Χαιρετισμός Επικεφαλής Ανθρωπιστικών Θεμάτων Αγνοουμένων και Εγκλωβισμένων κας Άννας Αριστοτέλους στην Εκδήλωση Μνήμης και Τιμής Πεσόντων και Αγνοουμένων Αγκαστινιωτών
Με απέραντο σεβασμό και βαθιά συγκίνηση συναντιόμαστε σήμερα εδώ σε αυτή την εκδήλωση μνήμης και οφειλόμενης τιμής στους ήρωες της Κοινότητας της Αγκαστίνας. Είμαστε εδώ για να υπηρετήσουμε το βαθύ και πάντα επίκαιρο μήνυμα του «δεν ξεχνώ» και να εκφράσουμε αισθήματα παντοτινής ευγνωμοσύνης σε αυτούς που θυσιάστηκαν υπερασπιζόμενοι την Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά και σε αυτούς που μας έδωσαν ένα μάθημα που θα είναι επίκαιρο, όσο η Αγκαστίνα και οι υπόλοιπες κατεχόμενες κοινότητες μας παραμένουν υπό τον έλεγχο του τουρκικού στρατού. Μάθημα για το τι σημαίνει να ζεις ελεύθερος.
Η Αγκαστίνα, η οποία πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος το 1974, μας προσέφερε και τα δύο. Και υπερασπιστές της Ελευθερίας που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του πολέμου, αλλά και ανθρώπους ελεύθερους, ανθρώπους που δεν έκαναν βήμα πίσω. Που δεν εγκατέλειψαν το χωριό και τους συγχωριανούς τους. Ανθρώπους, που αφού φρόντισαν για την ασφάλεια της οικογένειας τους, επέστρεψαν στην πατρώα γη. Για να υπερασπιστούν και τη γη, και τους ανθρώπους της.
Σήμερα είμαστε εδώ, για να τιμήσουμε πεσόντες και αγνοούμενους που υπηρέτησαν στο έπακρο το ρητό του Θουκιδίδη στον Επιτάφιο του Περικλή, «το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον». Αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να έφυγαν από κοντά μας, όμως μας πρόσφεραν και θα προσφέρουν και στις επόμενες γενεές, στις εποχές που ζούμε, τον ορισμό του ευτυχισμένου, του ελεύθερου και του γενναίου.
Πεσόντες όπως ο πάτερ Επιφάνειος Ιωάννου, πατέρας τριών παιδιών. Ο φλογερός παπάς, ο πατριώτης, ο αγωνιστής της ΕΟΚΑ, ο οποίος μέσα από το παράδειγμά του, μας απέδειξε γιατί ο Ελληνισμός δεν χάθηκε παρά τους αιώνες σκλαβιάς από τους Οθωμανούς. Μας έδειξε πως ο ρόλος της Εκκλησίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη μοίρα του ποιμνίου. Ο πάτερ Επιφάνειος, εκείνο το τραγικό καλοκαίρι του 1974 μπορούσε να σωθεί. Μετά την πρώτη εισβολή παρέμεινε στο χωριό με την οικογένεια του. Ανήμερα της δεύτερης φάσης, στις 14 Αυγούστου επιβίβασε τη σύζυγο και τα τρία παιδιά του σε ένα λεωφορείο για να μεταβούν σε ασφαλή περιοχή.
Ο ίδιος συνειδητά και γνωρίζοντας το βάρος του χρέους που του αναλογούσε, έμεινε στο χωριό για να ακολουθήσει τη μοίρα του ποίμνιού του. Συνολικά στην Αγκαστίνα, παρέμειναν 60 άνθρωποι, οι οποίοι κρύβονταν σε σπίτια και σπηλιές. Ο πάτερ Επιφάνειος ήταν σε μια σπηλιά όπου μετά την πάροδο τριών ημερών οι προμήθειες εξαντλήθηκαν. Βγήκε μπροστά και ανέφερε στους συγχωριανούς του ότι θα πήγαινε στο σπίτι του να φέρει προμήθειες. Τότε ήταν η τελευταία φορά που τον είδαν ζωντανό. Τα λείψανα του εντοπίστηκαν σε περιοχή της Μιας Μηλιάς ενώ το 2011, τάφηκε με τις πρέπουσες τιμές στο κοιμητήριο Λατσιών.
