26/5/13

Ομιλία του Πρόεδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων κ. Γιαννάκη Λ. Ομήρου σε εκδήλωση μνήμης και τιμής για τον Πρώτο Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ΄ με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 100 χρόνων από τη γέννηση του

Να μη μεταδοθεί πριν τις 8.30 μ.μ.

Βαριά η ευθύνη και δύσκολο το χρέος που επωμίσθηκα για να σας απευθύνω τον λόγο σε αυτή την εκδήλωση της Βουλής των Αντιπροσώπων με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 100 χρόνων από τη γέννηση του μεγάλου ηγέτη του λαού μας, του Εθνάρχη Μακαρίου.

Είναι βαριά η ευθύνη και δύσκολο το χρέος αναφοράς στον Μακάριο, γιατί το καθήκον μας είναι να καταθέτουμε τον απολογισμό μας για τα έργα και τις ημέρες μας, για τα επιτεύγματα και τις παραλείψεις μας, σε αυτόν που ολόκληρη η ζωή του υπήρξε μια συνεχής προσφορά και θυσία για την Κύπρο.

Όμως, ο απολογισμός είναι σχεδόν αδύνατος, γιατί στην Κύπρο της συνεχιζόμενης τραγωδίας, της αγχόνης των αποικιοκρατών, της αντίστασης στην προδοσία και στο έγκλημα του 1974, της θεσμικής, της οικονομικής και της κοινωνικής κρίσης αλλά και του διαχωριστικού συρματοπλέγματος και του σκλαβωμένου Πενταδάκτυλου, τα μηνύματα δεν είναι αυτά που θα έπρεπε να είναι.

Υπό τη βαριά σκιά της απουσίας του Μακαρίου, πώς να αρθρώσουμε τον λόγο χωρίς τον κίνδυνο του υποκριτικού εκπεσμού και μιας επιφανειακής και επιδερμικής αναφοράς, όταν η Κύπρος βρίσκεται ακόμα διχοτομημένη, ημικατεχόμενη, με χαμένους βωμούς και εστίες, με πρόσφυγες, με αγνοούμενους, με εγκλωβισμένους;

Πώς θα μιλήσουμε στον Μακάριο και τι αναφορά θα του δώσουμε με τις εκκλησιές μας ακόμα βουβές και αλειτούργητες, με την Κερύνεια, την Αμμόχωστο και τη Μόρφου κατεχόμενες, με τα ιερά και τα όσια μας συλημένα από τον κατοχικό στρατό και με τους πρόσφυγες μας να πεθαίνουν με τον αβάστακτο καημό του γυρισμού; Με την τουρκική σημαία να καρφώνει το σώμα της Κύπρου, με την εθνική ταπείνωση να συνεχίζεται και με το κάλεσμα της ευθύνης απέναντι στην ιστορία να μας συνοδεύει ως αδιάκοπος εφιάλτης.

Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Μακαρίου. Τι να πούμε και τι να παραλείψουμε; Τη μεγάλη του μαρτυρική πορεία για την ελευθερία και την προκοπή του λαού μας; Το παγκόσμιο κύρος του και το διεθνές εκτόπισμα του που κατέστησε την Κύπρο γνωστή σε ολόκληρη την ανθρωπότητα; Πώς να διαγράψουμε την απόπειρα διαγραφής της μνήμης, παραχάραξης της αλήθειας και της πραγματικής ιστορίας; Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Μακαρίου, επιχειρούνται παραμορφώσεις και στρεβλώσεις σε ό,τι αφορά τις αρχές, τις αξίες και τις πολιτικές στις οποίες πίστευε και τις οποίες υπηρέτησε σε όλη τη διάρκεια της μαρτυρικής του πορείας, επικεφαλής του κυπριακού λαού. Τι να πούμε και τι να παραλείψουμε, όταν κυριαρχούν οι μισές αλήθειες και οι μεγάλες αλήθειες χάνονται;

Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Μακαρίου και 36 χρόνια από το θάνατο του. Η ενότητα είναι απολύτως αναγκαία. Η εθνική λαϊκή συστράτευση και συμπόρευση είναι όρος επιβίωσης του λαού και της πατρίδας. Με εθνική λαϊκή ενότητα που πρέπει να οικοδομείται όχι με τη διαγραφή των εθνικών υποθηκών του Μακάριου και με την παραχάραξη και διαστρέβλωση των πολιτικών του, αλλά με τη διαφύλαξη της αλήθειας.

