21/1/15

Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως: Επιτακτική ανάγκη να προωθηθεί το Νομοσχέδιο για τη σύσταση Διοικητικού Δικαστηρίου



Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως:  Επιτακτική ανάγκη να προωθηθεί το Νομοσχέδιο για τη σύσταση Διοικητικού Δικαστηρίου


Την ανάγκη να επισπευστούν οι διαδικασίες για σύσταση του Διοικητικού Δικαστηρίου υπογράμμισε, σήμερα ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως κ. Ιωνάς Νικολάου ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών.

Σε δηλώσεις του μετά το πέρας της συνεδρίας της Επιτροπής ανέφερε: «Είναι γεγονός ότι συμπληρώνεται ένας χρόνος από την ημερομηνία κατάθεσης του νομοσχεδίου για τη σύσταση του Διοικητικού Δικαστηρίου. Ένα Δικαστήριο, την αναγκαιότητα του οποίου έχουμε επισημάνει στην Επιτροπή, τόσο για λόγους ποιότητας απονομής της δικαιοσύνης και του χρόνου εκδίκασης των υποθέσεων, όσο και για λόγους που σχετίζονται με τον μεγάλο αριθμό των υποθέσεων, οι οποίες εκκρεμούσαν κατά το τέλος του 2013.

Όλοι συμφωνούν ότι το 2013 ο αριθμός των προσφυγών που κατατέθηκαν ήταν τριπλάσιος από τον αριθμό των υποθέσεων που καταθέτονταν διαχρονικά, κατά μέσο όρο, και τελικά ο αριθμός των υποθέσεων που παρέμειναν σε εκκρεμότητα ήταν σχεδόν διπλάσιος από τον μέσον αριθμό των υποθέσεων που παρέμεναν σε εκκρεμότητα τα προηγούμενα χρόνια. Ένα αριθμός υποθέσεων που δεν αφήνει περιθώρια στο Ανώτατο Δικαστήριο να μπορέσει να ανταποκριθεί, τουλάχιστον εντός των χρονικών πλαισίων που επιβάλλονται για σκοπούς δίκαιης δίκης. Έτσι, κρίθηκε αναγκαιότητα η προώθηση αυτού του νομοσχεδίου».

Ο κ. Νικολάου σημείωσε ότι επανέλαβε ενώπιον της Επιτροπής Νομικών τις προσπάθειες που καταβάλλονται για βελτίωση του χρόνου απονομής της δικαιοσύνης και, γενικότερα μέσω αυτής, την ποιότητα απονομής της. Η ρύθμιση, η οποία επιχειρείται με τη σύσταση του διοικητικού δικαστηρίου, δεν έχει σκοπό να υποβαθμίσει το δικαστήριο, υπογράμμισε. «Αντιθέτως, είμαστε έτοιμοι ως Κυβέρνηση να ακούσουμε οποιουσδήποτε προβληματισμούς όσον αφορά τα προσόντα των δικαστών που θα διοριστούν για να εκδικάζουν τις συγκεκριμένες υποθέσεις. Μπορεί στο Νομοσχέδιο να προτείνονται τα προσόντα του επαρχιακού δικαστή, με κάποια επιπρόσθετα προσόντα, αλλά είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε, αν θέλουν οι Βουλευτές, αύξηση ή και οποιαδήποτε άλλα επιπρόσθετα προσόντα που θα διασφαλίζουν περαιτέρω την ποιότητα της απονομής της δικαιοσύνης, καθ’ όσον αφορά την αναθεωρητική δικαιοδοσία, δηλαδή το διοικητικό δίκαιο», επισήμανε. Ο διαχωρισμός της εκδίκασης σε πρώτο βαθμό των υποθέσεων αναθεωρητικής δικαιοδοσίας από το Ανώτατο Δικαστήριο δεν συνιστά από μόνος του υποβάθμιση του και αυτή μπορεί να διασφαλιστεί με την ποιότητα των δικαστών, δεν είναι το κτίριο ή το όνομα που καθορίζει την ποιότητα του δικαστηρίου αλλά η ποιότητα των δικαστών και ο χρόνος εκδίκασης των υποθέσεων και αυτό προσπαθούμε να διασφαλίσουμε, σημείωσε.

Ο κ. Υπουργός τόνισε την αναγκαιότητα να προωθηθεί αυτό το νομοσχέδιο, γιατί υπάρχουν υποχρεώσεις οι οποίες προκύπτουν από Οδηγίες της ΕΕ, σχετικά με την εκδίκαση υποθέσεων που σχετίζονται με αιτητές πολιτικού ασύλου και διεθνούς προστασίας, τις οποίες το διοικητικό δικαστήριο καλείται να εκδικάσει και επί της ουσίας των, γι αυτό η σύσταση του είναι άμεσα επιβεβλημένη ώστε να είναι σε θέση να τις εκδικάζει τουλάχιστον από τον προσεχή Ιούνιο-Ιούλιο. «Όλες αυτές οι υποχρεώσεις επιτάσσουν την ανάγκη να προχωρήσει άμεσα η ολοκλήρωση της συζήτησης όσον αφορά το νομοσχέδιο αυτό για να παρασχεθεί και ο απαιτούμενος χρόνος για να μπορέσει να συσταθεί το Δικαστήριο», σημείωσε.