Καθηγητής Μαθηματικών, οικογενειάρχης, μόλις 30 ετών ήταν ο Σωτήρης Μιχαήλ, ο οποίος με την έναρξη της τουρκικής εισβολής στις 20 Ιουλίου, έσπευσε να καταταγεί έφεδρος στην 181 ΜΠΠ (Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού) στο Τρίκωμο. Από εκεί με φορτηγά οι στρατιώτες της μοίρας μετακινήθηκαν στο Συγχαρί, όπου κλήθηκαν να αντισταθούν και να αμυνθούν στις επιθέσεις των Τούρκων. Στη συνέχεια η μοίρα του Μιχαήλ μετακινήθηκε στο Πέλλα Πάις και εν συνεχεία στο Δίκωμο, όπου παρέμεινε μέχρι τις 23 Ιουλίου.
Παρά το ότι επικρατούσε εκεχειρία, οι Τούρκοι που βρίσκονταν στα υψώματα γύρω από το σημείο που ήταν οι στρατιώτες της 181 ΜΠΠ, επιτέθηκαν. Ο Σωτήρης Μιχαήλ τραυματίστηκε στο πόδι από τα τουρκικά πυρά.
Η μάχη μεταξύ των ηρωικών ανδρών της 181 ΜΠΠ με τους Τούρκους κράτησε περίπου τρεις ώρες και στο προσκλητήριο που ακολούθησε, ανάμεσα στους απόντες ήταν και ο Μιχαήλ. Τα λείψανα του εντοπίστηκαν σε ομαδικό τάφο στην περιοχή Συγχαρί-Πέλλα Πάις, και ακολούθως τάφηκαν στον Τύμβο της Μακεδονίτισσας.
Στις αποστολές της Εθνικής Φρουράς για προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας έλαβαν μέρος και δύο 20χρονα παιδιά της Αγκαστίνας, ο Ανδρέας Χατζηγαβριήλ και ο Μιχαλάκης Χαραλάμπους. Ο Χατζηγαβριήλ ήταν μόλις 20 χρονών και το 1973 κατατάγηκε στην Εθνική Φρουρά και υπηρέτησε στο 45ο Τάγμα Διαβιβάσεων και στη συνέχεια με απόσπαση στο 12ο Τακτικό Συγκρότημα.
Με την έναρξη της τουρκικής εισβολής, ο Χατζηγαβριήλ μετατέθηκε στο 305ο Τάγμα Επιστράτευσης στο Δάλι και ανέλαβε καθήκοντα διαβιβαστή του διοικητή. Στις 14 Αυγούστου, το Τάγμα βρισκόταν στην περιοχή της Μιάς Μηλιάς και επιχειρούσε να ανακόψει την προέλαση των Τούρκων. Σε κάποια στιγμή, ο Διοικητής αντιλήφθηκε ότι οι Τούρκοι είχαν καταλάβει το φυλάκιο αρ. 12 της Εθνικής Φρουράς και έδωσε διαταγή για να το επανακαταλάβουν. Στην επίθεση συμμετείχε ο διοικητής, αλλά και ο διαβιβαστής του, ο Χατζηγαβριήλ. Μετά από σφοδρότατες μάχες, οι Τούρκοι διατήρησαν τις θέσεις τους, ενώ τα ίχνη του Χατζηγαβριήλ χάθηκαν και έκτοτε αγνοείται.
Ο Μιχαλάκης Χαραλάμπους, επίσης 20 χρονών, υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στην 33η Μοίρα Καταδρομών στο Πέλλα Πάις. Ανήμερα της εισβολής, οι Λοκατζήδες της 33ης Μοίρας ανέλαβαν τη δύσκολη αποστολή, να υπερασπιστούν τον Άγιο Ιλαρίωνα.
Επόμενη αποστολή τους ήταν να ενισχύσουν τις Δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς στην περιοχή Αγίου Γεωργίου Κερύνειας. Στις 22 Ιουλίου, στην προσπάθειά τους να αποτρέψουν την τουρκική προέλαση, ενεπλάκησαν σε μάχη με τις αποβατικές δυνάμεις των Τούρκων. Σε εκείνη τη μάχη χάθηκαν τα ίχνη του Χαραλάμπους, ο οποίος αγνοείται μέχρι σήμερα.
