Ομιλία του Προεδρικού Επιτρόπου κ. Φώτη Φωτίου σε εκδήλωση του Ροταριανού Ομίλου Λάρνακας
Είναι με μεγάλη χαρά που αποδέχθηκα την πρόσκληση να παρευρεθώ στην αποψινή σας εκδήλωση και να είμαι ο κύριος ομιλητής. Θα ήθελα πρώτα απ΄ όλα να απευθύνω σε όλους σας τον θερμό μου χαιρετισμό και να εκφράσω μαζί την μεγάλη εκτίμηση και το θαυμασμό μου για όσα επιτέλεσε ο Ροταριανός Όμιλος Λάρνακας στα 65 μέχρι σήμερα χρόνια της δράσης του για την πόλη μας, τους συμπολίτες μας και γενικότερα για την κυπριακή κοινωνία.
Με πρωτοπόρο και εμπνευστή τον αείμνηστο Ζήνωνα Πιερίδη, ο Ροταριανός Όμιλος Λάρνακας ιδρύθηκε το 1953 για να υπηρετήσει, ακριβώς, τα ιδεώδη και τις αρχές του Ροταριανού κινήματος, πάντοτε για το καλό της τοπικής κοινωνίας αλλά και ευρύτερα. Σε όλα αυτά τα χρόνια, στον Όμιλο εντάχθηκαν επιφανείς προσωπικότητες της Λάρνακας που υπηρέτησαν την πόλη τους και ξεχώρισαν για την προσφορά τους σε όλους τους τομείς της ζωής του τόπου. Ας είναι η προσφορά τους παράδειγμα για όλους τους νεότερους.
Πριν προχωρήσω στα ειδικά θέματα των αρμοδιοτήτων μου θα ήταν, πιστεύω, χρήσιμη μια έστω σύντομη αναφορά στις εξελίξεις του εθνικού μας θέματος για ενημέρωσή σας.
Βρισκόμαστε στο στάδιο της αξιολόγησης από τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών των δεδομένων για την επανέναρξη των προσπαθειών επίλυσης του Κυπριακού. Η σημερινή κατάσταση πραγμάτων στο νησί μας με τη συνεχιζόμενη κατοχή του 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι όλως απαράδεκτη, και όπως έχει καταστήσει επανειλημμένα σαφές κατά το τελευταίο διάστημα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, η δική μας πλευρά είναι πανέτοιμη να συμμετάσχει σε ένα νέο κύκλο διαπραγματεύσεων από το σημείο στο οποίο διακόπηκαν τον περασμένο Ιούλιο στο Γκραν Μοντανά, προκειμένου να επιτύχουμε μια συνολική λύση στη βάση των ψηφισμάτων και των αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών, όπως και των αρχών, των αξιών και του κεκτημένου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η πρόσφατη απόφαση του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για διορισμό απεσταλμένου, που θα πραγματοποιήσει επαφές με τα εμπλεκόμενα μέρη στο Κυπριακό, αποτελεί μία πολύ καλή ευκαιρία μέσα από την οποία ευελπιστούμε να ξεκαθαρίσουν οι προθέσεις και των δύο πλευρών και να υπάρξουν θετικά αποτελέσματα που θα επιτρέπουν την άμεση επανέναρξη των συνομιλιών.
Είναι σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, που θα πρέπει, τόσο ο κ. Ακιντζί όσο και η Τουρκία, να ξεκαθαρίσουν εάν αποδέχονται το πλαίσιο Γκουτέρες, όπως αυτό διαμορφώθηκε οριστικά στις 4 Ιουλίου 2017. Εάν ναι, βρισκόμαστε ενώπιον μιας θετικής εξέλιξης. Ωστόσο, η διάσκεψη του Κραν Μοντανά οδηγήθηκε σε αδιέξοδο λόγω, ακριβώς, των άκρως αντίθετων τοποθετήσεων της Τουρκοκυπριακής πλευράς με το πλαίσιο Γκουτέρες, σχετικά με τις πρόνοιες του Συντάγματος που αφορούν τα κεφάλαια της ασφάλειας, των εγγυήσεων και της παρουσίας ξένων στρατευμάτων.