Είναι αξίωμα ότι η απουσία των μεγάλων ιστορικών φυσιογνωμιών γίνεται πιο έκδηλη και αισθητή με την πάροδο του χρόνου. Στην περίπτωση του Μακάριου αυτό το αξίωμα παίρνει ακόμα πιο έντονες διαστάσεις. Γιατί ο Μακάριος, με τους σταθερούς στόχους, την ευέλικτη στρατηγική, τον αγωνιστικό ρεαλισμό αλλά και με το παγκόσμιο κύρος και τη συντριπτική υποστήριξη της τεράστιας πλειοψηφίας του Κυπριακού Ελληνισμού, υπήρξε ηγέτης που σφράγισε ανεξίτηλα την ιστορική πορεία της Κύπρου.

Ενώ ξεκίνησε ως ένας φλογερός επαναστάτης, χωρίς τη μετέπειτα αποκτηθείσα πολιτική ωριμότητα και πείρα, εξελίχθηκε σε μια παγκόσμιας εμβέλειας πολιτική φυσιογνωμία που τοποθετούσε την Κύπρο στο προσκήνιο των διεθνών εξελίξεων. Ο Μακάριος, ως νέος, εμπνευσμένος με τις ελληνικές παραδόσεις, τίμησε τον τίτλο της Εθναρχίας και ηγήθηκε πολιτικά του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-59 που δεν οδήγησε μεν στα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, όμως έθεσε τέρμα στην αποικιοκρατία και υπήρξε η απαρχή της ανεξαρτησίας. Μιας ανεξαρτησίας, δυστυχώς, φαλκιδευμένης, με δοτό Σύνταγμα, που πέραν των φυλετικών διακρίσεων ενσωμάτωνε πρόνοιες που το καθιστούσαν μη λειτουργικό, με τα αδιέξοδα αναπόφευκτα. Η προσφυγή στον ένοπλο εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα, νομοτελειακή.

Η Μεγάλη Βρετανία, στην προσπάθεια της να συντηρήσει πολιτικο-στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο, πρώτα ενέπλεξε την Τουρκία με την τριμερή για να αξιοποιήσει τους Τουρκοκύπριους και τέλος επέβαλε ένα μη λειτουργικό σύνταγμα. Ο Μακάριος, σε μια προσπάθεια αποφυγής αδιεξόδων και κρίσεων, πρότεινε τα δεκατρία σημεία. Είναι ανιστόρητο να θεωρούνται οι προτάσεις αυτές ως έναυσμα για τις καλούμενες διακοινοτικές ταραχές. Από πότε προτάσεις, αντί να οδηγούν σε διάλογο, οδηγούν σε κρίση; Άλλωστε, είναι γνωστή η προπαρασκευή της Τουρκίας να οδηγήσει σε ανωμαλία, στην προσπάθειά της να δημιουργήσει ένα πολιτικο-στρατιωτικό προγεφύρωμα. Ο ίδιος ο τότε ΓΓ του ΟΗΕ, Ου Θάντ, χαρακτήρισε τα γεγονότα ως προσπάθεια υλοποίησης της πάγιας τουρκικής πολιτικής. Ο δε Γκάλο Πλάζα, στην Έκθεση του προς το Συμβούλιο Ασφαλείας για τα τότε γεγονότα, αναφέρει ότι ο στόχος της Τουρκίας ήταν ο βίαιος διαχωρισμός και η διχοτόμηση.

Ο Μακάριος απαντά σε όλους εκείνους που διατυπώνουν απόψεις που συνδέουν τα τότε γεγονότα, που ξεκίνησαν με αποκλειστική υπαιτιότητα της Άγκυρας, με δήθεν συνευθύνη της ελληνικής κοινότητας. Ιδού τι αναφέρει σε επιστολή του, ημερομηνίας 1.3.1964, προς τον τότε Πρωθυπουργό της Ελλάδας Γεώργιο Παπανδρέου:

«Αλλ’ ενώ ανέμενον την απάντησιν της τουρκοκυπριακής ηγεσίας στις γνωστές προτάσεις για συνταγματικές μεταβολές, εξετυλίχθησαν αιματηρά επεισόδια εν Λευκωσία, τα οποία μετά τινας ημέρας επεξετάθηκαν και εις άλλας περιοχάς της νήσου.