Ο κατάλογος ηρώων, στον οποίο περιλαμβάνονται νέοι της Αγκαστίνας, είναι μακρύς.
Ο Θεοχάρης Θεοχάρους ήταν μόλις 24 χρονών. Ένα από τα καμάρια της
Αγκαστίνας, αφού κατάφερε μετά τη στρατιωτική του θητεία να φοιτήσει
στην Κτηνιατρική Σχολή στη Θεσσαλονίκη. Στις αρχές Ιουλίου επέστρεψε
στην Κύπρο για τις θερινές διακοπές, για να δει την οικογένειά του. Τα
γεγονότα τον πρόλαβαν και ο Θεοχάρης, χωρίς δεύτερη σκέψη, στις 20
Ιουλίου κατετάγη έφεδρος Δεκανέας στο Λευκόνοικο και συμμετείχε σε όποια
αποστολή του ανατίθετο.
Σε μια από αυτές τις αποστολές, έζησε στο
πετσί του τη σκληρότητα του πολέμου. Είδε τρεις συναγωνιστές του να
πεθαίνουν, μπροστά στα μάτια του, μετά από ριπή πολυβόλου από τουρκικό
φυλάκιο που επιχειρούσαν να καταλάβουν. Οι εικόνες και τα όσα βίωσε ήταν
σοκαριστικά και είχαν ως αποτέλεσμα να κλονίσουν την ψυχική του υγεία.
Τότε του δόθηκε άδεια και επέστρεψε στο χωριό του.
Στις 14 Αυγούστου, στη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής, ο Θεοχάρους ήταν μέσα σε εκείνη την ομάδα των 60 κατοίκων της Αγκαστίνας που έμειναν στο χωριό. Παρέμειναν κρυμμένοι και μετά από κάποιες ημέρες ο Θεοχάρους επέστρεψε με τους γονείς του στο σπίτι. Στις 21 Αυγούστου ένοπλοι Τούρκοι προχώρησαν σε συλλήψεις κατοίκων που εντόπιζαν. Τους άνδρες τους μετέφεραν στο Αντιγόνειο και τα γυναικόπαιδα εντός μιας οικίας. Από τους άνδρες που συνέλαβαν οι Τούρκοι, επιλέγηκαν οι επτά, τους οποίους και διέταξαν να μπουν σε ένα αυτοκίνητο. Εκείνη την ημέρα καταγράφηκε η τελευταία μαρτυρία για τον Θεοχάρη, ότι ήταν ζωντανός. Έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη του. Τα λείψανα του εντοπίστηκαν αργότερα σε ομαδικό τάφο του χωριού του και ακολούθως τάφηκαν στο Κοιμητήριο Λατσιών.
Την ίδια μοίρα με τον Θεοχάρη είχε και ο 16χρονος τότε μαθητής της Τεχνικής Σχολής Λευκωσίας, Μιχάλης Νικολαϊδης. Ο Μιχάλης, κι αυτός ανάμεσα στους 60 κατοίκους της Κοινότητας που δεν την εγκατέλειψαν, περιλαμβανόταν στους επτά άνδρες που επέλεξαν οι Τούρκοι στο Αντιγόνειο για να εισέλθουν στο αυτοκίνητο. Και τα οστά του Μιχάλη εντοπίστηκαν στον ομαδικό τάφο.
Μαζί τους ήταν και ο Παναγιώτης Ξάνθου, 36 ετών πατέρας τριών ανήλικων παιδιών. Διέμενε με την οικογένεια του στο Τραχώνι Κυθρέας και εξασκούσε το επάγγελμα του κτηνοτρόφου. Ο Παναγιώτης ήταν συνεπιβάτης στο αυτοκίνητο με τους επτά Αγκαστινιώτες, τα ίχνη των οποίων χάθηκαν. Τα οστά του Ξάνθου εντοπίστηκαν στον ομαδικό τάφο του χωριού και ακολούθως τάφηκαν στο κοιμητήριο της Δερύνειας.
Στην ομάδα των επτά Αγκαστινιωτών που διατάχθηκαν να μπουν στο μοιραίο αυτοκίνητο βρισκόταν και ο Ανδρέας Χρίστου, 44 ετών, πατέρας έξι παιδιών, του οποίου η τύχη αγνοείται μέχρι σήμερα.