Επομένως, ύστερα από τη ξεκάθαρη δική μας τοποθέτηση και επειδή η οποιαδήποτε προοπτική επανέναρξης των διαπραγματεύσεων απαιτεί τόσο την ενδελεχή και επαρκή προετοιμασία όσο και ισχυρή πολιτική βούληση και αποφασιστικότητα από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, προκειμένου να διασφαλιστεί το θετικό αποτέλεσμα της νέας προσπάθειας, θα πρέπει τόσο η Τουρκία όσο και ο κ. Ακιντζί, να τοποθετηθούν επίσης με σαφήνεια και να διευκρινίσουν τις θέσεις τους, ώστε να μπορέσει ο Γενικός Γραμματέας να διαμορφώσει σαφή εικόνα, ως προς το εάν υπάρχουν ή όχι οι συνθήκες που θα επιτρέψουν την επανάληψη του διαλόγου.
Θα πρέπει, λοιπόν, να υπάρξει ενδελεχής και επαρκής προετοιμασία, όπως και ισχυρή βούληση και αποφασιστικότητα απ’ όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, προ πάντων από την Τουρκία με στόχο να διασφαλιστεί το θετικό αποτέλεσμα που προσδοκούμε. Επιπλέον, είναι απαραίτητο να τερματιστούν οι παράνομες ενέργειες και προκλητικές δηλώσεις όπως οι πρόσφατες με την παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας στην αποκλειστική οικονομική της ζώνη.
Κοινός μας στόχος θα πρέπει να είναι να καταστεί η Κύπρος ένα φυσιολογικό κράτος, όπως το περιέγραψε ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, ένα πραγματικά ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος απαλλαγμένο από τις εξαρτήσεις τρίτων.
Λέγοντας αυτά, δεν μας διαφεύγει το γεγονός ότι το μεγάλο αγκάθι σε αυτή την προσπάθεια είναι οι διεκδικήσεις της Τουρκίας, η οποία μπορεί να λέει ότι ενεργεί για προστασία των Τουρκοκυπρίων, στην πραγματικότητα όμως ενεργεί για να ενισχύσει τον ρόλο και την παρουσία της στην περιοχή διεκδικώντας ουσιαστικά τον έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου, όπως, επίσης, και της διαχείρισης και εκμετάλλευσης μεγάλου, τουλάχιστον, μέρους του υποθαλάσσιου πλούτου της περιοχής.
Αγνοούμενοι
Στη συνέχεια θα σας ενημερώσω για το που βρίσκονται οι προσπάθειές μας για επίλυση της τραγωδίας των αγνοουμένων μας. Δυστυχώς, οι προσπάθειες μας για την πλήρη διευκρίνιση της τύχης όλων των αγνοουμένων μας προσκρούουν στις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε εξαιτίας της τουρκικής αδιαλλαξίας.
Δυσκολίες που με σκοπιμότητα μπαίνουν μπροστά μας για να κλείσει οριστικά το κεφάλαιο «αγνοούμενοι», ώστε να μην αποδοθούν ή αναληφθούν ποτέ από την Τουρκία οι τεράστιες ευθύνες που έχει για τη δημιουργία της τραγωδίας των αγνοουμένων καθώς και της σκόπιμης συντήρησής της για σχεδόν μισό αιώνα. Και όλα αυτά σε βάρος των οικογενειών των αγνοουμένων μας, οι οποίες, μέρα με τη μέρα, αναμένουν για τόσα χρόνια να πληροφορηθούν για την τύχη των αγαπημένων τους προσώπων. Αυτή η απάνθρωπη μεταχείριση των οικογενειών από την κατοχική δύναμη μπορεί μόνο να συγκριθεί με τη βαρβαρότητα που επέδειξε ο στρατός της στις περιπτώσεις κυρίως συλληφθέντων συμπατριωτών μας, οι οποίοι εκτελέστηκαν εν ψυχρώ κι εξαφανίστηκαν τα ίχνη τους στη μαύρη εκείνη περίοδο της προδοσίας και της καταστροφής που έζησε η πατρίδα μας.
