Για τη μείωση του φόρου ακίνητης ιδιοκτησίας και το λογότυπο των Κυπριακών Αερογραμμών, μίλησε ο ΥΠΟΙΚ στο ΡΙΚ
Την εξαγγελία της Κυβέρνησης για μείωση του φόρου ακίνητης ιδιοκτησίας,
σχολίασε ο Υπουργός Οικονομικών κ. Χάρης Γεωργιάδης σε δηλώσεις του
σήμερα, 5 Ιουλίου 2016 στο Τρίτο Πρόγραμμα Ραδιοφώνου του ΡΙΚ και στην
εκπομπή «Πρωινό Δρομολόγιο».
Πρόκειται για μια πρόταση η οποία εντάσσεται στα πλαίσια της φορολογικής μεταρρύθμισης που αποσκοπεί στην ελάφρυνση των φορολογικών βαρών που είτε είχαν επιβληθεί κι ανέβει σε υψηλά επίπεδα τα προηγούμενα χρόνια είτε ανέκαθεν βρίσκονταν σε πολύ υψηλά επίπεδα, είπε ο κ. Υπουργός.
«Έχουμε δημιουργήσει αυτό το περιθώριο λειτουργώντας πάντοτε πολύ προσεκτικά ώστε να μην ξεφύγουμε από τις αποδεκτές παραμέτρους, να μην επιστρέψουμε στις πολιτικές των ελλειμμάτων, αλλά να δώσουμε πίσω το σύνολο των περιθωρίων που έχουν δημιουργηθεί κι ελπίζω πως στις επόμενες μέρες, θα αποφευχθούν οι υπερβολικές ή οι πρόχειρες προσεγγίσεις για να έχουμε μια θετική κατάληξη».
Κληθείς να σχολιάσει την προσέγγιση του ΑΚΕΛ επί του θέματος που προνοεί κλιμακωτή συνεισφορά, ο κ. Υπουργός χαρακτήρισε ως υπερβολικές και λανθασμένες εκείνες τις προσεγγίσεις που στερούνται μελέτης ή σοβαρότητας.
Στις φορολογίες επί της κατοχής, είπε ο κ. Γεωργιάδης, προτείνουμε μείωση πέραν του μισού και στη φορολογία για τις μεταβιβάσεις, προτείνουμε μείωση στο μισό. «Πρόκειται για μια εξαιρετικά σημαντική μείωση η οποία θεωρώ, και όπως έχει λεχθεί, ξεπερνά μάλιστα και τις προσδοκίες. Τη στιγμή που έχουμε δημιουργήσει, με προσπάθεια και ενεργώντας πολύ προσεκτικά, αυτό το περιθώριο, ένας πλεονασμός περαιτέρω μείωσης της φορολογίας με τρόπο μάλιστα απρογραμμάτιστο και χωρίς καν κοστολόγηση, δεν είναι σοβαρή προσέγγιση».
Σημειώνοντας την ποικιλομορφία των προτάσεων που διατυπώθηκαν επί του θέματος, ο κ. Γεωργιάδης προέβη σε συγκεκριμένες αναφορές. «Να σας πω χαρακτηριστικά ποιες προτάσεις τέθηκαν χθες στη συζήτηση: η μια πρόταση ήταν να εξαιρεθούν, έτσι γενικά, πέραν των μισών φορολογουμένων. Άλλη πρόταση ήταν να εξαιρεθούν γενικά, όλες οι κύριες κατοικίες –της μιας αξίας πρότεινε ο ένας, της άλλης αξίας πρότεινε ο άλλος.
[Τρίτη πρόταση ήταν] να εξαιρεθεί ακόμη η αγροτική γη. Να εξαιρεθεί ακόμη η ακίνητη περιουσία εκείνων που βρίσκεται σε ζώνες με πολύ χαμηλό συντελεστή λόγω περιβαλλοντικών ή άλλων πολεοδομικών κριτηρίων».
