05/10/2011
Εξαιρετικά θετικό ψήφισμα, με πολύ σημαντικές αναφορές για την Κύπρο, υιοθετήθηκε, κατά συντριπτική πλειοψηφία στη διάρκεια συνεδρίας της ολομέλειας της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΚΣΣΕ) στο Στρασβούργο, στα πλαίσια του 4ου Μέρους της Συνόδου 2011 της Συνέλευσης.
Το ψήφισμα της έκθεσης της Εισηγήτριας, εκ μέρους της Επιτροπής Νομικών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της ΚΣΣΕ, Γερμανίδας Βουλευτού κας Marina Schuster, έχει τίτλο «Οι έννοιες της εθνικής κυριαρχίας και της κρατικής οντότητας, στα πλαίσια του σύγχρονου διεθνούς δικαίου και η ανάγκη επαναπροσδιορισμού τους». Το θέμα αυτό υπενθυμίζεται πως είχε οδηγηθεί ενώπιον της Επιτροπής Νομικών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με πρωτοβουλία του κ. Χρήστου Πουργουρίδη και άλλων μελών της Συνέλευσης.
Μέσα από το ψήφισμα, που πήρε τον αύξοντα αριθμό 1832 (2011), η ΚΣΣΕ καλεί, μεταξύ άλλων, όλες τις χώρες μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης να μην αναγνωρίζουν ή στηρίζουν με οποιοδήποτε τρόπο τις de facto αρχές εδαφών που είναι αποτέλεσμα παράνομης διαίρεσης και ειδικά εκείνες που στηρίζονται πάνω σε ξένες στρατιωτικές επεμβάσεις. Τονίζει, επίσης, πως διενέξεις συνεπεία τέτοιων στρατιωτικών επεμβάσεων θα πρέπει να επιλύονται με ειρηνικά μέσα και στη βάση του διεθνούς δικαίου.
Το υιοθετηθέν ψήφισμα αναφέρει επίσης, μεταξύ άλλων, πως στρατιωτικές επεμβάσεις, όπως αυτή που διενήργησε η Τουρκία στην Κύπρο το 1974, οδήγησαν σε μαζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δεν έχουν επιφέρει, όπως διετείνοντο, μόνιμη επίλυση του προβλήματος. Αναφέρεται επίσης πως διμερείς εγγυήσεις, όπως αυτές που δόθηκαν στο πλαίσιο της ανεξαρτησίας της Κύπρου, δεν απέτρεψαν διενέξεις. Τουναντίον, συνεχίζει το ψήφισμα, στην περίπτωση της Κύπρου οι εγγυήσεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν ως πρόφαση για μονομερή στρατιωτική επέμβαση, κατά παράβαση του Άρθρου 2 (4) του Καταστατικού των Ηνωμένων Εθνών και των σχετικών προνοιών του διεθνούς δικαίου, που απαγορεύει τη χρήση βίας.
Αναφέρει επίσης πως ακόμη και στην περίπτωση που το διεθνές δίκαιο θα αναγνώριζε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης εθνικών ή εθνοτικών μειονοτήτων, η Συνέλευση θεωρεί ότι αυτό δεν θα παρείχε το αυτόματο δικαίωμα σε ενέργειες που να καταλήγουν στη διαίρεση μιας χώρας.
Εξάλλου, το επεξηγηματικό μνημόνιο της έκθεσης του ψηφίσματος επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι σύμφωνα με ειδικούς εμπειρογνώμονες δημιουργείται σοβαρή αμφιβολία κατά πόσον η Συνθήκη Εγγυήσεων μπορεί να συνεχίσει να θεωρείται ως έγκυρη, λόγω της αρχής που υπαγορεύει πως η εγκυρότητά της μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση, όταν οι λόγοι εγκαθίδρυσης μιας Συνθήκης παύουν πλέον να υφίστανται ή επειδή υπήρξε σοβαρή παραβίαση από ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη στη Συνθήκη, όπως στη περίπτωση της Κύπρου με τη στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας. Το ενδεχόμενο αυτό, συνεχίζει το κείμενο, δημιουργεί παράλληλα ένα μεγάλο ερωτηματικό σε ό,τι αφορά στη νομιμότητα της ύπαρξης των βρετανικών «κυρίαρχων στρατιωτικών βάσεων», η ύπαρξη των οποίων στηρίζεται και πάλι, όπως υπενθυμίζει η Εισηγήτρια, στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης.
