31/03/2010
Ο Υπουργός Εξωτερικών κ. Μάρκος Κυπριανού, μετά τη συνάντηση που είχε χθες στη Νέα Υόρκη με το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ κ. Μπαν Γκι-μουν, απάντησε σε ερωτήσεις δημοσιογράφων.
Κληθείς να αναφερθεί στη συνάντησή του με το Γενικό Γραμματέα, ο Υπουργός Εξωτερικών τη χαρακτήρισε πολύ φιλική και εποικοδομητική και πρόσθεσε ότι είχε την ευκαιρία να ενημερώσει τον Γενικό Γραμματέα για τις θέσεις, τις απόψεις, τις ανησυχίες και τις ελπίδες της πλευράς μας από τη νέα προσπάθεια για επίλυση του κυπριακού προβλήματος.
Σε σχέση με την κοινή δήλωση που διαβάστηκε από τον κ. Ντάουνερ, με την ολοκλήρωση των συνομιλιών, την οποία συζήτησε με τον Γενικό Γραμματέα, ο Υπουργός Εξωτερικών είπε πως του δόθηκε η ευκαιρία να τονίσει ότι «αυτή η δήλωση θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως έχει, δηλαδή ως μια κοινή δήλωση, και όχι ως ενδιάμεση συμφωνία ούτε κάτι άλλο περισσότερο από αυτό που στην πραγματικότητα είναι, γιατί αυτή είναι η φιλοσοφία των διαπραγματεύσεων: ότι τίποτα δεν έχει συμφωνηθεί αν δεν συμφωνηθούν όλα».
Ο κ. Κυπριανού είπε, επίσης, ότι με το Γενικό Γραμματέα συζήτησαν τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουμε στην επόμενη φάση των διαπραγματεύσεων που θα ασχοληθεί με μερικά πολύ δύσκολα θέματα. Σημείωσε ότι ο ίδιος αναφέρθηκε ιδιαιτέρως στον πολύ σημαντικό ρόλο της Τουρκίας σε αυτήν τη διαδικασία. Είναι σημαντικό, είπε, να υπάρξει μια ενεργός εποικοδομητική στάση από πλευράς της τουρκικής κυβέρνησης.
Ο Υπουργός Εξωτερικών ανέφερε ότι είχε, επίσης, την ευκαιρία να αναφερθεί στο θέμα της Αμμοχώστου και της περίκλειστης πόλης των Βαρωσίων. Από τη Συμφωνία Κορυφής του 1979 και τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας που ακολούθησαν μέχρι και πρόσφατες εκθέσεις του ΓΓ, επισήμανε, καθορίζεται ότι το θέμα των Βαρωσίων μπορεί και πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ξεχωριστό θέμα σε σχέση με το υπόλοιπο κυπριακό πρόβλημα. Διευκρίνισε δε ότι το θέμα των Βαρωσίων αποτελεί ευθύνη της τουρκικής κυβέρνησης και όχι των Τουρκοκυπρίων.
Με αυτή την έννοια, πρόσθεσε, ζητήσαμε τη βοήθεια του Γενικού Γραμματέα στην προσπάθεια να πεισθεί η Τουρκία να επιτρέψει σε εμπειρογνώμονες των Ηνωμένων Εθνών να εισέλθουν στην περιφραγμένη περιοχή και να αρχίσει η μελέτη για την ανοικοδόμηση και την επιστροφή της στους κάτοικους της. Ο κ. Κυπριανού σημείωσε ότι πρόκειται για ανθρωπιστικό θέμα, το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο πλευρών στο νησί. Κληθείς να σχολιάσει την κοινή δήλωση Χριστόφια-Ταλάτ, ο κ. Κυπριανού είπε: «Παρουσιάζει το πού βρισκόμαστε σήμερα, τι έγινε μέχρι τώρα. Δεν έχει νομική σημασία, αλλά είναι καταγραφή γεγονότων και, βεβαίως, μένει στις βασικές αρχές της γενικής περιγραφής και κάθε πλευρά, όπως η δήλωση αναφέρει, μπορεί να προχωρήσει σε πιο λεπτομερή ανάλυση στις αντίστοιχες κοινότητες του τι συζητήθηκε ή συμφωνήθηκε». Σε σχετική ερώτηση ο Υπουργός Εξωτερικών είπε ότι, εξ όσων αντιλαμβάνεται, δεν θα υπάρξουν άλλες συναντήσεις μέχρι τις λεγόμενες εκλογές για νέα ηγεσία στην τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Πρόσθεσε ότι την προσεχή εβδομάδα θα συνεδριάσει το Εθνικό Συμβούλιο και στη συνέχεια θα πραγματοποιηθεί η επίσκεψη του Πρωθυπουργού της Ελλάδας στην Κύπρο. «Μετά τις συναντήσεις αυτές νομίζω θα αποφασιστεί αν θα είναι χρήσιμο να δώσουμε περισσότερες πληροφορίες ή όχι», συμπλήρωσε.
