14/11/14

Ομιλία του Κυβερνητικού Εκπροσώπου κ. Ν. Χριστοδουλίδη στην παρουσίαση του βιβλίου «Εκ Μανδρών Αμμοχώστου» του Σάββα Καραγιάννη

Ομιλία του Κυβερνητικού Εκπροσώπου κ. Ν. Χριστοδουλίδη στην παρουσίαση του βιβλίου «Εκ Μανδρών Αμμοχώστου» του Σάββα Καραγιάννη
13/11/2014


Είναι με μεγάλη χαρά που βρίσκομαι σήμερα μαζί σας μετά από πρόσκληση του συγγραφέα Σάββα Καραγιάννη. Είναι επίσης μεγάλη για μένα η τιμή που μου δίνεται η ευκαιρία να μοιραστώ μαζί σας τη δική μου εμπειρία διαβάζοντας το βιβλίο «Εκ Μανδρών Αμμοχώστου».

Ξέρω ότι ο καθένας σας νιώθει το βιβλίο αυτό ως αυτοβιογραφικό, αλλά και ως ένα προσκύνημα στον τόπο του. Αυτό είναι το πρώτο συναίσθημα που βιώνει κανείς μετροφυλλώντας το. Με αυτό σαν αφετηρία είχα και εγώ την ευκαιρία να ταξιδέψω νοερά στις Μάνδρες Αμμοχώστου.

Τον συγγραφέα του βιβλίου, Σάββα Καραγιάννη, είχα την τιμή να τον γνωρίσω στο Λονδίνο, κατά τη διάρκεια της εκεί θητείας μου ως Γενικός Πρόξενος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Όπως γνωρίζετε, η παροικία αποτελεί για όλες τις χώρες τη γέφυρα που ενώνει την πολιτεία με τους ομογενείς της που ζουν μακριά από τον τόπο τους. Ιδιαίτερα, όμως, η παροικία του Λονδίνου, η μεγαλύτερη μας κοινότητα εκτός Κύπρου, διαδραμάτισε από το 1930 σημαντικό ρόλο στη διατήρηση του κυπριακού ελληνισμού στο εξωτερικό καθώς επίσης στην προάσπιση των εθνικών μας συμφερόντων. Σε αυτήν την παροικία σημαντικότατο ρόλο με αξιοσημείωτη προσφορά έχει για εδώ και 61 χρόνια ο Σάββας Καραγιάννης.

Πρωτεργάτης και Ιδρυτής της Κοινότητας Αγίου Γεωργίου στο Kingston, γνωστός, σεβαστός και αγαπητός, πολύτιμο μέλος σε σωματεία, συλλόγους και οργανώσεις, εργάστηκε για να θεμελιώσει το μέλλον της χριστιανικής και ελληνικής παιδείας στη Μεγάλη Βρετανία. Με αγάπη και φροντίδα ενίσχυσε την κοινότητα με το ήθος του, τις γνώσεις και την τόλμη του. Το απαράμιλλο χιούμορ του ήταν χαρακτηριστικό των ομιλιών και των συζητήσεων στις οποίες μετείχε καταφέρνοντας, με τον τρόπο αυτό, να αφήνει τη σφραγίδα του στην έκβαση της συζήτησης. Ήθελε να προβληματίζει και να δίνει εναλλακτικές λύσεις, πάντα χάριν της προόδου και της ευημερίας της Κοινότητας και των μελών της.

Αυτόν τον Σάββα Καραγιάννη άφησα το 2006 στο Λονδίνο και συνάντησα ξανά, το 2014, μέσα από τα βιβλία του που μου χάρισε με πολλή αγάπη. Το «Μανδρίτες στα Πέρα», είχε να κάνει με την προσπάθεια του να βρει τους εκτός Κύπρου Μανδρίτες και να φροντίσει να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη για το χωριό τους. Αλλά και για να κτίσει μια σχέση, μια γέφυρα που πιθανό να χάθηκε στην ξενιτιά.