Πιστεύω ακραδάντως ότι την ευθύνην διά τα τραγικά ταύτα γεγονότα και την όλην δυσάρεστον κατάστασιν φέρει εξ ολοκλήρου η τουρκοκυπριακή πλευρά. Είναι αληθές ότι οι Έλληνες της Κύπρου και η ηγεσία των προέβαινον από καιρού εις δυναμικήν προπαρασκευήν, διά να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τυχόν ένοπλον επίθεσιν υπό των Τουρκοκυπρίων, διά τους οποίους εγνωρίζομεν ότι εισήγον όπλα εκ Τουρκίας και εξεπαίδευον στρατιωτικώς πολλά μέλη της κοινότητος των. Από ελληνικής όμως πλευράς, παρά την δυναμικήν διά παν ενδεχόμενον προπαρασκευήν, ούτε σκέψις εγένετο, ούτε οιαδήποτε πρόθεσις υπήρχε δι’ επίθεσιν κατά των Τούρκων. Ο αγών επεβλήθη. Ευρέθημεν υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσωμεν κατά της ενόπλου βίας το ίδιον μέσον. Πιθανώς να υποχρεωθώμεν να πράξωμεν τούτο και μελλοντικώς. Δι’ αυτόν τον λόγον συνεχίζομεν την ετοιμασίαν μας και επί του πεδίου τούτου».

Και στις 13 Μαρτίου 1964, ο Πρόεδρος Μακάριος προβαίνει στην εξής δήλωση μετά από διακοίνωση της τουρκικής κυβέρνησης η οποία απειλεί απροσχημάτιστα με στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο:

«Η θλιβερή αλήθεια είναι ότι η τουρκοκυπριακή ηγεσία, στην προσπάθεια της να δικαιολογήσει μιαν ένοπλη επέμβαση της Τουρκίας πριν από την άφιξη της Ειρηνευτικής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών και να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα, που θα εξυπηρετούσαν τους σκοπούς της για διαμελισμό ή ομοσπονδοποίηση της Κύπρου, προκαλεί διαρκώς επεισόδια σε διάφορα μέρη του νησιού.

Οι Τούρκοι επιδόθηκαν σε αυτές τις πράξεις βίας, ενθαρρυνόμενοι, προφανώς, από τις επανειλημμένες απειλές της Τουρκικής Κυβέρνησης για ένοπλη εισβολή στην Κύπρο».

Η αποτυχία διάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας με την τουρκοανταρσία του 1963-64 οδήγησε στη συνωμοσία του 1974. Από τα αποκαλυφθέντα έγγραφα διαφαίνεται ότι στόχος ήταν ένα πραξικόπημα, η δολοφονία του Μακαρίου, η εισβολή, ο βίαιος φυλετικός διαχωρισμός και η επιβολή ενός κυβερνητικού σχήματος πρόθυμου να νομιμοποιήσει τα τετελεσμένα του δίδυμου εγκλήματος.

Η επιβίωση του Μακαρίου και ο αγώνας του λαού για επάνοδο του διαφοροποίησε μεν τα αρχικά σχέδια, αλλά δεν απέφυγε την εθνοκάθαρση και την de facto διχοτόμηση από τις τουρκικές κατοχικές δυνάμεις. Ο Μακάριος, σε μια προσπάθεια να οδηγήσει σε μια ανεκτή λύση, άρχισε το διακοινοτικό διάλογο. Στη συνέχεια, διαπίστωσε το αδιέξοδο. Στην τελευταία δραματική του ομιλία στην πλατεία Ελευθερίας διακήρυξε ότι ο διακοινοτικός διάλογος διέδραμε τη χρησιμότητα του και χρησιμοποιείται ως άλλοθι από την Τουρκία και ότι υπερέβημεν τα όρια ασφάλειας σε υποχωρήσεις.

Σε διάψευση των ισχυρισμών ότι πολλές των μετέπειτα υποχωρήσεων, εκπτώσεων, ελλειμματικών χειρισμών και εκτροπών οφείλονται στον Μακάριο, υπάρχουν αδιάψευστες οι θέσεις του, οι δηλώσεις του, ο βίος και η πολιτεία του. Από νωρίς αναλύει με πολιτική σοφία τις διεθνείς εξελίξεις και θέτει τα προβλήματα και την προοπτική επίλυσής τους στη βάση αρχών.