Καθόλου δεν υποτιμούμε το έργο που έχει επιτευχθεί στο πλαίσιο της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοουμένους, αλλά τόσο οι αριθμοί όσο και η στάση της κατοχικής δύναμης, κάθε άλλο παρά μας καθησυχάζουν. Αντίθετα, μας εμβάλλουν σε μεγαλύτερες ανησυχίες για τις πραγματικές προθέσεις της τουρκικής πλευράς.
Κατ’ αρχάς, εξακολουθούν να αγνοούνται περίπου 851 συμπατριώτες μας, οι περισσότεροι δηλαδή από όσους αρχικά καταχωρήθηκαν στον κατάλογο της Επιτροπής για διευκρίνιση της τύχης τους.
Η κατοχική δύναμη αρνείται να συνεργαστεί και να καταθέσει τα στοιχεία και τις πληροφορίες για την τύχη των αγνοουμένων μας όπως και τις πληροφορίες για μαζικούς χώρους ταφής που υπάρχουν στα αρχεία του τουρκικού στρατού. Αρνείται, επίσης, μέχρι σήμερα να δώσει τις πληροφορίες για το διπλό έγκλημα της σκόπιμης μετακίνησης λειψάνων από τους αρχικούς χώρους ταφής σε άλλους με στόχο να αποκρυβούν η αλήθεια και οι μεγάλες ευθύνες της κατοχικής δύναμης που αφορούν τις μαζικές εκτελέσεις αιχμαλώτων πολέμου και ανυπεράσπιστων άοπλων πολιτών από τα στρατεύματά της.
Ακόμα και εκεί που επιτρέπονται οι εκταφές, στις λεγόμενες στρατιωτικές ζώνες, αυτό γίνεται με τους περιορισμούς και τους όρους που έθεσε και θέτει καθημερινά ο κατοχικός στρατός: Εκταφές σε δέκα σημεία ανά έτος υπό τον πλήρη έλεγχό του. Εύκολα, δηλαδή, μπορεί να εκτιμήσει κανείς το βάθος του χρόνου στο οποίο παραπέμπουν οι περιορισμοί αυτοί και τα προσκόμματα που τίθενται καθημερινά από τις κατοχικές αρχές. Οι σκοπιμότητες εμφανείς αλλά και απάνθρωπες. Η πάγια θέση μας, που βασίζεται σε ανθρώπινα και ανθρωπιστικά κριτήρια είναι η απρόσκοπτη πρόσβαση των συνεργείων εκταφών αλλά και ερευνητών σε στρατιωτικές περιοχές, που στις πλείστες περιπτώσεις, θέλω να τονίσω, βαφτίζονται ως τέτοιες από τους Τούρκους για τους γνωστούς λόγους.
Είναι, το λιγότερο που μπορώ να πω, πολύ ανησυχητικό ότι ο αριθμός των λειψάνων ή μέρος λειψάνων που εντοπίζονται κατά τις εκταφές που πραγματοποιούνται φθίνει συνεχώς τα τελευταία χρόνια, όπως φθίνει και ο αριθμός των ταυτοποιήσεων που γίνονται ανά έτος. Είναι δε ορατός ο κίνδυνος, στο Ανθρωπολογικό Εργαστήριο της ΔΕΑ να μην υπάρχουν στο προσεχές διάστημα λείψανα για τις απαραίτητες επιστημονικές εξετάσεις. Η κατάσταση είναι οριακή και οι κίνδυνοι τερματισμού του προγράμματος πραγματικοί. Έχοντας επίγνωση τις πραγματικότητες δεν εφησυχάζουμε αλλά εργαζόμαστε σοβαρά και υπεύθυνα, παρά τις δυσκολίες και τα προβλήματα, για αντιμετώπιση αυτής της τραγικής κατάστασης προς όφελος των δοκιμαζόμενων οικογενειών. Μαζί με τις οικογένειες των αγνοουμένων μας συνεχίζουμε τον ιερό και τίμιο αγώνα μέχρι την πλήρη διευκρίνιση της τύχης και του τελευταίου αγνοούμενού μας. Αυτό μας επιβάλλουν οι αρχές μας, οι αξίες μας αλλά και η ιστορία μας.