Κληθείς να σχολιάσει την αναφορά που γίνεται στην κοινή δήλωση σε σημαντική πρόοδο σε μερικά ζητήματα, ο κ. Κυπριανού είπε ότι είναι σημαντικό να δοθεί μια πραγματική, ρεαλιστική περιγραφή του πού βρισκόμαστε.
Και πρόσθεσε: «Είναι γεγονός ότι υπήρξε σύγκλιση απόψεων στα τρία αυτά κεφάλαια που αναφέρονται στη δήλωση, αλλά την ίδια στιγμή υπάρχει ακόμη διαφωνία στα ίδια κεφάλαια καθώς και σε άλλα θέματα. Θα έλεγα λοιπόν ότι είναι ενθαρρυντικό μήνυμα ότι σημειώθηκε πρόοδος και προχωρήσαμε. Την ίδια στιγμή στέλνεται το μήνυμα πως υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος να διανύσουμε και πολύ έργο να επιτελεστεί μέχρις ότου φτάσουμε σε συνολική διευθέτηση».
Σε ερώτηση αναφορικά με το ρόλο της Τουρκίας, ο κ. Κυπριανού είπε πως μέχρι στιγμής η Αγκυρα λειτουργεί περισσότερο ως παρατηρητής. Και πρόσθεσε: «Πιστεύουμε ότι παρόλο που η τουρκική κυβέρνηση δεν κάθεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αποτελεί μέρος αυτής της σύγκρουσης και θα θέλαμε να τη δούμε να στέλνει θετικότερα μηνύματα και να παίρνει θετικότερες και αποφασιστικότερες θέσεις στα διάφορα θέματα»
. Ο κ. Υπουργός είπε, επίσης, ότι οι πρόσφατες δηλώσεις του Τούρκου Πρωθυπουργού είναι ενθαρρυντικές ενδείξεις, «αλλά, βεβαίως, εκείνο που μετρά στο τέλος της μέρας είναι αυτό που λες στις διαπραγματεύσεις και όχι στις συνεντεύξεις. Γι’ αυτό θα περιμένουμε να δούμε αν αυτές οι ενδείξεις μεταμορφωθούν σε διαπραγματευτικές θέσεις όταν επαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις», συμπλήρωσε. Κληθείς να πει τί θεωρεί πως θα γίνει αν ο κ. Ταλάτ δεν εκλεγεί, ο κ. Κυπριανού ανέφερε ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό θα περιπλέξει τα πράγματα που θα γίνουν δυσκολότερα. «Αναμένουμε ότι θα υπάρξουν επιπλοκές και τότε ο ρόλος της Τουρκίας θα καταστεί ακόμη σημαντικότερος στην περίπτωση αυτή», είπε. Ερωτηθείς κατά πόσον ο ΓΓ του ΟΗΕ είπε οτιδήποτε αναφορικά με δέσμευση στις συνομιλίες μετά τις λεγόμενες εκλογές στα κατεχόμενα, ο Υπουργός Εξωτερικών σημείωσε ότι υπάρχει δέσμευση και από τις δύο πλευρές και από την τουρκική κυβέρνηση ότι οι συνομιλίες θα συνεχιστούν. Δεύτερον, συνέχισε, «δεν νομίζω ότι ο ΓΓ ετοιμάζει οτιδήποτε δεδομένης της φύσης αυτής της διαδικασίας, που είναι μεταξύ των δύο κοινοτήτων και τα Ηνωμένα Έθνη τη διευκολύνουν».
Έτσι, πρόσθεσε, «τα Ηνωμένα Έθνη θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν τη διαδικασία και θα θέλαμε να πιστεύουμε ότι τα αποτελέσματα της 'εκλογικής' διαδικασίας τον Απρίλιο δεν θα αλλάξουν αυτή τη διαδικασία και θα είμαστε σε θέση να ξαναρχίσουμε από εκεί που έμειναν οι ηγέτες σήμερα αλλά αν τα πράγματα αλλάξουν θα πρέπει τότε να ξαναδούμε το όλο θέμα». Ερωτηθείς κατά πόσον το ότι και ο άλλος υποψήφιος είναι δεσμευμένος στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων αποτελεί θετικό σημάδι, ο κ. Κυπριανού είπε: «Είναι θετικό ότι δήλωσε πως δεν θα εγκαταλείψει τις συνομιλίες και θα τις συνεχίσει, αλλά ταυτόχρονα, αυτό που είναι ανησυχητικό είναι ότι δεν είδαμε να γίνεται κάποια δέσμευση σε ό,τι αφορά στη βάση των συνομιλιών η οποία αποφασίστηκε το Μάρτιο του 2008. Έτσι, αυτό δημιουργεί κάποιες ανησυχίες».