Εισαγωγική δήλωση του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Δημήτρη Χριστόφια κατά την παρουσία του στη Μονομελή Επιτροπή για τη Διερεύνηση της καταστροφικής έκρηξης στο Μαρί
05/09/2011
Προτού τοποθετηθώ νιώθω την ανάγκη για ακόμη μια φορά να εκφράσω τη βαθιά μου θλίψη και οδύνη για το γεγονός της καταστροφικής έκρηξης στο Μαρί που προκάλεσε την απώλεια ανθρώπινων ζωών. Ειλικρινά, όλο αυτό το χρονικό διάστημα, η σκέψη μου βρίσκεται στους συγγενείς των θυμάτων, στους οποίους θα ήθελα και με αυτή την ευκαιρία να εκφράσω τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια και τη συμπάθεια μου από τα βάθη της καρδιάς μου.
Θεωρούμε τη διαδικασία διερεύνησης του συμβάντος ως ιδιαίτερα σημαντική. Μόνος μας στόχος είναι να λάμψει η αλήθεια με ένα σωστό και οργανωμένο τρόπο, στη βάση του Συντάγματος, των νόμων και των κανονισμών, όπως αρμόζει σε μια δημοκρατική πολιτεία. Η ανάδειξη της αλήθειας καθίσταται επιτακτικότερη γιατί όλο αυτό το χρονικό διάστημα κάποιοι έχουν προτρέξει να στήσουν δικαστήρια στις πλατείες, να δικάσουν και να καταδικάσουν στη βάση συναισθημάτων και διαφόρων σκοπιμοτήτων.
Σε όλη μου τη ζωή και στη μακρά πολιτική μου δράση διασφάλισα ότι ούτε μύτη ανθρώπου δεν θα ανοίξει με δική μου υπαιτιότητα. Σε όλη μου τη ζωή και στην πολιτική μου πορεία υπηρέτησα και υπηρετώ τον άνθρωπο, τη δημοκρατία και την πατρίδα μας. Αυτή υπήρξε η μόνη μου «ιδεοληψία»: πώς σεμνά και με ανιδιοτέλεια να υπηρετήσω τον απλό άνθρωπο και το συμφέρον της Κύπρου και του λαού μας.
Σε σχέση τώρα με το τραγικό συμβάν. Το όλο θέμα χωρίζεται σε δύο μεγάλες ενότητες: Πρώτη μεγάλη ενότητα είναι η πολιτική απόφαση για χειρισμό του φορτίου, με βάση τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, τις διεθνείς υποχρεώσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας και το εθνικό συμφέρον.
Η δεύτερη ενότητα είναι ο όλος χειρισμός του φορτίου από αυτούς που είχαν την αρμοδιότητα και τη γνώση να το πράξουν.
Ως Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας είχα την ευθύνη καθηκόντως να προβώ στον πολιτικό χειρισμό του όλου ζητήματος.
Θα ήθελα να προχωρήσω σε μια σύντομη ιστορική αναφορά στην προσπάθεια να ριχθεί φως στην αλήθεια γύρω από το θέμα.
Η έλευση του πλοίου στην Κύπρο
Η Κυπριακή Δημοκρατία ενημερώθηκε από τις ΗΠΑ ότι πλοίο υπό κυπριακή σημαία το οποίο κατευθυνόταν μέσω της διώρυγας του Σουέζ στη Συρία πιθανόν να μετέφερε στρατιωτικό υλικό από το Ιράν, κατά παράβαση απαγορευτικών ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Το πλοίο με βάση τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και τον διεθνή νόμο θα έπρεπε να ελεγχθεί από τη Κυπριακή Δημοκρατία, αφού έφερε τη σημαία μας. Μετά τον έλεγχο η Κυπριακή Δημοκρατία θα έπρεπε να προβεί σε ενέργειες, στη βάση πάντοτε των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Το ζήτημα ήταν από την αρχή πολύ σύνθετο και ευαίσθητο. Από την πρώτη στιγμή γίναμε δέκτες διαβημάτων, παραστάσεων και πιέσεων από χώρες που διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διεθνή σκηνή με την υπόμνηση ότι, ιδιαίτερα η Κυπριακή Δημοκρατία, θα πρέπει να επιδεικνύει ευαισθησία στην εφαρμογή των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Αυτό τεκμηριώνεται από σειρά σημειωμάτων τα οποία ήδη έχουν κατατεθεί στην Επιτροπή από επαφές με χώρες μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας. Κατόπιν τούτου το πλοίο κλήθηκε από εμάς να καταπλεύσει στο λιμάνι της Λεμεσού για έλεγχο.