Στην ομιλία του στη Διάσκεψη Κορυφής των Αδεσμεύτων το 1961, στο Βελιγράδι, αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Η ειρήνη τότε μόνον είναι ασφαλής, όταν δεν στηρίζεται απλώς επί της ισχύος των όπλων και της ισορροπίας των δυνάμεων, αλλ΄ επί της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της αυτοδιαθέσεως».

«Δεν αποφεύγονται, αλλά πολλαπλασιάζονται οι κίνδυνοι οσάκις εφαρμόζονται συμβιβαστικαί λύσεις, μη βασιζόμεναι επί αρχών. Ο συμβιβασμός δύναται να επιτύχει αναβολήν, αλλά η αναβολή αποτελεί υποθήκευσιν του μέλλοντος».

Αυτό που αναδεικνύεται ως το κορυφαίο διαχρονικό χαρακτηριστικό του Μακαρίου είναι η αγωνιστική του στάση κατά της αποικιοκρατικής δουλείας, ενάντια στις εξωτερικές πιέσεις, ενάντια στη χούντα και κατά της προσαρμογής στην τουρκική κατοχή. Θεμελιακή του υποθήκη παραμένει «ότι δεν θα ξεγράψουμε καμιά γωνιά της κυπριακής γης, ότι κανενός πρόσφυγα δεν θα διαγράψουμε το δικαίωμα επιστροφής».

Τα λόγια του Μακαρίου, λίγες μόνο εβδομάδες πριν από το θάνατο του, περιγράφουν ανάγλυφα τη θεώρησή του για τη λύση του Κυπριακού και τα όρια των υποχωρήσεων: «Η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν έχει περιθώρια άλλων υποχωρήσεων γιατί έκαμεν ήδη πολλές και έφθασε σε όρια που δεν μπορεί να υπερβεί. Και επομένως οι πολιτικές συνταγές ή συμβουλές περί αμοιβαίων υποχωρήσεων δεν πρέπει να απευθύνονται προς τους Έλληνες Κυπρίους. Υποχωρήσεις πρέπει να ζητούνται μονάχα από την τουρκική πλευρά, αν υποχώρηση μπορεί να ονομασθεί, στην περίπτωση αυτή, η επιστροφή κατακτηθέντων διά στρατιωτικής βίας».

Και απαντώντας ο Μακάριος σε όσους συμβούλευαν ρεαλιστική δήθεν αποδοχή των τετελεσμένων, διακήρυττε στο Όμοδος, το 1975: «Πιθανώς να λεχθεί ότι υπάρχουν σήμερον εν Κύπρω τετελεσμένα γεγονότα τα οποία δεν απογίνονται και δεν ανατρέπονται. Και δεν πρέπει ταύτα να παραγνωρίζονται. Δεν παραγνωρίζομεν, αλλά δεν αναγνωρίζομεν και δεν αποδεχόμεθα και δεν νομιμοποιούμεν διά της υπογραφής μας τετελεσμένα γεγονότα».

Στο συλλαλητήριο της 20ής Ιουλίου 1976 προσέθετε: «Η μόνη προσφερόμενη σύντομος λύσις είναι η αναγνώρισις και αποδοχή της ‘ντε φάκτο’ καταστάσεως. Ποία όμως, η ωφέλεια εκ της τοιαύτης συντομίας; Μήπως διά να αποφευχθεί η τουρκοποίησις των κατεχομένων εδαφών; Αλλά, θα γίνει τότε τη συγκαταθέσει και διά της υπογραφής μας. Μήπως διά να αισθανώμεθα ασφαλείς εις το υπόλοιπον τμήμα της νήσου; Πιστεύω, αντιθέτως, ότι η νομιμοποίησις των τετελεσμένων γεγονότων θα διεγείρει την τουρκικήν βουλιμίαν και θα ενθαρρύνει τα επεκτατικά σχέδια της Τουρκίας εις την Κύπρον».

Και με διάγνωση της ταύτισης κινδύνων από τον τουρκικό επεκτατισμό με τον ευρύτερο ελληνισμό και προβλέποντας την εκδήλωση των θρασύτατων τουρκικών αξιώσεων, προχωρούσε στην επισήμανση: «Και τοιαύται εξελίξεις εις την Κύπρον θα έχουν επακόλουθο και εις εκτός Κύπρου χώρους, όπου πετρελαιοφόροι υφαλοκρηπίδες και τουρκικαί μειονότητες δίδουν εις την Τουρκίαν προσχήματα επεκτατικής πολιτικής».

Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, οφείλουμε να στραφούμε προς το Θρονί για προβληματισμό, έμπνευση και διάνοιξη προοπτικών. Η σημερινή κρίσιμη εθνική, οικονομική και πολιτική συγκυρία απαιτεί αξιοποίηση του βασικού διαχρονικού μηνύματος του Μακαρίου που υπήρξε η εμμονή σε στόχους και αρχές, με ανάλογη τακτική που ωστόσο δεν αναιρεί τις βασικές εθνικές επιδιώξεις.

Η τιμή στον Μακάριο δεν μπορεί να εξαντλείται σε επιμνημόσυνες δεήσεις και επετειακούς λόγους. Απότιση τιμής στη μνήμη του μεγάλου ηγέτη σημαίνει να αντλούμε παράδειγμα από την αγωνιστική του πορεία και να σηκώνουμε με σεβασμό την κιβωτό με τις εντολές του. Χρέος μας να επιμείνουμε σε λύση που να εγγυάται την ενότητα κράτους και χώρου, την απομάκρυνση των στρατευμάτων και των εποίκων και τη διασφάλιση των βασικών ελευθεριών και δικαιωμάτων του συνόλου του λαού.

Τριάντα εννέα χρόνια από την εθνική τραγωδία του 1974, το καθήκον μας είναι να παραμείνουμε σε εγρήγορση και κινητοποίηση σε όλη την κλίμακα του Ελληνισμού για τη διασφάλιση των αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων της πατρίδας και του λαού μας. Δεν είμαστε ούτε αρνητικοί, ούτε απορριπτικοί. Αλλά με σαφήνεια πρέπει να δώσουμε το μήνυμα ότι δεν πρόκειται να συναινέσουμε σε εθνικό αυτοχειριασμό.

Οι συνομιλίες των τελευταίων πέντε χρόνων οδηγήθηκαν σε τέλμα και αδιέξοδο εξ αιτίας της τουρκικής κακοπιστίας και αδιαλλαξίας, ενώ η Τουρκία εμφανίζεται ως ουδέτερος τρίτος, ως «αθώα περιστερά» και ως δήθεν επειγόμενη για λύση. Ταυτόχρονα, αντί να αποδοκιμάζεται και να καταδικάζεται η τουρκική πλευρά, αντιμετωπίζουμε νουθεσίες και πιέσεις. Μάλιστα με επίκληση της δεινής θέσης στην οποία περιήλθε η κυπριακή οικονομία, εξαιτίας και της ανάλγητης συμπεριφοράς των ισχυρών ταγών της ΕΕ, επιχειρείται η διασύνδεση με τη λύση του Κυπριακού. Τι εννοούν όσοι δηλώνουν ανερυθρίαστα ότι πρέπει να αξιοποιηθεί, ως ευκαιρία, η οικονομική κρίση για να λυθεί το Κυπριακό και το ζήτημα των ενεργειακών πόρων της Κύπρου; Ότι θα καμφθούμε και θα γονατίσουμε και θα δεχθούμε ελλειμματική, άδικη και ετεροβαρή λύση υπό το βάρος των οικονομικών δυσχερειών; Αποδοκιμάζουμε και απορρίπτουμε αυτού του είδους τις απαράδεκτες προσεγγίσεις που προσβάλλουν βάναυσα τον λαό μας.

Προειδοποιούμε τον λαό για τους κινδύνους από τις επιχειρούμενες μεθοδεύσεις. Καλούμε σε επαγρύπνηση, συστράτευση και κινητοποίηση για την ανακοπή της επικίνδυνης πορείας. Ο κίνδυνος επανόδου ενός σχεδίου λύσης στις παραμέτρους του Σχεδίου Ανάν είναι υπαρκτός. Το λαϊκό αίσθημα που εκφράσθηκε ελεύθερα το 2004 πρέπει να είναι οδηγός στη διαχείριση της εθνικής μας υπόθεσης και δεν είναι νοητό να παρερμηνεύεται με νέες υποχωρήσεις που αποδίδονται είτε στον Πρόεδρο Μακάριο είτε στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Μέσα στις σημερινές συνθήκες είναι απαραίτητη η ενότητα. Όχι ως άχρωμη ευχή, αλλά ως κοινό μέτωπο για αγώνα επιβίωσης και απελευθέρωσης. Επιβάλλεται να πρυτανεύσει φρόνημα αγωνιστικό και πνεύμα ομοψυχίας και αδιάσπαστης εθνικής ενότητας. Γιατί στο δύσκολο αγώνα που διεξάγει ο Κυπριακός Ελληνισμός καμιά συμπαράσταση δεν μπορεί να αξιοποιηθεί και κανένας στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς καθολική και ανεπιφύλακτη συσπείρωση γύρω από τον υπέρτατο σκοπό της σωτηρίας της Κύπρου.