Τί έμεινε να φορολογήσουμε, διερωτήθηκε ο κ. Υπουργός, «και ποιος έχει μετρήσει και κοστολογήσει όπως θα έπρεπε την επίπτωση όλων αυτών των εξαιρέσεων και των απαλλαγών; Και σε τί διαφέρει μια τέτοια προσέγγιση που εξαιρεί το ένα και το άλλο, απαλλάσσει το ένα και απαλλάσσει το άλλο με αποτέλεσμα, ουσιαστικά, να μας αφήνει χωρίς έστω αυτό το αισθητά μειωμένο, αλλά αναγκαίο; Τί διαφέρει αυτή η προσέγγιση από την πλήρη κατάργηση; Δεν είναι σοβαρές προσεγγίσεις αυτές. Επαναλαμβάνω: μετρήσαμε τις δυνατότητες μας και μπορέσαμε να υπολογίσουμε και να προγραμματίσουμε αυτή την πολύ σημαντική μείωση, αλλά ένας πλεονασμός περαιτέρω μειώσεων και εξαιρέσεων θα οδηγήσει σε ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα».
Απαντώντας σε ερώτηση για τη φορολογία που λαμβάνουν οι δήμοι και οι τοπικές Αρχές, ο Υπουργός Οικονομικών υπέδειξε πως η Κυβέρνηση συμφωνεί όπως ένας φόρος που ανέκαθεν υπήρχε, «να παραμείνει και να είναι ένας φόρος ουσιαστικά για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, χωρίς να ισχυρίζομαι ότι αυτό θα είναι το μόνο έσοδο των δήμων. Είναι περισσότερα που λαμβάνουν από το Κράτος οι τοπικές Αρχές», σημείωσε.
«Συμφωνώ πως αυτή η φορολογία πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο δίκαιη και πιο ανεκτή. Είχαμε αναγκαστεί ή υπήρξε –λόγω των γνωστών εξελίξεων του πρόσφατου παρελθόντος– μια εκτόξευση της συνολικής φορολογίας στον τομέα των ακινήτων. Αυτό έγινε με έναν τρόπο ο οποίος ήταν και δυσβάστακτος και άδικος. Συνεπώς, ήταν στις προτεραιότητές μας διά της δημιουργίας των περιθωρίων, να μειώσουμε αισθητά τον φόρο και να τον καταστήσουμε πιο δίκαιο. Και θεωρώ πως γίνεται πιο δίκαιος όταν αφενός, μειώνεται συνολικά το ποσό που πρέπει να εισπράξεις και όταν αφετέρου, διευρύνεται όσο το δυνατόν περισσότερο η φορολογική βάση, με αποτέλεσμα όλοι να πληρώνουν αναλογικά και από λίγο», είπε.
Εκφράζοντας την εκτίμηση πως αναλόγως της ιδιοκτησίας θα πρέπει να υπάρχει καθολική συνεισφορά καθότι αυτό εστί δικαιότερο, ο κ. Γεωργιάδης ανέφερε πως «εάν εξαιρέσουμε με μια μονοκονδυλιά το 50% ή το 60% των φορολογουμένων, σημαίνει ότι δημιουργούμε ένα δυσβάστακτό και δυσανάλογο βάρος για τους υπόλοιπους μισούς, ενώ εάν αναλογικά της ιδιοκτησίας του καθενός υπάρχει μια συνεισφορά από όλους, αυτό είναι δικαιότερο».
Πρόσθεσε, δε, πως το ζήτημα του ενιαίου φορολογικού συντελεστή εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο, σημειώνοντας πως αυτός, κατά την εκτίμησή του, είναι ο απλούστερος και δικαιότερος τρόπος φορολόγησης. «Δεν μπορώ να σκεφτώ πιο απλό και δίκαιο τρόπο φορολόγησης κι αυτό είναι που προτείνεται με σημαντικότερη βέβαια παράμετρο, την αισθητή μείωση του εισπρακτικού στόχου, ο οποίος όμως στόχος δεν έχει καθοριστεί με τρόπο αυθαίρετο. Έχει υπάρξει μια πολύ προσεκτική, συστηματική προεργασία για να καθοριστεί αυτό το όριο ασφαλείας και είμαι έντονος ως προς το ότι δεν μπορούμε να θέλουμε αφενός, να διατηρήσουμε τις δημόσιες δαπάνες σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο και αφετέρου, με τη μεγαλύτερη ευκολία και χωρίς μελέτη και επιμέτρηση να είμαστε όλοι πανέτοιμοι ως προς το ποιος θα μειώσει περαιτέρω τις φορολογίες».