Μια ιδιαίτερα τραγική πτυχή του θέματος, κοντά στις τόσες άλλες, είναι το γεγονός ότι γονείς και σύζυγοι, ακόμα και παιδιά αγνοουμένων, φεύγουν από τη ζωή χωρίς να μάθουν νέα των αγαπημένων τους, χωρίς να μπορέσουν να τελέσουν τις κηδείες τους πριν οι ίδιοι ολοκληρώσουν το δικό τους κύκλο ζωής.
Οι ευθύνες της Τουρκίας είναι τεράστιες. Σαράντα τέσσερα χρόνια πέρασαν από τη βάρβαρη τουρκική εισβολή και ακόμη ψάχνουμε να εντοπίσουμε λείψανα και να κηδεύσουμε παλληκάρια μας που έπεσαν μαχόμενοι ή που μαρτύρησαν ενώ βρίσκονταν υπό σύλληψη. Θα πρέπει η Τουρκία να αναλάβει επιτέλους τις ευθύνες της και να συνεργαστεί πλήρως ώστε να οδηγηθεί στην τελική λύση του το πρόβλημα των αγνοουμένων. Πρόκειται καθαρά για ένα ανθρωπιστικό θέμα στο οποίο δεν χωρούν ούτε σκοπιμότητες ούτε και άλλα ψεύδη. Η αλήθεια θα πρέπει να λάμψει.
Ενημερώνοντάς σας για το θέμα των αγνοουμένων, θα ήθελα να επισημάνω ότι η δική μας πλευρά επέδειξε και επιδεικνύει όλη την καλή συνεργασία που απαιτεί και αρμόζει η διερεύνηση της τύχης και των όσων Τουρκοκυπρίων συμπατριωτών μας έχουν δηλωθεί ως αγνοούμενοι. Θα ήθελα να τονίσω ότι η τύχη της πλειοψηφίας των Τουρκοκυπρίων που είχαν δηλωθεί ως αγνοούμενοι έχει διευκρινιστεί πλήρως και συνεχίζουμε τις προσπάθειές μας για επίλυση ει δυνατών όλων των υποθέσεων των Τουρκοκυπρίων αγνοουμένων. Ο ανθρώπινος πόνος είναι ο ίδιος τόσο για τους Ελληνοκύπριους όσο και για τους Τουρκοκύπριους συγγενείς. Απαιτούμε και από την κατοχική δύναμη να επιδείξει τουλάχιστον ευαισθησία στα δίκαια και δικαιολογημένα ανθρώπινα αιτήματα των συγγενών των Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων.
Εκείνο που κατ’ επανάληψη τονίζουμε στις επαφές μας είναι ότι η Τουρκία επιβάλλεται να επιδείξει έμπρακτα την αναγκαία πολιτική και ανθρωπιστική βούληση, ώστε να τερματιστεί ο πόνος και η αγωνία όλων των συγγενών. Πρέπει επιτέλους η Τουρκία να επιδείξει και σεβασμό προς τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ καθώς και άλλων διεθνών οργανισμών για το θέμα των αγνοουμένων. Θέλω να τονίσω ότι η εξαφάνιση προσώπου αποτελεί πολλαπλή παραβίαση βασικών και θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι παραβιάσεις αυτές δεν περιορίζονται στα δικαιώματα των αγνοουμένων προσώπων, αλλά επεκτείνονται και στα δικαιώματα των οικογενειών τους. Εκείνοι που διαπράττουν το έγκλημα δεν είναι ένοχοι μόνο για την εξαφάνιση των αγνοουμένων προσώπων, αλλά και για τη διαιώνιση της δυστυχίας των οικογενειών τους.