Πρέπει να υπογραμμιστεί με σαφήνεια ότι η εφαρμογή των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας από την Κυπριακή Δημοκρατία ήταν και είναι κρίσιμης σημασίας για τον αγώνα μας ενάντια στην κατοχή για την επανένωση της πατρίδας και του λαού μας. Η Κυπριακή Δημοκρατία ευρισκόμενη υπό ημικατοχή, θύμα η ίδια παραβίασης του διεθνούς δικαίου και των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας, δεν θα μπορούσε να παραβιάζει η ίδια ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ο όλος χειρισμός έγινε λαμβάνοντας υπόψη αυτή την απαραβίαστη αρχή η οποία είναι απόλυτα συνδεδεμένη με το εθνικό μας συμφέρον.
Την ίδια ώρα υπήρξε από πλευράς της Συρίας έντονη αντίδραση προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ζητήθηκε από εμάς να αφεθεί το πλοίο να καταπλεύσει στη Συρία με την απειλή ότι σε αντίθετη περίπτωση θα πληγούν οι σχέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας με τη Συρία και τον αραβικό κόσμο.
Ο χειρισμός του φορτίου του πλοίου
Ο όλος χειρισμός του φορτίου του πλοίου έγινε σε πλήρη συνεργασία με την Αρμόδια Επιτροπή Κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Η επιθυμία μας ήταν να βρεθεί τρόπος το φορτίο να μην παραμείνει στην Κύπρο. Στα πλαίσια της προσπάθειας μας το φορτίο να κατασχεθεί από τον ΟΗΕ, ενημερώνοντας την Επιτροπή Κυρώσεων, διατυπώσαμε τη θέση ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα είχε τη δυνατότητα να κρατήσει και αποθηκεύσει το φορτίο, ως επιχείρημα στην προσπάθεια μας να πείσουμε για την ανάγκη άμεσης εμπλοκής του Συμβουλίου Ασφαλείας. Επίσης, όπως αποδεικνύεται από τα στοιχεία που έχουν κατατεθεί στην Επιτροπή, διερευνήσαμε τη δυνατότητα το φορτίο με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας να μεταφερθεί κάπου αλλού, όπως για παράδειγμα στις εγκαταστάσεις της UNIFIL ή στη Μάλτα. Ενώπιον της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν υπήρξε κατεύθυνση του Συμβουλίου Ασφαλείας ή άλλη συγκεκριμένη και ολοκληρωμένη πρόταση από άλλη χώρα σε σχέση με τη μετακίνηση του φορτίου οπουδήποτε αλλού εκτός Κύπρου.
Εισηγηθήκαμε την παραλαβή του φορτίου από πλοίο με «μπλε σημαία», δηλαδή σημαία των Ηνωμένων Εθνών και στη συνέχεια το ίδιο το Συμβούλιο Ασφαλείας να χειριστεί το φορτίο. Η θέση αυτή τεκμηριώνεται από το πρακτικό της τηλεφωνικής επικοινωνίας του Διευθυντή του Διπλωματικού μου Γραφείου με τον Βρετανό Ύπατο Αρμοστή ο οποίος μιλούσε και εκ μέρους των Πρέσβεων της Γαλλίας, της Γερμανίας και των Η.Π.Α στις 2 Φεβρουαρίου 2009 ο οποίος χαρακτήρισε ως επιδέξιους τους χειρισμούς μας. Επίσης τεκμηριώνεται από αναφορές επαφών του Μονίμου Αντιπροσώπου της Κυπριακής Δημοκρατίας στα Ηνωμένα Έθνη.
