Χαιρετισμός του Προέδρου της Βουλής
των Αντιπροσώπων κ. Δημήτρη Συλλούρη σε εκδήλωση του Συνδέσμου Πρώην
Βουλευτών της Κυπριακής Δημοκρατίας
Σας καλωσορίζω στην αποψινή εκδήλωση, που διοργανώνεται από τον Σύνδεσμο Πρώην Βουλευτών της Κυπριακής Δημοκρατίας και φιλοξενείται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, για τα 20 χρόνια από την ψήφιση και εφαρμογή του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου.
Κάθε εξουσία πρέπει να υπόκειται σε έλεγχο. Από τον κανόνα αυτό δεν είναι βέβαια δυνατό να εξαιρεθεί η δημόσια διοίκηση, αποστολή της οποίας είναι η εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Η διοίκηση τότε μόνο κρίνεται «χρηστή», εφόσον βασίζεται στις αρχές του κράτους δικαίου και ενεργεί με γνώμονα την ισονομία, τη διαφάνεια και τη νομιμότητα. Η ορθολογικότερη και αποδοτικότερη άσκηση της δημόσιας εξουσίας στα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα και η αποφυγή αυθαιρεσιών κατά την άσκησή της επιτάσσουν τον διαρκή έλεγχο της διοίκησης και των πράξεων ή παραλείψεών της κατά τρόπο πολιτικά ουδέτερο, ο οποίος να ενεργοποιείται από κάθε πολίτη που έχει έννομο συμφέρον.
Ο έλεγχος της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων της Κυπριακής Δημοκρατίας ανήκε, με ρητή συνταγματική επιταγή, κατ’ αποκλειστική δικαιοδοσία στο Ανώτατο Δικαστήριο μέχρι το 2015, μέχρι δηλαδή την ίδρυση και λειτουργία του Διοικητικού Δικαστηρίου που επέφερε η όγδοη τροποποίηση του συντάγματος. Ο έλεγχος αυτός στηρίχθηκε κυρίως στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδας, αλλά και στις αποφάσεις άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Η ανάγκη για σαφή προσδιορισμό των νόμιμων ορίων δράσης της δημόσιας διοίκησης στην Κυπριακή Δημοκρατία, αφού οι γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου που εφαρμόζονταν στην Κυπριακή Δημοκρατία από την ίδρυσή της ήταν διάσπαρτες σε πληθώρα αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά και σε συγγράμματα επιφανών νομικών, οδήγησε την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Θεσμών, Αξιών και Επιτρόπου Διοικήσεως το 1994 να πρωτοστατήσει στη σύσταση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, στη σύνθεση της οποίας συμμετείχαν αντιπρόσωποι και των τριών συνταγματικών εξουσιών, για τη σύνταξη κανόνων που να διέπουν τη δράση της δημόσιας διοίκησης. Πέντε χρόνια αργότερα, το Δεκέμβριο του 1999, η Βουλή των Αντιπροσώπων, με πρόταση νόμου της ίδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής, που υιοθέτησε προσχέδιο της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, ψήφισε ομόφωνα ένα από τα σημαντικότερα θεσμικά νομοθετήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο [Ν. 158(Ι)/1999].
Με την ψήφιση του νόμου αυτού, που αποτελεί το επιστέγασμα πολύχρονης και επίπονης προσπάθειας, κωδικοποιήθηκαν, σε ένα λακωνικό και ευσύνοπτο νομικό κείμενο εξήντα ενός άρθρων, με σαφή και απλό τρόπο οι βασικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι αρχές που ρυθμίζουν την οργάνωση και τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης ως φορέα δημόσιας εξουσίας, καθώς και τις μεταξύ της διοίκησης και των διοικουμένων έννομες σχέσεις. Με τις πρόνοιες του νόμου αυτού τέθηκαν τα νόμιμα όρια του πεδίου εντός του οποίου οφείλει να δρα η δημόσια διοίκηση υπό μορφή όχι πια νομολογιακή, αλλά υποχρεωτικών κανόνων γραπτού δικαίου, που καθίστανται κτήμα όχι μόνο του νομικού κόσμου, αλλά και κάθε πολίτη, παρέχοντάς του το κατάλληλο νομικό έρεισμα, ώστε να διεκδικεί χρηστή διοίκηση από τα δημόσια όργανα.
Με τη θέσπισή του το νομοθέτημα αυτό έθεσε την έννοια της χρηστής διοίκησης στις ορθές διαστάσεις της, συνέβαλε αποφασιστικά στη διαφάνεια της δράσης της, εδραίωσε την εμπιστοσύνη των πολιτών προς αυτή και ενίσχυσε την αξιοπιστία της.
Θα ήταν προφανώς παράλειψη να μην αναφερθώ στο σχετικό σύγγραμμα του πρώην συναδέλφου, έγκριτου νομικού και άριστου γνώστη του Διοικητικού Δικαίου, αγαπητού φίλου Ανδρέα Αγγελίδη, με τίτλο «Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος [Ν. 158(Ι)/1999] και η μεταγενέστερη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κυπριακής Δημοκρατίας», που εξέδωσε η Βουλή των Αντιπροσώπων εννιά χρόνια μετά τη θέσπιση της νομοθεσίας. Στο αξιόλογο, πρωτοποριακό και άρτια δομημένο αυτό έργο ο εκλεκτός πρώην συνάδελφος κατέθεσε την πείρα και τις πολύτιμες γνώσεις του στο Διοικητικό Δίκαιο, παρουσιάζοντας τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα της νομολογίας που αναπτύχθηκε σε σχέση με την εφαρμογή της εν λόγω νομοθεσίας μετά την ψήφισή της από το νομοθετικό σώμα. Παράλληλα, με την καταγραφή και ταξινόμηση των αποφάσεων πρωτόδικης ή αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου κάτω από τα αντίστοιχα άρθρα της νομοθεσίας, το σύγγραμμα αυτό συνέβαλε στην πληρέστερη κατανόηση των άρθρων και της ερμηνείας τους και συμπλήρωσε ένα τεράστιο κενό της νομικής βιβλιογραφίας του τόπου μας.
Σας ευχαριστώ.