Ο πέμπτος στο αυτοκίνητο ήταν ο Γιώργος Χατζηχριστοδούλου, 46 ετών, πατέρας δύο ανήλικων παιδιών. Τα οστά του Χατζηχριστοδούλου εντοπίστηκαν στον ομαδικό τάφο και ακολούθως τάφηκαν στο κοιμητήριο της Σφαλαγγιώτισσας στη Λεμεσό.
Την ίδια τύχη είχε και μια άλλη ομάδα ανδρών της Κοινότητας. Σε αυτή την ομάδα βρισκόταν ο Ανδρέας Φουσκουλής, 54 ετών, πατέρας εννέα παιδιών που εξασκούσε το επάγγελμα του κτηνοτρόφου. Στις 14 Αυγούστου, ο Φουσκουλής και η οικογένεια του έφυγαν από το χωριό, αναζητώντας μια πιο ασφαλή περιοχή στην Άσσια, διαδρομή την οποία ακολούθησαν εκείνη την ημέρα πολλοί Αγκαστινιώτες.
Ο Φουσκουλής, η σύζυγος του και τα πέντε ανήλικα παιδιά τους βρήκαν καταφύγιο στην Άσσια, έχοντας την έγνοια των άλλων τεσσάρων παιδιών τους που υπηρετούσαν στην Εθνική Φρουρά. Μετά την κατάληψη της Άσσιας ανήμερα της Παναγίας, οι Τούρκοι εγκλώβισαν τους περίπου 1000 κατοίκους της. Έξι ημέρες μετά, στις 21 Αυγούστου, ο Φουσκουλής συνελήφθη από ένοπλους Τούρκους στρατιώτες και μεταφέρθηκε στο Γκαράζ Παυλίδη κι από εκεί σε άγνωστο μέρος. Τα λείψανα του ανευρέθηκαν σε ομαδικό τάφο στην περιοχή της Αφάνειας και ακολούθως τάφηκαν στο κοιμητήριο Κάτω Πολεμιδιών.
Την ίδια διαδρομή ακολούθησε και ο Αντώνης Αντωνίου, 59χρονών. Συνελήφθη με τον Φουσκουλή στις 21 Αυγούστου από την οικία που βρήκε καταφύγιο στην Άσσια και μεταφέρθηκε με τα λεωφορεία στο Γκαράζ Παυλίδη.
Όσους ήταν άνω των 50 χρόνων, οι Τούρκοι στρατιώτες τους οδήγησαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Τα οστά των περισσότερων εντοπίστηκαν σε δύο πηγάδια της Αφάνειας. Μεταξύ των δύο ατόμων των οποίων η τύχη τους αγνοείται μέχρι σήμερα, είναι και ο Αντωνίου.
Ο Ιάκωβος Πίττας ήταν μόλις 16 χρονών. Για επαγγελματικούς λόγους του πατέρα του, η δεύτερη φάση της εισβολής τον βρήκε στην κοινότητα της Αφάνειας. Την ίδια ημέρα Τούρκοι στρατιώτες τον συνέλαβαν και τον μετέφεραν στο τουρκοκυπριακό σχολείο του χωριού, το οποίο είχε μετατραπεί σε χώρο συγκέντρωσης αιχμαλώτων. Στις 21 Αυγούστου οι Τούρκοι διαχώρισαν τους αιχμαλώτους. Τα γυναικόπαιδα τα μετακίνησαν αλλού, ενώ οκτώ άνδρες, μεταξύ των οποίων και ο Πίττας, παρέμειναν στο σχολείο. Έκτοτε κανείς δεν τους είδε ξανά. Τα λείψανα του Πίττα εντοπίστηκαν σε ομαδικό τάφο στην περιοχή της Αφάνειας και ακολούθως τάφηκαν στο Κοιμητήριο της Λακατάμειας.
Μια άλλη ομάδα κατοίκων της Αγκαστίνας, από τους 60 που παρέμειναν εντός του χωριού, δεν πρόλαβαν καν να φτάσουν είτε στο Αντιγόνειο αν ήταν άνδρες, είτε στην οικία που οι Τούρκοι συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα. Αυτή η ομάδα κατοίκων έζησε την απόλυτη φρίκη του πολέμου, αφού βίωσαν το μένος των εισβολέων, από τις λεηλασίες μέχρι τις εν ψυχρώ δολοφονίες τους.