Σε μια από αυτές τις αναφορές του Μονίμου Αντιπροσώπου μας στα Ηνωμένα Έθνη στις 4 Φεβρουαρίου 2009 διατυπώνεται και η θέση μας, όπως μεταφέρθηκε σε Μόνιμους Αντιπρόσωπους κρατών-μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας, ότι «η Κυπριακή Δημοκρατία θα συνεργαστεί με κάθε χώρα που ενδιαφέρεται να συνδράμει την Κυπριακή Δημοκρατία στην αναζήτηση λύσης αναφορικά με το φορτίο του πλοίου, νοουμένου ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας θα έχει προηγουμένως συλλογικά αποφασίσει τη στήριξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στις όποιες διμερείς της ενέργειες». Δυστυχώς η θέση μας για παραλαβή του φορτίου από «πλοίο με μπλε σημαία», δηλαδή από τα Ηνωμένα Έθνη, δεν υιοθετήθηκε, ενδεχομένως λόγω και των αντικρουόμενων και διαφορετικών απόψεων εντός του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Εκεί που διαπιστώθηκε σύγκλιση στις απόψεις των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας όπως αποδεικνύεται από σειρά πρακτικών, αναφορών και σημειωμάτων που έχουν κατατεθεί στην Επιτροπή, είναι ότι το φορτίο θα έπρεπε να παραμείνει στην Κύπρο ως η επιλογή για την ορθότερη εφαρμογή των εν λόγω ψηφισμάτων.
Την ίδια ώρα συνεχίζονταν οι αρνητικές αντιδράσεις κύρια από τη Συρία αλλά και αργότερα από το Ιράν σε σχέση με την πιθανότητα κατακράτησης του φορτίου.
Υπήρξε μια συνεχής επικοινωνία της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως όφειλε, με την Επιτροπή Κυρώσεων, την οποία ενημερώσαμε για τα αποτελέσματα από τον έλεγχο του φορτίου από τους αρμόδιους τεχνοκράτες και γενικότερα για τις κινήσεις μας. Η Επιτροπή αποφάνθηκε ότι υπήρχε παραβίαση των ψηφισμάτων και η εφαρμογή των αποφάσεων βάραινε την Κυπριακή Δημοκρατία.
Ενήργησα μόνο με γνώμονα το εθνικό συμφέρον. Έλαβα υπόψη τις ιδιαίτερες ευαισθησίες της Κυπριακής Δημοκρατίας για την εφαρμογή των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Έλαβα υπόψη τις θέσεις κρατών-μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας και των εταίρων μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρά τις έντονες αντιδράσεις από τη Συρία και το Ιράν, αποφασίσαμε την κατάσχεση και αποθήκευση του φορτίου από την Κυπριακή Δημοκρατία.
Αυτή ήταν μια ορθή πολιτική απόφαση. Με βάση τα διεθνή και πολιτικά δεδομένα που είχαμε μπροστά μας ήταν ουσιαστικά η μόνη επιλογή που είχαμε.
Πριν τη λήψη απόφασης θέσαμε ακόμη μια παράμετρο που ήταν για εμάς πολύ σημαντική. Την ασφάλεια του φορτίου. Γνωρίζετε ότι στη σύσκεψη της 6ης Φεβρουαρίου του 2009 στο Προεδρικό, στην παρουσία πολλών αρμοδίων έθεσα το θέμα του πλήρους ελέγχου του φορτίου προτού αυτό εκφορτωθεί στην Κύπρο, το θέμα της επικινδυνότητας και της ασφαλούς φύλαξης του. Η απάντηση που λάβαμε ήταν ότι εφόσον το εθνικό συμφέρον επέβαλε τη κατάσχεση του φορτίου, οι αρμόδιοι θα μπορούσαν να χειριστούν κατάλληλα το εν λόγω φορτίο.
Θέλω επίσης να υπενθυμίσω ότι την περίοδο που εξετάζουμε πολιτικοί αρχηγοί οι οποίοι είχαν τύχει ενημέρωσης για τους χειρισμούς μας, στήριξαν με δημόσιες δηλώσεις τους χειρισμούς που έγιναν από πλευράς μας. Κανένας δεν διαφώνησε, ούτε δημόσια ούτε άλλως πως, με την απόφαση για κατάσχεση και αποθήκευση του φορτίου. Κανένας δεν διαφοροποιήθηκε μέχρι και την καταστροφική έκρηξη στο Μαρί στις 11 Ιουλίου.