Ευχόμαστε, προσευχόμαστε αλλά και εξαντλούμε κάθε δυνατότητα ώστε τα δεδομένα για το ανθρωπιστικό αυτό θέμα της Κύπρου να αλλάξουν και να δημιουργηθούν οι νέες προοπτικές και συνθήκες για πλήρη και σωστή διευκρίνιση της τύχης ενός εκάστου των αγνοουμένων μας είτε αυτοί είναι Ελληνοκύπριοι, Ελλαδίτες αδελφοί μας ή Τουρκοκύπριοι.
Εγκλωβισμένοι
Οι εγκλωβισμένοι μας, παρά το πέρασμα των χρόνων, συνεχίζουν να βιώνουν καθημερινά τις καταστροφικές συνέπειες της τουρκικής εισβολής και κατοχής. Δυστυχώς, παρά τις συνεχείς προσπάθειες της Κυβέρνησης να σεβαστεί τη συμφωνία της Γ’ Βιέννης, η Τουρκία δεν έχει πραγματοποιήσει κανένα ουσιαστικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή παραβιάζοντας θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, όπως το δικαίωμα της ελευθερίας της θρησκείας, το δικαίωμα στην εκπαίδευση και στην ελευθερία έκφρασης, με τις αυθαίρετες απορρίψεις των εκπαιδευτικών που τοποθετούνται στο Νηπιαγωγείο, το Δημοτικό και το Γυμνάσιο Ριζοκαρπάσου, ή τη λογοκρισία στα βιβλία που αποστέλλονται στα σχολεία.
Πρόσφατα, αντιμετωπίσαμε και την αδιανόητη απαίτηση που πρόβαλε το κατοχικό καθεστώς να καταβάλλουμε δασμούς για τη βοήθεια που τους αποστέλλουμε. Αυτό, στο πλαίσιο της κλιμάκωσης της αδιαλλαξίας της τουρκικής πλευράς και των μηνυμάτων που συνεχώς αποστέλλει για περαιτέρω σκλήρυνση της πολιτικής της στο Κυπριακό.
Έχοντας πλήρη επίγνωση των δυσχερειών που επιφέρουν στην καθημερινότητα των ηρωικών εγκλωβισμένων μας οι απαράδεκτες ενέργειες του κατοχικού καθεστώτος, παραμένουμε προσηλωμένοι στην παροχή κάθε δυνατής συνδρομής προς αυτούς, σε δύσκολες συνθήκες και στο πλαίσιο των δυνατοτήτων μας.
Πρώτιστος στόχος μας είναι να τους στηρίξουμε με κάθε δυνατό τρόπο προκειμένου να παραμείνουν στα κατεχόμενα χωριά όπου διαβιούν. Προς το σκοπό αυτό, συνεχίζουμε και καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια μέσα από την προώθηση συγκεκριμένων πρωτοβουλιών και ενεργειών, ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για αναζωογόνηση των κατεχόμενων χωριών μας και για να εξασφαλίσουμε στους εγκλωβισμένους μας τις συνθήκες εκείνες που θα τους βοηθήσουν να διασφαλίσουν ένα πιο ελπιδοφόρο μέλλον για αυτούς και τα παιδιά τους. Παράλληλα, στο πλαίσιο πάντα των δυνατοτήτων μας, επιλύουμε τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και προσπαθούμε να βελτιώσουμε την ποιότητα ζωής τους.