Αν θέλουμε χαμηλές φορολογίες ή αν θέλουμε να χαμηλώσουμε κάπως τις φορολογίες για να ελαφρυνθούν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, συνέχισε ο κ. Γεωργιάδης, «πρέπει να έχουμε και την έγνοια να συγκρατούμε τις δημόσιες δαπάνες. Εάν, όμως, θέλουμε οι δημόσιες δαπάνες να είναι σε ένα επίπεδο, θα πρέπει ταυτοχρόνως να διασφαλίσουμε πως και τα φορολογικά έσοδα – διά της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης– θα εξασφαλίζονται. Αυτή τη λογική προσέγγιση, χωρίς υπερβολές και ακραίες προσεγγίσεις, έχει υιοθετήσει η Κυβέρνηση. Και θεωρώ πως πρέπει, πάνω σε αυτή τη βάση, να ληφθούν και οι τελικές αποφάσεις της Βουλής».
Κληθείς να σχολιάσει τις δηλώσεις του προέδρου του ΔΗΣΥ κ. Αβέρωφ Νεοφύτου για κατάργηση του φόρου ακίνητης ιδιοκτησίας, ο κ. Γεωργιάδης σημείωσε πως ο κ. Νεοφύτου «έπραξε αυτό που έπρεπε να έπρατταν όλοι όσοι πρότειναν –με πολύ πρόχειρο και αμελέτητο τρόπο– περαιτέρω μειώσεις στα έσοδα, αναφέροντας πως θα πρέπει να υπάρξει και περαιτέρω μείωση των δαπανών. Ερμηνεύω την πρόταση του κ. Νεοφύτου ως απάντηση στα όσα είχαν λεχθεί χθες Δευτέρα με τον πλεονασμό εξαιρέσεων, απαλλαγών και ασφαλώς, με αυτήν τη λογική, είναι που ο κ. Αβέρωφ είπε πως ‘εγώ προτείνω πλήρη κατάργηση και να έρθουμε με τις εξοικονομήσεις’».
«Θεωρώ πως η πρόταση της Κυβέρνησης είναι πολύ δίκαιη. Ένας φόρος ο οποίος μαζί με τον φόρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είχε πολύ πρόσφατα ξεπεράσει τα 120 εκ. ευρώ, σήμερα μπορούμε να τον περιορίσαμε στα 40-45 εκ. ευρώ. Αυτό το περιθώριο δεν το επιτύχαμε με άτσαλες ή βεβιασμένες κινήσεις, αλλά μέσα από μια συστηματική προσπάθεια των 2–3 χρόνων», σημείωσε ο κ. Γεωργιάδης, για να προσθέσει πως παράλληλα με τη μείωση του φόρου ακίνητης ιδιοκτησίας, μειώνονται στο μισό και τα μεταβιβαστικά.