Αυτό όμως, φαίνεται πως δεν ήταν αρκετό. Ο Σάββας ήθελε και ήξερε ότι έπρεπε να το κάνει και για τους Μανδρίτες που ζουν στον τόπο τους, στην Κύπρο. Παρόλο που το 2013 ανακοίνωσε ότι «αφυπηρετεί» από τα κοινά, δεν παραιτήθηκε ποτέ από τον αγώνα της συντήρησης της μνήμης για το αγαπημένο χωριό του. Ξεκινά έρευνα για να βρει όλους τους Μανδρίτες, να καταγράψει την πορεία τους, τόσο όσων ήταν στις Μάνδρες, και όσων η τουρκική εισβολή τους εκτόπισε στην προσφυγιά. Κάνει τηλεφωνήματα, ζητά φωτογραφίες από οικογενειακές στιγμές, αλλά ακόμα και από τα κοιμητήρια, για να καταγράψει όλους τους πιθανούς τόπους διαμονής και κατάληξής τους. Αυτή η τελευταία πράξη ήταν και ο αρχικός σκοπός του: να αναζητήσει αυτούς που έγραψαν στην επιτάφιο πλάκα τους «Εκ Μανδρών Αμμοχώστου». Γιατί αυτούς θεωρεί δύο φορές πρόσφυγες, μια φορά που εκτοπίσθηκαν από τον τόπο τους και μια φορά που «εκοιμήθησαν» μακριά του.

Αυτή η αναζήτηση ξετύλιξε ένα κουβάρι μνήμες. Και η πένα δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Μια επιτάφια επιγραφή αφήνει μια σφραγίδα γεμάτη ιστορία. Οικογένειες, συγγένειες, φιλίες, σχέσεις, συνεργασίες, που αρχίζουν και τελειώνουν στις Μάντρες Αμμοχώστου. Έτσι το βιβλίο του εξελίχθηκε σε ένα οδοιπορικό μνήμης και όπως αναφέρει ο ίδιος, «στα γεράματά μου έγινα πάλι παιδάκι, για να αναπλάσω παιδικές αναμνήσεις- στιγμές που έζησα με αυτούς τους ανθρώπους, που μου πρόσφεραν νεανικές τρέλες, εμπειρίες και γνώσεις από το πηγάδι της ώριμης σκέψης τους». (σελ. 8).


Στον χρονολογικό ορίζοντα όμως, η ζωή δεν σταματά το 1974, όταν οι άνθρωποι αυτοί ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους. Μεταφέρθηκαν αλλού, σκορπίστηκαν σε όλες τις επαρχίες της Κύπρου, ξανάχτισαν το σπιτικό τους, έκαναν οικογένειες, μεγάλωσαν παιδιά και εγγόνια. Έτσι ο Σάββας Καραγιάννης επιλέγει να χτίσει το γενεαλογικό δέντρο της κάθε οικογένειας Μανδριτών, σαν να θέλει να τους χαρίσει το πιο πολύτιμο δώρο.

Τι προσφέρει όμως ένα γενεαλογικό δέντρο; Εμπνευσμένος από τον Έλιοτ και τον Σεφέρη, ο Σάββας Καραγιάννης χτίζει το μέλλον συνταυτίζοντας το με το παρελθόν και το παρόν. Δίνει στους νέους αυτού του τόπου ένα εργαλείο, ένα φυλακτό θύμησης, όπως το αποκαλεί, για να συνεχίσουν τον αγώνα της δικαιοσύνης και της επιστροφής. Είναι ένα βιβλίο αναφοράς για να γνωριστούν οι χωριανοί και οι συγγενείς. Ένα φωτογραφικό αρχείο για να δουν τους τόπους που μεγάλωσαν οι γονείς τους. Για να ζωντανέψουν τη λαϊκή κληρονομιά, τα ήθη και τα έθιμα αυτού του τόπου. Για να ενισχυθεί ο πόθος της επιστροφής. Για να μην ξεχάσουμε το «Δεν ξεχνώ». Για να βεβαιωθούμε ότι μετά από 40 χρόνια, δεν ξέχασε κανείς. Ότι κάθε μέρα αντικρίζουμε τον Πενταδάκτυλο και θυμόμαστε ότι η εισβολή έγινε, η κατοχή επακολούθησε και συνεχίζεται.