Ο χειρισμός της Κυπριακής Δημοκρατίας έτυχε ευμενούς υποδοχής από τον διεθνή παράγοντα. Χαρακτηριστική είναι η συζήτηση που διεξήχθη στις 10 Μαρτίου 2009 στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Κατά τη συζήτηση ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Γαλλίας ανέφερε χαρακτηριστικά τα εξής: «Υπάρχει ελπίδα διότι η Κυπριακή Κυβέρνηση γνωρίζει πλήρως τις υποχρεώσεις της και ότι αναγνώρισε ότι αυτό το φορτίο δεν μπορεί να αφεθεί να φτάσει στον προορισμό του ή να επιστραφεί στο Ιράν. Έλαβε τη μοναδική απόφαση που μπορούσε, ήτοι να κρατήσει το φορτίο στο έδαφος της. Όλοι πρέπει να ενεργούμε με τον ίδιο τρόπο». Ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος του Ηνωμένου Βασιλείου στην ίδια συνεδρία ανέφερε ότι «Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ευγνώμων για την επαγρύπνηση και τη συνεργασία που έχει επιδείξει η Κυπριακή Δημοκρατία στην αποτροπή μεταφοράς υλικού οπλισμού από τον Ιράν κατά παράβαση του εμπάργκο». Στις 28 Απριλίου 2009 σε γραπτή δήλωση του Βρετανού Υπουργού Εξωτερικών στη Βουλή των Κοινοτήτων σημειώνεται ότι «Με την κατακράτηση του φορτίου σε ασφαλείς εγκαταστάσεις η Κύπρος έχει χειριστεί τη κατάσταση αποτελεσματικά σύμφωνα με τις απαιτήσεις των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Τέτοιες θετικές αναφορές έγιναν και μεταγενέστερα όπως για παράδειγμα κατά τη συζήτηση της έκθεσης της Επιτροπής Κυρώσεων προς το Συμβούλιο Ασφαλείας στις 15 Ιουνίου 2009.
Εάν συγκριθεί αυτή η εικόνα με την εικόνα που προσπάθησαν να μεταδώσουν κάποιοι στον κυπριακό λαό, ότι τάχατες κατακρατήσαμε το φορτίο λόγω «ιδεοληψιών» και μόνο για το χατίρι του Ιράν και της Συρίας, αποδεικνύεται η προσπάθεια πλήρους διαστρέβλωσης της πραγματικότητας.
Ιράν, Συρία και η συνάντηση με τον Άσσαντ
Η αλλαγή στάσης της Κυπριακής Δημοκρατίας η οποία υποστήριζε παραδοσιακά το ψήφισμα ενάντια στην κατοχή των Υψωμάτων Γκολάν επί προηγούμενης διακυβέρνησης, το 2007, εξόργισε τη Συρία γιατί αυτή μας η κίνηση ερμηνεύθηκε ως μη φιλική αλλαγή της στάσης της Κύπρου έναντι της Συρίας. Υπήρχε παράλληλα επίθεση φιλίας της Τουρκίας προς τη Συρία με ενίσχυση τόσο των πολιτικών όσο και των οικονομικών τους σχέσεων και την υπογραφή σωρείας συμφωνιών. Η Συρία δεχόταν ισχυρές τουρκικές πιέσεις για να αλλάξει τη στάση της στο Κυπριακό ιδιαίτερα εντός της Ισλαμικής Διάσκεψης, Γραμματέας της οποίας είναι Τούρκος διπλωμάτης. Υπενθυμίζω επίσης ότι η ακτοπλοϊκή σύνδεση των κατεχομένων με τη Συρία δημιούργησε δικαιολογημένη αναστάτωση σε σχέση με τον κίνδυνο αναβάθμισης του ψευδοκράτους.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι με την κατάσχεση του φορτίου από την Κυπριακή Δημοκρατία επήλθε πλήγμα στις σχέσεις μας, τόσο με το Ιράν όσο και με τη Συρία.