«Τα μεταβιβαστικά μειώνονται στο μισό και διαφωνώ κάθετα και με την άλλη διαφαινόμενη απόφαση της Βουλής όπως αναβληθεί επί του παρόντος, η εναρμόνισή μας με το ευρωπαϊκό κεκτημένο σε σχέση με το Φ.Π.Α. στις εμπορικές αγοραπωλησίες οικοπέδων. Ήταν υποχρέωση που αναλάβαμε με τη Συνθήκη Ένταξης της Κύπρου το 2007, πήραμε μια σιωπηρή παράταση, εξαντλήσαμε κάθε λογικό περιθώριο, πήραμε τις αυστηρές προειδοποιήσεις και είναι αδιανόητο να ακούγονται από τις οργανώσεις των επιχειρηματιών και των εργοδοτών, που κατά τα άλλα πρώτοι από όλους υποδεικνύουν σε όλα τα άλλα ζητήματα πως πρέπει να είμαστε συνεπείς έναντι των ευρωπαϊκών μας υποχρεώσεων, πως μπορούμε, έτσι απλά, να μην συμμορφωθούμε και να μην επιχειρήσουμε την εναρμόνιση, διότι θα διαταραχθεί η αγορά. Μα πώς θα διαταραχθεί η αγορά τη στιγμή που αυτές οι αγοραπωλησίες υπολογίζονται περίπου στο 5% του συνόλου των συναλλαγών στον τομέα των ακινήτων και αυτή η υποχρέωσή μας συνοδεύεται με τη μόνιμη μείωση των μεταβιβαστικών στο μισό –που ισχύει όχι μόνο για αυτές τις συναλλαγές αλλά για όλες–, αλλά και με αυτή την πολύ αισθητή μείωση επί της κατοχής. Απευθύνω τελευταία έκκληση: να πράξουμε το σωστό και ελπίζω [σ.σ. πως μέχρι το φθινόπωρο], να μην οδηγηθούμε στο δικαστήριο».
Κληθείς, τέλος, να σχολιάσει πληροφορίες που φέρουν τα λογότυπα και τα εμβλήματα των Κυπριακών Αερογραμμών να τυγχάνουν δικαιώματος χρήσης από ρωσική εταιρεία, ο Υπουργός Οικονομικών σημείωσε πως εν εξελίξει της διαδικασίας, δεν μπορούν να γίνουν τελικές και επίσημες ανακοινώσεις. « Όχι, δεν μπορώ να το επιβεβαιώσω καθότι η διαδικασία βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Έχει υπάρξει μια ανακοίνωση από τη Μονάδα Αποκρατικοποιήσεων ότι έχουν υποβληθεί δεσμευτικές προσφορές, δεν είμαστε όμως σε θέση ακόμη να προβούμε στις τελικές και επίσημες ανακοινώσεις διότι δεν έχει ακόμη τυπικά και επίσημα ολοκληρωθεί η διαδικασία. Εντός των ημερών θα υπάρξουν ανακοινώσεις, ελπίζω θετικές», επισήμανε ο κ. Γεωργιάδης.
Πρόκειται για μια πρόταση η οποία εντάσσεται στα πλαίσια της φορολογικής μεταρρύθμισης που αποσκοπεί στην ελάφρυνση των φορολογικών βαρών που είτε είχαν επιβληθεί κι ανέβει σε υψηλά επίπεδα τα προηγούμενα χρόνια είτε ανέκαθεν βρίσκονταν σε πολύ υψηλά επίπεδα, είπε ο κ. Υπουργός.
«Έχουμε δημιουργήσει αυτό το περιθώριο λειτουργώντας πάντοτε πολύ προσεκτικά ώστε να μην ξεφύγουμε από τις αποδεκτές παραμέτρους, να μην επιστρέψουμε στις πολιτικές των ελλειμμάτων, αλλά να δώσουμε πίσω το σύνολο των περιθωρίων που έχουν δημιουργηθεί κι ελπίζω πως στις επόμενες μέρες, θα αποφευχθούν οι υπερβολικές ή οι πρόχειρες προσεγγίσεις για να έχουμε μια θετική κατάληξη».
Κληθείς να σχολιάσει την προσέγγιση του ΑΚΕΛ επί του θέματος που προνοεί κλιμακωτή συνεισφορά, ο κ. Υπουργός χαρακτήρισε ως υπερβολικές και λανθασμένες εκείνες τις προσεγγίσεις που στερούνται μελέτης ή σοβαρότητας.