Διαβάζοντας το βιβλίο, εντόπισα και μια άλλη διάσταση: μια προσφορά στην ευρύτερη κοινωνία της Κύπρου και στην ιστορία του τόπου μας. Η περιγραφή της κάθε οικογένειας με τόση λεπτομέρεια, καταγράφοντας τις σπουδές, την εργασία αλλά και την οικογενειακή κατάσταση του κάθε μέλους της, φέρνει στην επιφάνεια τους ανθρώπους που είναι κρυμμένοι πίσω από τη μεγάλη ιστορία αυτού του τόπου. Δίνει το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτά τα άτομα εξελίχθηκαν, τις αρχές που γαλουχήθηκαν και την κουλτούρα με την οποία μεγάλωσαν για να μπορούν με υπερηφάνεια να υπερασπιστούν τον τόπο τους.

Θα σταθώ λίγο σε κάποια αποσπάσματα του βιβλίου:

Γράφει ο Σάββας Καραγιάννης: «Δεν ήταν πλούσιοι οι άνθρωποι του χωριού. Όμως ο γεωργός, ο βοσκός, ο κτηνοτρόφος, ο μεροκαματιάρης, ο τεχνίτης, ο πραματευτής, ο μελισσοκόμος έσμιγαν με το δάσκαλο και τον παπά, με το δασοφύλακα, και τον μουχτάρη, τον επιστάτη, τον αστυνομικό και μαζί ζύμωναν το χωριάτικο ψωμί που το μοιράζονταν όλοι στο πανέρι της αγάπης, της συνεργασίας και της αδελφοσύνης. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ο προσωπικός βίος του αδελφού μου Αδάμου Καραγιάννη, θεμελιώθηκε στις αρετές αυτές της ελληνοφροσύνης. Οι συνομήλικοι του στις διασκεδάσεις του στο σπίτι γνώριζαν αυτή του την «αδυναμία», αισθανόντουσαν τους πόθους του και για αυτόν τον καλούσαν να συμπληρώσει με εθνικό παλμό τη διασκέδαση, με τα κλέφτικα τραγούδια του «40 παλληκάρια, ο γέρο Δήμος, τα κλεφτόπουλα». Ήταν λοιπόν φυσικό επακόλουθο, το 1955 να τον βλέπουμε εθελοντή στον αγώνα της ΕΟΚΑ και να αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο ως αρχηγός της πολιτοφυλακής και ως φρούραρχος».

Πόσο παραστατικά και πόσο όμορφα ο συγγραφέας ενώνει τον βίο των ανθρώπων με τη γη τους, με τον τόπο τους, πόσο παραστατικά περιγράφει το κάθε σπίτι του χωριού μαζί με τις εργασίες που έκαναν οι χωριανοί. Είναι μετά από αυτά τα αποσπάσματα που σκέφτηκα ότι εδώ, μια εικόνα δεν είναι 1000 λέξεις, αλλά 1000 και τόσες λέξεις συνθέτουν μια εικόνα. Την εικόνα του τόπου και των ανθρώπων των Μανδρών Αμμοχώστου.

Μεταφέρω τα συγχαρητήρια της Πολιτείας στον δάσκαλο Σάββα Καραγιάννη που μέσα από τη δράση και τα γραπτά του δίνει μια συνέχεια στην ιστορική μνήμη διά μέσω των γενεών αλλά και προσωπικά τον ευχαριστώ για τη μεγάλη τιμή που μου έκανε να παρουσιάσω το βιβλίο του και να έρθω, μέσα από αυτό το όμορφο και αγνό ταξίδι, πιο κοντά στο τι είναι ιστορία αυτού του τόπου.

Ευχαριστώ κ. Σάββα.