Φυσικά με την ευχή ότι σύντομα θα έρθει η ώρα που η πατρίδα μας θα απελευθερωθεί από την κατοχή και τον εποικισμό και θα εισέλθει σε μια νέα εποχή ευημερίας και ασφάλειας που θα διασφαλίζονται και θα εφαρμόζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι βασικές ελευθερίες.
Προστασία της Πολιτιστικής και Θρησκευτικής μας κληρονομιάς στα κατεχόμενα
Προχωρώ τώρα στο τεράστιο άλλο θέμα της προστασίας της πολιτιστικής μας κληρονομιάς η οποία εκφράζει τη συσσώρευση της μακραίωνης ιστορίας μας και καθορίζει την ταυτότητά μας.
Η κήρυξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση του 2018 ως Έτους Προστασίας της Πολιτιστικής Κληρονομιάς υποδηλώνει τις ευρύτερες ανησυχίες στον κόσμο από πολλά και σοβαρά κρούσματα καταστροφών της πολιτιστικής κληρονομιάς, ακόμα και προστατευόμενων χώρων από την Ουνέσκο. Όλοι έχουμε υποχρέωση να συμβάλλουμε σε αυτή την προσπάθεια, πολύ περισσότερο εμείς λόγω και των επιπτώσεων από την εισβολή της Τουρκίας και τις έκδηλα προκλητικές παρανομίες της στην Κύπρο.
Περισσότερες από 550 ελληνορθόδοξες εκκλησίες, παρεκκλήσια και μοναστήρια έχουν λεηλατηθεί, υποστεί εκτεταμένους βανδαλισμούς και σε αρκετές περιπτώσεις κατεδαφιστεί. Πολλοί χριστιανικοί χώροι λατρείας έχουν μετατραπεί σε τζαμιά, αποθήκες του κατοχικού στρατού, θέατρα, στάβλους και αχυρώνες. Επιπρόσθετα, σημαντικά πολιτιστικά μνημεία εξακολουθούν να μην είναι προσβάσιμα επειδή βρίσκονται εντός των λεγόμενων στρατιωτικών ζωνών των κατεχομένων.
Η τύχη των εκκλησιαστικών κειμηλίων των ναών αυτών, που υπολογίζονται στις 20 χιλιάδες, παραμένει άγνωστη, ενώ σύμφωνα με υπολογισμούς της Κυπριακής Αστυνομίας, πάνω από 60 χιλιάδες πολιτιστικά αντικείμενα έχουν μεταφερθεί παράνομα σε ξένες χώρες μετά το 1974. Πολύ σημαντικές και ανεκτίμητης αξίας εικόνες περιήλθαν στην κατοχή οίκων δημοπρασίας και πωλήθηκαν παράνομα στο εξωτερικό από εμπόρους τέχνης.
Η καταστροφή δεν περιορίζεται μόνο στα μνημεία που ανήκουν στην Εκκλησία της Κύπρου, αλλά επεκτείνεται σε μνημεία που ανήκουν στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και στις θρησκευτικές ομάδες των Αρμενίων, των Μαρωνιτών και των Λατίνων.
Εξάλλου, όλες οι αρχαιολογικές αποστολές στην κατεχόμενη Κύπρο διακόπηκαν, ενώ όλα καταδεικνύουν πως όλα τα αντικείμενα που εκτίθεντο σε μουσεία, καθώς και όλο το μη καταχωρημένο υλικό στις αποθήκες των ξένων αρχαιολογικών αποστολών λεηλατήθηκαν και εξήχθησαν παράνομα στο εξωτερικό. Από την άλλη, σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι αφέθηκαν στο έλεος των στοιχείων της φύσης, όπως συμβαίνει στους χώρους των Σόλων και της Έγκωμης, ενώ ειδικά στη Σαλαμίνα διεξάγονται σε μόνιμη βάση παράνομα αρχαιολογικές ανασκαφές, κατά παραβίαση των συμβατικών υποχρεώσεων της Τουρκίας ως κατοχικής δύναμης.