Στις φορολογίες επί της κατοχής, είπε ο κ. Γεωργιάδης, προτείνουμε μείωση πέραν του μισού και στη φορολογία για τις μεταβιβάσεις, προτείνουμε μείωση στο μισό. «Πρόκειται για μια εξαιρετικά σημαντική μείωση η οποία θεωρώ, και όπως έχει λεχθεί, ξεπερνά μάλιστα και τις προσδοκίες. Τη στιγμή που έχουμε δημιουργήσει, με προσπάθεια και ενεργώντας πολύ προσεκτικά, αυτό το περιθώριο, ένας πλεονασμός περαιτέρω μείωσης της φορολογίας με τρόπο μάλιστα απρογραμμάτιστο και χωρίς καν κοστολόγηση, δεν είναι σοβαρή προσέγγιση».
Σημειώνοντας την ποικιλομορφία των προτάσεων που διατυπώθηκαν επί του θέματος, ο κ. Γεωργιάδης προέβη σε συγκεκριμένες αναφορές. «Να σας πω χαρακτηριστικά ποιες προτάσεις τέθηκαν χθες στη συζήτηση: η μια πρόταση ήταν να εξαιρεθούν, έτσι γενικά, πέραν των μισών φορολογουμένων. Άλλη πρόταση ήταν να εξαιρεθούν γενικά, όλες οι κύριες κατοικίες –της μιας αξίας πρότεινε ο ένας, της άλλης αξίας πρότεινε ο άλλος.
[Τρίτη πρόταση ήταν] να εξαιρεθεί ακόμη η αγροτική γη. Να εξαιρεθεί ακόμη η ακίνητη περιουσία εκείνων που βρίσκεται σε ζώνες με πολύ χαμηλό συντελεστή λόγω περιβαλλοντικών ή άλλων πολεοδομικών κριτηρίων».
Τί έμεινε να φορολογήσουμε, διερωτήθηκε ο κ. Υπουργός, «και ποιος έχει μετρήσει και κοστολογήσει όπως θα έπρεπε την επίπτωση όλων αυτών των εξαιρέσεων και των απαλλαγών; Και σε τί διαφέρει μια τέτοια προσέγγιση που εξαιρεί το ένα και το άλλο, απαλλάσσει το ένα και απαλλάσσει το άλλο με αποτέλεσμα, ουσιαστικά, να μας αφήνει χωρίς έστω αυτό το αισθητά μειωμένο, αλλά αναγκαίο; Τί διαφέρει αυτή η προσέγγιση από την πλήρη κατάργηση; Δεν είναι σοβαρές προσεγγίσεις αυτές. Επαναλαμβάνω: μετρήσαμε τις δυνατότητες μας και μπορέσαμε να υπολογίσουμε και να προγραμματίσουμε αυτή την πολύ σημαντική μείωση, αλλά ένας πλεονασμός περαιτέρω μειώσεων και εξαιρέσεων θα οδηγήσει σε ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα».
Απαντώντας σε ερώτηση για τη φορολογία που λαμβάνουν οι δήμοι και οι τοπικές Αρχές, ο Υπουργός Οικονομικών υπέδειξε πως η Κυβέρνηση συμφωνεί όπως ένας φόρος που ανέκαθεν υπήρχε, «να παραμείνει και να είναι ένας φόρος ουσιαστικά για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, χωρίς να ισχυρίζομαι ότι αυτό θα είναι το μόνο έσοδο των δήμων. Είναι περισσότερα που λαμβάνουν από το Κράτος οι τοπικές Αρχές», σημείωσε.
«Συμφωνώ πως αυτή η φορολογία πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο δίκαιη και πιο ανεκτή. Είχαμε αναγκαστεί ή υπήρξε –λόγω των γνωστών εξελίξεων του πρόσφατου παρελθόντος– μια εκτόξευση της συνολικής φορολογίας στον τομέα των ακινήτων. Αυτό έγινε με έναν τρόπο ο οποίος ήταν και δυσβάστακτος και άδικος. Συνεπώς, ήταν στις προτεραιότητές μας διά της δημιουργίας των περιθωρίων, να μειώσουμε αισθητά τον φόρο και να τον καταστήσουμε πιο δίκαιο. Και θεωρώ πως γίνεται πιο δίκαιος όταν αφενός, μειώνεται συνολικά το ποσό που πρέπει να εισπράξεις και όταν αφετέρου, διευρύνεται όσο το δυνατόν περισσότερο η φορολογική βάση, με αποτέλεσμα όλοι να πληρώνουν αναλογικά και από λίγο», είπε.