Έχουν κατατεθεί στην Επιτροπή αριθμός σημειωμάτων συναντήσεων του Διευθυντή του Διπλωματικού μου Γραφείου με τους Πρέσβεις του Ιράν και της Συρίας όσο και σημειώματα από Πρεσβείες μας από τον αραβικό κόσμο που αποτυπώνουν αυτή την πραγματικότητα. Μάλιστα ορισμένοι στον Αραβικό κόσμο απέδιδαν τους χειρισμούς μας σε στρατηγική συνεργασία με το Ισραήλ ή σε πιέσεις των Η.Π.Α.
Έχω κάνει αυτή την εισαγωγή για να γίνει κατανοητός ο διπλωματικός ελιγμός που ήμασταν υποχρεωμένοι να κάνουμε για λόγους εθνικού συμφέροντος κατά τη συνάντηση με τον Πρόεδρο της Συρίας κ. Άσσαντ τον Αύγουστο του 2009. Στην ίδια συνάντηση ξεκαθαρίσαμε με σαφήνεια ότι η Κύπρος δεν μπορεί να παραβιάζει ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Δεν υπήρχε πολιτική κατακράτησης του φορτίου μέχρι αυτό να παραδοθεί στη Συρία ή το Ιράν. Στις 16 Δεκεμβρίου 2009 μετά τη συνάντηση δηλαδή με τον Σύρο Πρόεδρο, ο Διευθυντής του Διπλωματικού μου Γραφείου εξηγεί στον Σύρο Πρέσβη ότι μόνο με απόφαση της Επιτροπής Κυρώσεων μπορεί να αποφασίσει η Κυπριακή Δημοκρατία την επιστροφή του φορτίου. Σε νέα συνάντηση του Διευθυντή του Διπλωματικού μου Γραφείου με τον Πρέσβη του Ιράν στις 28 Μαΐου 2010 ο Πρέσβης του Ιράν ενημέρωσε ότι συμπεραίνει και από προηγούμενες επαφές του ότι το φορτίο δεν μπορεί να επιστραφεί και ως εκ τούτου προτείνει αφού το φορτίο δεν μπορεί να δοθεί στη Συρία να το αγοράσει η Κύπρος.
Το γεγονός ότι Συρία και Ιράν σταδιακά κατανόησαν ότι το φορτίο δεν θα μπορούσε να επιστραφεί σε μια από αυτές τις χώρες αποδεικνύεται επίσης από το γεγονός ότι τόσο κατά την επίσκεψη του Σύρου προέδρου στην Κύπρο το φθινόπωρο του περασμένου χρόνου, όσο και κατά τη συνάντησή μου στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ με τον ηγέτη του Ιράν, το θέμα του φορτίου δεν συζητήθηκε καν. Αυτός ήταν ίσως ο λόγος που συμφώνησαν με την καταστροφή της πυρίτιδας.
Συγκατάνευσα με την εισήγηση του διευθυντή του Διπλωματικού μου Γραφείου όπως διερευνηθεί το ενδεχόμενο καταστροφής της πυρίτιδας, κύρια για πολιτικούς λόγους, στη βάση της συνολικής ενημέρωσης που είχαμε μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Φύλαξη και διαχείριση του φορτίου
Η δεύτερη ενότητα όπως έχω ήδη αναφέρει είναι το ζήτημα της φύλαξης και διαχείρισης του φορτίου. Αυτή η ευθύνη ανατέθηκε λογικά και φυσιολογικά σε εκείνους που είχαν τη γνώση και την εμπειρία να διαχειριστούν ένα τέτοιο ζήτημα. Δηλαδή στην Εθνική Φρουρά. Είναι ξεκάθαρο στη δική μου αντίληψη ότι το όλο συμβάν αποτελεί μια αποτυχία του συστήματος. Αποτυχία λειτουργιών και συστημικών διαδικασιών οι οποίες κτίστηκαν μέσα από τις δεκαετίες στη βάση σκοπιμοτήτων και πέρα από τις αρχές της αξιοκρατίας και της χρηστής διοίκησης. Υπάρχει στη λειτουργία της γραφειοκρατίας στον τόπο μας αδυναμία ελέγχου και αυτοελέγχου. Αυτές οι αδυναμίες δημιουργούν φαινόμενα αμέλειας, αναβλητικότητας και ευθυνοφοβίας. Δεν είναι πρόθεσή μου να μηδενίσω τη συνεισφορά και την προσφορά της ευρύτερης δημόσιας υπηρεσίας αλλά να σημειώσω τις αδυναμίες. Από την πρώτη στιγμή της ανάληψης της Προεδρίας καταβάλαμε προσπάθειες διόρθωσης όμως αυτές οι προσπάθειες δεν είναι εύκολες και συναντούν σημαντική αντίσταση από νοοτροπίες που έχουν παγιωθεί.