Σε αυτή την ομάδα, ανήκει ο Μιχάλης Πατσαλής ο οποίος βρέθηκε νεκρός έξω από την οικία που διέμενε και τάφηκε πρόχειρα από συγχωριανούς του δίπλα από ένα πάσαλο της ηλεκτρικής. Τα λείψανα του εντοπίστηκαν σε ομαδικό τάφο της Αγκαστίνας και αφού ταυτοποιήθηκαν ταφηκαν στο κοιμητήριο της Αγλαντζιάς.
Παρόμοιο ήταν και το θλιβερό τέλος του ζεύγους Σκουτάρη, που μετά από μια κοινή ζωή δεκαετιών, κατά την οποία απέκτησαν έξι παιδιά, ο 69χρονος Χριστόδουλος και η 64χρονη Ελένη, έπεσαν θύματα της ωμής βίας των εισβολέων και οδηγήθηκαν μαζί, στο θάνατο. Το ζεύγος Σκουτάρη δεν εγκατέλειψε ποτέ το σπίτι του. Μέσα σε αυτό, τους εντόπισαν ένοπλοι Τούρκοι τρεις ημέρες μετά τη δεύτερη φάση της εισβολής, στις 17 Αυγούστου. Οι Τούρκοι εισβολείς τους οδήγησαν σε άλλη οικία στην άκρη της Αγκαστίνας, όπου τους πυροβόλησαν εν ψυχρώ. Πέντε ημέρες μετά, νεαρός Αγκαστινιώτης που κάτω από τη μύτη των Τούρκων έφτασε στο χωριό από κοντινή σπηλιά που κρυβόταν με άλλους χωριανούς για να πάρει προμήθειες, είδε το ζεύγος Σκουτάρη νεκρό εντός της συγκεκριμένης οικίας, φέροντας τραύματα από πυροβολισμούς. Αργότερα, άλλος Αγκαστινιώτης υποχρεώθηκε από τους Τούρκους να προχωρήσει στην ταφή του Χριστόδουλου και της Ελένης, αλλά και άλλων κατοίκων. Τα λείψανα τους εντοπίστηκαν σε ομαδικό τάφο και ακολούθως τάφηκαν στο Παλαιό Κοιμητήριο Παλλουριώτισσας.
Η τραγωδία όμως για την οικογένεια Σκουτάρη δεν τελείωσε με τον θάνατο του Χριστόδουλου και της Ελένης. Στον κατάλογο των αγνοουμένων της εισβολής, παραμένει και ο αδερφός της Ελένης, Χριστόδουλος Νικόλα, πατέρας πέντε παιδιών, ο οποίος για να σωθεί, ανήμερα της δεύτερης φάσης της εισβολής, μετέβη με άλλους συγγενείς, τη σύζυγο και ένα εκ των παιδιών του στην Άσσια. Μόλις μπήκαν στο γειτονικό χωριό, εντοπίστηκαν από Τούρκους στρατιώτες, οι οποίοι τους κάλεσαν να παραδοθούν. Ο ίδιος, κινήθηκε προς τους Τούρκους με τα χέρια υψωμένα, ενώ οι υπόλοιποι συγγενείς του εισήλθαν σε οικία μαζί με άλλους συγχωριανούς τους, που εγκλωβίστηκαν. Έκτοτε η τύχη του Χριστόδουλου αγνοείται.
Θύμα της εισβολής και ο 92χρονος πατέρας της Ελένης Σκουτάρη και του Χριστόδουλου Νικόλα, Νικόλας Παπά, ο οποίος δολοφονήθηκε άνανδρα από Τούρκους στρατιώτες, ενώ βρισκόταν στην αυλή της οικίας του.
Άνανδρα δολοφονήθηκαν άλλοι τρεις Αγκαστινιώτες. Ένας εξ αυτών ο Λάμπρος Καμένου, 65 ετών, πατέρας τεσσάρων παιδιών. Ανήμερα της δεύτερης εισβολής, ενώ πήγαινε να ταΐσει τα ζώα του, πυροβολήθηκε και φονεύθηκε από τα τουρκικά στρατεύματα. Στη συνέχεια, ο Λάμπρος τάφηκε σε αυλή οικίας από συγχωριανούς του, που είχαν εγκλωβιστεί στην Κοινότητα.