Μια ενότητα στη βάση συλλογικής διαβούλευσης για συνδιαμόρφωση αποφάσεων στρατηγικού και τακτικού χαρακτήρα. Μια ενότητα στη βάση συμμόρφωσης προς τη λαϊκή βούληση με αναδιαμόρφωση της στρατηγικής μας, για να αποφύγουμε τους εξόφθαλμους κινδύνους, να αποκαταστήσουμε τον πραγματικό χαρακτήρα του κυπριακού προβλήματος και να επανατοποθετήσουμε την Τουρκία στο εδώλιο του κατηγορουμένου ως παραβάτη του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Σε πλήρη και αδιάσπαστη ενότητα με την Ελλάδα που αποτελεί τον μόνιμο, φυσικό και ανιδιοτελή συμπαραστάτη μας στον αγώνα για εθνική δικαίωση.

Τριάντα έξι χρόνια μετά που ο μεγάλος ηγέτης έφυγε νωρίς. Εκατό χρόνια από τη γέννηση του. Και όμως είναι παρών, δικαιωμένος και υπερήφανος. Λιτός πάντα ως αρχαίο επίγραμμα. Σεπτός ως βυζαντινό εξωκκλήσι. Και εμείς παραμένουμε, με φορτισμένες τις μνήμες, με οράματα τραυματισμένα, μέσα στους επάλληλους και φαύλους κύκλους της κρίσης αξιών, της ανατροπής των προτεραιοτήτων μας, του άγους της κατοχής, των καταπατουμένων δικαιωμάτων του λαού μας, των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων, της λησμοσύνης του μεγάλου μας χρέους. Αναζητώντας συνειρμούς της δικής του μεγαλοσύνης και θυσίας με το σημερινό μας καθήκον. Καθήκον το οποίο επιτάσσει να ξεφύγουμε οριστικά από το σύνδρομο της εθνικής ταπείνωσης του 1974, της οικονομικής κρίσης που πλήττει την Κύπρο, της ανάλγητης συμπεριφοράς εταίρων μας, που άλλως όφειλαν να συμπεριφερθούν. Οφείλουμε να επανακαθορίσουμε τα μεγάλα οράματα και να επανασυνδέσουμε τα κομμένα νήματα των προσπαθειών και των αγώνων του Κυπριακού Ελληνισμού. Να ολοκληρώσουμε τον ιστορικό κύκλο που ξεκινά από την αγχόνη του αποικιοκράτη, φθάνει στη δημοκρατική αντίσταση του λαού μας το 1974, εκτείνεται στην τραγωδία της εισβολής και ολοκληρώνεται, πρέπει να ολοκληρωθεί, με πράξη μόνο μία. Πράξη απόσεισης της κατοχής. Πράξη ελευθερίας.

Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος στο λόγο αποχαιρετισμού του Μακαρίου, το 1977, είπε με τη χαρακτηριστική του γλαφυρότητα: «Αδελφοί, οι μεγάλοι νεκροί δεν εκλείπουν. Η παρουσία τους γίνεται στη μεταθανάτια πορεία τους μέσα στην ιστορία ακόμη πιο έντονη. Κλαίμε διότι πέθανε ο Μακάριος. Και ξεχνάμε ότι ο Μακάριος Ζει. Ζει στην ψυχή όλων σας, στη θέληση σας να πραγματοποιήσετε τη δική του θέληση. Δεύτε, πονεμένοι αδελφοί, να λάβετε θάρρος, δύναμη και πίστη. Η Κύπρος δεν πεθαίνει».

Αυτή είναι η υπόσχεσή μας και σήμερα προς τον μεγάλο ηγέτη του λαού μας. Η Κύπρος δεν θα γονατίσει και δεν θα υποκύψει στη βία, στο άδικο και στην αυθαιρεσία. Θα αγωνιστούμε για να μην περάσουν τα αποτελέσματα της προδοσίας, της τουρκικής εισβολής και κατοχής. Θα παλέψουμε μέρα και νύκτα ωσότου από τα σκοτάδια αναβλύσει φως. Φως άπλετο ελευθερίας!