Για τη σύσκεψη της 7ης Φεβρουαρίου 2011, η οποία εξέτασε την πιθανότητα καταστροφής του φορτίου δεν έτυχα καμίας ενημέρωσης. Για την υπηρεσιακή σύσκεψη της 5ης Ιουλίου, μια εβδομάδα πριν από την έκρηξη, όταν πλέον είχε εντοπιστεί ο μεγάλος κίνδυνος με το φορτίο, επίσης δεν έτυχα οποιασδήποτε ενημέρωσης. Δυστυχώς, αποδεικνύεται από τα ίδια τα γεγονότα ότι υπήρξε από τους αρμόδιους λάθος διάγνωση σε σχέση με την επικινδυνότητα του φορτίου. Υπήρξε από τους αρμόδιους υποτίμηση των κινδύνων.
Αυτή την πραγματικότητα με πόνο ψυχής αλλά και παρρησία, παρουσίασα ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου λίγες μόνο ώρες μετά τη φονική έκρηξη όπως φαίνεται στα πρακτικά του Υπουργικού, εκφράζοντας τον θυμό αλλά και την απογοήτευση μου για το γεγονός ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν ήταν ενήμερος.
Όπως δεν ήμουν ενήμερος για το αίτημα της αρμόδιας Επιτροπής Κυρώσεων να αποστείλει αντιπροσωπεία στη Κύπρο για έλεγχο του φορτίου.
Εκ των υστέρων βέβαια μπορεί κάποιος να προβεί σε εύκολες κρίσεις όπως κάνουν διάφοροι. Εάν όμως γινόμουν γνώστης του κινδύνου από τους αρμόδιους για τη φύλαξη του φορτίου, ειδικά μετά το περιστατικό της 4ης Ιουλίου, όταν διαπιστώθηκε η ύπαρξη του προβλήματος, σας διαβεβαιώ ότι θα λαμβάνονταν όλα τα απαραίτητα μέτρα.
Όλο αυτό το χρονικό διάστημα ως Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας έχω υπομείνει μια απαράδεκτη συμπεριφορά η οποία προσβάλλει πάνω απ’ όλα τους θεσμούς και τη δημοκρατία στον τόπο μας.
Αναφέρομαι σε ύβρεις και προπηλακισμούς και ιδιαίτερα στην προσπάθεια κάποιων να δικάσουν και να καταδικάσουν, είτε μέσα από τους τηλεοπτικούς δέκτες είτε σε «λαϊκά δικαστήρια».
Υπέμεινα όλο αυτό το χρονικό διάστημα με τη βεβαιότητα ότι θα έρθει η ώρα που θα λάμψει η αλήθεια από τα αρμόδια και συντεταγμένα όργανα της πολιτείας. Είναι γι’ αυτό που ακόμη και πριν το κάλεσμα της Επιτροπής προθυμοποιήθηκα να εμφανιστώ ενώπιον σας για να αναφέρω ότι γνωρίζω για το θέμα.
Κλείνοντας νιώθω την ανάγκη να καλέσω για ακόμη μια φορά το κυπριακό λαό σε ενότητα για αντιμετώπιση των κορυφαίων προκλήσεων που έχουμε μπροστά μας. Υπενθυμίζω την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου όπως το πόρισμα, σε συνεννόηση με τον Γενικό Εισαγγελέα, δοθεί στη δημοσιότητα.