Η Μαρίτσα Κορινού ήταν 77 χρονών. Ευτύχησε να γεννήσει έξι παιδιά ζώντας μια ολόκληρη ζωή στην Αγκαστίνα, την οποία δεν εγκατέλειψε ποτέ. Ανήμερα της 14ης Αυγούστου δολοφονήθηκε εντός της οικίας της από τα τουρκικά στρατεύματα και στη συνέχεια τάφηκε από συγχωριανούς της στην αυλή της.
Η Μυροφόρα Κωνσταντή ήταν 85 ετών και είχε δύο παιδιά. Στις 16 Αυγούστου δολοφονήθηκε από Τούρκους στρατιώτες στην οικία της και τάφηκε στην αυλή της από συγχωριανούς της, που είχαν εγκλωβιστεί στην Κοινότητα.
Ούτε οι εισβολείς, ούτε οι παραινέσεις του γαμπρού του, ήταν ικανές για να πειστεί να εγκαταλείψει το χωριό του ο Γερόλεμος Ττάνα. Πατέρας πέντε παιδιών, στα 64 του χρόνια ο Γερόλεμος παρέμεινε στο χωριό, ενώ μέχρι σήμερα δεν υπάρχει καμία μαρτυρία για αυτόν και η τύχη του αγνοείται.
Ομοίως και ο Λουκάς Χατζηλούκας 69 χρονών, πατέρας τριών παιδιών από την Αγκαστίνα. Για τελευταία φορά θεάθηκε να μεταφέρει τα βόδια του προς την περιοχή Στρογγυλού και Άσσιας και έκτοτε δεν έδωσε σημεία ζωής.
Τέλος η Χρυσταλλού Χατζηκυριάκου 75 ετών, μητέρα επτά παιδιών, μεταφέρθηκε από τα τουρκικά στρατεύματα στον Μαραθόβουνο, όπου απεβίωσε σχεδόν ένα μήνα μετά, στις 12 Σεπτεμβρίου, για άγνωστους λόγους. Άγνωστος παραμένει μέχρι σήμερα και ο χώρος ταφής της.
Σύνολο 23. Αγνοούμενοι δύο στρατιώτες και πέντε πολίτες. Πεσόντες δύο στρατιώτες, οκτώ πολίτες, δύο παιδιά και τέσσερις γυναίκες.
Αυτοί είναι οι άνθρωποι της Αγκαστίνας. Αυτοί αποτελούν φάρο για τις νεότερες γενιές. Είναι οι άνθρωποι από τους οποίους καλούμαστε να αντλήσουμε δύναμη, να πάρουμε διδάγματα, να μάθουμε και κυρίως να μην ξεχάσουμε. Άνθρωποι του μόχθου που επέλεξαν τη δύσκολη διαδρομή. Άνθρωποι που έσπευσαν να δώσουν τη μάχη στην πρώτη γραμμή και άλλοι που παρέμειναν στο χωριό τους για να φυλάξουν Θερμοπύλες βιώνοντας από πρώτο χέρι τα εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν τον Αύγουστο του 1974, όχι μόνο στην Αγκαστίνα αλλά και σε άλλες μαρτυρικές κοινότητες της Κύπρου.
Με συγκίνηση αλλά και με υπερηφάνεια τους αποτίνουμε ελάχιστο φόρο τιμής και τους δίνουμε την υπόσχεση πως θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε και να εργαζόμαστε ακατάπαυστα και με συνέπεια, μέχρι τη διακρίβωση της τύχης και του τελευταίου αγνοούμενου της θηριωδίας του 1974. Την ίδια ώρα, τους δίνουμε την υπόσχεση πως δεν θα ξεχάσουμε τη θυσία τους. Και εδώ, από αυτό το Μνημείο, κάθε χρόνο θα τους τιμούμε και θα τους μνημονεύουμε, για να θυμούνται οι παλαιότερες και να μαθαίνουν οι νέες γενιές Αγκαστινιωτών, οι οποίες καλούνται να κρατήσουν άσβεστη τη μνήμη της Κοινότητάς τους μέχρι την ημέρα της επιστροφής.