Εκφράζοντας την εκτίμηση πως αναλόγως της ιδιοκτησίας θα πρέπει να υπάρχει καθολική συνεισφορά καθότι αυτό εστί δικαιότερο, ο κ. Γεωργιάδης ανέφερε πως «εάν εξαιρέσουμε με μια μονοκονδυλιά το 50% ή το 60% των φορολογουμένων, σημαίνει ότι δημιουργούμε ένα δυσβάστακτό και δυσανάλογο βάρος για τους υπόλοιπους μισούς, ενώ εάν αναλογικά της ιδιοκτησίας του καθενός υπάρχει μια συνεισφορά από όλους, αυτό είναι δικαιότερο».
Πρόσθεσε, δε, πως το ζήτημα του ενιαίου φορολογικού συντελεστή εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο, σημειώνοντας πως αυτός, κατά την εκτίμησή του, είναι ο απλούστερος και δικαιότερος τρόπος φορολόγησης. «Δεν μπορώ να σκεφτώ πιο απλό και δίκαιο τρόπο φορολόγησης κι αυτό είναι που προτείνεται με σημαντικότερη βέβαια παράμετρο, την αισθητή μείωση του εισπρακτικού στόχου, ο οποίος όμως στόχος δεν έχει καθοριστεί με τρόπο αυθαίρετο. Έχει υπάρξει μια πολύ προσεκτική, συστηματική προεργασία για να καθοριστεί αυτό το όριο ασφαλείας και είμαι έντονος ως προς το ότι δεν μπορούμε να θέλουμε αφενός, να διατηρήσουμε τις δημόσιες δαπάνες σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο και αφετέρου, με τη μεγαλύτερη ευκολία και χωρίς μελέτη και επιμέτρηση να είμαστε όλοι πανέτοιμοι ως προς το ποιος θα μειώσει περαιτέρω τις φορολογίες».
Αν θέλουμε χαμηλές φορολογίες ή αν θέλουμε να χαμηλώσουμε κάπως τις φορολογίες για να ελαφρυνθούν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, συνέχισε ο κ. Γεωργιάδης, «πρέπει να έχουμε και την έγνοια να συγκρατούμε τις δημόσιες δαπάνες. Εάν, όμως, θέλουμε οι δημόσιες δαπάνες να είναι σε ένα επίπεδο, θα πρέπει ταυτοχρόνως να διασφαλίσουμε πως και τα φορολογικά έσοδα – διά της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης– θα εξασφαλίζονται. Αυτή τη λογική προσέγγιση, χωρίς υπερβολές και ακραίες προσεγγίσεις, έχει υιοθετήσει η Κυβέρνηση. Και θεωρώ πως πρέπει, πάνω σε αυτή τη βάση, να ληφθούν και οι τελικές αποφάσεις της Βουλής».
Κληθείς να σχολιάσει τις δηλώσεις του προέδρου του ΔΗΣΥ κ. Αβέρωφ Νεοφύτου για κατάργηση του φόρου ακίνητης ιδιοκτησίας, ο κ. Γεωργιάδης σημείωσε πως ο κ. Νεοφύτου «έπραξε αυτό που έπρεπε να έπρατταν όλοι όσοι πρότειναν –με πολύ πρόχειρο και αμελέτητο τρόπο– περαιτέρω μειώσεις στα έσοδα, αναφέροντας πως θα πρέπει να υπάρξει και περαιτέρω μείωση των δαπανών. Ερμηνεύω την πρόταση του κ. Νεοφύτου ως απάντηση στα όσα είχαν λεχθεί χθες Δευτέρα με τον πλεονασμό εξαιρέσεων, απαλλαγών και ασφαλώς, με αυτήν τη λογική, είναι που ο κ. Αβέρωφ είπε πως ‘εγώ προτείνω πλήρη κατάργηση και να έρθουμε με τις εξοικονομήσεις’».