Αναφέρεται επίσης πως η Κυπριακή ανεξαρτησία, η οποία ήταν συνδεδεμένη με μια πεπαλαιωμένη τριμερή συμφωνία εγγυήσεων, ήταν η τελευταία πράξη τερματισμού της αποικιοκρατίας στην Ευρώπη. Το νησί, αναφέρει το κείμενο της έκθεσης, παραμένει de facto διαιρεμένο εδώ και δεκαετίες, παρά τη σχεδόν ομόφωνη μη αναγνώριση του αποσχιστικού καθεστώτος στο βορρά το οποίο εγκαθιδρύθηκε υπό την προστασία του τουρκικού στρατού.
Το κείμενο υπενθυμίζει επίσης τα ψηφίσματα 541 (1983) και 550 (1984) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών σε ό,τι αφορά στη μη αναγνώριση του παράνομου καθεστώτος των κατεχομένων, καθώς επίσης και την 4η Διακρατική προσφυγή Κύπρου νs Τουρκίας, σε σχέση με το θέμα των Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων, την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) στην υπόθεση Τιτίνας Λοϊζίδου νs Τουρκίας, αλλά και άλλες αποφάσεις του ΕΔΑΔ οι οποίες αφορούν στα δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων εκτοπισθέντων στις περιουσίες τους.
Τονίζεται επίσης πως η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας εκπροσωπεί διεθνώς ολόκληρη την επικράτεια της Κύπρου και είναι για τον λόγο αυτό που εντάχθηκε μεν ολόκληρη η Κύπρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004, αλλά το κοινοτικό κεκτημένο έχει ανασταλεί προσωρινά στο βόρειο τμήμα της χώρας, όπως προνοείται από το Πρωτόκολλο 10. Επισημαίνεται επίσης πως η άρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ είναι η μοναδική χώρα που αναγνωρίζει την ούτω καλούμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου», αποτελεί ένα μεγάλο εμπόδιο στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας.
Οι πιο πάνω αναφορές προκάλεσαν, στη συζήτηση που ακολούθησε, την οργίλη αντίδραση τόσο μελών της τουρκικής αντιπροσωπίας στη Συνέλευση όσο και του εκπροσώπου της τουρκοκυπριακής κοινότητας στη ΚΣΣΕ, οι οποίοι ισχυρίστηκαν, μεταξύ άλλων, πως οι εν λόγω αναφορές είναι παραπλανητικές, εκφράζοντας τις πάγιες τούρκικες θέσεις σε ό,τι αφορά στο Κυπριακό. Η εισηγήτρια της έκθεσης, απαντώντας, απέρριψε κατηγορηματικά τους πιο πάνω ισχυρισμούς παραπέμποντάς τους, μεταξύ άλλων, στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για την Κύπρο.
Επίσης, ο κ. Χρήστος Πουργουρίδης, μιλώντας ως Πρόεδρος της Επιτροπής Νομικών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Συνέλευσης, αφού συνεχάρη την Εισηγήτρια για την εξαίρετη και πολύ σημαντική, όπως ανέφερε, έκθεσή της απέρριψε κατηγορηματικά, μεταξύ άλλων, τις επικρίσεις που εκφράστηκαν από μέλη της Συνέλευσης και κάλεσε όλους όπως υπερψηφίσουν αυτήν την τόσο σημαντική και ισορροπημένη έκθεση, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.
Εξάλλου, ο κ. Πουργουρίδης, Πρόεδρος της Επιτροπής Νομικών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, παρουσίασε στην ολομέλεια της Συνέλευσης τη γνωμάτευση της Επιτροπής για το θέμα της παραχώρησης του καθεστώτος «Συνέταιρου για τη Δημοκρατία» στο Παλαιστινιακό Εθνικό Συμβούλιο. Μετά την ολοκλήρωση της συζήτησης για το πιο πάνω θέμα, η ολομέλεια της ΚΣΣΕ ψήφισε υπέρ της απονομής του συγκεκριμένου καθεστώτος στο Παλαιστινιακό Εθνικό Συμβούλιο.