυριαρχία, μια και μόνη διεθνή νομική προσωπικότητα και
μια και μόνη ιθαγένεια. Μιας λύσης συμβατής με το ευρωπαϊκό κεκτημένο,
που θα λαμβάνει υπόψη τις ανησυχίες και τις ευαισθησίες και των δύο
πλευρών και δεν θα αφήνει νικητές και ηττημένους.
Θέλω να σας διαβεβαιώσω πως δεν θα
παρεκκλίνω από την επιδίωξη αυτού του διαχρονικού στόχου, καθώς θεωρώ
πως είναι το καθήκον που ανέλαβα έναντι όλων των Κυπρίων. Σας βεβαιώ πως δεν θα αποφύγω τις ιστορικές μου ευθύνες να προσφέρω ένα σταθερό, ειρηνικό και ελπιδοφόρο μέλλον στην πατρίδα μας.
Φίλες και φίλοι,
Θα πρέπει όλοι να συνειδητοποιήσουμε ότι η
Κύπρος αποτελεί το κοινό μας σπίτι και το κοινό μας μέλλον. Για τούτο
και καλώ την τουρκοκυπριακή και τουρκική ηγεσία να μοιραστούμε μαζί αυτό
το όραμα και να μετατρέψουμε την Κύπρο μας σε αυτό που πραγματικά της
αξίζει: Σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, σε ένα κράτος ειρήνης και
συνδημιουργίας, για το καλό όλων μας. |
|