Μιλώντας για το πολύ μεγάλο αυτό θέμα, δεν μπορεί παρά να επισημάνει ακριβώς κανείς τις τεράστιες ευθύνες της Τουρκίας οι οποίες εκπορεύονται από τις υποχρεώσεις της ως συμβαλλόμενο μέρος σε διεθνείς συμβάσεις, με πιο σημαντική τη Σύμβαση της Χάγης του 1954, της οποίας η Τουρκία είναι συμβαλλόμενο μέρος από το 1965. Η εν λόγω σύμβαση θέτει σαφείς και συγκεκριμένες υποχρεώσεις στην κατοχική δύναμη για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών σε περίπτωση ένοπλης σύρραξης.
Αναφέρομαι ακόμη στη Σύσταση της Γενικής Συνδιάσκεψης της Ουνέσκο, του 1964, για τα μέτρα παρεμπόδισης της εξαγωγής, εισαγωγής και μεταβίβασης των παράνομα κτηθέντων πολιτιστικών αγαθών, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση, του 1969, για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς, στη Σύμβαση της 14ης Νοεμβρίου 1970, επίσης για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν ώστε να εμποδιστεί η εξαγωγή, εισαγωγή και μεταβίβαση των παράνομα κτηθέντων πολιτιστικών αγαθών, καθώς στη Διεθνή Σύμβαση του Παρισιού της 16ης Νοεμβρίου για την προστασία της παγκόσμιας και φυσικής κληρονομιάς.
Είναι στη βάση των συμβατικών αυτών υποχρεώσεων της Τουρκίας, που η Κυβέρνηση σε συνεργασία με την Εκκλησία της Κύπρου προσπάθησαν και πέτυχαν σε αρκετές περιπτώσεις τον επαναπατρισμό αρχαιοτήτων και θρησκευτικών μας κειμηλίων, με καταγγελία του ρόλου της Τουρκίας στο παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων από την κατεχόμενη περιοχή της Κύπρου και, μάλιστα, από περιοχές που εντάσσονται στις λεγόμενες στρατιωτικές ζώνες.
Αδιαμφισβήτητα, με τη λεηλασία και την καταστροφή της ελληνικής και χριστιανικής μας κληρονομιάς που άρχισε μεθοδευμένα το 1974, επιδιώκεται η διαγραφή του ιστορικού παρελθόντος της Κύπρου, και αυτό στο πλαίσιο της γενικότερης πολιτικής και τακτικής της Τουρκίας για μόνιμη και οριστική τουρκοποίηση των κατεχομένων μας εδαφών. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η προσπάθεια της παρούσης Τουρκικής κυβέρνησης για ισλαμοποίηση των κατεχομένων με την κατασκευή πολλών νέων τζαμιών και τον έλεγχο του εκπαιδευτικού συστήματος των σχολείων, καθώς και με την εφαρμογή αρκετών άλλων μέτρων που ελέγχονται πλήρως από εκπροσώπους της κυβέρνησης Ερντογάν στο ψευδοκράτος.
Το σίγουρο είναι ότι δεν πρέπει να αφήσουμε την πολιτιστική κληρονομιά να παρακμάσει, να υποβαθμιστεί ή να καταστραφεί. Για μας στην Κύπρο, οι λόγοι είναι ακόμα πιο πολλοί και σημαντικοί. Συνδέονται με το εθνικό μας θέμα, την καταστροφή που επέφερε η τουρκική εισβολή, την προσπάθεια παραγραφής της ιστορίας μας με την καταστροφή της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και, ακόμα, την προσπάθεια ισλαμοποίησης των πάντων στα κατεχόμενα.
Όπως έχετε αντιληφθεί πρόκειται για θέματα που αφορούν στις πιο συγκλονιστικές πτυχές της τουρκικής εισβολής. Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω και πάλι για πρόσκληση και εύχομαι κάθε καλό σε όλους.