Ερωτηθείς γιατί υπάρχει τόση καθυστέρηση, ο κ. Νικολάου επισήμανε ότι η Επιτροπή Νομικών ξεκίνησε την εξέταση του νομοσχεδίου σε τακτικές συναντήσεις με σκοπό η συζήτηση να ολοκληρωνόταν πριν από το καλοκαίρι. Στόχος ήταν να ψηφιζόταν πριν το κλείσιμο της Βουλής για τις θερινές διακοπές, αλλά, δυστυχώς, κάποιοι ενδοιασμοί οι οποίοι προέκυψαν στη συνέχεια από μέλη της Επιτροπής, φαίνεται ότι δεν οδήγησαν τη συζήτηση του νομοσχεδίου ενώπιον της Ολομέλειας και την έγκρισή του, και εκ τότε παραμένει σε εκκρεμότητα, ανέφερε. «Ξέρουμε όλοι τους λόγους και την αναγκαιότητα προώθησης του νομοσχεδίου και σύστασης του διοικητικού δικαστηρίου», είπε. Και πρόσθεσε: «Θέλω να τονίσω ότι είναι σεβαστοί οι οποιοιδήποτε προβληματισμοί που μπορεί να υπάρχουν από τα πολιτικά κόμματα. Ως εκτελεστική εξουσία, είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε τον κάθε προβληματισμό που υπάρχει, να ακούσουμε τις οποιεσδήποτε προτάσεις και αναμένουμε ότι θα κατατεθούν σύντομα οι απόψεις των κομμάτων. Θέλω να πιστεύω ότι θα τηρηθούν τα χρονοδιαγράμματα που έχουν διαμορφωθεί από την Επιτροπή, ούτως ώστε εντός του Φεβρουαρίου –όπως έχουν πει οι ίδιοι καθορίσει- να έχουμε κατάληξη επί του συγκεκριμένου θέματος».

Ερωτηθείς αναφορικά με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σχετική Οδηγία της ΕΕ, ο κ. Υπουργός απάντησε: «Έχουμε λάβει προειδοποιητική επιστολή όταν διαπιστώθηκε ότι οι ρυθμίσεις που έγιναν στο παρελθόν δεν ικανοποιούσαν πλήρως τις πρόνοιες της Οδηγίας. Υπήρχε η Οδηγία που προνοούσε δικαιοδοσίας εξέτασης των αιτήσεων του πολιτικού ασύλου και επί της ουσίας, κάτι το οποίο δεν μπορούσε να γίνει από το Ανώτατο Δικαστήριο γιατί δεν εξετάζει υποθέσεις επί της ουσίας. Έχουμε λάβει προειδοποιητική επιστολή που μας ενημερώνει ότι αυτή η ρύθμιση δεν γίνεται αποδεκτή. Έχει εν τω μεταξύ ψηφιστεί και άλλη Οδηγία, η οποία καθορίζει ρητά ότι θα πρέπει τα θέματα διεθνούς προστασίας να τυγχάνουν εξέτασης και από δικαστήριο επί της ουσίας. Γι’ αυτό τον λόγο, θεωρούμε ότι η ημερομηνία που έχουμε μπροστά μας, πρέπει να είναι καταληκτική για τη ρύθμιση αυτού του ζητήματος και στη δική μας δικαστική δικαιοδοσία».

Περαιτέρω, ο κ. Υπουργός επισήμανε ότι εάν τον Φεβρουάριο ουσιαστικά εγκριθεί, το Ανώτατο Δικαστήριο, παρά το ότι τα χρονικά περιθώρια θα είναι σχετικά στενά, μπορεί να ανταποκριθεί ώστε να έχουμε τη σύσταση του Διοικητικού Δικαστηρίου. Ο χρόνος που θα τηρηθεί για να προκηρυχθούν οι συγκεκριμένες θέσεις δικαστών, αλλά και η διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης των αιτήσεων, νομίζω ότι θα είναι αρκετός χρόνος, αν δεν προκύψει οποιαδήποτε καθυστέρηση στη διαδικασία, να ανταποκριθεί στη δυνατότητα σύστασης του Δικαστηρίου, εξήγησε, υπογραμμίζοντας ότι οφείλουμε να συμμορφωθούμε με τις πρόνοιες της Οδηγίας της ΕΕ.