«Θεωρώ πως η πρόταση της Κυβέρνησης είναι πολύ δίκαιη. Ένας φόρος ο οποίος μαζί με τον φόρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είχε πολύ πρόσφατα ξεπεράσει τα 120 εκ. ευρώ, σήμερα μπορούμε να τον περιορίσαμε στα 40-45 εκ. ευρώ. Αυτό το περιθώριο δεν το επιτύχαμε με άτσαλες ή βεβιασμένες κινήσεις, αλλά μέσα από μια συστηματική προσπάθεια των 2–3 χρόνων», σημείωσε ο κ. Γεωργιάδης, για να προσθέσει πως παράλληλα με τη μείωση του φόρου ακίνητης ιδιοκτησίας, μειώνονται στο μισό και τα μεταβιβαστικά.
«Τα μεταβιβαστικά μειώνονται στο μισό και διαφωνώ κάθετα και με την άλλη διαφαινόμενη απόφαση της Βουλής όπως αναβληθεί επί του παρόντος, η εναρμόνισή μας με το ευρωπαϊκό κεκτημένο σε σχέση με το Φ.Π.Α. στις εμπορικές αγοραπωλησίες οικοπέδων. Ήταν υποχρέωση που αναλάβαμε με τη Συνθήκη Ένταξης της Κύπρου το 2007, πήραμε μια σιωπηρή παράταση, εξαντλήσαμε κάθε λογικό περιθώριο, πήραμε τις αυστηρές προειδοποιήσεις και είναι αδιανόητο να ακούγονται από τις οργανώσεις των επιχειρηματιών και των εργοδοτών, που κατά τα άλλα πρώτοι από όλους υποδεικνύουν σε όλα τα άλλα ζητήματα πως πρέπει να είμαστε συνεπείς έναντι των ευρωπαϊκών μας υποχρεώσεων, πως μπορούμε, έτσι απλά, να μην συμμορφωθούμε και να μην επιχειρήσουμε την εναρμόνιση, διότι θα διαταραχθεί η αγορά. Μα πώς θα διαταραχθεί η αγορά τη στιγμή που αυτές οι αγοραπωλησίες υπολογίζονται περίπου στο 5% του συνόλου των συναλλαγών στον τομέα των ακινήτων και αυτή η υποχρέωσή μας συνοδεύεται με τη μόνιμη μείωση των μεταβιβαστικών στο μισό –που ισχύει όχι μόνο για αυτές τις συναλλαγές αλλά για όλες–, αλλά και με αυτή την πολύ αισθητή μείωση επί της κατοχής. Απευθύνω τελευταία έκκληση: να πράξουμε το σωστό και ελπίζω [σ.σ. πως μέχρι το φθινόπωρο], να μην οδηγηθούμε στο δικαστήριο».
Κληθείς, τέλος, να σχολιάσει πληροφορίες που φέρουν τα λογότυπα και τα εμβλήματα των Κυπριακών Αερογραμμών να τυγχάνουν δικαιώματος χρήσης από ρωσική εταιρεία, ο Υπουργός Οικονομικών σημείωσε πως εν εξελίξει της διαδικασίας, δεν μπορούν να γίνουν τελικές και επίσημες ανακοινώσεις. « Όχι, δεν μπορώ να το επιβεβαιώσω καθότι η διαδικασία βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Έχει υπάρξει μια ανακοίνωση από τη Μονάδα Αποκρατικοποιήσεων ότι έχουν υποβληθεί δεσμευτικές προσφορές, δεν είμαστε όμως σε θέση ακόμη να προβούμε στις τελικές και επίσημες ανακοινώσεις διότι δεν έχει ακόμη τυπικά και επίσημα ολοκληρωθεί η διαδικασία. Εντός των ημερών θα υπάρξουν ανακοινώσεις, ελπίζω θετικές», επισήμανε ο κ. Γεωργιάδης.